ΒΟΤΣΑΛΑ
Μια καλημέρα γεμάτη αρμύρα θαλασσινή. (Συνέβησαν στα πέριξ κατά τη διάρκεια μιας χειμωνιάτικης ανατολής).
Εκείνο το πρωινό, αφού χρειάστηκε να διανύσω διαδοχικά πολλά ομιχλώδη τοπία βαδίζοντας παράλληλα στους πρόποδες του βουνού, κατάφερα να φτάσω στη θάλασσα. Ήταν την ώρα που χάραζε. Ένας ήλιος λυτρωτικός την σκέπαζε με την αγκαλιά του, βάφοντάς την κόκκινη και σκορπίζοντας σιγά-σιγά την ομίχλη. Την ίδια στιγμή, ψηλά, στον αξημέρωτο ακόμα ουρανό, στεκόταν ακίνητο και λαμπερό, μισό φεγγάρι, σαν κομμένη στα δυο καρδιά από χρυσάφι.
Αφουγκράστηκα το κύμα. Ο παφλασμός του έφερνε μαζί του εικόνες από μέρη αταξίδευτα. Πήρα στα χέρια μου δυο βότσαλα και τα πέταξα όσο πιο μακριά μπορούσα. Ο ήχος που ξεπήδησε την ώρα που άγγιζαν τον αφρό, έμοιαζε με μυστική ευχαριστία. Κάτι σαν:

"Σ' ευχαριστούμε που μας διάλεξες για να βραχούμε".

Στάθηκα στην άκρη του μόλου κι έστειλα με το βλέμμα μου μια καλημέρα στον ορίζοντα. Η απάντηση, σαν ηχώ από το κέρας της αμάλθειας, μου έφερε πίσω τούτα τα λόγια:

"Όσο βρέχεις βότσαλα θα βρέχεσαι και ο ίδιος. Τώρα είδες. Πήγαινε να κοιμηθείς. Όταν ξυπνήσεις, έλα πάλι σε τούτη τη συνάντηση και καθρεφτίσου στα γαληνεμένα νερά. Και θα είσαι πάλι εσύ..."
14 Νοεμβρίου 1999
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΔΡΟΣΟΣΤΑΛΙΔΕΣ