![]() |
||||||||||||||||||||||||||
![]() |
||||||||||||||||||||||||||
Πάλι παραμυθάκι θα πέσει ταξιδευτές...πολύ παραμύθι δηλαδή...είναι ένα κι ένα όμως για την αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων...η ζημιά δεν επισκευάζεται δυστυχώς και πάμε ολοταχώς για αναγκαστική προσεδάφιση...οδηγίες θα σας δώσει το πλήρωμα...ξεκινάμε την καθοδική μας πορεία σε λίγα λεπτά...μέχρι να τελειώσετε το παραμυθάκι σας θα έχουμε προσεδαφιστεί...επιλέξαμε έναν αστεροειδή που ήταν ο πλησιέστερος στις συντεταγμένες μας...πρόκειται για τον Ωρίωνα που αποτελεί τμήμα του ομώνυμου αστερισμού...να είσαστε ήρεμοι και όλα θα πάνε καλά... | ||||||||||||||||||||||||||
![]() |
||||||||||||||||||||||||||
ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙ ΓΙΑ ΧΕΙΜΩΝΑ ΚΑΙ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Αλέξης Κυριτσόπουλος "...Μια φορά κι ένα καιρό, ας πούμε χτες το απόγευμα, ένα πουλάκι πέταξε από το δέντρο του ως την παραλία και λίγο πιο 'κει. Κοίταξε κάτω στα ασημογάλανα νερά της θάλασσας και πρόσεξε να καθρεφτίζεται η καρδιά του. Τότε είπε: "Αχ, κοίτα πως φαίνεται η καρδιά μου". Δεν πρόσεξε όμως κι ένα ψαράκι βγήκε και του την έκλεψε. Έτσι, αγαπήθηκαν και γέμισε ο ουρανός κι η θάλασσα καρδούλες. Γέμισαν καρδούλες όλα τα φύλλα του δέντρου κι όλα τα καράβια. Το πουλάκι πήγαινε στα βράχια και του τραγουδούσε. Του έφερνε να δει τι ωραίες είναι οι πεταλούδες. Του έλεγε για τ' αστέρια και το ψαράκι με τη σειρά του του χάριζε αστεράκια της θάλασσας για να στολίσει τη φωλιά του. "Να δεις τι ωραία που είναι και τα λουλούδια", του έλεγε το πουλάκι.. "Πάρε με μαζί σου", του είπε το ψαράκι. Το πουλάκι έκλεισε το ψαράκι μέσα σ' ένα σύννεφο και το μετέφερε με προσοχή σ' ένα όμορφο κάστρο περιτριγυρισμένο με λουλούδια λίγο πιο πέρα από το δέντρο του. Όμως το ψαράκι έβλεπε από το παράθυρο τη θάλασσα κι έκλαιγε. Τότε ήρθε πάλι εκείνο το σύννεφο κι έγινε βροχή μέχρι τη θάλασσα. Το πουλάκι πήγε πάλι πάνω από τη θάλασα και είπε στο ψαράκι: "Γιατί έφυγες; αφού σε αγαπούσα". "Κι εγώ σ' αγαπώ", είπε το ψαράκι. Και του χάρισε ένα κοχύλι ν' ακούει τη θάλασσα και τα τικ τακ της καρδιάς του. Κι ήρθε ο χειμώνας. Κι ήρθε η άνοιξη. Το πουλάκι πήρε όσα φρουτάκια μπορούσε με το ράμφος του και έτρεξε να βρει το ψαράκι του. "Σε πεθύμησα", του είπε. Κι έγινε η θάλασσα σαν περιβόλι. Και το βράδυ ο ουρανός σαν τη θάλασσα Έτσι δεν ήταν καθόλου στενοχωρημένοι. Γιατί δεν τους χώριζε πια τίποτα. |
||||||||||||||||||||||||||
![]() |
||||||||||||||||||||||||||
Δυστυχώς αντιμετωπίζουμε μεγάλες δυσκολίες στη φάση της προσεδάφισης αφού το έδαφος του αστεροειδούς δεν προσφέρεται για κάτι τέτοιο...πάντως το παλεύουμε...κι αν διακρίνετε μια ελαφρά χιουμοριστική διάθεση ή ίσως και κάποιο σαρκασμό-γαιτί όχι και αυτοσαρκασμό-είναι που πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να ξεπερνάμε τα όποια προβλήματα παρουσιάζουν αυτές οι "άγριες" πτήσεις στο σκοτεινό-από κάθε πλευρά-διάστημα...και μέχρι να πετύχουμε τη ρημάδα την προσεδάφιση χωρίς ν' αφήσουμε τα κοκαλάκια μας σε κάποιο απόμερο αστεροειδή-μετά από τόσα ταξίδια-ας πιάσουμε ένα τραγουδάκι του...χαμού...θα βοηθήσει την κατάσταση αν το τραγουδήσουμε όλοι μαζί... | ||||||||||||||||||||||||||
![]() |
||||||||||||||||||||||||||
ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΑΝΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ Αρλέτα "...Σε χάνω και σε ξαναβρίσκω εγώ λόγος υγρός, αέναος, υπόγειος εσύ αντίλογος θαλασσινός, μεσόγειος. Σε χάνω και σε ξαναβρίσκω, αιώνες τώρα, χορός συρτός, μαυλιστικός, χορός γιρλάντα μ' ένα κορμί που σπαταλάς που τιθασεύεις, που πετάς σαν χαρταετό σε κόκκινο πρωινό ουρανό σ' ένα κορμί που υπομένει, που γνωρίζει όλα τ' αγγίγματα που ο θάνατος χαρίζει όλα τα βήματα, όλες τις στάσεις ό,τι μπορείς να το κερδίσεις μια στιγμή και μια ζωή να χάσεις. Σε χάνω και σε ξαναβρίσκω, ειμαρμένη σε ό,τι αντέχει, ό,τι ονειρεύεται ό,τι ανελέητα πορεύεται. Μέσα από αιώνες, από θάλασσες απ' ό,τι έφτιαξες απ' ό,τι χάλασες. Εγώ, το φωτεινό παιδί του σκότους. Εσύ, η ερωτευμένη με τους έσχατους και πρώτους. Κορόνα γράμματα καταστροφές και θαύματα αισθήσεις-γέφυρες-χορδές ανάμεσα στο σήμερα, το αύριο, το χτες να φτιάχνουν άρπες, κύμβαλα, κιθάρες να παίζουν πάθη απύθμενα κι ανομολόγητες λαχτάρες. Σε χάνω και σε ξαναβρίσκω όσο κι αν φεύγεις-φεύγω-αποφεύγω όσο κι αν παίρνω όρκους δεν ξεφεύγω εγώ πατέρας και μητέρα του ληστή μαινάδα εσύ με θύρσο και σπαθί. Κι όταν σε βρω κι όταν σε πιώ κι όταν σου εξομολογηθώ και κοινωνήσω φεύγω ξανά τα ξεχασμένα να ρωτήσω. Μ' εσένα άρωμα να ευφραίνει το κορμί μου μ' εσένα πόνο να ξυπνάει την ψυχή μου. Εγώ κατάδικος, θύμα και αποστάτης εγώ οδοιπόρος σε βυθούς και νυχτοβάτης. Εσύ μια πέτρα-τριαντάφυλλο της άμμου εσύ κοχύλι να βουίζει η καρδιά μου. Σε χάνω και σε ξαναβρίσκω μες σε λαβύρινθο φριχτό κι αγύριστο να τραγουδάς ωδές πανάρχαιες στα τέρατα να τραμπαλίζεσαι μες στου Μινώταυρου τα κέρατα να κυνηγάς άγρια θηρία μες στους δρόμους και για χατίρι μου να σπας όλους τους νόμους..." |
||||||||||||||||||||||||||
Σκουριασμένο σύννεφο | ||||||||||||||||||||||||||
![]() |
||||||||||||||||||||||||||
![]() |
||||||||||||||||||||||||||
![]() |
||||||||||||||||||||||||||
![]() |
||||||||||||||||||||||||||
Αρχή | ||||||||||||||||||||||||||