Αιωρούμαστε φιλαράκια...πετάμε στο κενό...νιώστε το χάος μέσα σας...γίνετε ένα μαζί του...όταν θα γυρίσετε στον πλανήτη σας, όταν τελειώσει κι αυτό το ταξίδι, κανένα επίγειο χάος δεν θα μπορέσει ποτέ να τρυπώσει μέσα σας και να σας σκοτεινιάσει τις μέρες...θα έχετε εξοικιωθεί μαζί του...θα είναι φίλος σας...και σαν φίλο θα σας αντιμετωπίζει...αγαπήστε το χάος...λατρέψτε τα σκοτάδια του...κανένα σκοτάδι ποτέ δεν θα μπορέσει να σας στερήσει το φως...γιατί θα έχετε μάθει να βλέπετε, να ξεχωρίζετε τα σημάδια πέρα απ' αυτό...
ΣΑΝ ΠΥΡΕΤΟΣ
Κείμενο:
Blue Dream

Μια-δυο στο σφυγμό...πότε πίθηκος, πότε άνθρωπος...πότε ληστής και πότε γητευτής...μια-δυο στο ρυθμό...γκρεμίζω τους στύλους, ορθώνω τους μύθους...
μια-δυο στον πηλό...αίγαγρος στην κορυφογραμμή και θεριστής στον κάμπο...
σιχάθηκα αυτή τη λάσπη της γενιάς μου, ορμάω στα χαλάσματα να γκρεμίσω ό,τι απομένει όρθιο...τα υλικά ήταν σκάρτα...θέλω να τα ξαναχτίσω όλα απ' την αρχή...
Μια-δυο στον αφρό...ό,τι χάνουμε δεν ξαναβρίσκεται...
ό,τι βρίσκουμε δεν περισσεύει...
Γυρίζω, ελπίζω, νανουρίζω, μακαρίζω, ανθίζω...δρυοκολάπτης χτυπάει
την πόρτα της βελανιδιάς μου...τοκ-τοκ...μια-δυο...
Μια-δυο στο χορό...ζεϊμπέκικος ρυθμός ακατάλυτος...σηκώνομαι, χτυπώ,
τις μύτες ακουμπώ...πάλι ψηλά...κάτω στο λεπτό...μια-δυο...σε ζητώ...
Αφουγκράζομαι...μια; δυο; ούτε ξέρω...μα, δεν το συζητώ...χάνω το σκοπό...
Αφήνω το μονοπάτι με τις κουκουναριές και στρέφομαι κατά τους λόφους...
ανοίγω το βήμα, τραγουδώ...έρωτας, σπονδή, θάνατος...
Στον ουρανό μια βυσσινιά χαραμάδα σβήνει επιδέξια προς το μωβ της...
ακολουθεί ανάμνηση...μη την κοιτάς...ξαγρυπνάει...
Μια-δυο στον πηγαιμό...ό,τι αξίζει θ' ανθίσει, ό,τι γέρασε θα βασιλέψει...στο βουνό...γρήγορα στο βουνό...μια δρασκελιά για τον ουρανό...να, πιάνω το γαλανό...είναι γυμνό...σαν μωρό που περνάει το σπήλαιο προς τον έξω κόσμο...
Μια-δυο...σας φιλώ...πότε πίθηκος, πότε άνθρωπος...κι αν ξέμεινα να φυλώ Θερμοπύλες, στην Ιεριχώ σαλπίζουν τον ερχομό...άρατε πύλας...

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Στίχοι:
Blue Dream

Από παιδί ένα όνειρο μου έκαιγε τις μέρες
και μ' όλο που με σκιάζανε με λόγια και φοβέρες
ποτέ δεν παραιτήθηκα από το όραμά μου
κι αυτό πιστός μου σύντροφος έγινε και σκιά μου.

Στον ύπνο μου ερχότανε και μ' έπαιρνε απ' το χέρι
"θα βρούμε", μου 'λεγε, "θα δεις, τη χώρα-καλοκαίρι.
Υπάρχει ένα κορίτσι εκεί που έχει φως στα μάτια
κι όταν γελάει ανοίγουνε του ήλιου τα παλάτια".

Σαράντα χρόνια κλείσαμε εγώ και τ' όνειρό μου
γυρίζοντας κάθε νυχτιά στα πέρατα του κόσμου
πίναμε, ξεδιψούσαμε και πάλι στο ταξίδι
τον άνεμο και τη φωτιά είχαμε για στασίδι.

Ήταν θυμάμαι μια βραδιά απ' τις συνηθισμένες
που ψάχναμε στα σύμπαντα με σκέψεις κουρασμένες
την είδε πρώτα τ' όνειρο κοιτάζοντας στη δύση
το φως από τα μάτια της δεν έλεγε να σβήσει.

Βρεγμένα πέφταν και λυτά στους ώμους τα μαλλιά της
κι όλα τ' αστέρια γύρευαν ν' ακούσουν τη μιλιά της
το γέλιο της κελάρυζε ποτάμι στους δρυμώνες
και κάτω από τα πόδια της πέθαιναν οι χειμώνες.

Πρέπει να είχα ξεχαστεί μέσα στην ομορφιά της
γιατί σα να με τίναξε ρεύμα στο άγγιγμά της
με χάιδεψε στο πρόσωπο, με φίλησε στα χείλη
σαράντα αιώνες μοναξιάς σκορπίστηκαν στο δείλι.

Το όνειρο μας κοίταξε έτσι αγκαλιασμένους
σαν κάτι νά 'θελε να πει για τους ερωτευμένους
μα εγώ από τη σκέψη μου έξω το είχα κλείσει
το μόνο που με ένοιαζε, αυτή να μ' αγαπήσει.

Στιγμή δεν το μετάνοιωσα που άφησα τόσα χρόνια
τ' όνειρο να με σεργιανά με ήλιους και με χιόνια
μα δεν κατάλαβα ποτέ κι ας έφτασα στο γέρμα
τι τάχα να 'θελε να πει μ' εκείνο του το βλέμμα.

ΑΜΜΟΣ
Κείμενο:
Blue Dream

Ανοίγω μια χαραμάδα στης ψυχής σας το λαβύρινθο και το βλέμμα μου
πλανιέται στο χώρο αλλά δεν καταφέρνει να φτάσει μακριά.
Είναι εκείνες οι σκοτεινές γωνιές που το εμποδίζουν
να διαπεράσει τα πέπλα τους.
Προλαβαίνω, όμως, να δω κάτι λίγα λουλούδια που σας είχα χαρίσει-αν και μαραμένα πια-να κείτονται διάσπαρτα στους πέτρινους διαδρόμους του.
Ψάχνω, όσο μου επιτρέπουν τα καλυμμένα από την πυκνή βλάστηση της αβεβαιότητας σκαλοπάτια σας, για απολιθωμένα από τη λάβα των περασμένων λόγια σας, ελπίζοντας να τα βρω, έστω, σε στάσεις πανικού κατά την ώρα της εξόδου τους, με την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους-σαν τις τραγικές φιγούρες των θυμάτων της Πομπηίας, που έτρεχαν
για να προλάβουν να βγουν αλλά δεν τα κατάφεραν ποτέ.
Κι όμως, ούτε αυτά δεν μπορώ να δω.
Κλείνω τη χαραμάδα και σκέφτομαι πως, καμιά φορά, είναι καλύτερα να βλέπουμε με τα μάτια της φαντασίας μας πίσω από τοίχους,
παρά με τα μάτια της καρδιάς μας μέσα από χαραμάδες.
Είναι σα να προσπαθούμε να εισχωρήσουμε λάθρα μέσα στα άδυτα των ανθρώπινων ψυχών που πασχίζουν να διαφυλάξουν
τα κεκτημένα τους από τα αδιάκριτα βλέμματα.
Επιστρέφω στην είσοδο της άμμου απ' όπου ξεκίνησα. Η πυρακτωμένη μάζα της μου καίει τα πέλματα. Σκύβω και κλείνω στις παλάμες μου όση μπορούν να κρατήσουν. Τη σηκώνω ψηλά και αργά-αργά την αφήνω να κυλήσει.
Στρέφω πίσω το βλέμμα μου και κοιτάζω ξανά το πέρασμα. Βλέπω τον τοίχο πάνω στον οποίο είχα καταφέρει πριν λίγο ν' ανοίξω τη χαραμάδα.
Και νομίζω πως διακρίνω πια ξεκάθαρα την αλήθεια.
Αντικρύζω κατάματα το μυστικό της σιωπής σας.
Όσο κι αν πασχίζουμε να βρούμε στα βάθη και στα ύψη μας
τους αθάνατους κήπους των ρόδων, το μόνο που θα βρίσκουμε πάντα,
θα είναι εκείνο που μας γεννά και μας χωνεύει πάλι.
Γιατί και μέσα και έξω είμαστε άμμος...
Σταθμός ανεφοδιασμού: "Μνήμες"
Αρχή