ΣΚΟΤΑΔΙ
Στους αφανισμένους πρίγκιπες του φωτός και στα περήφανα παιδιά της άγριας νύχτας...
Για έλα εδώ εσύ μικρέ κι ανάγωγε διαλαλητή. Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να διαφεντεύεις τα μεσημέρια μου; Στάσου έξω από τη γαλήνη μου κι άντε να πουλήσεις το φως σου σε άλλες αλλοτριώσεις. Εδώ είναι η γειτονιά του μέγα Πάγαν. Όλο τρίζεις και ξανατρίζεις τα μέταλλά σου πάνω στις γλάστρες μου και ζητάς να σου ανοίξω διάπλατα τις κουρτίνες της ύπαρξής μου. Φως πουλάς καημένε μου και μη κομπάζεις καθόλου για την πραμάτεια σου, σιγά το πράγμα. Φως βρίσκει κανείς όπου θέλει σήμερα, να, μια τόση δα πέτρα να σηκώσεις και θα το βρεις από κάτω. Και τι έγινε που το δικό σου έχει αντίλαλο; Δεν έχουν πέραση στις μέρες μας τα φώτα με τη στεντόρεια φωνή. Τα βουβά και ήσυχα φώτα ακούγονται πιο καθαρά στα σκοτάδια της ακοής μας, βλέπουμε τις φωνές τους κι ακούμε τη λάμψη τους, εμείς, οι τρομεροί παράξενοι της οικουμένης, οι κυνηγοί των υπνωτισμένων μεσημεριών, οι λαμνοκόποι των αόρατων υδάτων.
Πάρε γρήγορα τις αντανακλάσεις σου και τράβα στη γειτονιά του Διάφημου να τις πουλήσεις. Εγώ κι εκείνος μεγαλώσαμε μαζί, παίξαμε, τρέξαμε, γελάσαμε, ξεγελαστήκαμε, κλάψαμε, πονέσαμε, μα στο τέλος βρήκαμε ο καθένας τη δική του πύλη που οδηγεί στο κάστρο πάνω στους αμμόλοφους. Φτάσαμε ταυτόχρονα στο ίδιο μέρος και έχτισε ο καθένας τη δικιά του γειτονιά. Εκείνος διάλεξε τη φωτεινή πλευρά των αμμόλοφων, από παιδί ερωτευόταν ό,τι λαμπύριζε. Εγώ πήρα την άλλη. Είχα μια σχέση πάθους με τα σκοτάδια. Λάτρευα τα σκούρα χρώματα. Με ενθουσίαζαν οι σκιές, με ξετρέλαιναν οι νύχτες. Κι όλο του έλεγα και ξανάλεγα πως το φως είναι φαινόμενο οφθαλμαπάτης, σε αντίθεση με το σκοτάδι που είναι από μόνο του μια πραγματικότητα. Χίλιοι μύριοι τρόποι έχουν βρεθεί από τότε για να αναπαραχθούν το φως και οι λάμψεις, για το σκοτάδι όμως τίποτα. Γιατί ποιος τολμά να το αγγίξει; Ποιος μπορεί να το δημιουργήσει; Σε ποιον αρέσει να γαληνεύει μέσα στην  αγκαλιά του;
Όταν θα έχει εξαντληθεί κάθε πηγή ενέργειας, όταν θα έχουν ανατιναχτεί σε δισεκατομμύρια κομμάτια ο ήλιος και το φεγγάρι, το σκοτάδι θα απλωθεί παντού και θα γεμίσει το σύμπαν από άκρη σε άκρη. Και θα απομείνουν τότε κάτι λίγοι πωλητές-διαλαλητές φωτός σαν και σένα, να προσπαθούν να ξεγελάσουν τους σκοταδάνθρωπους πουλώντας τους μια μπάλα από κάλπικο φως με αντίτιμο μια κούπα θάλασσα από τα κατάμαυρα πελάγη τους.
Δύσκολη θα είναι τότε η αποστολή σου μικρέ ανόητε διαλαλητή. Ποιο αερικό της άγριας νύχτας θα σου εμπιστευτεί την κούπα με το όλο του σε αντάλλαγμα με την αναλαμπή του τίποτά σου; Φύγε τώρα, τράβα στον Διάφημο. Σε μια γειτονιά γεμάτη φως πάντα θα είναι καλοδεχούμενο λίγο ακόμα. Όποιος επιλέγει να λουστεί με λάβα πάντα θα μένει πέτρινος και θα γυαλίζει κάτω από τα φώτα. Κι όποιος έχει μάθει να την καταπίνει για να σβήνει τη φλόγα της, όπως σβήνουν τα φώτα όλοι λίγο πριν κοιμηθούν, θα καταφέρνει να αγκαλιάζει το σκοτάδι και να κάνει έρωτα μαζί του κάτω από το πέπλο που σκεπάζει τα όνειρά του. Σε αυτόν, το φως δεν θα έχει κανένα λόγο ύπαρξης. Επειδή πηγάζει αστείρευτο από μέσα του...
25 Οκτωβρίου 1999
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΔΡΟΣΟΣΤΑΛΙΔΕΣ