τεύχος #2 |
Reviews : » Chris Brokaw - red cities » El Guapo - super/system » June Panic - baby's breadth » Liars - they threw us all in a trench and stuck a monument on top » Nina Nastasia - the blackened air » Savath & Savalas - the rolls and waves EP » The vibracathedral orchestra - dabling with gravity and who you are » Xiu xiu - knife play » Black heart procession - Amore del tropico » 90 Day Men - everyone » Alasdair Roberts - the crook of my arm » Current 93/nurse with wound - bright yellow moon » David Grubbs - rickets & scurvy » James Yorkston & the athletes - moving up country » Low - trust » Spokane - able bodies » The Fucking Champs - V » Winsdor For The Derby - The emotional rescue lp » Songs:ohia - Didn't it rain » Califone - Deceleration one » Cul de sac - immortality lessons » Do make say think - & yet & yet » John Parish - how animals move » MCLusky - MCLusky do Dallas » Mum - Finally we are no one » Piano magic - writers without homes » Redneck Manifesto - Cut your heart off from your head » Rothko - a continual search for origins » Rye coalition - On top » Sonic Youth - Murray street » The microphones - The glow pt.2 » Standard - August » Tristeza - s/t EP » Ugly cazanova - sharpen your teeth » Yume Bitsu - The golden vessyl of sound |
Όταν είχα αρχίσει να ακούω τους Come, ήμουν πεπεισμένος ότι αυτό το γκρουπ έχει πολλά να προσφέρει στην indie μουσική σκηνή. Μου άρεσε το στυλ του ,ο έντεχνος θόρυβος που προκαλούσαν οι κιθάρες του, οι στίχοι του αλλά και τα ξεχωριστά φωνητικά του Chris Brokaw. Τα χρόνια πέρασαν, οι Come διαλύθηκαν και τα βασικά μέλη τους χάραξαν τις δικές τους solo πορείες. Την αρχή την έκανε πέρυσι η Thalia Zedek με το πολύ αξιόλογο Been here and gone, μία συλλογή από ιδρωμένες blues συνθέσεις, η οποία αγαπήθηκε αμέσως από το μουσικόφιλο κοινό. Η συνέχεια ανήκε στον σημερινό ντράμερ των New Year, Chris Brokaw. Το Red Cities αποτελεί από μόνο του μία πρώτης τάξεως έκπληξη για όσους περίμεναν τον Brokaw να αναμασά τις μελωδίες των παλιών καλών καιρών. Αυτό το άλμπουμ δεν έχει σχέση με τους Come. Πρώτα απ' όλα δεν έχει φωνητικά, ενώ ο Brokaw κάνει όλη τη δουλειά μόνος του, χωρίς απολύτως βοήθεια. Ουσιαστικά το Red Cities είναι ένα μανιφέστο για το πως μπορείς να δημιουργήσεις ποιοτική μουσική με μοναδικό σου σύντροφο τα τύμπανα και την ηλεκτρική σου κιθάρα. Ο Brokaw δεν χρειάστηκε κάποια ομάδα μουσικών να τον πλαισιώνει, για να μας αποδείξει το πολύπλευρο χάρισμα που διαθέτει. Η κιθάρα του μας εξιστορεί παραμύθια απ' τις κόκκινες πολιτείες της φωτιάς, της μοναξιάς και του έρωτα. Είναι ένας δίσκος που ξεδιπλώνεται αργά αλλά σταθερά σαν ένας "κλειστός" χαρακτήρας που διστάζει ν' ανοιχτεί στους γύρω του και μόλις αισθανθεί το κλίμα κατάλληλο μετατρέπεται σε ορθάνοιχτο βιβλίο. Κάπως έτσι μπορεί να είναι και η προσωπικότητα Brokaw. Πίσω απ' τις κιθαριστικές αναπολήσεις κρύβεται η αυτοβιογραφία του. Αυτό ίσως ήταν και κάτι που του έλειπε απ' τους Come ή τους Codeine: η προσώπικη έκφραση των σκέψεών του. Σκέψεις, οι οποίες τελικά μετουσιώθηκαν σ' ένα ευαίσθητο πειραματικό άλμπουμ αποτελούμενο από 11 "κινηματογραφικές" συνθέσεις.
Για να λέμε τα πράγματα με τ' όνομά τους, η εταιρεία Dischord δημιουργήθηκε για να εξυπηρετεί καταρχάς τις δισκογραφικές ανάγκες των Fugazi. Έτσι την ξέραμε τόσα χρόνια και έτσι θα την ξέρουμε. Κατά καιρούς όμως φιλοξένησε κι άλλα σχήματα χωρίς το εγχείρημα αυτό να στεφθεί με απόλυτη επιτυχία. Το γεγονός αυτό δεν εμπόδισε τους πρωτευουσιάνους El Guapo να αλλάξουν εταιρεία και να κυκλοφορήσουν το τρίτο τους άλμπουμ Super/ System με την παραπάνω ετικέτα. Κι αν σας ενδιαφέρει η γνώμη μου, καλά έκαναν. Όλο το Super/System αποτελεί μία εσωτερική πάλη του συγκροτήματος ανάμεσα στο alter ego του art- punk, σε ξεθωριασμένα road blues, σε επίμονους post-jazz πειραματισμούς , σ' έναν ιδιόμορφο αβανγκαρντισμό και σε άναρχα παρωχημένα beats. Το περίεργο σ' όλη την υπόθεση είναι ότι κανένα απ' τα στοιχεία αυτά δεν υπερτερεί. Όλα αυτά συμβιώνουν στον ήχο τους άλλοτε αρμονικά και άλλοτε ως αχταρμάς. Κανένα κομμάτι δεν μοιάζει με το άλλο και καμία σύνθεση δεν θυμίζει κάτι οικείο. Τίποτα μες στο άλμπουμ δεν προδίδει τις επιρροές του γκρουπ. Από την πρώτη κιόλας ακρόαση παραξενεύεσαι πως οι αγχώδεις, καταιγιστικοί ρυθμοί μπορούν και σκυταλοδρομούν με αργόσυρτες επαναλήψεις των κρουστών και του μπάσου. Για τους El Guapo η ζωή έχει δύο μέτρα και δύο σταθμά, έχει μία άγρια, διττή ομορφιά: άλλες φορές εκνευριστικά επαναλήψιμη κι άλλες φορές τρελή κι αναπάντεχη. Ως γνήσιο τέκνο μεγαλούπολης μπορώ εν μέρει να τους κατανοήσω, όχι όμως και να συλλάβω εξ 'ολοκλήρου τη σκέψη τους. Συμπέρασμα: το Super/ System είναι μία χαοτική συλλογή από μινιμαλιστικούς ήχους, που άλλοι θα τη λατρέψουν και σ' άλλους θα κάτσει στο λαιμό... Εγώ, πάντως, τη βρήκα κάτι περισσότερο από ενδιαφέρουσα.
Τι είναι άραγε ο έρωτας; Δύο άνθρωποι συνδέονται, κάνουν παιδιά, τα παιδιά τους εγγόνια και κάποια στιγμή πεθαίνουν. Μήπως δεν είναι αυτός ο σκοπός της ζωής; Κι αν δεν είναι αυτός ποιος είναι; Ο June Panic θέτει ερωτήματα χωρίς να απαντάει ξεκάθαρα. Άλλωστε υπάρχουν ερωτήματα, στα οποία κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με σαφήνεια. Ο June Panic, αν και πολύ νέος ,έχει γράψει ήδη 11 άλμπουμ, από τα οποία τα 9 δημιουργήθηκαν hometaping παρέα μ' ένα τετρακάναλο. Το τελευταίο Baby's Breadth είναι αναμφισβήτητα η πιο ολοκληρωμένη δουλειά του τραγουδοποιού απ' τη Βόρειο Ντακότα. Το Baby's Breadth διακρίνεται σε πέντε ενότητες και κάθε μία απ' αυτές περιέχει τρία κομμάτια (σύνολο 15,δηλαδή).Το σίγουρο είναι ότι ο June Panic έχει πολύ περισσότερο ταλέντο απ' όσο μπορεί κανείς να φανταστεί. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ένας απαισιόδοξος μουσικός αλλά δεν μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι είναι και η προσωποποίηση του οπτιμισμού. Οι στίχοι του λιτοί κι απέριττοι χωρίς ίχνος βαθυστόχαστων εκφράσεων δημιουργούν αμέσως μία γήινη ατμόσφαιρα και διεισδύουν γρήγορα στην καρδιά του θνητού ακροατή. Η καθημερινότητα της φωνής του June Panic εκπέμπει μία μοναδική ζεστασιά σαν ένας φίλος που σου διηγείται τις δυσκολίες της ζωής. Αντίθετα με την πλειοψηφία των σχημάτων της Secretly Canadian, o June Panic δεν επιθυμεί να μας μελαγχολήσει αλλά να μας προβληματίσει. Όπως και να' χει το πράγμα ο Mr. Panic δεν προσποιείται το σπουδαίο μουσικό. Κάθεται οκλαδόν στο δωμάτιό του και γράφει τη χαριτωμένη alt country του ακούγοντας ίσως λίγο από Blonde on Blonde, βαλσάκια από Elliott Smith, παλιά κομμάτια του George Harrisson ή κάτι απ' τον πρώτο δίσκο του Badly Drawn Boy και μας εξομολογείται το σουρεαλιστικό και παράδοξο της αγάπης και των ανθρώπινων σχέσεων. Η αμεσότητα του Baby's Breadth είναι κάτι το ιδιαίτερο. Αποστασιοποιημένο από τον στούντιο υπερεπαγγελματισμό, τις τρανταχτές υπερπαραγωγές, μακριά απ' τις κλιμακτηριακές νευρώσεις των μουσικών της μέσης ηλικίας αποτελεί το ιντερλούδιο της ζωής του και της ζωής του καθενός από μας που επιτρέπει το πέρασμα από την γέννηση στην εφηβική ηλικία κι απ' την μετεφηβεία στην "κοινωνία των μεγάλων" μ' όλες τις δυσκολίες που αυτή περικλείει (γάμος, οικογένεια, παιδιά). Η ζωή ακολουθεί την προδιαγεγραμμένη πορεία της και καταλήγει στο θάνατο, το μυστήριο του οποίου δεν θα μπορούσε να μείνει ασχολίαστο απ' τον Panic. Ο θάνατος δεν είναι συνώνυμο της θλίψης, όταν έρχεται την κατάλληλη στιγμή ως η φυσική κατάληξη μιας γεμάτης από εμπειρίες και αναμνήσεις ζωής. Όλα τα πράγματα κάποτε τελειώνουν και ταχύτερα τελειώνουν τα πιο όμορφα. Κάπως έτσι τελείωσε, λοιπόν, κι αυτός ο δίσκος. Το καλό όμως με τους δίσκους είναι ότι μπορείς να τους βάλεις απ' την αρχή...
Αν κάποιος μια μέρα σας χτυπήσει την πλάτη και σας ψιθυρίσει ψύχραιμα:"Mr you're on fire Mr", μην ανησυχήσετε. Αυτοί θα' ναι σίγουρα οι Liars! Μ' ένα εξώφυλλο αισθητικής Radiohead επί εποχής OK Computer, μ' έναν τίτλο μακροσκελή, εφάμιλλο των τίτλων-σιδηροδρόμων των Flaming Lips και με μία εμφάνιση τύπου πορτιέρη στο Privilege, οι Νεοϋορκέζοι Liars κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ "They threw us all..." μέσω της Mute. Το θράσος, λοιπόν, αυτών των τεσσάρων δεν περιγράφεται. Πατώντας το play, κάνουν αισθητή την παρουσία τους απ΄ το πρώτο κιόλας κομμάτι του δίσκου φωνάζοντας, ουρλιάζοντας και βιάζοντας τα τύμπανά μας με αιχμηρά, βαριά κιθαριστικά ριφ και με την έντονη, άκρως ρυθμική μπασσογραμμή που άψογα τα συνοδεύει. Οι Liars, αν μην τι άλλο, είναι ένα καθαρόαιμο art-punk γκρουπ μ΄ έναν χαοτικό, noise ήχο που μόνο με σχήματα όπως τους Les Savy Fav και τους Apes θα μπορούσε να παρομοιασθεί. Κάπου εδώ αξίζει να σημειωθεί κι η εύλογη και ταυτόχρονα ευδιάκριτη αγάπη τους για το "αρχέγονο" punk των 80's. Οι Liars, ως οι πάνκηδες της νέας χιλιετηρίδας, γνωρίζουν καλά τι πρέπει να κάνουν και πως να το κάνουν. Μας ανεβάζουν, μας ξεσηκώνουν και μας δίνουν να καταλάβουμε ότι όσο εμείς τους συμπαθούμε τόσο αυτοί θα μας μισούν και θα μας σπάνε τα νεύρα. Και γι' αυτό το επιχείρημα δεν υπάρχει πιο τρανή απόδειξη από το ένατο και τελευταίο κομμάτι του άλμπουμ ‘This dust makes that mud’, που ενώ θα έπρεπε κανονικά να διαρκεί 5', στην πραγματικότητα διαρκεί 20',καθώς στους εν λόγω "κύριους" διέφυγε το γεγονός ότι κάποια στιγμή πρέπει να τελειώσει ο δίσκος τους και επί ένα τέταρτο παίζουν το ίδιο υπνωτιστικό, ενοχλητικό μοτίβο ξανά και ξανά μέχρι να σου τινάξουν τα μηνίγγια στον αέρα! Κατά τ' άλλα τα υπόλοιπα 8 κομμάτια είναι όντως απογειωτικά, αποτυπώνοντας έτσι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την αστείρευτη ενέργεια που διαθέτει το "υπέρ-τσίρκο" που ονομάζεται LIARS!
Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό για την Νina Nastasia ήταν ότι θα μπορούσε άνετα να είναι η γυναικεία εκδοχή του απαλλάχειου πρίγκιπα Will Oldham ή μία πιο folk Cat Power.Κι όμως στην προσπάθειά σου να περιγράψεις τους ήχους και τις μελωδίες πέφτεις σε μάλλον αναπόφευκτες παγίδες. Η Nina Nastasia με το Blackened Air δεν αποτελεί απλά ένα αμάλγαμα επιρροών και επιδράσεων αλλά μέτρο σύγκρισης. Το νέο όνομα της Nina Nastasia ήταν από εκείνα που διακρίθηκαν στο τελευταίο All Tomorow's Parties, όχι επειδή είναι η νέα ''προστατευόμενη'' του Albini, ο οποίος έχει επιμεληθεί και την παραγωγή, αλλά επειδή έδωσε σε ορισμένους να καταλάβουν ότι δεν χρειάζονται ''φρύδια'' για να γράφεις και να τραγουδάς σαν άντρας. Κάθε στίχος του Blackened Air, κάθε δοξαριά, κάθε κίνηση της πένας στην ακουστική κιθάρα αποτίσουν ένα φόρο τιμής στα βιώματά της στις πιο κρυφές επιθυμίες της, στο μελανό και αποπνικτικό αέρα που φέρνει μαζί της η μελαγχολία κάθε φορά που αποφασίζει να μας χτυπήσει την πόρτα. Προσωπικές συνθέσεις, γήινα τραγούδια αφιερωμένα στους ωκεανούς, στα βουνά, στις ανθρώπινες αδυναμίες αλλά και στην ανθρώπινη κενοδοξία. Είναι δύσκολο όταν αγαπάς κάποιον:''Don't run away from me! I tell you. My eyes are black as iron. I'm toppling houses, trees and towns, my crying makes everybody drown". Απ' την αρχή του 'Run all you...' ως την τελευταία στιγμή του 'That's all that is' κατανοείς το μεγαλείο της γυναίκας αυτής crooner, που έκανε τις σκέψεις της γλυκό παραμύθι και μας το παρέθεσε ως το πιο όμορφο και απαισιόδοξο δώρο του καλοκαιριού. Απ' τα άλμπουμ που σε πείθουν για την ομοιότητα των ανθρώπινων συναισθημάτων.
Μην έχοντας κάποια σχέση με την λαμπρότερη φαλάκρα της αμερικανικής τηλεόρασης, Savath+ Savalas είναι το νέο σχήμα του Prefuse 73 ή κατά κόσμον Scott Herren. Ως Savath+ Savalas o Herren έχει ήδη μία ολοκληρωμένη δουλεία στην πλάτη του, ενώ ετοιμάζεται αυτόν τον καιρό και για τη δεύτερη .Το συγκεκριμένο ep αποτελεί μία κυκλοφορία- προϊδεάσει για το τι πρόκειται να ακολουθήσει στο πολυαναμενόμενο καινούργιο του άλμπουμ. Το project Savath+ Savalas δεν έχει ιδιαίτερες ηχητικές συγγένειες με το breakbeat downtempo σκεπτικό του Prefuse 73.Tα 5 κομμάτια συνολικής διάρκειας 17' φέρνουν στο μυαλό τις "ευτυχισμένες" στιγμές των Frigde, τις πιο ambient εκφάνσεις των Four Tet αλλά και τις πρόσφατες ηχογραφήσεις των Τortoise. Αυτό είναι πιο συναισθηματικό, μετά-rock προσωπείο του Scott Herren ,ο οποίος εύστοχα αποδεικνύει ότι έκτος από ένας εκπληκτικός dj είναι και μία μοναδική περίπτωση ευρηματικού μουσικού. Μινιμαλιστικά αριστουργήματα όπως το ‘Peths in soft Focus’ ή ‘Folksong for cello’ εκτός του ότι δεν αφήνουν κανένα ασυγκίνητο, αποτελούν και μία ανακούφιση για όσους πραγματικά πίστευαν στο πολυδιάστατο ταλέντο του. Επειδή, όμως, δεν μ΄ αρέσει να προτρέχω, καλύτερα να κρατήσουμε μερικές καλές κουβέντες ακόμα για την επόμενη "ραδιοφωνική σύνθεση" ,η οποία εντός των επομένων μηνών θα κυκλοφορήσει λογικά μέσω της Warp. Ως τότε, λοιπόν...
Εκεί που συναντιέται η μουσική παράδοση της Ανατολής με τις τεχνοτροπίες της Δύσης, στο σταυροδρόμι της ethnic jazz με την νεοψυχεδέλεια, εκεί ακριβώς βρίσκεται η μικρή μουσική κοινότητα των Άγγλων the Vibracathedral Orchestra. Ο avant-garde πειραματισμός αγκαλιάζει τον θόρυβο και την έντεχνη επανάληψη τόσο σφιχτά, ώστε να τα ενώνει στην ατμοσφαιρική μουσική του αύριο, του σήμερα, του χθες. Θα ήταν αφελές από την πλευρά μου, αν πρότεινα το Dabbling with gravity and who you are σε ανθρώπους που αναζητούν τις συναισθηματικές εξάρσεις στα άλμπουμ που ακούνε. Οι Vibracathedral Orchestra δεν μπαίνουν καν στην διαδικασία να διεγείρουν τα συναισθήματα του ακροατή τους. Δεν επιδιώκουν την αφύπνιση της αγάπης ή του έρωτα, της μελαγχολίας ή της αισιοδοξίας. Μοναδική τους επιδίωξη, μοναδικός τους σκοπός είναι η δημιουργία μιας συγκεκριμένης ατμόσφαιρας, μίας ιδιαίτερης αισθητικής. Στις αλχημείες των Vibracathedral Orchestra διακρίνεις μία κλιμακωτή "κάθαρση" ,μία αγγελικά πλασμένη ηχητική, έναν θησαυρό ψυχικής ισορροπίας που πρέπει να ψάξεις βαθιά μέσα σου να τον ανακαλύψεις και να τον ανεβάσεις στην επιφάνεια. Το σάστισμα είναι απλά ο προπομπός της υπέρτατης γαλήνης. Τα έγχορδα με κυρίαρχο το ινδικό σιτάρ, τα κρουστά με δεσπόζον το ντέφι, το φλάουτο παρουσιάζονται μπροστά σου σαν "γόρδιος δεσμός", ο οποίος θα λυθεί θυσιάζοντας κι εσύ με τη σειρά σου κάτι απ' την καθημερινότητά σου, την προσοχή σου, το σεβασμό σου. Και είναι αλήθεια πραγματικός θρίαμβος όταν, με μέσο την σύγχυση των ρυθμών και των οργάνων, με την αρωγή μίας "μυστικοπαθούς" παραγωγής, χαλκεύεις το πιο ολοκληρωμένο και παράλληλα περίεργο 60λεπτο της φετινής χρονιάς. Ο πολιτισμός των Vibracathedral Orchestra αποτελείται από τους: Bridget Hayden, Adam Davenport, Julian Bradley, Neil Campbell και Michael Flower. Ηχογράφηση και κυκλοφορία κράτησαν παραπάνω από δύο χρόνια.
Όταν πέθανε η μητέρα μου άκουγα Henry Conwell, Joy Division, detroit techno, the Smiths, Takemitsu, Sabbath, gamelan, Black Angels και Cecil Taylor" Πάντα συμπαθούσα το dark κίνημα.Πάντα θεωρούσα σημαντικά συγκροτήματα όπως τους Joy Division,τους Cure, τους Sisters of Mercy,τους Swans, τους Clan of Xymox, τους Bauhaus. Ήμουν όμως και είμαι της άποψης ότι το dark, υπό την ευρεία έννοιά του, χρειάζεται μία αλλαγή, μία σοβαρή αλλαγή. Καλές οι μεταφυσικές ανησυχίες, η αισθητική των εξώφυλλων είναι εκπληκτική αλλά "τα μαύρα το καλοκαίρι με πέθαιναν". Έπρεπε να γίνει το βήμα μπροστά. Ύστερα από ένα μακρύ διάστημα διάστασης με την dark σκηνή, έπεσε στα χέρια μου το Knife Play. Οι Xiu Xiu, για να μην δημιουργηθεί παρεξήγηση, δεν είναι ένα παραδοσιακό dark σχήμα. Είναι όμως το βήμα μπροστά. Παίζουν πολύ με την μελανή ατμόσφαιρα της industrial, χρησιμοποιούν εύστοχα το programming, το synth, το harmonium καθώς και τα επιβλητικά φωνητικά του Jamie Stewart, που μόνο με τον Nick Cave επί εποχής Birthday Party θα μπορούσαν να συγκριθούν. Μία αγέρωχη φωνή που σε στέλνει απ' ευθείας στο "Μr. Clarinet", στις πιο όμορφες κατακόμβες της ανθρώπινης απελπισίας, στα ανεπανάληπτα clubs του Soho της δεκαετίας του '80. Ο ρομαντισμός των 80's συμπληρώνεται με την τεχνοκρατία και τον ηλεκτρονικό παροξυσμό του σήμερα από μία παρέα μουσικών που μαζί με τα βασικά μέλη των Xiu Xiu ανέρχεται στα 11 άτομα. Είναι συγκλονιστικό πως το γκρίζο και μονότονο beat δένεται με τα gongs, την τρομπέτα, το βιολί και τέλος την ακουστική κιθάρα. Είναι πραγματικά συγκλονιστικό πως η κατάθλιψη γίνεται γιορτή σ' αυτό το άλμπουμ. Τα dark φαντάσματα του παρελθόντος χορεύουν και τραγουδούν μαζί τους σε μία πανδαισία ήχων και αισθήσεων. Σίγουρα ο Ian Curtis θα χαμογελάει εκεί που είναι, αν μπορεί ν' ακούσει έστω κι ένα κομμάτι απ' το Knife Play. Πέρα όμως από τάσεις, έχουμε να κάνουμε μ' έναν μαγευτικό δίσκο τόσο από πλευράς εμπνεύσεων όσο κι από πλευράς εκτέλεσης.
Δεν πρόκειται να συναντηθούμε ξανά με τους παλιούς Βlack Ηeart Procession .Όχι σε αυτό τον κόσμο. Το συγκρότημα από το San Diego άφησε πίσω του όχι μόνο το μυστηριώδη μινιμαλίσμο των εξώφυλλων του αντικαθιστώντας τον με animation, δεν άφησε πίσω του μόνο την 1-2-3 αρίθμηση των album του αλλά εγκατέλειψε και εκείνο το βαρύ πιάνο που συνόδευε τις συνθέσεις του, για να φέρει σε πρώτη θέση πλουσιότερες ενορχηστρώσεις πιο φωτεινές πιο λαμπερές. Οι Black Heart Procession δεν έγιναν απότομα εύθυμο συγκρότημα. Πως θα μπορούσε άλλωστε ένα σχήμα με αυτό το όνομα να γράψει χαρούμενους στίχους που να αναφέρονται σε χαρούμενες καταστάσεις. “Your church is red” .Το μαύρο φόντο των κομματιών τους αφέθηκε στα κόκκινα σημάδια του φόνου, του εγκλήματος και του πάθους. Με το Amore Del Tropico ζούμε ένα φανταστικό film noir. Οι B.H.P. γιγάντωσαν ενορχηστρικά και πλάι στις καθιερωμένες πικρές μπαλάντες τους πρόσθεσαν και κάποια μαγεμένα blues υβρίδια που τους κάνουν να ξεχωρίζουν αισθητική από τις παλαιότερες δουλειές τους. πρόκειται για μία ηχητική αλλαγή χωρίς να τίθεται θέμα ποιότητας. Το Amore Del Tropico είναι πράγματι ένας πολύ χορταστικός δίσκος, αφού ούτε λίγο ούτε πολύ περιέχει 15 γεμάτες συνθέσεις, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι B.H.P. ξέρουν να παλεύουν με την ποσότητα και να τα βγάζουν πέρα. Η φωνή του Pall A Jenkins πλαισιώνεται αυτή τη φορά από διπλά και τριπλά φωνητικά από μία παραγωγή που σεβάστηκε τον ιδιόρρυθμο ήχο του group και πρόσθεσε αυτή την ελάχιστη λάμψη που χρειαζόταν για να μην καταντήσει ένα ακόμη γραφικό αποκαρδιωτικό group. Με αυτό το album οι B.H.P. επαληθεύουν την αξία τους σαν σύνολο.
Αυτά τα αλητάκια από το Chicago τα κατάφεραν πολύ καλά στο 20 τους άλμπουμ .Παρά το νεαρό της ηλικίας τους ,το To Everybody ,αποτελεί μια πολύ προχωρημένη και ενδιαφέρουσα πρόταση για τους θιασώτες της «post-rock» (μοιράζω καραμέλες!) σκηνής. Το ύφος τους θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια πιο χύμα ,αλκοολική εκδοχή των αναγνωρισμένων συμπολιτών τους (Tortoise,Dianogah ,Ui κτλ) .Τα περισσότερα κομμάτια εκτυλίσσονται φαινομενικά άναρχα, όπως υπαγορεύουν οι συνεχώς εναλλασσόμενες μπασογραμμές ,τα ακροβατικά drums και τα περίπλοκα κιθαριστικά ρίφφακια. Όμως , οι 90 Day Men ,έχουν μια εξωστρεφή διάθεση και δεν πέφτουν στην παγίδα της prog φλυαρίας .Σε αυτήν την πιο ζωντανή , «street-wise» προσέγγιση συμβάλλει καθοριστικά η απλοποιημένη παραγωγή και πρώτιστα ο καθοριστικός ρόλος του πιάνου στην εξέλιξη των συνθέσεων . Αντί να καθιστά τον ήχο ακόμη δύσκολο, τον χρωματίζει με ζοφερές αποχρώσεις, ακολουθώντας ένα πιο συναισθηματικό δρόμο, και δραματοποιεί την ατμόσφαιρα. Το μόνο σχήμα που μπορώ να θυμηθώ ,το οποίο χρησιμοποιεί τόσο αποδοτικά τις στοιχειωμένες μελωδίες του πιάνου είναι οι Black Heart Procession, χωρίς όμως οι 90 Day Men να εγείρουν ανατριχίλες, όπως οι B.H.P. Παράλληλα, τα ψυχωτικά φωνητικά, αν και χαμηλά στην μίξη, εντείνουν την λυρική φύση των κομματιών και όταν στο ‘alligator’ αναλαμβάνουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο, μας χαρίζουν ένα από τα πιο οδυνηρά τραγούδια-κόλλημα της χρονιάς. Με χαροποιεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι η νέα γενιά των συγκροτημάτων του Chicago, είναι αποφασισμένη να κρατήσει τον συναισθηματικό δείκτη ψηλά και να αποτιναχθεί επιτέλους η άδικη ταμπέλα του κλινικού από αυτήν την πιο «μουσική» πολιτεία της U.S. Σίγουρα, πάντως οι 90 Day Men είναι από τις μεγάλες ελπίδες για μια τέτοια κίνηση.
Appendix Out - A Warm And Yeasty Corner (Shinglesheet)
O Alasdair Roberts είναι ο τραγουδιστής και βασικός συνθέτης του μαγευτικού και πολύ παραγνωρισμένου σκοτσέζικου outsider folk σχήματος Appendix Out. Έχουν κυκλοφορήσει δύο άριστα άλμπουμ -Daylight Saving και Τhe Night Is Advancing- στην Drag City και μάλλον αποτελούν το αυθεντικότερο σχήμα στο είδος του αυτή την στιγμή . Στο The Crook Of My Arm ο Alasdair Roberts παίρνει την ακουστική του κιθάρα και μόνος στήνεται μπροστά στο μικρόφωνο με σκοπό να ανασκευάσει μια ντουζίνα από παραδοσιακές Σκοτσέζικες και Ουαλικές μπαλάντες .Και , φυσικά, δεν επιλέγει μερικά γνωστά κομμάτια που έχουν κακοποιηθεί από πολλούς επιτήδειους στον βωμό της εμπορευματοποίησης του folklore ,αλλά τραγούδια ιδιαίτερα σκοτεινά και πονεμένα .Τραγούδια που εξιστορούν με τρόπο δραματικό τους , αμόλυντους από την αστική πανούκλα, έρωτες ανθρώπων της μεθορίου με διάθεση μυθοπλαστική .Η χρυσοποίκιλτη μελωδικότητα της φωνής του Alasdair και η ανατριχιαστικά βαριά προφορά του στοιχειώνουν κάθε σύνθεση ενώ το θλιβερό φλατσέτο του φέρνει αναπόφευκτα στο μυαλό τις αντίστοιχες καταθέσεις του αγαπημένου Will Oldham .Σε κάθε απεγνωσμένη κορύφωση , νεράιδες και άλλα εξώκοσμα πλάσματα δειλά-δειλά ξεπηδούν από το καυτό του στόμα ,κάτι που προσεγγίζει τα όρια του θαύματος αν αναλογιστεί κανείς ότι χρησιμοποιεί την πιο λιτή και πρωτόγονη ενορχήστρωση του κόσμου . Το μίνι-άλμπουμ A Warm …δεν ξεφεύγει πολύ από το κλίμα το The Crook ...Πέντε διασκευές σε γνωστότερους σε εμάς καλλιτέχνες (Incredible String Band, Magnetic Fields κα) full-band αυτήν τη φορά . Το πιάνο πρωταγωνιστεί και ντύνει την φωνή του Alasdair ιδανικά . Το πιάνο και οι ακουστικές κιθάρες πρωταγωνιστούν και ντύνει την φωνή του Alasdair σε γκρίζες βροχερές αποχρώσεις . Η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη ,το νοιώθεις . Και στον επίλογο το πανέμορφου ‘a very cellular sοng’ ,οι Α.Ο. αποχωρίζονται για λίγο τα όργανα τους και όλοι μαζί σχεδόν a cappella τραγουδούν πανηγυρικά και μυσταγωγικά ταυτόχρονα «may the long time sunshine on you all surround and the pure light within you guide your way on» ,αδιάκοπα .΄Ένα τρυφερό αποκούμπι, «μια ζεστή και yeasty γωνιά » για όλους του αποκαμωμένους ταξιδιώτες του φωτός και τους σκότους .
Ο David Tibet(Current 93)και ο Steve Stapleton(Nurse With Wound)διαγράψει μια παράλληλη εικοσαετή πορεία στο χώρο του σκοτεινού avant-garde .Ζουν στην Β. Ιρλανδία ασχολούνται και με την αφηρημένη ζωγραφική και τον μυστικισμό. Επίσης διευθύνουν μαζί την εκλεκτική ετικέτα World Serpent και φυσικά ,αν και πολύ εκκεντρικοί τύποι, είναι πολύ καλοί φίλοι. Επομένως , αυτή η συνεργασία των δύο θρυλικών για τη σκοτεινή μουσική σχημάτων ήρθε αβίαστα ,σαν επιστέγασμα της ιδιόμορφης σχέσης τους. Βέβαια, αυτή η συνεργασία αναμένονταν με μεγάλη αγωνία, από το σύνολο των φίλων της avant-garde,αφού τα δύο σχήματα ταυτίζονται σε πολλά σημεία στην ατμόσφαιρα που δημιουργούν αλλά ηχητικά τους μέσα για αυτό το αποτέλεσμα είναι πολύ διαφορετικά .Οι μεν Current 93 έχουν δημιουργήσει ένα πολύ προσωπικό ύφος αποκαλυπτικής folk , σκοτεινής και βιαίας ,ενώ οι Nurse With Wound είναι ένα πρωτοποριακό instrumental σουρεαλιστικό μετά-industrial υβρίδιο ,οι παρυφές του οποίου φτάνουν μέχρι την νεοκλασική μουσική . Χοντρικά η συνεύρεση αυτή θα μπορούσε να πει κανείς ότι μια σύνθεση αυτών των ετερόκλητων στοιχείων.Kαι πάλι, όμως , τέτοια είναι η άρρωστη, θα έλεγαν κάποιοι, οπτική των Tibet/Stapleton στην μουσική που μόνο επισταμένες ακροάσεις μπορούν να δημιουργήσουν μια σαφή εικόνα .Οι στίχοι-αφηρημένα ποιήματα του Tibet για αυτό το άλμπουμ είναι εμπνευσμένοι από τραυματική του νοσηλεία στο νοσοκομείο λόγω οξείας περιτονίτιδας που του κόστισε μια near-death experience σύμφωνα με τα λεγόμενα του .Έτσι όλο το άλμπουμ διαστέλλει με ψυχωτικό τρόπο αυτό το στιγμιαίο πέρασμα από την ζωή στον θάνατο . Όσοι έχουν επαφή με το ακραίο στιχουργικό έργο του Tibet ,ξέρουν πολύ καλά πως μόνο αυτός μπορεί να προσδώσει στην εμπειρία αυτή την κατάλληλη λεκτική περιγραφή και όσοι έχουν αποκωδικοποιήσει το παράλογο κολάζ του Stapleton ,γνωρίζουν ότι μόνο αυτός έχει τα «κλειδιά» για να την ντύσει ηχητικά με το κατάλληλο ύφος .Το άλμπουμ εκτυλίσσεται παράλληλα με αυτό το περίεργο ταξίδι στην άλλη πλευρά ,ξεκινώντας με μία μεγάλη σε διάρκεια και αξία σύνθεση όπου πάνω από τα ,αν και ambient, πολύ περίπλοκα μοτίβα του Stapleton ,ο Τibet μας καθοδηγεί στην πύλη του φωτός με την έντονη ,σχεδόν εξώκοσμη του απαγγελία .Από εκεί και πέρα ,το μονοπάτι γίνεται ακόμα πιο δύσβατο και αλλόκοτο . Κάπου στο βάθος κάποιος gospelτραγουδιστής εκλιπαρεί να “ride the black diamond train” , ενώ ο Stapleton μεταλλάσσει αδιάκοπα το ηχητικό σκηνικό με τους ακατάληπτους ήχους-samples των αλλόκοτων πιο ηχητικών πηγών και πλέον αδύνατον να ξεφύγεις από αυτό το ενδοσκοπικό βασανιστήριο... Και όταν πια έχεις βυθιστεί για τα καλά σε αυτόν τον εφιάλτη ,έρχεται η ακουστική αποκάλυψη του ‘walking like shadows’ με αφυπνιστική-κατευναστική διάθεση .“Its only time…Its only time…’ ψιθυρίζει σαρδόνια ο Tibet και χαρτογραφεί γλαφυρά τη δική του Γη της Επαγγελίας, κάπου ανάμεσα στα δάκτυλα της και πίσω από τα μάτια της. Μέχρι να ξεπροβάλλει και πάλι αυτό το καταραμένο κίτρινο φεγγάρι....
Στην δεκαετία του ΄90 υπήρχε ένα post-rock συγκρότημα από το Σικάγο που τόλμησε. Τόλμησε να πειραματιστεί με ΟΛΕΣ τις φόρμες και να διαπλάσει ένα νέο είδος φιλελεύθερης τραγουδοποιίας ,όταν οι συμπολίτες τους πάσχιζαν να συναγωνιστούν τις οργανικές ακροβασίες των Tortoise.Oι Gastr Del Sol είχαν την τεχνική ,το στίχο και το όραμα για τη νέα πολυεπίπεδη μουσική. Μετά από 4 δίσκους-διαθήκη για το μέλλον διαλύθηκαν… Tα δύο τους μέλη Jim O’ Rourke και David Grubbs ακολουθούν σήμερα βίους παράλληλους. Ηχογραφούν πειραματική laptop electronica, συνεργάζονται με avant-garde θηρία και που και που επιστρέφουν στην σύγχρονη pop/rock πραγματικότητα . Στην αυτήν την τελευταία κατεύθυνση κινείται και το νέο άλμπουμ του Grubbs ,παίρνοντας την σκυτάλη από το υπέροχο Spectre between προ διετίας .Ό ήχος αυτήν τη φορά είναι πιο σκανδαλιάρικος και περιπαικτικός και ταυτόχρονα πιο ώριμος . Τα περισσότερα κομμάτια κινούνται σε up-tempo ρυθμούς , χωρίς ,όμως, να παρασέρνουν, δημιουργώντας απλά μια ελεγχόμενη ανάταση .Η συμμετοχή επιφανών καλεσμένων , όπως ο John McEntire,οι Matmos και ο Noel Akchote συμβάλλουν στην δημιουργία ανανεωτικών ηλεκτρονικών και μη ήχων ,ενώ η εκπληκτική όπως πάντα ,δουλεία του Grubbs στις ηλεκτρακουστικές κιθάρες και το πιάνο δίνουν μια αίσθηση μοναδικότητας σε αυτά τα τετράλεπτα μετά-pop κομψοτεχνήματα .Λυρικά ευφυέστατος ,αλλά συναισθηματικά απόμακρος υφαίνει ένα λεκτικό ιστό γεμάτο ανατροπές, υπονοούμενα που σιγοντάρεται από την αποστασιοποιημένη ερμηνεία του .Ιστοριούλες με περίεργη ανάπτυξη και εικόνες αλληλοσυγχεόμενες περιγράφονται στους στίχους του ,με στόχο τη φαντασία αλλά και το I.Q. του ακροατή ,επιδεχόμενες πολλαπλών ερμηνειών .Κατά κάποιο τρόπο θυμίζει τον Bill Callahan(Smog) εποχής Red Apple Falls μείον των εμμονών και των ψυχώσεων .Στο τέλος της ακρόασης του Rickets&Scurvy νοιώθεις μία στιγμιαία πληρότητα και λιγάκι εξυπνότερος .Ίσως ο περισσότερο απελευθερωτικός songwriting δίσκος της χρονιάς.
Από την στιγμή που άκουσα το σιγκλάκι Lang Toun μαζί με τους Fortet το καλοκαίρι ο James Yorkston κέρδισε με μιας τη συμπάθεια μου. Σε οργασμικό δεκάλεπτο συνδύασε το αιθέριο της σκοτσέζικης folk με motorik/ krautrock ρυθμούς ,ένα πρωτόγνωρο άκουσμα. Στο ντεμπούτο του για την αγαπημένη domino,παραγκωνίζει την όποια πειραματική του διάθεση και επιστρέφει σε μια πιο άμεση και οργανική βάση. Πίπιζες, αρμόνιο, μπάντζο, ακορντεόν, φυσαρμόνικα, πιάνο και εύθραυστες ακουστικές κιθάρες δημιουργούν ένα πολύ ζεστό και παρείστικο κλίμα, που μόνο τέτοιες ειλικρινείς folk καταθέσεις απαντούμε. Κινούμενοι παράλληλα με τους Belle & Sebastian του πρώτου άλμπουμ , μείον τις αστειότητες και τις εξυπνάδες ,καθώς και με τους Grand Drive,χωρίς τις Bob Dylanικές τους εμμονές, ο James Yorkston και οι αθλητές του δημιουργούν ένα άκρως δεμένο άλμπουμ, εύρευστο και απέριττο. Η κρυστάλλινη φωνή του James Yorkston έχει αυτό το μελαγχολικό άγγιγμα που έχουμε συναντήσει στα περισσότερα σκοτσέζικα σχήματα, μεταφέροντας στον ακροατή άλλοτε την θλιμμένη του διάθεση , άλλοτε ένα πιο αισιόδοξο μήνυμα .Οι στίχοι είναι καλογραμμένοι, χωρίς περιττές ανατροπές .Περιγράφοντας έρωτες χωρίς ανταπόδοση καθώς και την πηγαία του αγάπη για την ύπαιθρο και τον αμόλυντο τρόπο ζωής σε αυτήν .Οι περισσότερες συνθέσεις αναπτύσσονται αργά και κατανυκτικά, μια χαμηλότονη προσέγγιση ,ανθρώπινη και ουσιαστική. Λαμπερή εξαίρεση τα ‘sweet jesus’ και ‘I spy dogs’ ,όπου ο James εκμεταλλεύεται τον φλεγόμενο δαιμονιώδη τους ανάπτυξη για να αναφερθεί σε πιο κοινωνικοπολιτικά ζητήματα πείθοντας με την αμεσότητα του. Αν έχετε όρεξη για κάτι περισσότερο κλασσικότροπο, είτε ως διάλειμμα από πιο απαιτητικές σας ακροάσεις, είτε ως ανάγκη για πιο συναισθηματικά αγνό, το Moving Up Country δεν θα απογοητεύσει.
H απίστευτα ποιοτική δεκαετείς δισκογραφική παρουσία των Low τους έχει καθιερώσει δικαίως ως το όνομα-θρύλος στην slowcore μουσική σκηνή. Όπως είναι φυσικό μετά την καλλιτεχνική επιτυχία του οριακού Things We Lost In The Fire αναμονή και οι απαιτήσεις για το επόμενο βήμα έγιναν κάπως πιεστικές . Όταν αντίκρυσα το πορφυρό εξώφυλλο του Trust ένα ανάμικτο συναίσθημα αγαλίασης και ανυσηχίας ακολούθησε,πράγμα που επηρέασε αρνητικά την κρίση μου στις πρώτες ακροάσεις .Αρχικά, ένιωσα ότι ένα μεγάλο μέρος της μαγείας και της συγκηνισιακής δύναμης των Low ,απολέσθηκε στο βωμό ενός πιο βατού ήχου . Ακρόαση με την ακρόαση ,όμως ,οι κρυφές πτυχές του ήχου τους ξεπρόβαλαν διστακτικά και πλέον νοίωθω ευγνώμων για λυτρωτικές τους επιδράσεις στην ψυχή μου . Σίγουρα, η ακατέργαστη παραγωγή σήμα-κατατεθέν του Steve Albini στο Things…τους απελευθέρωσε μουσικά ,τους απαγκίστρωσε από το μουντό ήχο πολλών σχημάτων της Kranky και τους έφερε ένα στάδιο πριν το αιθέριο .Στο Trust η κατεύθυνση αλλάζει πάλι .Οι ηλεκτρικές κιθάρες υποχωρούν ,οι ακουστικές και τα synths πρωταγωνιστούν και δημιουργούν μια ομιχλώδη ατμόσφαιρα .Όμως ,αυτό που εκτινάσσει τις συνθέσεις σε δισθεόρατα ύψη είναι οι ουράνιες μελωδικές διφωνίες του ζεύγους Alan Sparhawk & Mimi Parker .Aχώριστοι στη ζωή και στην τέχνη έχουν δημιουργήσει μια πρωτοφανή αρμονία μεταξύ τους ,που μόνο σε δίδυμα σαν τους Simon & Garfunkel έχουμε συναντήσει .Χωρίς ντροπές και υπεκφυγές ,ανατρέχουν στην , ξεχασμένη για πολλούς, εφηβική ηλικία ,όχι για να αναπολήσουν χαρούμενες στιγμές, αλλά για να ανασύρουν τραυματικές εμπειρίες και να θρηνήσουν χαμένες ευκαιρίες .Και είναι τόσο οικίες οι μελωδίες τους και τόσο πονεμένα λόγια τους ,που η αλήθεια είναι, κάπου προς το τέλος στο ‘la la song’ δεν άντεξα...άρχισαν τα ρίγη και το ηλίθιο τρέμουλο .Συγκίνηση. Mην αφήσετε τoν όγκο των φθινοπωρινών κυκλοφοριών να πνίξουν το Trust. Σαν να προσπερνάται τον μεγάλο σας έρωτα για χάρη εφήμερων γελοίων απολαύσεων .
Η κατάφορη μελαγχολία των Spokane μπορεί άραγε να μας αγγίξει ;Οι σκέψεις τους και εκφορά τους μέσω των κατανυκτικών τους ήχων μπορούν να εγείρουν τις δικές μας ;Οι Spokane,πάντως, δίνουν τον καλύτερο τους εαυτό για να μας κάνουν να κατανοήσουμε τον στοιχειωμένο κόσμο τους , να βρούμε έτσι ένα σημείο επαφής , να έρθουμε πρόσωπο με πρόσωπο με τον πανανθρώπινο πόνο. Οι χαμηλότονες συνθέσεις τους , ξετυλίγονται αργόσυρτα .Και έτσι απλά σε αυτό το μισάωρο που διαρκεί το άλμπουμ θα διαβείς την πύλη μιας διαφορετικής μουσικής πραγματικότητας. Εκεί τα κιθαριστικά αρπίσματα , οι στακάτοι μετά-Joy Division ρυθμοί ,τα κλασικότροπα έγχορδα και η παιδικότητα των glockenspiels συνδυάζονται αβίαστα, λυτά , χωρίς πομπώδεις ενορχηστρώσεις με αγχολυτικά, κατευναστικά ηχητικά αποτελέσματα. Αυτά τα μεγάλα στην ψυχή τραγούδια αποτελούν ιδανικό ηχόστρωμα για τον σύνθετη, τραγουδιστή και πολυοργανίστα R.Alverson (πρώην Drunk ) να σιγοψιθυρίσει ,με απαγγελτική διάθεση, δύο τρεις προτάσεις σε καθένα . Αν κρίνουμε από αυτά τα μικρά στιχάκια μοιάζει άνθρωπος ιδιαίτερα προβληματισμένος για τις ανθρώπινες σχέσεις ,πράγμα αρκετά κοινότυπο για αυτό το slowcore/ shoegazing μουσικό ύφος . ‘Oμως , η ματιά του να είναι ιδιαίτερα διαπεραστική ,αφού μπορεί σύντομα να σκιαγραφήσει καταστάσεις τις καθημερινότητας μας που πάντοτε κρύβουν μια μελαγχολία(από τις ατελείωτες στιγμές στην δουλειά -‘οn a stair έως τους ρουτινιάρικους έρωτες σε καλοστρωμένα κρεβάτια-made bed).Αν θες αγνοείς του ψίθυρους του και επικεντρώνεσαι στον ξεχωριστό ήχο των Spokane που θα σου θυμίσει τις μινιμαλιστικές ανησυχίες των Labradford και μεγαλειώδη απλότητα των Low σε μια πιο γήινη ,μελιστάλακτη εκδοχή .Αν πάλι ξαπλώσεις αναπαυτικά , κοιτάζοντας το υπέροχο εξώφυλλό και αφιερώσεις λίγο χρόνο στους στίχους ,το ταξίδι που οι ψυχολόγοι ονομάζουν ενδοσκόπηση, θα είναι μακρύ, ίσως οδυνηρό, αλλά πάντα ενδιαφέρον!
Όπως είναι προφανές, αυτή είναι η πέμπτη δουλεία των The Fucking Champs και η πρώτη μου επαφή μαζί τους . Ένα σίγουρα ιδιάζων σχήμα αποτελούμενο από τον πρώην κιθαρίστα των Nation Of Ulysses Tim Green και τους Josh Smith και Tim Soete στο μπάσο και την κιθάρα . Αν και ηχογραφούν για την Drag City ο ήχος τους είναι αμετανόητα σκληρός ,ουσιαστικά heavy metal! To άλμπουμ περιέχει 14 instrumental μικρής διάρκειας κομμάτια που αλληλοσυμπληρώνονται ιδανικά και προσδίνουν μια αίσθηση συνεχούς ροής .Ό ήχος, μάλλον, θα ξενίσει τους περισσότερους αναγνώστες. Συμπαγή μεταλλικά ριφάκια (στα χνάρια των Metallica!) εναλλάσσονται με στιγμές άτονων παραμορφώσεων και ανατρεπόμενων ρυθμών που περιέχουν λίγη από την γοητεία των Rush επί ‘2012’.Όταν ,όμως ,βρίσκουν την άκρη στο μεταλλικό τους κουβάρι καθηλώνουν εκτοξεύοντας απροκάλυπτα κιθαριστικές δυσκολίες που είναι τόσσσοο Iron Maiden…Αυτό δίνει χαρακτήρα στους The Fucking Champs και τους κάνει ενδιαφέροντας για κάθε ακροατή είναι ο άναρχος και απρόβλεπτος τρόπος που αντιμετωπίζουν τις επιρροές και το υλικό τους καθώς και χύμα,lo-fi παραγωγή .Έτσι αποφεύγουν τις εύκολες κατηγοριοποιήσεις και αποτινάσσουν την βαρετή ομογένεια των metal σχημάτων .Ταυτόχρονα ,τρέφουν σεβασμό για τη μουσική τους και έτσι αποφεύγουν την γελοιοποίηση τύπου Spinal Tap .Οι The Fucking Champs είναι το συγκρότημα που όσοι είχαν τέτοια σκληρά ακούσματα στην εφηβική τους ηλικία (όπως εγώ!) θα απολαύσουν με κάποια ενοχή...Σσσ μην το σφυρίξετε πουθενά αλλά αυτοί οι τύποι με διεγείρουν!
Σιγά-σιγά οι Windsor For The Derby εγκαταλείπουν το προγενέστερο αχαρτογράφητο μετά-rock μουσικό τους ύφος και υιοθετούν μια πιο άμεση ,αλλά εξίσου γοητευτική γραφή .Τα εύθραυστα και εσωστρεφή τραγούδια που συγκροτούν το 4ο τους άλμπουμ με τον τίτλο the emotional rescue σηματοδοτούν την αρχή της ωριμότερης ,και πιο απολαυστικής για εμάς ,τους φάσης. Χρησιμοποιούν με έξυπνο τρόπο τα synthesizers δημιουργώντας ένα λεπτό ηχητικό στρώμα πάνω στο οποίο ξεδιπλώνονται περίτεχνα οι ηλεκτρακουστικές τους κιθάρες .Τα ερπώμενα τους αρπίσματα μοιάζουν να ακολουθούν τη βαριά παράδοση του John Fahey καθώς και την μικροψυχεδέλεια του Syd Barret . Καταλυτικά περάσματα από πνευστά επιτείνουν τον μελαγχολικό χαρακτήρα του άλμπουμ .Οι περισσότερες συνθέσεις κινούνται σε υψηλότατο επίπεδο ,ενώ κάθε μια διαθέτει το δικό της ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στιχουργικά και μουσικά .Η έναρξη με το The Same σε υποβάλλει με τον αργό της χρόνο τις πανέμορφες στιχομυθίες .Από εκεί και ύστερα οι ρυθμοί ανεβαίνουν με το συναισθηματικό ομώνυμο κομμάτι(μια από τις κομψότερες στιγμές της χρονιάς ) και οι νεωτερισμοί επανέρχονται ,αρκετά συγκρατημένα, προς το τέλος του άλμπουμ .Όσο για την φωνή του, ότι χάνει σε εύρος ,το αναπληρώνει ο λυπημένος του τόνος .Το συνολικό ηχητικό αποτέλεσμα ίσως να ανακαλεί συνδυαστικά τους Hood ,τους Bevel και τις τελευταίες προσπάθειες του Papa M , ενθρονίζοντας τους Winsdor For The Derby στην κορυφή της παραισθητικής folk .
Song :Ohia... κάτι σαν την καλλιτεχνική προσωπίδα του Jason Molina, μια μικρή αφορμή για να γράφει αυτά τα υπέροχα τραγούδια του .Με μοναδική σχολαστικότητα κάθε σχεδόν χρονιά δημιουργεί μια ακολουθία από μικρές ζοφερές ελεγείες είτε για τον έρωτα (The Lioness) είτε για την απόγνωση (Ghost Tropic) είτε και για τα δύο (Impala). Αυτήν την φορά η αγάπη του με τα blues ανάγεται σε ψύχωση . Το μουσικό υπόβαθρο που ντύνει στα μαύρα αυτά τα 7 τραγούδια του Didn’t It Rain κινείται σε λυπητερές μετά-blues κλίμακες ,αργόσυρτες country περιπλανήσεις και σπαρακτικές κορυφώσεις , χωρίς καμία διάθεση να κρύψει τις καταβολές του από τον Neil Young εώς τον Will Oldham .Ίσως η πιο απογυμνωμένη και γι αυτό αληθινή κατάθεση του μέχρι τώρα .’Όπως τραγουδά και ο ίδιος , εναρμόνισε το κτύπο της καρδιάς του με τα σκοτεινά blues . Blues με κέντρο αναφοράς την ανεπικοινωνία του Jason με τον εαυτό του και τους άλλους. Φράσεις βαθιά φιλοσοφημένες ,αποκλειστικά για εσωτερική κατανάλωση , ερμηνεύονται με πρωτόγονο πάθος και ειλικρίνεια ,σαν να κρίνεται η σωτηρία της ψυχής Molina από αυτές .Τώρα πια η φωνή δεν είναι μονότονη, μονοχρωμική .Έχει δύναμη, αμεσότητα, εκφράζει πόνο ,χωρίς να σε ψυχοπλακώνει .Είναι η φωνή ενός ανθρώπου από την άκρη του κόσμου που σκίζει τους ουρανούς και σε καλεί να προβληματιστείς και να επικοινωνήσεις .Αλήθεια , θα τον αγνοήσεις;
Οι califone είναι ένα συγκρότημα που δημιουργήθηκε από τον Τim Rutili των red red meat, μετά την διάλυση τους. Πρόκειται εδώ για ένα instrumental live album χωρισμένο σε δύο μέρη/set. Ένα περιέχει μουσική για το film loops ένα project των Jeff Economy (που παίζει στο live ακορντεόν) και του Carolyn Faber για την αλληλεπίδραση εικόνας και μουσικής. Το δεύτερο είναι κάτι σαν soundtrack για το puppet-animation film “the mascot” του 1933 από τον Ladislaw Starewicz. Επειδή η μουσική αυτού του δίσκου είναι αρκετά κινηματογραφική νομίζω ότι αξίζει η περιγραφή της κάθε σκηνής- κομματιού ξεχωριστά. Έτσι στο πρώτο μέρος (σκηνή 1) το album ξεκινάει με ένα χαοτικό πεντάλεπτο πέρασμα με «εκκλησιαστικά» πλήκτρα και περίεργους ήχους για να καταλήξει (σκηνή 2) με μια κορύφωση κυρίως με τύμπανα και ταμπούρλα σε έναν ήχο που θυμίζει κάτι από scenic και shalabi effect. Μπροστά έχουμε παραμορφωμένους ήχους στη κιθάρα και πίσω πλήκτρα, synths και άλλα ηλεκτρονικά στοιχεία. (3) Τα drums αποκτάνε έναν πιο soul ρυθμό, τα πλήκτρα και οι κιθάρες ακολουθούν, με τις τελευταία να στέκονται κάπως αμήχανα ανάμεσα στα blues σόλα και στους περίεργους ήχους. (4) Επιστρέφουμε στον ήχο του δεύτερου κομματιού μόνο που τώρα είναι πιο ρυθμικός, πιο ambient και πιο ηλεκτρονικός (προσθήκη drum kit) για να περάσουμε (5) σε ένα ήχο πιο ψυχεδελικό (σαν όψιμοι χαοτικοί yo la tengo) με τις κιθάρες μπροστά να σολάρουν σε αργούς ρυθμούς. Μετά την πρώτη παύση του album (6) έχουμε μπροστά melodica και πλήκτρα, στο ίδιο μοτίβο με προηγουμένως. Μέρος δεύτερο με κομμάτια μικρότερης διάρκειας: (σκηνή 7) συναισθηματικός ήχος και ακούμε τα πρώτα έγχορδα ενώ στη συνέχεια (8) χάνετε κάθε μορφή δομής κάτι που σημαίνει χαοτικοί και περίεργοι ήχοι ενώ με την εισαγωγή των drums (9) όλα μπαίνουν στη θέση τους γίνονται πιο blues και σταδιακά (10) όλα τα όργανα αποκτούν συγκεκριμένο ρόλο σε έναν ήχο με Αμερικάνικη υφή. Όμως (11) τα όργανα δείχνουν να μην αντέχουν το ζυγό της δομής, έτσι αποδεσμεύονται από αυτή, τζαμάρουν όλα μαζί, έχουμε ξανά περίεργους ήχους και την προσθήκη μεταλόφωνου, ενώ τα πλήκτρα αποδίδουν ξανά μια ψυχεδελική αίσθηση στο μεγαλύτερο κομμάτι αυτού του μέρους (κοντά 5 λεπτά) που στο τέλος του υπάρχει η δεύτερη παύση του album. (12) Τώρα η μουσική γίνεται πάλι αρκετά ρυθμική και εδώ ο τίτλος τα λέει όλα: ‘hell orchestra with dancers/ glass choir’.(13) Kαθώς ο ρυθμός γίνεται ολοένα πιο γρήγορος και πιο έντονος με τα κρουστά να παίρνουν φωτιά, τα 2.43 λεπτά αυτού το κομματιού σου δημιουργούν την διάθεση να χορέψεις. Στη συνέχεια όμως (14) ο ρυθμός πέφτει και η κιθάρα αποκτά μια μελαγχολική μελωδία συνοδευόμενη και πάλι από «εκκλησιαστικά» πλήκτρα για να καταλήξουμε στον επίλογο (15) όπου είναι και το πιο φυσιολογικό κομμάτι του δίσκου και στα τρία λεπτά που διαρκεί έχουμε την εισαγωγή ενός απλού ρυθμού στα drums, ενώ η κιθάρα γίνετε ακόμα πιο μελαγχολική και τα πλήκτρα ακούγονται αρκετά θλιμμένα, σαν να κλαίνε που πρέπει να κλείσει αυτό το album… Αν σας άρεσε η παραπάνω περιγραφή πρέπει να βιαστείτε γιατί το deceleration one των califone υπάρχει μόνο σε 1500 κόπιες και ήδη είναι sold out στην εταιρία.
Μερικοί δίσκοι είναι δύσκολο να τους περιγράψεις. Όχι επειδή είναι άναρχοι ή αδόμητοι, αλλά γιατί στοχεύουν στο συναίσθημα και την ατμόσφαιρα, που αυτά δεν μεταφέρονται στο χαρτί. Το immortality lessons είναι ένα από αυτά τα album. Ηχογραφημένο ζωντανά σε ένα πανεπιστήμιο της Αμερικής, χρειάζεται αρκετή ακρόαση και προσοχή για να το νιώσεις. Στο booklet το συγκρότημα προτείνει «για καλύτερα αποτελέσματα ακούστε αυτό το album δυνατά και με σβηστά τα φώτα»… Περίεργοι ήχοι, ανατολίτικες κλίμακες και όργανα σαν το μπουζούκι, μπλεγμένα με synthesizer και ρυθμικά drums (που δεν κινούνται στο κλασικό μοτίβο του σιγανού- δυνατού- σιγανού) είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά που συνθέτουν το πέπλο της ατμόσφαιράς που καλύπτει το album, ενώ ο ηχολήπτης αυτού του live έχει κάνει ένα μικρό θαύμα με τον ήχο να πλησιάζει σε καθαρότητα και ανάλυση μια ηχογράφηση σε studio. Σαν άκουσμα οι cul de sac θυμίζουν τους Cerberus shoal αν και χωρίς εντάσεις καθώς και σε μερικά σημεία τους shalabi effect. Με ένα τρομερό κομμάτι, το ‘flying music from Faust’ (που ο κιθαρίστας Glen Jones δηλώνει στο booklet ότι το μπάσο ήταν όσο λάθος γινότανε, αλλά ακουγόταν «μαγικά» σωστό), ένα χαοτικό 11λεπτό ‘blues in E’ και το ‘liturgy’ (που αποτελείτε αποκλειστικά από ανατολίτικες θρησκευτικές ψαλμωδίες)σαν καλύτερες στιγμές, το τρίτο album των cul de sac προσφέρεται για νυχτερινές ακροάσεις και ατομικά «πνευματικά» ταξίδια. Τέλος οι cul de sac θα κυκλοφορήσουν άλλα δύο album στο 2002, ένα, το death of the sun, σε συνεργασία με τον John Fahey και ένα soundtrack, το the strangler’s wife, από ένα ψυχολογικό θρίλερ. Φαίνεται ότι μετά από τρία χρόνια απραξίας το συγκρότημα πήρε φόρα και εμείς αναμένουμε το καινούργιο τους υλικό αγωνιωδώς.
Στο καινούργιο τους album οι do make say think πλησιάζουν ακόμα περισσότερο στον ήχο των tortoise, έτσι τουλάχιστον όπως τον έχουμε μάθει από το TNT και το millions living now will never die. Τον πλησιάζουν μάλιστα σε βαθμό που θα μπορούσε να πει κανείς ότι απλώς τον αντιγράφουν. Εντάξει σε πολλά σημεία του δίσκου έχουνε προσθέσει την προσωπική τους πινελιά σε ένα άκουσμα τόσο πολύ παιγμένο όσο ίσως κανένα άλλο στις μέρες μας. Αν και το όνομα τους αποτελείτε από τέσσερα ενεργά ρήματα, το album αυτό προορίζεται για νωχελικά απογεύματα και μεσημέρια κληροδοτημένα με hung over. Οι do make say think βάζουν στην άκρη τις έντονες κιθαριστικές στιγμές και τα πολλά πνευστά των προηγούμενων δίσκων και αποφεύγουν τα σκαμπανεβάσματα στην ένταση των κομματιών. Καταφέρνουν όμως να μην ακούγονται μονότονοι και αυτό κυρίως στις αυξομειώσεις στον ρυθμό των drums και στην τοποθέτηση σε κατάλληλα σημεία οργάνων όπως το σαξόφωνο αλλά ακόμα και την ανθρώπινη φωνή που της συμπεριφέρονται σαν μουσικό όργανο στο soul and onward που μάλλον αποτελεί την καλύτερη στιγμή του album. Απαλό και ήρεμο το & yet & yet δεν προσφέρει κάτι τρομερά ιδιαίτερο και καινούργιο στο είδος του, αλλά για τους λάτρες αυτού του ακούσματος μπορεί να αποτελέσει ένα από τα φετινά διαμάντια.
Όταν αγόρασα το καινούργιο album του John Parish, δεν είχα ιδέα τι κελεπούρι κρατούσα στα χέρια μου. Προσωπικά πιστεύω ότι είναι ένα από τα πιο ολοκληρωμένα album του 2002. καταπληκτική παραγωγή από τον ίδιο τον Parish, με πολύ καθαρό και γεμάτο ήχο και συγκεκριμένη θέση στο σύνολο για κάθε όργανο με πολυεπίπεδο αποτέλεσμα. Τρομερές ενορχηστρώσεις και λυτές μελωδίες είναι δύο από τα χαρακτηριστικά του φετινού ελέφαντα (αυτή τη φορά στο booklet και όχι στο εξώφυλλο). Το album αποτελείτε από σκόρπιες ηχογραφήσεις μεταξύ του 1997 και του 2001 και καλύπτεται από μια σκοτεινή ατμόσφαιρα εποχής. Ξεκινάει μόνο με ένα βιολί, ενώ τα υπόλοιπα όργανα αρχίζουν μετά από δύο λεπτά με μία τετράλεπτη μυστικιστική μελωδία. Στο τρίτο κομμάτι μια «δραματική» φυσαρμόνικα κινείτε σε ισπανικούς ρυθμούς για να ακούσουμε στο τέταρτο κομμάτι πλέον για πρώτη φορά φωνητικά τα οποία με μελαγχολικούς τόνους ακολουθούν μια «μαύρη» μελωδία. Έτσι φτάνουμε στο ομώνυμο κομμάτι του album με μια ολόκληρη ορχήστρα να μεγαλουργεί υπό τους ρυθμούς της κιθάρας του Parish με μια απαλή μπασογραμμή, πολλά πιατίνια και καταιγισμό μελωδιών από πνευστά και έγχορδα. Στο ‘the florida recount’ το album έχει βρει πλέον τον ρυθμό του με δυνατά, κοφτά, γρήγορα ακόρντα στο ύφος του JP και εξωτικές μελωδίες. Η δεύτερη πλευρά ξεκινάει περίπου όπως η πρώτη. Ένα βιολί «θρηνεί» σαν σε κομμάτι από μελαγχολικό film noir. Με ένα όμως σαν μήνυμα σε τηλεφωνητή που αναλύει μια περίεργη γυναίκα, το album παίρνει τα πάνω του, δυναμώνει και σε προετοιμάζει με τα, ούτε λίγο ούτε πολύ, 11 όργανα για χορό στον οποίο δεν μπορείς να αντισταθείς στο επόμενο κομμάτι που με έναν απίστευτο ρυθμό σε κιθάρα και drums, το σαξόφωνο σου παίρνει τα μυαλά για δυστυχώς μόνο δύο λεπτά, φόρο τιμής στα ‘Spanish girls’. Μετά από μια απαλή μελωδία, ξανά φωνητικά και ένα κομμάτι με εκπληκτικά καθαρό ήχο και μεγάλο βάθος που τώρα κυριαρχούν τα ρυθμικά drums. Ακολουθεί το δεύτερο μέρος το how animals move πιο μικρό και πιο λυτό για να κλείσει το album με ένα swing κομμάτι και την PJ Harvey στα φωνητικά… Αν αποφασίσετε να αγοράσετε μόνο ένα album από όσα έχουνε βγει μέχρι τώρα για φέτος, νομίζω ότι αυτό πρέπει να είναι το how animals move.
Παίρνουμε λίγο από την indie rock των ‘90s, λίγο από των άμορφο ήχο των πρώιμων fugazi, αρκετή punk και λίγο από post- punk. Προσθέτουμε και μία δόση νεανικής εκρηκτικότητας, τα βάζουμε στο μπλέντερ και έτοιμο… MCLUSKY. Ένας ήχος πολύ γνώριμος. Έντονο γρήγορο μπάσο μπροστά με κάποιο ριφάκι που κολλάει αρκετά εύκολα στον εγκέφαλο και γίνεται έμμονη ιδέα, ρυθμικά drums από πίσω, μια κιθάρα στον ίδιο ρυθμό και φυσικά άγρια φωνητικά να «γκρινιάζουν» με στίχους αμφισβήτησης και ειρωνείας. Μικρά κομμάτια (κυρίως δίλεπτα) και στο σύνολο του ένα album με λίγες αυξομειώσεις στην ένταση. Κάπως έτσι σκιαγραφείται το Mclusky do Dallas. Σε παραγωγή Steve Albini, ο οποίος πλέον βρίσκεται κάτω από οποιαδήποτε πέτρα σηκώσεις, αυτό το album είναι αρκετά ξεσηκωτικό και θυμωμένο, έχει όλο το feeling των δίσκων αυτού του είδους αλλά δεν έχει το κάτι παραπάνω. Δεν προσφέρει τίποτα καινούργιο στην μουσική αλλά αποτελεί μια καλή προσπάθεια με πολύ ένταση. Σε όσους αρέσει αυτό το άκουσμα σίγουρα αυτός ο δίσκος αξίζει τα λεφτά του.
Το album αυτό με άγγιξε πρώτα για το artwork. Πραγματικά όταν το είδα μπροστά μου το αγόρασα χωρίς δεύτερη σκέψη. Με ένα άλλο εξώφυλλο και σε διάσταση δωδεκάιντσου ίσως να το άφηνα για μια άλλη στιγμή. Όταν το άκουσα βέβαια κατάλαβα ότι καλώς το είχα αγοράσει. Το finally we are no one είναι για μένα ο ορισμός της λυρικής pop. Το συγκρότημα από την Ισλανδία παραδίδει σε αυτό τον δίσκο μαθήματα για το πώς μπορούν τα διάφορα αναλογικά όργανα (έγχορδα και πνευστά) να δέσουν με τα πολλά ηλεκτρονικά στοιχεία (που χρησιμοποιούν οι mum) σε μια pop μελωδία με την συνοδεία μιας ρομαντικής γυναικείας φωνής που αναδύει μια παιδικότητα, χωρίς το αποτέλεσμα να γίνεται «γλυκανάλατο», μελαγχολικό ή αδιαβάθμητο στην εξέλιξη του album. Γλυκές μελωδίες, όμορφα πλαισιωμένες από βιολιά, τρομπέτες κ.τ.λ. και απαλές λούπες που συμπληρώνονται με παιδικούς και περίεργους ήχους, δημιουργούν μια ευχάριστη σχεδόν χαρούμενη διάθεση. Είναι σαν να βρίσκεσαι σε ένα ανθισμένο, ηλιόλουστο χωράφι στα μέσα της άνοιξης. Στα συν του album η πολύ καλή παραγωγή, ενώ το ‘green grass of tunnel’ ίσως είναι το καλύτερο single της χρονιάς (μέχρι στιγμής). Στα μείον κάποια κομμάτια που βρίσκονται στην δεύτερη και τρίτη πλευρά των δεκάιντων που είναι σαφώς κατώτερα των υπολοίπων και γι’ αυτό δεν μπορώ να τοποθετήσω το finally we are no one στα καλύτερα album της χρονιάς αλλά μπορώ να πω με σιγουριά ότι η fat cat έχει προσθέσει έναν ακόμα υπέροχο δίσκο στο δυναμικό της
Μυστικισμός σε σκοτεινή ατμόσφαιρα, καθαρά συναισθήματα μα απλά όργανα, διάφοροι πειραματισμοί και ηχογραφημένοι ήχοι είτε φυσικοί είτε περίεργοι είναι με λίγα λόγια το πέπλο που σκεπάζει τη μουσική των piano magic. Το συγκρότημα με το εξαιρετικό αυτό όνομα έχει κατά καιρούς ακολουθήσει είτε το δρόμο του πειραματισμού με art pop διάθεση, είτε αυτόν που οδηγεί στο λυρικό σκοτεινό ταξίδι. Στο τελευταίο album τους καταφέρνουν να συνδυάσουν και τα δύο και αυτό κάνει το writers without homes ίσως τη καλύτερη full length κυκλοφορία τους. Είναι ένας δίσκος άξιος απόγονος του ήχου της 4AD, από μία μπάντα που επάξια διεκδικεί τον τίτλο του καλύτερου συγκροτήματος αυτή τη στιγμή σε αυτό αυτόν ήχο. Ξεκινώντας κάπως βάναυσα με την ευχή και την κατάρα music won’t save you from anything but silence- not from heartbreak not from violence, εξελίσσεται στη συνέχεια αρκετά σεμνά με τη συμμετοχή μιας πλειάδας μουσικών ακροβατώντας μεταξύ μυστήριου και μελαγχολίας. Ένα album με θεσπέσιο όνομα και πραγματικά υπέροχο artwork που παραλληλίζοντας τα με το περιεχόμενο του φτάνω στο συμπέρασμα ότι το writers without homes αποτελεί απλά ένα μουσικό ποίημα…
Ο δεύτερος δίσκος των Ιρλανδών Redneck manifesto με τον πανέμορφο τίτλο και το άκρως συμπαθητικό layout, περιέχει 7 κομμάτια και είναι συνολικής διάρκειας περίπου 32 λεπτών. Είναι ένας δίσκος αρκετά επηρεασμένος από την post - rock σκηνή του Chicago χωρίς όμως να την αντιγράφει. 2 κιθάρες, ένα μπάσο και drums και κάπου- κάπου μερικά πλήκτρα δημιουργούν ένα ήχο αρκετά «γεμάτο» χωρίς πολλές μελωδικές εναλλαγές που ελίσσεται όμως σε αρκετά σκαμπανεβάσματα στην ένταση. Χαρακτηριστική είναι η εμμονή του γκρουπ σε κάποια ακόρντα που χωρίς να κουράζουν μαγνητίζουν τον εγκέφαλο, ενώ σε κάποια κομμάτια όπως το make yourself comfortable μια κιθάρα παίζει ένα ακόρντο σε σχεδόν όλο το κομμάτι! Όμως οι Redneck manifesto δεν μένουν μόνο εκεί αλλά εμπλουτίζουν τα κομμάτια τους και με άλλα στοιχεία όπως στο please don’t ask us what we think of your band που πρώτο λόγο έχουν τα πέταλα και η ένταση, ενώ σε κάποιες στιγμές τα πλήκτρα δυναμώνουν και προσδίδουν έναν πιο ηλεκτρονικό τόνο. Αν θέλαμε να αναφερθούμε στο album με μία λέξη σίγουρα αυτή που του ταιριάζει περισσότερο είναι η λέξη ρυθμός…
Όταν έφτασε στα χέρια μου το καινούργιο album των rothko, ομολογώ ότι δεν ξετρελάθηκα να το ακούσω κατευθείαν. Έτσι έμεινε στην δισκοθήκη μου για αρκετό καιρό μέχρι που ένα βράδυ αποφάσισα να το βάλω στο pick up. Ήταν η καλύτερη ώρα για να ακούσει κανείς ένα τέτοιο δίσκο και αυτό γιατί η ησυχία που προσφέρει η νύχτα είναι προϋπόθεση για να μπορέσεις να προσέξεις αυτό το album. Η μινιμαλιστική διάθεση στο artwork καθρεπτίζει πλήρως το μουσικό περιεχόμενο του. Εννιά συναισθηματικά κομμάτια και άκρως ατμοσφαιρικά αποτελούν το a continual search for origins που σαν τίτλος αντιπροσωπεύει την ουσία του δίσκου. Ήχοι της φύσης και κυρίως της νύκτας (όπως νυχτοπούλια, τριζόνια και ο ήχος της βροχής) πλαισιωμένα από μια κιθάρα σε αργόσυρτες μελωδίες και με το υπόβαθρο «θρησκευτικά» ευλαβικών πλήκτρων είναι η βάση του ήχου των rothko σε αυτή τη κυκλοφορία. Σε δύο κομμάτια η προσθήκη μιας πολύ γλυκιάς γυναικείας φωνής, κάπου- κάπου πνευστά και σημεία που ο ήχος γεμίζει με ηλεκτρονικά στοιχεία, μπάσο, πιάνο ή drums είναι αυτά που συμπληρώνουν αυτόν το δίσκο. Με άλλα λόγια το album θυμίζει σε πολλά σημεία το mi media naranja των labradford και το millions now living will never die των tortoise χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχει τον δικό του ήχο. Το βυνίλιο συνοδεύεται από ένα επτάιντσο με τέσσερα κομμάτια όπου σου δίνουν την εντύπωση ότι η κιθάρα ξαφνικά ξυπνάει από τον λήθαργο του album και στα πολύ μικρότερης διάρκειας κομμάτια, δίνει ένα άλλο ύφος στον ήχο των rothko με τα γρήγορα «κοφτά» ακόρντα που συμπληρώνονται μόνο από πλήκτρα σε ένα πιο γρήγορο ρυθμό προσφέροντας το απαραίτητο βάθος στον ήχο της κιθάρας.
Άλλος ένας δίσκος σε παραγωγή Steve Albini. Πραγματικά έχω χάσει το μέτρημα… Τώρα τελευταία βρίσκεται παντού. Εδωπέρα σε έναν δίσκο που μάλλον συμπίπτει με τα μουσικά του γούστα. Οι rye coalition αποτελούνται από πέντε τύπους από το New Jersey. Η μουσική τους κινείτε σε ένα μήκος κύματος ίδιο με πολλών φρέσκων συγκροτημάτων που έχει ανακαλύψει ο κύριος Albini. Αρκετά βρώμικος ήχος μεταξύ punk, post- punk και garage με μεγάλη επιρροή από τη μουσική των mudhoney. Όμως δεν πρόκειται για έναν «επίπεδο» ήχο. Υπάρχει ένα μπάσο που σε πολλά σημεία γίνεται λίγο funky, drums που παίρνουν φωτιά, έξυπνοι και λίγο πρόστυχοι στίχοι, ένα κομμάτι ‘freshly frankness’ με πολλά στοιχεία blues και μια φωνή που ουρλιάζει με οργή και θυμίζει έντονα αυτή του Ian των Fugazi. Ένας δίσκος που ηχογραφήθηκε μέσα σε μία εβδομάδα και είναι αρκετά «πρόχειρος» και ακατέργαστος, κάτι που για τον συγκεκριμένο ήχο δεν είναι απαραίτητα κακό. Τέλος οι αρκετές αυξομειώσεις στην ένταση τον κάνουν να μην γίνεται εύκολα βαρετός, αν και δεν θα έλεγα ότι είναι ότι καλύτερο έχω ακούσει φέτος στο είδος του.
Sonic youth… ένα από τα πιο σεβαστά συγκροτήματα της τελευταίας εικοσαετίας που έχει στο ενεργητικό του μόνο καλά album. Μια μπάντα που σε κανένα σημείο της πορείας της δεν έκανε «κοιλιά» και που κατά καιρούς μας έχει δώσει δίσκους διαμάντια, ένα συγκρότημα πολλά χρόνια μπροστά από την εποχή του. Γι’ αυτό τον καινούργιο δίσκο τους δεν τον θεωρώ ένα θαύμα. Στα 47 τους ανεβάζουν τις εντάσεις και βάζουν φωτιά στους ενισχυτές για μια ακόμα φορά. Εδώ παίρνουν την προσωπική τους εκδίκηση σε όσους πίστεψαν ότι τους πήραν τα χρόνια. Μετά από όσα συνέβησαν στην πόλη τους και μετά το αρκετά πεσιμιστικό N.Y. city ghosts and flowers, ξαναγεννιούνται μέσα από τις στάχτες όλων αυτών που θρηνούσανε τότε και επιστρέφουν πιο δυνατοί, πιο άγριοι, πιο ανατρεπτικοί και φυσικά πιο ώριμοι, ξορκίζοντας όλα τα φαντάσματα του παρελθόντος. Με τον Jim O’Rourke στην σύνθεση, μοιάζουν να απελευθερώνονται και να ωθούνται ξανά σε άγρια κιθαριστικά ξεσπάσματα. Οργισμένο σαν το daydream nation, θορυβώδες σαν το sister, χαοτικό σαν το a thousand leaves και μελωδικό όσο κανένα άλλο, το Murray street είναι ένα σπάνιο μουσικό διαμάντι από ένα σπάνιο σε αποθέματα ταλέντου και έμπνευσης συγκρότημα. 7 κομμάτια, κυριολεκτικά το ένα καλύτερο από το άλλο. Το album ανοίγει με το the ‘empty page’ και τον Thurston να τραγουδάει και να θυμίζει την εποχή του dirty όπου υπήρχαν «κανονικά» κομμάτια με εξαίρεση μιας κιθάρας που ακουγόταν να βρίσκεται στον δικό της κόσμο. Τελικά το κομμάτι αγριεύει κάποια στιγμή και καταλαβαίνεις ότι οι ιδιοφυείς Νεοϋορκέζοι δεν αστειεύονται. Το ‘disconnection notice’ ξεκινάει με μία γλυκιά μελωδία στη κιθάρα και πάλι τον Thurston στα φωνητικά. Το κομμάτι διαρκεί 6 λεπτά και μετά τα πρώτα τρία η μπάντα αποφασίζει να βασανίσει λίγο τις κιθάρες, κάτι που ξέρει να κάνει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον. Για να φτάσουμε έτσι στο ‘rain on tin’ (πάλι με την φωνή του Thurston) ένα κομμάτι 7 λεπτών όπου οι sonic παραδίδουν μαθήματα αργόσυρτης κιθαριστικής κορύφωσης αφού το μεγαλύτερο μέρος του κομματιού, μέσα από ένα μελωδικό πέρασμα, σε προετοιμάζει για μια «έκρηξη» που σε ξεσηκώνει και όπου θυμίζει έντονα daydream nation. Κάπως έτσι έχουμε το ‘Karen revisited’ όπου τραγουδάει ο Lee. Ένα κομμάτι 11 λεπτών, που κατά την γνώμη μου, είναι από τα καλύτερα του group. Μπορεί να ακουστεί κάπως υπερβολικό, αλλά πιστεύω ότι φτάνει σε ποιότητα το the diamond sea… Από εκεί και πέρα υπάρχει το αρκετά θυμωμένο, άγριο και με πολύ μίσος και παραμόρφωση ‘radical adults lick godhead style’ με φωνητικά πάλι από τον Thurston, το δίλεπτο plastic sun με την φωνή της Kim να καταριέται τις χαζογκόμενες για να κλείσει αυτό το album με το ‘sympathy for the strawberry’ (και εδώ με την Kim) κομμάτι 8 λεπτών που ταιριάζει περισσότερο από κανένα άλλο του δίσκου στον ήχο της τελευταίας τετραετίας των sonic youth.
Ο περσινός αυτός ελέφαντας έχει έναν ήχο αρκετά Αμερικάνικό. Αν και δεν είναι country, η Americana, η Νεοϋορκέζικο garage (που είναι και τις μόδας) ούτε σκληρές Τεξανές κιθάρες. Αν ψάχνετε για ομοιότητες περισσότερο θα τις βρείτε μεταξύ των yo la tengo και των unwound, των granddaddy και των flaming lips. Το the glow pt.2 είναι βίαιο, απρόβλεπτο, έντονο, κιθαριστικό, ρυθμικό και αρκετά συναισθηματικό. Στα ούτε λίγο ούτε πολύ είκοσι κομμάτια που περιέχει κινείτε στα όρια της pop με τις κιθάρες να έχουν τον πρώτο λόγο, πλαισιωμένες πάντα από μπάσο, drums και πλήκτρα με τα τελευταία συχνά πυκνά να επιδίδονται σε ηχητικά θορυβώδη όργια… Όμως πάνω από όλα στέκετε μία τρομερή φωνή που φτάνει σχεδόν την απαγγελία και τον ψίθυρο και έχει μεγάλη αμεσότητα και συναισθηματισμό. Το τελικό αποτέλεσμα είναι αρκετά συμπαθητικό. Υπάρχουν κομμάτια σαν το ‘the glow pt.2’, το ‘the gleam pt.2’ ή το ‘you’ll be’ in the air που είναι πολύ έντονα με αρκετό συναισθηματισμό και σου δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκονται ένα βήμα πριν το βίαιο ξέσπασμα (κάτι βέβαια που δεν συμβαίνει ποτέ). Άλλα πάλι κομμάτια σαν το ‘I want wind to blow’ και το the moon είναι εύθυμα και pop, ενώ υπάρχουν και κομμάτια που ξεφεύγουν από το γενικό κλίμα του δίσκου σαν το ‘something’ που γίνεται σχεδόν industrial και το υπέροχο ‘map’ που είναι αρκετά επικό. Υπάρχει βέβαια το I want to be cold που σου δίνει την εντύπωση ότι έχει ξεπηδήσει από το I can hear the heart beating as one των yo la tengo και το I felt your share, ένα πραγματικά απίστευτα θορυβώδες κομμάτι που θα το πρόσεχαν ακόμα και οι sonic youth! Το the glow pt.2 είναι ένα album που αξίζει προσοχής. There’s no end- there’s no glory- there’s a slow resounding story…
Το August (που μόνο Αυγουστιάτικο τοπίο δεν θυμίζει το εξώφυλλο) ξεκινάει με δύο όμορφα ρυθμικά κομμάτια ‘a year of seconds’ , ‘the five- factor model’ που προκαλούν το αυθόρμητο κούνημα του κεφαλιού κι καθηλώνουν την προσοχή σου. Αν και τα υπόλοιπα κομμάτια δεν βρίσκονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, στο σύνολο του το August δεν σε απογοητεύει. Ευκολόπεπτα μοτίβα, γλυκές μελωδίες στα όρια της pop, βαθύς ήχος με την προσθήκη πλήκτρων και αρκετών ηλεκτρονικών στοιχείων μα πάνω απ’ όλα μια εξαίσια και άκρως συναισθηματική φωνή που απογειώνει τον prog rock ήχο του group. Στο album περιέχονται εννιά κομμάτια που σε κάθε ένα από αυτά το συγκρότημα δείχνει να είναι τρομερά προσηλωμένο, επιτυγχάνοντας έτσι να είναι όλα τους πολύ «συμπυκνωμένα» και το album να μην πλατειάζει ούτε για μια στιγμή, διατηρώντας την διάρκεια των κομματιών κοντά στα πέντε λεπτά. Επιδεικνύουν τρομερή δεξιοτεχνία στα περάσματα από τα έντονα κιθαριστικά σημεία στις μελαγχολικές στιγμές που συνοδεύονται με πιάνο που σε κάνουν να σκέφτεσαι αν όντως είναι Αμερικάνοι ή Άγγλοι. Το μοναδικό σημαντικό μείον που εντοπίζω σε αυτό το δίσκο είναι η αδυνατεί σε κάποιες στιγμές (οι οποίες ομολογώ είναι λίγες) να σου μεταφέρει το συναίσθημα που επιδιώκει.
Tristeza στα Ιταλικά σημαίνει θλίψη. Επίσης είναι ο τίτλος από ένα πολύ καλό, αλλά τρομερά πεσιμιστικό, βιβλίο του Kerouac. Tristeza όμως λέγετε και ένα group από το San Diego. Στα χέρια μου έπεσε το φετινό ομώνυμο ep τους με το αρκετά μυστικιστικό εξώφυλλο που περιέχει έξι κομμάτια και διαρκεί κοντά στα 24 λεπτά. Είναι όλο instrumental και από το πρώτο άκουσμα καταλαβαίνει κανείς ότι το ύφος και το είδος της μουσικής στα πέντε πρώτα κομμάτια είναι σχεδόν ανύπαρκτα στο υπερβολικά διαφορετικό έκτο. Έτσι λοιπόν τα πρώτα 16 λεπτά αυτού του ep δημιουργούν ένα ατμοσφαιρικό δίχτυ γύρω τους με τις χαοτικές κιθαριστικές επαναλήψεις, τις περίεργες ηχητικά λούπες, τα πολύ ρυθμικά drums, στα οποία πρώτο λόγο έχουν τα πιατίνια και με την κορύφωση στην ένταση. Αν χρειάζεται να αναφέρω κάποια συγκροτήματα για να γίνει πιο κατανοητό το παραπάνω, θα έλεγα ότι οι tristeza μοιάζουν να είναι πιο δυνατοί από τους lanterna και πιο αμιγώς κιθαριστικοί από τους συμπολίτες τους black heart procession από τους οποίους ο κιθαρίστας Paul Jerkins συμμετέχει σε αυτό το ep. Τώρα όσον αφορά το τελευταίο κομμάτι ‘Auxilio Mate’ ξεκινάει με μια blues διάθεση στο μπάσο και τα drums και με τον γνώριμο ήχο στη κιθάρα ενώ με την εισαγωγή των πνευστών μετατρέπεται σιγά - σιγά σε ένα καταπληκτικό free - jazz κομμάτι, καταλήγοντας με όλα τα υπόλοιπα όργανα απλά να ακολουθούνε το ξέφρενο ρυθμό του σαξοφώνου, σε πρώτο λόγο και της τρομπέτας σε δεύτερο, προκαλώντας περισσότερο διάθεση για χορό παρά θλίψη.
Ένα αρκετά ωραίο album με ένα εξίσου ωραίο artwork. Τώρα που το σκέφτομαι το artwork αντιστοιχεί πλήρως στο περιεχόμενο του δίσκου. Περίεργο, παρείστικο, με πολλές γραμμές και πολλά χρώματα, πρόχειρο (με την καλή έννοια της λέξης) και αρκετά συμπαθητικό. Έτσι είναι το artwork και κάπως έτσι είναι και το album. Θυμίζει κάτι από pavement, κάτι από deus, κάτι από Tom Waits, μα πάνω απ’ όλα θυμίζει τα συγκροτήματα στα οποία παίζουν όσοι συμμετέχουν εδώ (red red meat, black heart procession, modest mouse κ.τ.λ.). Χιουμοριστικοί στίχοι πλαισιωμένοι από κιθάρες, κρουστά, πλήκτρα, μπάσο, βιολιά, κλαρίνα και σχεδόν οποιοδήποτε όργανο μπορεί κανείς να φανταστεί (περίεργο ή μη) σε ρυθμικές και εύθυμες μελωδίες. Αυτό δηλαδή που καταφέρνει να περάσει το sharpen your teeth είναι η καλή διάθεση μιας παρέα που μαζεύτηκε στο studio για να διασκεδάσει και να ηχογραφήσει 13 κομμάτια συνολικής διάρκειας 50 λεπτών (και κάτι ψιλών). Αυτός ο δίσκος είναι ο ορισμός του αυθορμητισμού και η καλύτερη συνοδεία για τα ηλιοκαμένα καλοκαιρινά μεσημέρια.
Ψυχεδέλεια. Ίσως η κριτική αυτού του album καλύπτεται με αυτή τη λέξη. Ή ίσως με ένα επίθετο μπροστά: απόλυτη ψυχεδέλεια. Δεν περίμενα μέσα στο 2002 να ακούσω ένα τέτοιο album. Με την δουλειά των yume bitsu από το Portland δεν είχα έρθει σε επαφή πριν από αυτό το διπλό δίσκο ο οποίος είναι ο τέταρτος στη σειρά. Σίγουρα όμως τώρα θα τους προσέξω περισσότερο. Το the golden vessyl of sound (με μια ολόκληρη ιστοριούλα- μυθοπλασία που στηρίζει αυτό το όνομα) είναι ένα album που σε καθηλώνει από το πρώτο άκουσμα, αν όχι από το πρώτο κομμάτι. Κιθάρες, πνευστά, μπάσο, drums, λούπες, ακόμα και beats και ότι άλλο ανάλογο στεφτείτε χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του καλύτερου ψυχεδελικού δίσκου εδώ και χρόνια. Δεν είναι ότι απλά αναπαράγουν τον ήχο που για πολλούς έχει πεθάνει στα 70’s αλλά προχωράνε ένα βήμα μπροστά. Σε μερικά κομμάτια θυμίζουν το post- rock των sigur ros, το shoegazing των my bloody valentine, σε άλλα το ταξίδι των tangerine dream, κάπου το ethnic των Cerberus shoal και αλλού το χαοτικό umma gumma. Αν όλα αυτά σας φαίνονται δύσκολο να χωρέσουν σε ένα δίσκο, ναι έχετε δίκιο. Τούτοι εδώ όμως παίρνουν όλους αυτούς τους ήχους και με το μαγικό ραβδάκι τους μετατρέπουν σε απόλυτη ψυχεδέλεια. Δεν μένουν κολλημένοι στο πως παραγόταν αυτή η μουσική στα 70’s, αλλά χρησιμοποιούν όσα στοιχεία μπορούν από την σύγχρονη μουσική για την επίτευξη αυτού του ήχου. Τα εννιά κομμάτια (που έχουν όνομα ένα γράμμα από το yume και ένα αριθμό σύμφωνα με την πλευρά που βρίσκονται και την σειρά τους, δηλαδή το δεύτερο από την πρώτη πλευρά είναι το y-2 και το πρώτο από την τέταρτη το e-1) ακροβατούν ανάμεσα σε διάφορα είδη μουσικής για να σου αφήσουν πάντα την αίσθηση της ψυχεδέλειας. Aν νομίζατε ότι η ψυχεδέλεια δεν έχει πεθάνει, αυτός ο δίσκος (που τελειώνει απλά με ένα χειροκρότημα) αποτελεί το καλύτερο επιχείρημα σας. Αν πάλι νομίζατε ότι έχει πεθάνει, καιρός να αλλάξετε γνώμη! |