ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ
Αποδημητικά πουλιά οι επιθυμίες κι όλο κόβουν δρόμο μέσα από τις εποχές. Πετάνε πάνω από τις καμινάδες των σταθερών μου κλέβοντας αναδυόμενη ζεστασιά κι ύστερα, καπνισμένες από την τσίκνα της ηφαιστειώδους γαλήνης μου, τραβάνε για τον δικό τους νότο. Μα κι από 'κει γυρνάνε πίσω κάποια μέρα. Από εποχή σε εποχή ανακυκλώνουν τα δικά τους ύστερα και επιστρέφουν. Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν και ξαναπαίρνουν.
Έρωτας, Πίστη, Θάνατος! Οδυσσέας, Κίρκη, Πηνελόπη. Θάνατος στους μνηστήρες! Ή μήπως καλύτερα, αιώνια ζωή στους λωτοφάγους; Κι αν ό,τι αξίζει είναι μόνο ένας πιστός Άργος που αρνείται πεισματικά να πεθάνει γιατί τάχθηκε να περιμένει; Τυφλός πια για να με δει αλλά διαισθητικός για να με αναγνωρίσει. Όλα του τα χρόνια μακριά μου κι όλες τις ζωές του δίπλα μου. Ευλογία να μην είναι τα σκυλιά φυτοφάγα!
Αρμενίζουν μεσοπέλαγα πάνω σε ναυαγισμένη σανίδα οι επιθυμίες. Και νάσου ο Λεβιάθαν με ένα τεράστιο στόμα να χάσκει ανοιχτό. Να πέσουν μέσα του ή να πετάξουν; Αδύνατο να βγάλουν φτερά την κρίσιμη ώρα-εδώ δεν είναι σε θέση να θυμηθούν ότι έχουν ήδη-και πέφτουν στη θάλασσα. Κι εκείνος τις καταπίνει και τις ξεβράζει παίζοντας με την αγωνία τους. Ως από μηχανής Θεός παρεμβαίνει τότε κάποια από τις Νηρηίδες και με χέρι σταθερό αγγίζει τις επιθυμίες στα φτερά τους. Αυτές θυμούνται να πετάνε!
Πολύπτωτη Νέμεση με έφεση στις ανορθώσεις επιχειρεί να αποκαταστήσει ό,τι εξέλαβε σαν αδικία. Και ποιες να αποκαταστήσει πρώτες; Τις επιθυμίες ή τις εποχές; Οι δεύτερες δείχνουν με το δάχτυλο τις πρώτες αποδίδοντας τις ευθύνες εκεί που κατά τη γνώμη τους ανήκουν.
Ποιος έχει το θάρρος να τους πει πως, αυτές οι ίδιες, αποτελούν από μόνες τους μιαν ολόκληρη ευθύνη για την ύπαρξη των επιθυμιών;
Διομέδων καταδικασμένος σε θάνατο για το φιάσκο στις Αργινούσες η κάθε επιθυμία μας. Αποδόθηκε δικαιοσύνη! Κάτω οι στρατηγοί-επιθυμίες. Δεν ήξεραν να ναυμαχούν! Θάνατος, θάνατος! Μάταια φωνάζει η υπεράσπιση πως στις ναυμαχίες χρειάζονται ναύαρχοι και όχι στρατηγοί!
Ανεβασμένος στην κορυφή του Παγγαίου βλέπω τώρα κάτι διαβατάρικα πουλιά να τραβάνε για το νότο και μου έρχεται να τα αποχαιρετίσω. Σηκώνω το χέρι μα το κατεβάζω πάλι. Πόση αξία μπορεί να έχει ένας αποχαιρετισμός όταν η δεύτερη εποχή θα φέρει πίσω γρήγορα το χαρούμενο σμήνος; Με το ίδιο χέρι που ήμουν έτοιμος να αποδώσω αποχαιρετισμό, διώχνω μια φευγαλέα κακιά σκέψη που μου ψιθυρίζει πως, κάποια από αυτά τα πουλιά μπορεί και να μη γυρίσουν ποτέ πίσω...
2 Οκτωβρίου 2000
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΔΡΟΣΟΣΤΑΛΙΔΕΣ