Είμαι υποχρεωμένος να σας ανακοινώσω πως παρουσιάστηκε ένα σοβαρό πρόβλημα στην άτρακτο του σκάφους...το βίαιο τράνταγμα που νιώσατε όλοι πριν λίγο οφειλόταν σε σύγκρουση με μετεωρίτη...δεν χρειάζεται να πανικοβληθείτε όμως...όλο το πλήρωμα είναι προετοιμασμένο και εκπαιδευμένο για κάθε μορφής έκτακτη ανάγκη...μερικοί από μας θα φορέσουμε τις διαστημικές στολές μας και θα βγούμε έξω για να εκτιμήσουμε τη ζημιά και να προσπαθήσουμε να την επισκευάσουμε...η συσκότιση σε όλους τους χώρους του σκάφους είναι αναγκαία επειδή υπάρχει άμεσος κίνδυνος βραχυκυκλώματος...αν δεν τα καταφέρουμε θα δοκιμάσουμε αναγκαστική προσεδάφιση στον πλησιέστερο πλανήτη που θα βρεθεί μπροστά μας...να είστε ψύχραιμοι και να παραμείνετε στις θέσεις σας...και για να σας βοηθήσουμε να χαλαρώσετε θα προβάλλουμε στις οθόνες σας ένα τρυφερό παραμύθι που θα σας βοηθήσει να ηρεμήσετε...η προβολή θα γίνει βάζοντας σε λειτουργία την εφεδρική γεννήτρια του σκάφους και γι' αυτό σας παρακαλούμε θερμά να περιορίσετε την άσκοπη κατανάλωση
ενέργειας στην απολύτως απαραίτητη...
Αλήθεια, σας αρέσουν τα παραμύθια;
Όχι; Έχετε δίκιο...Συμφωνώ κι εγώ μαζί σας...
Τι μπορεί να προσθέσουν μερικά παραμύθια στις βαλίτσες με τις εμπειρίες μας; Σπατάλη χρόνου είναι και καταλαμβάνουν και πολύτιμο χώρο...αλλά, για παρακολουθήστε αυτό...ίσως να μη διακρίνεται για την πλοκή και την πρωτοτυπία του, όμως είναι δοκιμασμένο για στιγμές έντασης, ψυχολογικής φόρτισης κι ακόμα βοηθάει καταπραϋνοντας τους φόβους...Ακόμα κι εμείς που ανήκουμε στο πλήρωμα, πριν από στιγμές λήψης κρίσιμων αποφάσεων ή πριν από την έναρξη επικίνδυνων αποστολών-όπως αυτή που θα ξεκινήσει σε λίγο-
παρακολουθούμε αυτό το παραμύθι...
ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ ΑΝΕΜΟΣ
Παραμύθι του γνωστού...παραμυθά:
Blue Dream

Στα παλιά τα χρόνια, στα βάθη της ανατολής, ζούσε ένα μικρό αγόρι που το έλεγαν Ιλάια. Από μικρός ο Ιλάια έμενε μόνος, αφού κανείς δεν ήξερε τους γονείς του και για καλή του τύχη είχε βρεθεί μπροστά του ένας γεροδάσκαλος της ανατολίτικης φιλοσοφίας που τον πήρε μαζί του και τον δίδαξε πολλά από τα μυστικά της ζωής και της ύπαρξης. Ο Ιλάια όμως, μέσα απ' όλα όσα μάθαινε κοντά στο γέρο σοφό, εκείνο που αγαπούσε περισσότερο ήταν να εξημερώνει τη μοναξιά του. Του άρεσε να πηγαίνει μακρινούς περίπατους στα γύρω δάση και στα βουνά και μάλιστα πολλές φορές έκανε μέρες να γυρίσει. Όμως ο γέροντας του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και δεν ανησυχούσε για την τύχη του. Ο μικρός είχε καταφέρει να γίνει φίλος με όλα τ' άγρια ζώα, αλλά οι δυο καλύτεροί του φίλοι ήταν ο αετός Χακάρ και ο λύκος Τάλβαν. Ήταν δυο πανέμορφα ζώα που είχαν κάτι κοινό με τον Ιλάια. Λάτρευαν κι αυτά τη μοναχικότητά τους και ήθελαν να είναι απόλυτοι κυρίαρχοι του εαυτού τους. Αυτό ήταν κάτι που θαύμαζε πάντα ο μικρός μας φίλος. Τον μάγευε. Σιγά σιγά η φιλία τους έγινε απίστευτα δυνατή και όταν κάποιος από τους τρεις χρειαζόταν τη βοήθεια των άλλων, λες και κάποια αόρατη δύναμη τους ειδοποιούσε, έτρεχαν αμέσως να τον βοηθήσουν. Ο Ιλάια, με τη μοναδική ικανότητά του να εξημερώνει τα ζώα, έγινε γρήγορα πολύ αγαπητός σε όλους τους κατοίκους των γύρω περιοχών και πολλοί ήταν εκείνοι που έσπευδαν να ζητήσουν τη συμβουλή και τη βοήθειά του. Αλλά δεν ήταν μόνον αυτό. Αν και τόσο μικρός στην ηλικία και μικροκαμωμένος στο ανάστημα, συγκέντρωνε τον καθολικό θαυμασμό. Ήταν ήδη ένας μικρός φιλόσοφος. Μπορούσαν να κάθονται με τις ώρες και να τον ακούνε μαγεμένοι. Του αγοριού δεν του άρεσε όλη αυτή η διαδικασία. Δεν ήθελε να τον θεωρούν σοφό, αφού η πρώτη γνώση που απέκτησε ήταν πως, ο πραγματικός σοφός είναι εκείνος που ποτέ δεν πρέπει να πιστεύει στη σοφία του. Τον ενοχλούσε η ιδέα πως μερικοί άνθρωποι ένιωθαν να εξαρτώνται από εκείνον. Αλλά δεν αρνιόταν ποτέ να δώσει τις συμβουλές του, ενώ πολλές φορές καθόταν σταυροπόδι αναμεσα στο συγκεντρωμένο πλήθος και διηγιόταν ένα σωρό διδακτικές ιστορίες. Άλλες πάλι φορές συμμετείχε στο τραγούδι τους και μάλιστα έπαιζε όμορφες μελωδίες με τη μικρή του φλογέρα. Δεν έβλεπε όμως την ώρα να τελειώσουν όλ' αυτά και να γυρίσει στο βουνό και στο αγαπημένο του δάσος,
να βρει τους φίλους του και να γυμνάσει την ψυχή του.
Μια χειμωνιάτικη μέρα, όπως καθόταν κάτω από ένα δέντρο και έπαιζε τη φλογέρα του, ένιωσε ξαφνικά την αίσθηση του κινδύνου που αντμετώπιζε κάποιος από τους φίλους του. Σήκωσε το κεφάλι ψηλά, όπως ακριβώς κάνουν τα ζώα όταν θέλουν να προσδιορίσουν από που έρχεται ο κίνδυνος και δίνοντας ένα σάλτο άρχισε να τρέχει προς την καρδιά του δάσους. Μόλις έφτασε σ' ένα ξέφωτο που είχαν τη συνήθεια να συναντιούνται με τους φίλους του αντίκρισε ένα τρομερό θέαμα. Ο Χακάρ, ο αετός, είχε ανοίξει τις φτερούγες του και έμοιαζε σα να ήθελε κάτι να προστατεύσει από κάτω. Λίγο πιο μπροστά δυο ιθαγενείς κυνηγοί είχαν κυκλώσει το άτυχο πουλί και ήδη του είχαν καταφέρει πολλά θανάσιμα χτυπήματα. Το βλέμμα του έπεσε σε μιαν άκρη όπου κείτονταν ένας σκούρος όγκος που έπλεε μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ήταν ο λύκος Τάλβαν που είχε προσπαθήσει να υπερασπιστεί με τη ζωή του το φίλο του τον Χακάρ και το μικρό προστατευόμενό του
που ακόμα δεν είχε καταφέρει ο Ιλάια να ξεχωρίσει τι ήταν.
Το αγόρι σήκωσε ψηλά τα χέρια και κοίταξε στα μάτια τους κυνηγούς. Μια απέραντη οργή ξεχυνόταν από μέσα του και τον πλημμύριζε. Ξαφνικά σκοτείνιασε ο ουρανός. Πυκνά σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται ενώ ένας σαρωτικός άνεμος έπιασε να φυσάει. Σε μερικά δευτερόλεπτα ξέσπασε μια καταρρακτώδης βροχή. Οι αστραπές και οι κεραυνοί διαδέχονταν μεταξύ τους. Οι ιθαγενείς τρομαγμένοι πισωπάτησαν προσπαθώντας ν' απομακρυνθούν.
Ο Ιλάια τους κάρφωσε με το οργισμένο του βλέμμα και τότε, σαν από θαύμα, ένας κεραυνός κατευθύνθηκε με απόλυτη ακρίβεια και έσκασε ακριβώς αναμεσά τους. Οι κυνηγοί μαρμάρωσαν. Μεταβλήθηκαν σε δυο αγάλματα από πέτρα και σίδερο. Τα δυο τους σώματα έμειναν εκεί για πάντα, να θυμίζουν στους περαστικούς πως, για όσα άσχημα πράττει στη ζωή του ο άνθρωπος
πάντα θα υπάρχει και η ανάλογη τιμωρία.
Ο Ιλάια έτρεξε πάνω από τον Χακάρ που ψυχορραγούσε. Σήκωσε στα χέρια του το λαβωμένο πουλί κι άκουσε την ξέπνοη φωνή του να του ψιθυρίζει:
"Να την προσέχεις". Ύστερα ξεψύχησε στα χέρια του. Τότε μόνο θυμήθηκε πως ο Χακάρ έκανε κάποιες αγωνιώδεις προσπάθειες να προστατέψει κάτι. Έψαξε ένα γύρω στην περιοχή με το βλέμμα του και κάτω από ένα βάτο διέκρινε ένα μικροσκοπικό ζωάκι που ανάσαινε με δυσκολία. Το σήκωσε στα χέρια του. Ήταν πουλάκι. Μια μικρή βασιλική αετοπούλα, καρπός του έρωτα του Χακάρ με με κάποια πανέμορφη προφανώς, θηλυκιά του είδους του. Τύλιξε το πουλί κάτω από την κελεμπία του για να το ζεστάνει και σε λίγο, αφού έθαψε τους δυο πολυτιμότερους σύντροφους της ζωής του,
πήραν μαζί το δρόμο του γυρισμού για την απόμερη καλύβα τους.
Αλλά δεν έμελλε να τελειώσουν εκεί οι πίκρες για το μικρό Ιλάια. Φτάνοντας στην καλύβα βρήκε το γέροντα μέντορά του να περνάει τις τελευταίες ώρες της ζωής του. Είχε πέσει θύμα αδίστακτων ληστών που δεν δίστασαν να του αφαιρέσουν τη ζωή για λίγα κέρματα που έκρυβε με προσοχή στο μαξιλάρι του για να τ' αφήσει μετά το θάνατό του στο μικρό Ιλάια.
Το αγόρι έσκυψε πάνω από το γέροντα και του αγκάλιασε το κεφάλι. Εκείνος του είπε:

"Άκουσέ με προσεκτικά Ιλάια. Ήρθε η ώρα να φύγω. Αυτό θα συμβεί μια μέρα σε όλους μας. Είναι μέρος της ταπεινής μας πραγματικότητας.. Δεν έχω τίποτα πια να σου αφήσω, παρά μόνο κάτι που μπορεί να σε κάνει απόλυτα ευτυχισμένο ή και απόλυτα δυστυχισμένο.
Ανάλογα πως θα το χρησιμοποιήσεις"
.
Και με το τρεμάμενο χέρι του τράβηξε κάτω από το κρεβάτι του ένα διπλωμένο χαλί.

"Πάρ' το"
, του είπε, "είναι ένα γνήσιο μαγικό χαλί, μπορεί να σε πάει όπου του ζητήσεις από τη μια στιγμή στην άλλη και να σε φέρει πίσω το ίδιο γρήγορα. Να το χρησιμοποιήσεις για να μεταδώσεις στους ανθρώπους τη γνώση σου. Μόνο πρόσεξε. Δεν θα βάλεις ποτέ καμιά άλλη ύπαρξη, κανένα ζωντανό ον επάνω του ταυτόχρονα με σένα. Γιατί τότε το χαλί θα χάσει τις μαγικές του ιδιότητες και θα πάψει να είναι ιπτάμενο. Κι αυτό θα συμβεί αφού πρώτα θα έχει πετάξει και θα σας έχει ανεβάσει ψηλά στον ουρανό. Και τότε, ο μόνος τρόπος για να παραμείνει μαγικό το χαλί, θα είναι ο ένας από τους δύο να πηδήξει στο κενό από μόνος του για να μπορέσει να σωθεί ο άλλος".
Αυτές ήταν οι τελευταίες κουβέντες του γέροντα σοφού πριν πετάξει για τους ουρανούς των ψυχών. Τα μάτια του Ιλάια είχαν πλημμυρίσει με δάκρυα. Σκεφτόταν όλα όσα του είπε ο άνθρωπος που του έδειξε το δρόμο. Όμως, ήταν η πρώτη φορά που δε μπορούσε να συμμεριστεί την άποψή του. Δεν είχε καμιά διάθεση να μεταδώσει τη γνώση του σε κανέναν άνθρωπο. Είχε σκληρύνει απίστευτα απέναντι στους ανθρώπους. Δεν τους θεωρούσε άξιους να συνεχίσουν να υπάρχουν σαν είδος και να πραγματεύονται το μέλλον της ανθρωπότητας. Μάλλον αυτό θα έπρεπε να είχε ανατεθεί στα ζώα και στα πουλιά. Το άξιζαν περισσότερο. Βγήκε έξω να πάρει λίγο καθαρό αέρα. Από περιέργεια πήρε και το μαγικό χαλί του να το δοκιμάσει. Ανέβηκε πάνω του κι άρχισε να πετάει κυκλικά στη γύρω περιοχή. Ήταν μαγικά. Όλα έμοιαζαν απίστευτα ασήμαντα από εκεί πάνω. Αν και είχε παρασυρθεί και κάθισε περισσότερο απ' όσο υπολόγιζε, η σκέψη του δεν άργησε να τον οδηγήσει στη μικρή τραυματισμένη αετοπούλα. Την είχε ξεχάσει τελείως. Κατέβηκε γρήγορα και τη βρήκε να τρέμει κουλουριασμένη δίπλα από την πόρτα της καλύβας. Την πήρε στα χέρια του και άρχισε να την περιποιείται. Και τότε, τι φρίκη, τι μεγάλη στενοχώρια. Του φτωχού πουλιού είχαν κοπεί από τη ρίζα τους και τα δυο του φτερά. Δεν θα μπορούσε να πετάξει ποτέ. Το ένα χτύπημα πίσω από το άλλο δεχόταν ο Ιλάια. Ήταν πια ο μοναδικός του σύντροφος η μικρή αετοπούλα κι όμως δεν θα μπορούσε ποτέ να δει τα τόσα θαύματα της γης από εκεί ψηλά που θα έπρεπε κανονικά να βρίσκεται όπως η μάνα φύση την είχε τάξει.
Νέο κύμα μίσους για την ανθρώπινη ράτσα έπνιξε το μικρό αγόρι.
...Ο καιρός περνούσε και η μικρή αετοπούλα είχε γίνει πια τελείως καλά. Οι δυο τους είχαν γίνει αχώριστοι φίλοι. Έφταναν περπατώντας ακόμα κι ως τη θάλασσα και παρακολουθούσαν δίπλα δίπλα τα κύματα να σκεπάζουν το ένα το άλλο. Ανέβαιναν στο βουνό κι έκαναν εκδρομές μέσα στο δάσος. Μόνο στα χωριά δεν ξαναπήγε ο Ιλάια. Οι άνθρωποι τον είχαν χάσει αλλά και τον είχαν ξεχάσει ταυτόχρονα. Έτσι συμβαίνει πάντα. Είχε δώσει και όνομα στο πουλί και πολλές φορές συζητούσαν με τις ώρες σαν δυο καλοί φίλοι. Την έλεγε Σέμπια, που στη γλώσσα του θα πει ελεύθερη. Ήταν όμως κάτι που δεν του άρεσε, κάτι που τον έκανε να νιώθει μεγάλη θλίψη. Η Σέμπια είχε παντα στα μάτια της μια μελαγχολία και δεν γύριζε ποτέ το κεφάλι της στον ουρανό. Ακόμα κι όταν πετούσαν από πάνω τους άλλα πουλιά, κυρίως αετοί του είδους της, εκείνη απέστρεφε το βλέμμα. Ήταν ολοφάνερο πόσο τη στενοχωρούσε το γεγονός πως δε μπορούσε να πετάξει.
Ο Ιλάια σκεφτόταν νύχτες ολόκληρες. Πάλευε με τον εαυτό του.
Ώσπου ένα πρωί ξύπνησε και έτρεξε δίπλα στο πουλί.

"Σέμπια σήκω, θέλεις να πετάξεις;"
. Εκείνο τον κοίταξε τρομαγμένο, ήξερε τι ήθελε να κάνει. Είχε ακούσει εκείνο το βράδυ το γέρο σοφό, λίγο πριν πεθάνει, να λέει στον Ιλάια τι δεν πρέπει να συμβεί ποτέ. Το αγόρι κατάλαβε τις σκέψεις της αετοπούλας και δεν της έδωσε χρόνο ούτε να μιλήσει. Την τύλιξε στην αγκαλιά του και βγήκαν έξω. Είχε πάρει να χαράζει. Ο Ιλάια ξεδίπλωσε το χαλί του. Το πουλί προσπαθούσε μάταια ν' αντισταθεί. Γρήγορα γρήγορα ανέβηκαν πάνω και το χαλί άρχισε να παίρνει ύψος. Η αίσθηση που ένιωθε η Σέμπια ξεπερνούσε τα σύνορα του νου και της φαντασίας ακόμα. Είχε χάσει τη φωνή της. Πετούσε. Έβλεπε ήδη γύρω της τα άλλα πουλιά και η ψυχούλα της κόντευε να φτερουγίσει από τη χαρά της. Όταν είσαι γεννημένος για να πετάς ακόμα κι αν σου κόψουν τα φτερά εσύ δε μπορείς να κάνεις αλλιώς. Πρέπει να βρεις τρόπο να πετάξεις.
Ο Ιλάια ήξερε πως δεν υπήρχε πολύς χρόνος.

"Κοίταξε Σέμπια, όταν θέλεις ν' αλλάξεις κατεύθυνση θα τραβάς με το πόδι σου την ανάλογη άκρη του χαλιού. Τη δεξιά για να πας δεξιά και την αντίθετη για να γυρίσεις αριστερά.
Όταν θέλεις να κατέβεις θα πιέζεις με το πόδι σου στο κέντρο του χαλιού".

Το πουλί γύρισε και τον κοίταξε τρομαγμένο. Δάκρυα ανάβλυζαν από τα μάτια του. Ο Ιλάια της χάιδεψε απαλά το κεφάλι και με μια απότομη κίνηση πήδηξε μακριά από το χαλί προς την ανατολή.
...Κάτω στα χωριά της χώρας οι κάτοικοι έβλεπαν έκπληκτοι να συντελείται ένα παράξενο φαινόμενο. Μέσα στο καταχείμωνο ένας περίεργος άνεμος έφτασε ξαφνικά. Ήταν ζεστός κι ερχόταν από την ανατολή. Ο καιρός γλύκανε. Πολλοί έλεγαν πως την ώρα που φυσούσε αυτός ο ανατολικός άνεμος, έβλεπαν καθαρά πως είχε σχήμα και μορφή. Έμοιαζε σαν αγόρι που φορούσε μια άσπρη κελεμπία που ανέμιζε καθώς έσκιζε τον ουρανό και άφηνε μια ολόλευκη γραμμή πίσω του...
Κάθε χρόνο από τότε, μέσα στο βαρύ χειμώνα, εκεί που δεν το περιμένει κανείς, καταφθάνει ο ανατολικός άνεμος...Περνάει πάνω από το δάσος και τότε ένα περίεργο πουλί χωρίς φτερά που κάθεται πάνω σ' ένα ιπτάμενο χαλί, ανεβαίνει ψηλά στον ουρανό να τον συναντήσει...
Κι όλα γαληνεύουν...
Ο Ιλάια και η Σέμπια, μια φορά το χρόνο, θα μπορούν για πάντα
να πετάνε πάνω από τ' ανθρώπινα...

Παραμυθάκι
Αρχή