ΚΑΠΕΤΑΝ ΝΙΚΟΣ (ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ)
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΥΣ ΤΑΞΙΔΟΦΟΡΟΥΣ
ΚΑΠΕΤΑΝ ΝΙΚΟΣ (ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ)
Πολυξένη

"Βρυκόλακες αλαλάζοντες και σιδηροπαγείς αύραι μού έφεραν χτες, περί το μεσονύκτιον, μεσουρανούντος του ηλίου της δικαιοσύνης, το μήνυμα του Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσσέτη, του Isidore Ducasse και του Παναγή του Κουταλιανού. Η πίκρα μου στάθηκε μεγάλη! Μέχρι της στιγμής εκείνης επίστευα εις τα προφητικά οράματα των τορναδόρων, πρόσμενα τους χρησμούς των αλλοφρόνων ιππέων, προσδοκούσα τας μεταφυσικάς επεμβάσεις των αγαλμάτων. Με γαλήνευε η ιδέα του πτώματός μου. Η μόνη μου χαρά ήτανε οι πλόκαμοι των μαλλιών της. Έσκυβα ευλαβικά και φιλούσα την άκρια των δακτύλων της. Παιδί ακόμα, στην δύσιν του ηλίου, έτρεχα ωσάν τρελλός να προφτάσω να κλέψω, πριν νυχτώση, τα λησμονημένα σκιάχτρα μέσ' απ' τα χωράφια. Και όμως την έχασα, μπορώ να πω μέσ' απ' τα χέρια μου, ωσάν να μην ήταν ποτές παρά ένα απατηλόν όραμα, παρά ένα κοινότατο σφυρί. Στη θέση της βρέθηκε μονάχα ένας καθρέπτης. Κι' όταν έσκυψα να δω μέσα σ' αυτόν τον καθρέφτη, δεν είδ' άλλο τίποτες παρά μόνο δύο μικρά λιθάρια: το ένα ελέγετο Πολυξένη, και το άλλο, Πολυξένη επίσης"
Το Παραμύθι της Ωραίας των Μεγάλων Πουλιών

"Φέρεσε τη γύφτικη, την τσίγκινη πανοπλία, κι έγειρε, κι εξαπλώθηκε πάνω στο νέο, το λαμπρό καταπράσινο χορτάρι, μέσα στη λεπτή θαλπωρή του ανοιξιάτικου μεσημεριού. Κάτι ψίθυροι, όμως, που έρχουνταν απ' έξω, δεν τον αφίνανε να μπη βαθειά στην ηδονή του γλυκά γαλάζιου ουρανού να χαρή τα δυο μικρά άσπρα σύννεφα που αρμενίζανε μακρυά, στην άκρη του ορίζοντα. Είτανε κει και δυο πανύψηλες ωραίες λεύκες. Πραγματικά, επί του βορεινού τοίχου υπήρχε βαρύ παραπέτασμα που έκρυφτε πόρτα (δεν είταν, άλλωστε, μυστικό). Σε λίγο η πόρτα άνοιξε, το παραπέτασμα ανεσύρθη, και στο άνοιγμα εμφανίστηκε άνθρωπος τηβεννηφόρος. "Πού βρισκόμαστε;" ερώτησε. Ο ποιητής εσηκώθηκε, πλησίασε το φιλιστρίνι, κι ενώ με το δεξί χέρι χάιδευε τη χαίτη του λιονταριού, έρριξε όξω μια ματιά.
"Πλησιάζουμε", είταν ακριβώς οι λέξεις που είπε, "πλησιάζουμε στη Βηρυτό", κι' απότομα δίνει μια, και γυρνάει τη βρύση, κι' ανοίγουν οι κρουνοί, κι' αρχίζουν πια τα νερά να τρέχουνε, να κατακλύζουν τα πάντα, ν' ανεβαίνουν ανησυχητικά. Τότε ορμά, χουφτιάζει τους μαστούς της, και την φιλά παράφορα στο στόμα. Μια φλόγα αισθάνθηκε ξαφνικά ν' απλώνεται στα σωθικά του, μια πύρινη στεφάνη να τον ζώνη στα νεφρά, ενώ άρχιζε η ανηλεής ανόρθωση του πέους. ΑΥΤΟΣ Ο ΦΑΛΛΟΣ, μαρμάρινος, εστήθηκε σ' ακρογιάλι, κι έρχουνταν όλες τις ώρες της ημέρας χοροί κοριτσιών, στεφανωμένα με λουλούδια, και τραγουδούσαν αγκαλιασμένες. Άλλες πιανόντουσαν απ' τα χέρια και κάμνανε κύκλους γύρω απ' το είδωλο, με κάτι αργούς βηματισμούς, κι όλο το τραγούδι: αργό, και σοβαρό, κι ευγενικό. Μια κόρη ξεμάκρυνε απ' το χορό, γονάτισε χάμω, και κούρδιζε το γραμμόφωνο. Ο ποιητής, πάλι εκεί. "Χλωμότερος κι' από τη Σελήνη", της είπε"
2