ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΟΥ ΡΟΥΑΣΣΥ

Μια μέρα ο εραστής της Ο την παίρνει να κάνουν ένα περίπατο σε μιά γειτονιά όπου ποτέ δεν είχαν πατήσει : το πάρκο Μονσουρί, το πάρκο Μονσώ.  Στη γωνιά του πάρκου στην άκρη ενός δρόμου όπου ποτέ δεν σταθμεύουν ταξί, αφού έκαμαν ένα περίπατο στο πάρκο, καθισμένοι πλάι-πλάι στην άκρη ενός παρτεριού, παρατηρούν ένα αυτοκίνητο, με μετρητή, να πλησιάζει, που μοιάζει με ταξί.  «Ανέβα», της λέγει.  Μπαίνει.  Αρχίζει να βραδυάζει κι είναι φθινόπωρο.  Είναι ντυμένη όπως συνήθιζε : παπούτσια με ψηλά τακούνια, ένα ταγιέρ με φούστα πλισσέ, μιά μεταξωτή μπλούζα και δίχως καπέλλο.  Όμως μακρυά γάντια που φτάνουν ως τα μανίκια του ταγιέρ.  Κρατά ένα δερμάτινο σάκκο με τα χαρτιά της, την πούδρα της και το ρουζ.  Το ταξί ξεκινά σιγά-σιγά, χωρίς ο άντρας να πει τίποτε στον σωφέρ.  Κατεβάζει, δεξιά κι αριστερά τα στόρια στα τζάμια και στο πίσω μέρος.  Εκείνη έβγαλε τα γάντια της με τη σκέψη πως ίσως τη φιλήσει ή εκείνη τον χαϊδέψει.  Όμως λέγει : «Όλα τούτα σε δυσκολεύουν, δώσμου την τσάντα σου».  Τη δίνει, την τοποθετεί μακρυά της, και προσθέτει : «Και είσαι πολύ ντυμένη.  Βγάλε τις ζαρτιέρες σου, κατέβασε τις κάλτσες σου ως τα γόνατα».  Δυσκολεύεται κάπως, το ταξί τρέχει πιο γρήγορα, και φοβάται μήπως ο σωφέρ γυρίσει και την δει.  Τέλος, αφού κατέβασε τις κάλτσες, αισθάνεται σαν ενοχλημένη γιατί τα πόδια της είναι γυμνά και ελέυθερα κάτω από το μετάξι της κομπιναιζόν.  Έτσι, γλυστρούν κι οι ζαρτιέρες.  «Βγάλε τη ζώνη σου, της λέγει, βγάλε το σλιπ».  Αυτό είναι εύκολο, αρκεί να περάσεις τα χέρια πίσω στα νεφρά και, λιγάκι, ν΄ ανασηκωθείς.  Της παίρνει από τα χέρια τη ζώνη και το σλιπ, ανοίγει τη τσάντα και τα βάζει μέσα.  Κατόπιν της λέγει : «Δεν πρέπει να καθήσεις πάνω στην κομπιναιζόν και τη φούστα σου.  Πρέπει να τ΄ ανασηκώσεις και να καθήσεις γυμνή πάνω στο κάθισμα».  Το κάθισμα είναι από δέρμα, γλυστερό και κρύο και δεν είναι ευχάριστο να το αισθάνεσαι να κολλά πάνω στα γυμνά σου μπούτια.  Έπειτα της λέγει : «Ξαναβάλε τώρα τα γάντια σου».  Το ταξί κυλά πάντα κι εκείνη δεν τολμά να ρωτήσει γιατί δεν κάνει καμμιά κίνηση ο Ρενέ, και δεν λέγει πια τίποτε, ούτε και τι σημασία μπορεί νάχει γι΄ αυτόν, να στέκεται ακίνητη και βουβή, γυμνή και έτοιμη να προσφερθεί, με φορεμένα γάντια, σ΄ ένα σκοτεινό αμάξι που πάει προς άγνωστη κατεύθυνση,  Δεν της έδωσε καμμιά διαταγή, ούτε της απαγόρευσε τίποτε, όμως δεν τολμά ούτε να σταυρώσει τα πόδια της ούτε να σφίξει τα γόνατά της.  Τα δυο της γαντωμένα χέρια τα στηρίζει στα πλάγια της πάνω στο κάθισμα.

«Να», της λέγει ξαφνικά. Να : το ταξί σταματά σε μιαν ωραία λεωφόρο, κάτω από ένα δέντρο – είναι πλατάνια – μπροστά σ΄ ένα είδος μικρού ξενοδοχείου που μόλις ξεχωρίζει ανάμεσα σε μιαν αυλή κι έναν κήπο, σαν τα μικρά ξενοδοχεία του προαστίου Σαιν-Ζερμαίν.  Τα φώτα του δρόμου είναι κάπως μακρυά, είναι ακόμη σκοτεινά μες το αμάξι, και έξω, βρέχει.  «Μη σαλέψεις καθόλου», λέγει ο Ρενέ.  Απλώνει το χέρι του προς τον γυακά της μπλούζας, λύνει τον φιόγγο, την ξεκουμπώνει.  Γέρνει εκείνη λιγάκι το στήθος της, και νομίζει πως θέλει να της το χαϊδέψει. Όχι.  Ψάχνει μονάχα να πιάσει και να κόψει μ΄ έναν σουγιά τις μπρετέλες του σουτιέν και της το βγάζει.  Τώρα, κάτω από την ξανακλεισμένη μπλούζα, τα στήθη είναι ελεύθερα και γυμνά, καθώς και τα νεφρά και η κοιλιά, από τη μέση ως τα γόνατα.

«Άκουσε – της λέγει – τώρα είσαι έτοιμη.  Σ΄ αφήνω.  Θα κατέβεις και θα χτυπήσεις την πόρτα.  Θ΄ ακολουθήσεις εκείνον που θα σου ανοίξει, θα κάμεις ό,τι σε διατάξουν.  Αν δεν μπεις αμέσως μέσα, θα σε πάρουν, κι αν δεν υπακούσεις αμέσως, θα σε κάμουν να υπακούσεις.  Η τσάντα;  Όχι, δεν σου χρειάζεται πια.  Είσαι απλούστατα, το κορίτσι που το πασσάρω.  Ναι, ναι, θα είμαι εδώ.  Πήγαινε».  

            Μια άλλη όψη της ίδιας αρχής ήταν σκληρότερη και απλούστερη : η νεαρή γυναίκα το ίδιο ντυμένη οδηγείτο από τον εραστή της, και έναν άγνωστο φίλο.  Ο άγνωστος ήταν στο τιμόνι, κι ο εραστής καθισμένος κοντά στη νεαρή γυναίκα, και ήταν ο φίλος, ο άγνωστος, που μιλούσε για να εξηγήσει στη νεαρή γυναίκα πως ο εραστής της είχε αναλάβει να την προετοιμάσει, ότι θα της έδενε τα χέρια πίσω στην πλάτη, θα της έβγαζε τη ζώνη, το σλιπ και το σουτιέν και θα της έδενε τα μάτια.  Πως έπειτα θα την παρέδιναν στο παλάτι, όπου θα την οδηγούσαν βαθμηδόν σε όσα επρόκειτο να κάνει.  Πραγματικά, έτσι γυμνή και δεμένη, έπειτα από μισήν ώρα, την βοηθούσαν να βγεί από το αυτοκίνητο, ανέβαινε μερικά σκαλοπάτια, περνούσε στα τυφλά, ανάμεσα από μιαν ή δυο πόρτες, ξαναβρισκόταν μόνη της, με βγαλμένο το πανί που σκέπαζε τα μάτια της, όρθια, σ΄ ένα σκοτεινό δωμάτιο όπου την αφήκαν μισή ώρα, ή μια ώρα, ή δυο, δεν ξέρω.  Ήταν όμως ένας αιώνας.  Έπειτα, όταν επί τέλους άνοιξε η πόρτα και άναψε το φώς, έβλεπε πως βρισκόταν σ΄ ένα κοινό και άνετο δωμάτιο που όμως ήταν κάπως παράξενο : με ένα παχύ χαλί στο δάπεδο, δίχως κανένα έπιπλο και γύρω-γύρω ντουλάπια.  Δυο γυναίκες άνοιξαν την πόρτα, δυο νέες και όμορφες γυναίκες, ντυμένες σαν όμορφες υπηρέτριες του 18ου αιώνα : με μακρυές ελαφρές και μπουφάν φούστες που σκέπαζαν τα πόδια, σφιχτούς κορσέδες που πρόβαλλαν το στήθος κι ήταν δεμένοι μπροστά, με δαντέλλες γύρω στο λαιμό, και μισά μανίκια.  Τα μάτια και το στόμα ήταν μακιγιαρισμένα.  Φορούσαν ένα σφιχτό κολλιέ στο λαιμό, και βραχιόλια στους καρπούς των χεριών.

Τότε, ξέρω πως λύσανε τα χέρια της Ο, που ήταν πάντα δεμένα πίσω στη πλάτη, και της είπαν ότι έπρεπε να γδυθεί, ότι θα την έλουζαν, και θα την μακιγιάραν.  Την ξεγύμνωσαν λοιπόν, και τακτοποίησαν τα φορέματά της σ΄ ένα από τα ντουλάπια.  Δεν την άφησαν να κάμει μπάνιο μόνη της.  Της χτένισαν τα μαλλία όπως θα έκαμε ένας κομμωτής, βάζοντάς την να καθήσει σε μια από εκείνες τις πολυθρόνες που γέρνουν προς τα πίσω όταν λούζουν τα μαλλιά και την ξανασηκώνουν για να βάλουν το κεφάλι στο σεσουάρ, έπειτα από τη μιζαμπλί.  Τούτο κράτησε πραγματικά μια ώρα.  Όμως στην πολυθρόνα αυτή καθόταν γυμνή και της απαγόρευαν να σταυρώσει τα γόνατά της ή και να τα πλησιάσει το ένα κοντά στο άλλο.  Και καθώς είχε απέναντί της ένα μεγάλο καθρέφτη, σ΄ όλο το μήκος του τοίχου, που δεν διακόπτετο από κανένα ραφάκι, έβλεπε τον εαυτό της σ΄ αυτή τη στάση, κάθε φορά που το βλέμμα της αντίκρυζε τον καθρέφτη.

Όταν την ετοίμασαν, και την μακιγιάραν, με τα βλέφαρα ελαφρά σκούρα βαμμένα, το στόμα κατακόκκινο, οι ρόγες και ο περίγυρός τους κοκκινισμένα, το κάτω μέρος της κοιλιάς κόκκινο κι αυτό, με άρωμα κάτω από τις μασχάλες και στο φύλο της, ανάμεσα από τα μπούτια, ανάμεσα απ΄ τα στήθια και τις παλάμες, την πήγαν σ΄ ένα δωμάτιο όπου ένας καθρέφτης με τρείς όψεις κι έναν τέταρτο στον τοίχο βοηθούσαν να κοιταχτεί κανείς από κάθε πλευρά.  Της είπαν να καθήσει σ΄ ένα σκαμνάκι ανάμεσα από τους καθρέφτες και να περιμένει.  Το ταμπουρέ ήταν σκεπασμένο με μαύρη γούνα, που κάπως την αγκίλωνε, το χαλί μαύρο, οι τοίχοι κόκκινοι.  Είχε στα πόδια κόκκινα πασούμια.  Σε μια από τις πλευρές του μικρού μπουντουάρ, υπήρχε ένα μεγάλο παράθυρο που έβλεπε σε ένα σκοτεινό πάρκο.  Είχε πάψει να βρέχει, τα δέντρα κουνιόταν από τον άνεμο, το φεγγάρι έτρεχε ψηλά μέσα από τα σύννεφα.  Δεν ξέρω πόσον καιρό έμεινε έτσι μέσα στο κόκκινο μπουντουάρ, ούτε κι αν ήταν τελείως μόνη όπως το πίστευε, ή αν κάποιος την κοίταζε πίσω από ένα καμουφλαρισμένο άνοιγμα του τοίχου.  Μα αυτό που γνωρίζω είναι ότι, όταν οι δυο γυναίκες ξαναγύρισαν, η μια κρατούσε ένα μέτρο ράφτρας και η άλλη ένα καλάθι.  Ένας άντρας τις συνώδευε, ντυμένος με μια μακρυά ρόμπα σε χρώμα βιολέ, με στενά μανίκια στους καρπούς και φαρδιά στους αγκώνες, και που άνοιγε στη μέση, όταν περπατούσε.  Κάτω από τη ρόμπα φαινόταν ένα εφαρμοστό εσώβρακο που κάλυπτε τις κνήμες και τα μπούτια και άφηνε ανοιχτό το φύλο.  Κι αυτό είδε πρώτ΄ απ΄ όλα η Ο, στο πρώτο του βήμα, κι έπειτα το μαστίγιο από δερμάτινες λουρίδες, περασμένο στη μέση του, κι έπειτα ότι ο άντρας αυτός είχε σκεπασμένο το πρόσωπο με μια μαύρη κουκούλα όπου ένα μαύρο τούλι σκέπαζε ως και τα μάτια -  και τέλος, φορούσε μαύρα γάντια από λεπτό δέρμα.  Της είπε να μην κινηθεί, μιλώντας της στον ενικό και στις γυναίκες να βιαστούν να φύγουν.  Αυτή που κρατούσε το μέτρο μέτρησε το λαιμό της Ο και τους καρπούς της.  Ήταν συνηθισμένες οι διαστάσεις αν και κάπως μικρότερες.  Εύκολα βρέθηκαν στο καλάθι που κρατούσε η άλλη γυναίκα το κολλιέ και τα βραχιόλια που της ταίριαζαν.  Και να πως ήταν καμωμένα : σε πολλά δερμάτινα πάχη (κάθε πάχος αρκετά λεπτό, συνολικά όχι περισσότερο από ένα δάχτυλο), που κλείναν με μιάν ασφάλεια που λειτουργούσε αυτόματα σαν μια αλυσσίδα όταν την κλείνουν και δεν μπορεί ν΄ ανοίξει παρά με ένα μικρό κλειδί.  Στο αντίθετο ακριβώς μέρος από το κλείσιμο, μέσα στα διάφορα πέτσινα κομμάτια, σχεδόν με τέλεια εφαρμογή, υπήρχε ένας μετάλλινος χαλκάς που μπορούσε να στερεωθεί στο βραχιόλι, αν το επιθυμούσαν, γιατί ήταν σφιχτοβαλμένο στο χέρι και το κολλιέ πολύ σφιγμένο στο λαιμό, αν και αρκετά ελεύθερο ώστε να μην προκαλεί πληγή και για να μπορεί να περάσει από μέσα του ένα λεπτό δέσιμο.

           Της έβαλαν, λοιπόν, τούτο το κολλιέ κι αυτά τα βραχιόλια στο λαιμό και στους καρπούς της, κι έπειτα ο άντρας της είπε να σηκωθεί.  Κάθισε στη θέση της πάνω στο σκαμνί με τη γούνα και την έφερε κοντά προς τα γόνατά του, πέρασε το γαντοφορεμένο χέρι του ανάμεσα από τα μπούτια της κι επάνω στα στήθη της και της εξήγησε πως το ίδιο βράδυ, θα την παρουσίαζαν, έπειτα από το δείπνο που θα το έπαιρνε μόνη της.  Πράγματι, δείπνησε μόνη της, πάντα γυμνή, σ΄ ένα είδος μικρού γραφείου, όπου ένα αόρατο χέρι της έφερνε τα φαγητά από μια θυρίδα.  Τέλος, όταν το δείπνο τέλειωσε, οι δυο γυναίκες ήρθαν να τη πάρουν.  Στο μπουντουάρ, τοποθέτησαν μαζί, πίσω στην πλάτη της, τους δυο χαλκάδες των βραχιολιών της, της έβαλαν πάνω στους ώμους, πιασμένη μ΄ ένα κολλιέ, μια μακρυά κόκκινη κάπα που την κάλυπτε ολόκληρη, αλλά που άνοιγε όταν περπατούσε, αφού δεν μπορούσε να την συγκρατήσει, γιατί είχε τα χέρια της δεμένα πίσω στην πλάτη.  Μια γυναίκα προχωρούσε μπροστά της και άνοιγε τις πόρτες, η άλλη την ακολουθούσε και την ξανάκλεινε.  Διέσχισαν ένα διάδρομο, δυο σαλόνια και μπήκαν στη βιβλιοθήκη, όπου τέσσερις άντρες παίρναν τον καφέ τους.  Φορούσαν τις ίδιες μεγάλες ρόμπες όπως και ο πρώτος, ήσαν όμως δίχως μάσκες.  Όμως, η Ο δεν πρόφτασε να ιδεί τα πρόσωπά τους και ν΄ αναγνωρίσει αν ο εραστής της ήταν ανάμεσά τους (ήταν πράγματι), γιατί ο ένας από αυτούς έστρεψε προς το μέρος της έναν προβολέα που την τύφλωσε.

Όλοι έμειναν ακίνητοι, οι δυο γυναίκες ζερβόδεξα και οι άντρες απέναντι που την κοίταζαν.  Έπειτα ο προβολέας έσβυσε.  Οι γυναίκες φύγανε.  Ξανάβαλαν όμως πάλι ένα πανί στα μάτια της Ο.  Τότε την έβαλαν να περπατήσει, κάπως σκοντάφτοντας, και αισθάνηθηκε να βρίσκεται μπροστά σε μεγάλη φωτιά, εκεί που καθόνταν οι τέσσερις άντρες: αισθανόταν τη θερμότητα κι άκουγε, στη σιγαλιά, το θόρυβο που έκαμαν, καίγοντας, τα ξύλα.  Ήταν απέναντι από τη φωτιά.  Δυο χέρια ανασήκωσαν την κάπα της, δυο άλλα γλύστρησαν κατά μήκος του κορμιού για να ελέγξουν το δέσιμο των βραχιολιών: δεν ήταν γαντοφορεμένα και ένα από αυτά, μπήκε μέσα της ταυτόχρονα και από τις δύο μεριές, τόσον απότομα που έβγαλε μια κραυγή.  Κάποιος γέλασε.  Κάποιος άλλος είπε: «Ας την γυρίσουμε να ιδούμε τα στήθη και την κοιλιά».  Την γύρισαν και η ζέστη της φωτιάς γινόταν αισθητή στη μέση της.  Ένα χέρι έπιασε το ένα στήθος, ένα ακόμα έπιασε την άκρη του άλλου.  Όμως, ξαφνικά, έχασε την ισορροπία της, κλονίσθηκε κι έπεσε προς τα πίσω, συγκρατημένη, από ποια άραγε χέρια;  ενώ εν τω μεταξύ της ανοίγαν τα πόδια και τα χείλη ελαφρά, αισθάνθηκε μαλλιά ανάμεσα από τα μπούτια της.  Άκουσε να λένε πως έπρεπε να τη βάλουν να γονατίσει.  Έτσι κι έγινε.  Αισθανόταν πολύ άσχημα έτσι γονατιστή και πιότερο γιατί δεν έπρεπε να πλησιάσει τα γόνατά της και γιατί τα στην πλάτη δεμένα χέρια της την έκαναν να γέρνει κάπως προς τα εμπρός.  Της επέτρεψαν τότε να σκύψει λίγο προς τα πίσω, μισοκαθισμένη στις φτέρνες, όπως κάμουν οι καλόγριες.  

«Δεν την έχετε ποτέ δέσει; - Όχι ποτέ – ούτε μαστιγώσει; - Ποτέ, άλλ΄ ακριβώς...», απαντούσε ο εραστής της.  «Ακριβώς, είπε η άλλη φωνή.  Αν τη δένατε που και που, αν τη μαστιγώνατε λιγάκι κι αν αυτό της άρεσε!... Αυτό που της χρειάζεται, είναι να ξεπεραστεί η στιγμή όπου θα αισθανόταν ευχαρίστηση για να προκληθούν δάκρυα».

Σήκωσαν τότε την Ο και θα την έλυναν, για να τη δέσουν ίσως σε κάποιο στύλο ή κάποιο τοίχο, όταν κάποιος διαμαρτυρήθηκε λέγοντας ότι ήθελε πρώτα, και αμέσως, να την χαρεί – κι έτσι την ξανάβαλαν γονατιστή.  Τη φορά τούτη στο στήθος ακουμπούσε πάνω σ΄ ένα σκαμνί, τα χέρια πάντα δεμένα στην πλάτη και η μέση πιο ψηλά από τον κορμό.  Τότε ένας από τους άντρες, κρατώντας την από τη μέση με τα δυο του χέρια, μπήκε μέσα της.  Παρεχώρησε τη θέση του σ΄ ένα δεύτερο.  Ο τρίτος ανεζήτησε ένα πιο στενό δρόμο και μπαίνοντας απότομα, την έκαμε να ουρλίασει.

Όταν την άφηκαν, αναστενάζοντας και γεμάτη δάκρυα κάτω από τα δεμένα μάτια της, γλύστρησε κι έπεσε κατά γης: ένοιωσε τότε γόνατα κοντά στο πρόσωπό της και κατάλαβε πως το στόμα της δεν θα γλύτωνε.  Τέλος, την άφηκαν, δεμένη, ανάσκελα, με τα κόκκινα κουρέλια της μπροστά στη φωτιά.  Άκουσε να γεμίζουν ποτήρια, να πίνουν και να μετακινούν καθίσματα.  Ξανάβαζαν ξύλα στη φωτιά.  Ξαφνικά της βγάλαν το πανί από τα μάτια.  Το μεγάλο δωμάτιο με τα βιβλία στον τοίχο, μόλις φωτιζόταν από μια λάμπα πάνω σε μια κονσόλα και από τη λάμψη της φωτιάς, που δυνάμωνε.  Δυο άντρες ήταν όρθιοι και κάπνιζαν.  Ένας άλλος ήταν καθισμένος, με ένα μαστίγιο στα γόνατά του και εκείνος που ήταν σκυμμένος επάνω της και της χάιδευε το στήθος, ήταν ο εραστής της.  Όλοι μαζί την είχαν απολαύσει και δεν μπόρεσε να τον ξεχωρίσει από τους άλλους.  Της εξήγησαν πως έτσι θα γινόταν πάντα, όσο θα βρισκόταν μέσα σ΄ αυτό το παλάτι, ότι θα έβλεπε τα πρόσωπα αυτών που θα την βιάζανε ή θα την έκαμαν να υποφέρει, πότε όμως τη νύχτα, δεν θα μάθαινε ποτέ ποιοι ήταν οι υπέυθυνοι για το χειρότερο.  Ότι όταν θα τη μαστίγωναν, θα συνέβαινε το ίδιο πράγμα, παρά μόνο πώς θα ήθελαν να τη βλέπανε να μαστιγώνεται, πως για πρώτη φορά δεν θα της έκλειναν τα μάτια, όμως εκείνοι θα φορούσαν τις μάσκες τους και δεν θα μπορούσε πια να τους διακρίνει.

        Ο εραστής της την ανασήκωσε και την έβαλε να καθίσει με την κόκκινη κάπα της σε μια πολυθρόνα στη γωνιά του τζακιού, για ν΄ ακούσει όσα θα είχαν να της πουν και να ιδεί όσα θα ήθελαν να της δείξουν.  Τα χέρια τα είχε πάντα πίσω στη πλάτη.  Της έδειξαν τον βούρδουλα, που ήταν μαύρος, μακρύς και λεπτός, από λεπτό μπαμπού τυλιγμένο μέσα σε δέρμα, όπως βλέπουμε στις βιτρίνες αυτών που κάνουν σέλες.  Το δερμάτινο μαστίγιο που ο πρώτος άνδρας που είδε είχε στη ζώνη του, ήταν μακρύ, από έξι λουρίδες που κατέληγαν σε ένα κόμπο.  Υπήρχε κι ένα τρίτο μαστίγιο από αρκετά λεπτά σχοινιά, που κατέληγαν σε πολλούς κόμπους, σκληρούς, σαν να είχαν βουτηχτεί στο νερό, όπως και πράγματι είχε γίνει γιατί μ΄ αυτούς της χάιδεψαν την κοιλιά και της άνοιξαν τα μπούτια για να νοιώσει καλύτερα πόσο βρεμμένα και ψυχρά ήταν τα σχοινιά πάνω στο τρυφερό εσωτερικό δέρμα.  Πάνω στη κονσόλα υπήρχαν κλειδιά και μικρές ατσάλινες αλυσσίδες.  Κατά μήκος ενός τοίχου της βιβλιοθήκης, ήταν μια προεξοχή που στηριζόταν σε δυο πυλώνες.  Στον ένα υπήρχε ένας γάντσος που ένας άνθρωπος μπορούσε να φτάσει στις μύτες των ποδιών του και με τεντωμένο το χέρι.  Είπαν στην Ο, που ο εραστής της σήκωσε στα χέρια του, με το ένα χέρι κάτω από τους ώμους και το άλλο κάτω από την κοιλιά της που την έκαψε, για να την κάνει να λιποθυμήσει, της είπαν λοιπόν πως δεν θα της έλυναν τα χέρια παρά για να τη δέσουν, σε λίγο, με τούτα τα ίδια βραχιόλια και μια από τις μικρές ατσάλινες αλυσσίδες, σε τούτον τον πυλώνα.  Πως εκτός από τα χέρια που θα τα κρατούσε λίγο πιο ψηλά από το κεφάλι της, θα μπορούσε να σαλεύει και να βλέπει τα χτυπήματα που θα την έπλητταν.  Και πως βασικά, δεν θα  μαστίγωναν παρά τη μέση και τα μπούτια, ως τα γόνατα, όπως την είχαν προετοιμάσει μέσα στ΄ αμάξι, που την έφερε, όταν την έβαλαν γυμνή στο κάθισμα.  Πως ακόμη ένας από τους τέσσερις αυτούς άντρες θα ήθελε ίσως να σημαδέψει τα μπούτια της με τον βούρδουλα, που κάνει ωραίες μακρυές και βαθειές χαραματιές, που κρατάνε πολύ.  Δεν θα της τα έκαμαν όλα μαζί, ώστε να έχει όλο τον καιρό να φωνάξει, να σπαρταρίσει και να κλάψει.  Θα την άφηναν να πάρει ανάσα κι έπειτα θα ξανάρχιζαν, εκτιμώντας το αποτέλεσμα όχι από τις φωνές της ή τα δάκρυά της, αλλά από τα λίγο ή περισσότερο έντονα ή διαρκέστερα ίχνη που θ΄ άφηναν τα μαστίγια πάνω στο δέρμα της.  Της ετόνισαν πως αυτός ο τρόπος εκτιμήσεως της αποτελεσματικότητος του μαστιγίου, εκτός που ήταν ο ορθός και καθιστούσε ανώφελες τις απόπειρες των θυμάτων, υπερβάλλοντας τα βογγητά τους, για να προκαλέσουν τον οίκτο, επέτρεπε και την εφαρμογή αυτών των μεθόδων έξω από τα τείχη του πύργου, στο ύπαιθρο, στο πάρκο, καθώς συνέβαινε συχνά ή σε οποιοδήποτε συνηθισμένο διαμέρισμα ή οποιοδήποτε δωμάτιο ξενοδοχείου, υπό τον όρον να χρησιμοποιηθεί το φράξιμο του στόματος με ένα πανί (και της έδειξαν ένα τέτοιο αμέσως) που να μην αφήνει ελεύθερα παρά τα δάκρυα, πνίγοντας όλες τις φωνές και επιτρέποντας μόλις κάποιους αναστεναγμούς.  Δεν επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί εκείνο το βράδυ.  Αντίθετα μάλιστα.  Ήθελαν ν’ ακούσουν τα ουρλιαχτά της Ο και γρήγορα μάλιστα.  Ο εγωϊσμός ν’  αντισταθεί και να σωπάσει δεν κράτησε πολύ.  Την άκουσαν μάλιστα να παρακαλεί να την λύσουν, να σταματήσουν έστω και για μια μονάχα στιγμή.  Είχε τέτοιες φρενήρεις συσπάσεις, για να ξεφύγει στα χτυπήματα των λουριών που στριφογυρνούσε σχεδόν, μπροστά στον πυλώνα, γιατί η αλυσσιδίτσα που την συγκρατούσε ήταν μακριά και κάπως χαλαρή, αν και γερή.  Έτσι, η κοιλιά και τα μπούτια και τα πλάγια, είχαν σχεδόν το ίδιο μερίδιο με τη μέση.  Άπεφάσισαν, αφού σταμάτησαν για ένα λεπτό, να μη ξαναρχίσουν παρά μονάχα αφού θα περνούσαν ένα σχοινί στη μέση και γύρω από τον πυλώνα.  Επειδή την έσφυξαν γερά, για να στερεώσουν το σώμα από τη μέση στον πυλώνα, ο κορμός έφυγε αναγκαστικά κάπως στο πλευρό, κι έτσι πρόβαλλαν από την άλλη τα οπίσθια.  Από εκείνη τη στιγμή τα χτυπήματα δεν πήγαιναν στα χαμένα, παρά θεληματικά.  Ο τρόπος που μ΄ αυτόν ο εραστής της παρέδωσε την Ο, μπορούσε να την κάμει να σκεφθεί πως το να εκληπαρίσει τον οίκτο του ήταν ο καλύτερος τρόπος να γίνει διπλά σκληρός, τόσο πολύ χαιρόταν να της αποσπά, τούτες τις αδιάψευστες μαρτυρίες της ισχύος του.  Και πραγματικά, πρώτος αυτός παρατήρησε πως το δερμάτινο μαστίγιο που μ΄ αυτό πρωτοβόγγηξε, τη σημάδευε πολύ λιγότερο (αυτό το πετύχαιναν μόνο με το βρεμμένο σχοινί και το πρώτο χτύπημα του βούρδουλα).  Έτσι, ο πόνος διαρκούσε περισσότερο και επέτρεπε – όταν θέλανε – την επανάληψη.  Ζήτησε να μη χρησιμοποιήσουν πια παρά αυτό. 

            Εν τω μεταξύ, ο ένας από τους τέσσερις που δεν αγαπούσε τις γυναίκες παρά μονάχα σ΄ αυτό που έχουν κοινό με τους άντρες, ζήτησε να ικανοποιηθεί και με κάποιον άλλον τρόπο αν και συνάντησε αρκετή δυσκολία.  Όταν έλυσαν τη νέα γυναίκα, τρικλίζουσα και σχεδόν λιποθυμισμένη κάτω από τον κόκκινο μανδύα της, για να της δώσουν, πριν την οδηγήσουν στο κελλί της, τη λεπτομέρεια των κανόνων που θα είχε ν΄ ακολουθήσει στον πύργο όσο καιρό θα έμενε εκεί (και κατόπιν όταν θα τον εγκατέλειπε, δίχως βέβαια ν΄ ανακτήσει την ελευθερία της), την έβαλαν να καθίσει σε μια μεγάλη πολυθρόνα πλάι στη φωτιά, και χτύπησαν το κουδούνι.  Οι δυο νεαρές γυναίκες που την είχαν υποδεχθεί, έφεραν ότι χρειαζόταν για να ντυθεί κατά το διάστημα της παραμονής της και όλα όσα θα την ξεχώριζαν στα μάτια εκείνων που εφιλοξενήθηκαν στον πύργο πριν απο αυτήν ή που θα’  ρχόταν όταν θα είχε φύγει.  Το φόρεμα ήταν όμοιο με το δικό τους: ένας κορσές με μπανέλες, σφιχτά δεμένος στη μέση και μία φουστίτσα από λινό κολλαρισμένο, μια μακρυά ρόμπα με φαρδιά φούστα που το επάνω μέρος άφηνε να φαίνονται ολόκληρα σχεδόν τα στήθη, ανασηκωμένα από τον κορσέ, μόλις καλυμμένα από δαντέλα.  Η φουστίτσα ήταν άσπρη, ο κορσές και η ρόμπα από σατέν πράσινο ανοικτό, ή δαντέλλα άσπρη.  Όταν η Ο ντύθηκε και ξαναγύρισε στην πολυθρόνα της κοντά στη φωτιά, χλωμή πάντα μέσα στην ελαφρόχρωμη ρόμπα της, οι δυο νεαρές γυναίκες, που δεν είχαν πει λέξη, ανεχώρησαν.  ‘Ενας από τους τέσσερις άντρες, άρπαξε στο πέρασμά τους, την μια απ΄ αυτές, έκαμε νεύμα στην άλλη να περιμένει και φέρνοντας προς το μέρος της Ο αυτήν που είχε σταματήσει, τη γύρισε πιάνοντάς την από τη μέση με το ένα χέρι και ανασηκώνοντας τα φουστάνια της άλλης, για να δείξει, λέγει, στην Ο, γιατί τούτο το φόρεμα (ειδικά φτιαγμένο), μπορούσε ν΄ ανέβει όσο θέλουμε, χάρις σε μιαν απλή ζώνη κι έτσι ν΄ αφήνει ακάλυπτο, για οποιαδήποτε πρόθεση, το αποκαλυπτόμενο μέρος του σώματος.  Άλλωστε, συχνά, κυκλοφορούσαν στον πύργο ή στο πάρκο γυναίκες έτσι ντυμένες ή και από μποροστά, ως τη μέση.  Δείξανε στην Ο, με τη νεαρή γυναίκα, πως έπρεπε να κρατά τη φούστα της: ανασηκωμένη σε πολλές σειρές (καθώς μια μπούκλα μαλλιών τυλιγμένη μέσα σ΄ ένα μπιγκουτί), μέσα σε μια σφιχτή ζώνη, μπροστά, στη μέση ακριβώς, για να μένει ελεύθερη η κοιλιά ή ακριβώς στη μέση από τη πλάτη για να φαίνονται τα νεφρά.  Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, η φουστίτσα και η φούστα έπεφταν σε χονδρούς διαγώνιους πλισσέδες.  Καθώς η Ο, η νεαρή γυναίκα είχε προς το μέρος των νεφρών νωπά σημάδια βούρδουλα.  Έφυγε.  Και να ο λόγος που έβγαλαν έπειτα στην Ο.

«Είστε εδώ στην υπηρεσία των κυρίων σας.  Την ημέρα θα κάμετε την αγγαρεία, θα σας εμπιστευθούν για να είναι ευπρεπές το σπίτι, σκούπισμα, τακτοποίηση βιβλίων ή τοποθέτηση λουλουδιών, ή σερβίρισμα φαγητού.  Δεν θα υπάρξουν βαρύτερες από αυτές.  Αλλά στην πρώτη εντολή θα εγκαταλείπετε πάντα, σ΄ όποιον σας διατάξει ή στην πρώτη κίνηση, αυτό που κάνετε, για τη μόνη πραγματικήν υπηρεσία, που είναι να δίνεστε.  Τα χέρια σας δεν σας ανήκουν, ούτε τα στήθη σας, ούτε κανένα από τα ανοίγματα του κορμιού σας.  Κι όλα αυτά μπορούμε να τα κάνουμε ό,τι θέλουμε.  Θα έχετε συνεχώς στο νου σας όσο γίνεται πιο έντονα, ότι χάσατε το δικαίωμα ν΄ αποφεύγετε αυτό που θα σας πουν να κάνετε.  Μπροστά σε μας, δεν θα κλείνετε ποτέ εντελώς τα χείλη σας, ούτε θα σταυρώνετε τα γόνατά σας (όπως σας το απαγορεύσανε όταν φθάσατε εδώ).  Τούτο θα σημαίνει στα δικά σας και στα δικά μας μάτια, πως το στόμα σας, η κοιλιά σας, όλα σας είναι ανοιχτά για μας.  Μπροστά μας, δεν θ΄ αγγίζετε ποτέ τα στήθη σας: είναι ανασηκωμένα από τον κορσέ για να μας ανήκουν.  Την ημέρα, θα είσθε ντυμένη και υποχρεωμένη ν΄ ανασηκώνετε τη φούστα σας αν σας διατάξουν, για να σας χρησιμοποιεί όποιος το θελήσει, με ακάλυπτο το πρόσωπο – και όπως το θελήσει -  εκτός βέβαια από το μαστίγιο.  Μαστίγωση θα γίνεται μόνο ανάμεσα από τη δύση και την ανατολή του ηλίου.  Όμως εκτός από εκείνον που θα σας έχει όταν το επιθυμήσει, θα τιμωρείσθε με μαστίγωση το βράδυ, για τυχόν παράβαση του κανονισμού μέσα στην ημέρα: δηλ. Αν δεν είσθε ευγενικιά, παραχωρητική, ή αν σηκώσατε τα μάτια να δείτε ποιος σας μιλάει ή ποιος σας έχει.  Δεν πρέπει να κοιτάζετε ποτέ κανέναν από μας κατά πρόσωπο.  Αν στο ρούχο που φορούμε τη νύχτα και φορώ τούτη τη στιγμή, μένει ακάλυπτο το φύλο μας, δεν είναι για ευκολία (αυτό μπορούσε να γίνει και διαφορετικά), αλλά για την αδιαντροπιά, για να πηγαίνει εκεί το βλέμμα σας κι όχι αλλού και να μαθαίνετε πως αυτός είναι ο κύριός σας, που του προορίζονται τα χείλη σας.  Μέσα στην ημέρα, ντυμένη όπως ο κόσμος καθώς είστε κι εσείς, θα τηρείτε τον ίδιο κανονισμό και θα κάνενε μονάχα τον κόπο αν σας το ζητήσουν, ν΄ ανοίγετε τα φορέματά σας και θα τα ξανακλείνετε μόνη σας, όταν θα ΄χουμε τελειώσει.  Εξ άλλου, τη νύχτα, δεν θα έχετε παρά τα χείλη σας για να μας τιμήσετε και το άνοιγμα των ποδιών σας γιατί θα έχετε τα χέρια σας δεμένα στην πλάτη και θα είσθε γυμνή όπως όταν, πριν από λίγο σας έφεραν εδώ.  Δεν θα σας κλείσουν τα μάτια παρά μονάχα για να σας κακοποιήσουν, δηλ. να σας μαστιγώσουν όπως προηγουμένως.  Πάνω σ΄ αυτό, πρέπει να συνηθίσετε να δέχεσθε το μαστίγιο, κάθε μέρα, όχι τόσο για τη δική μας ευχαρίστηση όσο για τη μόρφωσή σας.  Κι αυτό είναι τόσο αληθινό ώστε αν κάποια νύχτα κανείς δεν θα έχει όρεξη να σας μαστιγώσει θα ΄ρχεται στη μοναξιά του κελλιού σας ο υπηρέτης ο επιφορτισμένος με τούτη τη φροντίδα να σας δίνει αυτό που εμείς δεν είχαμε διάθεση να σας δώσουμε.  Με τούτο το μέσον, πρόκειται, πράγματι, καθώς και με την αλυσσίδα που θα σας συγκρατεί λίγο ή πολύ σφικτά στο κρεββάτι σας για πολλές ώρες κάθε μέρα, όχι τόσο να δοκιμάσετε τον πόνο, να φωνάξετε ή να κλάψετε, αλλά να σας διδάξουν ότι είστε ολότελα δοσμένη σε κάτι που βρίσκεται έξω από σας.  Όταν θα βγείτε από εδώ, θα φέρετε ένα σιδερένιο δακτυλίδι στο μεσαίο δάχτυλο σαν αναγνώριση – τότε θα έχετε μάθει να υπακούετε σε όσους θα φέρουν το ίδιο σημάδι – κι αυτοί θα ξέρουν πως κάτω από τη φούστα σας είσθε πάντα εντελώς γυμνή, όσο κι αν είναι συνηθισμένο και σεμνό το φόρεμά σας και πως τούτο το πράγμα είναι γι΄ αυτούς.  Σ΄ όσους δεν θα υπακούσετε θα σας φέρουν εδώ και θα οδηγηθείτε στο κελλί σας».

Ενώ μιλούσαν στην Ο, οι δυο γυναίκες που ήρθαν να την ντύσουν, στάθηκαν δεξιά κι αριστερά του πυλώνα όπου την είχαν μαστιγώσει, αλλά δίχως να τον αγγίζουν, σαν να τον φοβόταν ή να τους το είχαν απαγορεύσει (κι αυτό ήταν πιθανότερο).  Όταν ο άντρας τελείωσε, προχώρησαν προς την Ο, που κατάλαβε ότι έπρεπε να σηκωθεί για να τις ακολουθήσει.  Σηκώθηκε λοιπόν, ανασηκώνοντας το φουστάνι της για να μην σκοντάψει, γιατί δεν ήταν μαθημένη να φορεί μακρυά φουστάνια και δεν περπατούσε άνετα με τα ψηλοτάκουνα πασούμια, που μονάχα μια λουρίδα από χοντρό σατέν, στο ίδιο χρώμα με την ρόμπα, δεν τ΄ άφηνε να ξεφύγουν από το πόδι.  Σκύβοντας, γύρισε το κεφάλι.  Οι γυναίκες περίμεναν, οι άντρες δεν κοίταζαν πια.  Ο εραστής της, καθισμένος κατάχαμα ακουμπισμένος στο σκαμνί όπου την είχαν βάλει στην αρχή της βραδιάς, με ανασηκωμένα τα γόνατα και τους αγκώνες πάνω στα γόνατα, έπαιζε με το δερμάτινο μαστίγιο.  Στο πρώτο βήμα που έκανε για να πλησιάσει τις γυναίκες, η φούστα της τον άγγιξε.  Σήκωσε το κεφάλι και της χαμογέλασε, φωνάζοντάς την με τ’  όνομά της και σηκώθηκε κι αυτός.  Της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά, της έσιαξε τα φρύδια με το δαχτυλό του και τη φίλησε τρυφερά στα χείλη.  Και φωναχτά, της είπε πως την αγαπά.

Η Ο, τρέμοντας, αντιλήφθηκε με τρόμο που του απαντούσε «σ΄ αγαπώ» και πως τούτο ήταν αληθινό.  Την αγκάλιασε, της είπε «αγαπημένη μου, αγαπημένη μου καρδούλα», τη φίλησε στο λαιμό και στο μάγουλο, άφησε το κεφάλι της να γύρει πάνω στον ώμο του σκεπασμένο από τη βιολέ ρόμπα του.  Τώρα, σιγανά, της επανέλαβε πως την αγαπούσε και πιο σιγά ακόμη είπε: «Θα γονατίσεις, θα με χαϊδέψεις και θα με φιλήσεις» και την απώθησε, υποδεικνύοντας στις γυναίκες ν΄ απομακρυνθούν, για ν΄ ακουμπήσει στην κονσόλα.  Ήταν ψηλός, αλλά η κονσόλα δεν ήταν πολύ ψηλή και τα μακρυά του πόδια, ντυμένα κι αυτά στο ίδιο βιολέ της ρόμπας του, λυγίζαν.  Η ανοιχτή ρόμπα άνοιγε από κάτω σαν μια κουρτίνα και το ξύλο της κονσόλας ανεσήκωνε λίγο το βαρύ φύλο καθώς και το ανοιχτό χρώμα δέρας που το στεφάνωνε.  Οι τρεις άντρες προχώρησαν.  Η Ο γονάτισε στο χαλί, η ρόμπα της απλωμένη ολόγυρά της.  Το κορσάζ την έσφιγγε, τα στήθια της που φαινόταν η άκρη τους, ήταν στο ύψος των γονάτων του εραστή της.  «Λίγο περισσότερο φως», είπε ο ένας από τους άντρες.  Όταν κατηύθυναν την ακτίνα της λάμπας κάθετα πάνω στο φύλο του και το πρόσωπο της μαιτρέσας του, που ήταν έτσι κοντά, και στα χέρια της που τον χαϊδεύανε, ο Ρενέ διέταξε ξαφνικά: «Επανέλαβε: σας αγαπώ».  Η Ο απήντησε «σας αγαπώ», με τόση γλύκα ώστε τα χείλη της μόλις τολμούσαν ν΄ αγγίξουν την άκρη του φύλου, που ακόμη το προστάτευε το δέρμα.  Οι τρεις άντρες, που κάπνιζαν, σχολίαζαν τις κινήσεις της, τη κίνηση του στόματός της που σφιγγότανε στο φύλο καθώς το είχε αρπάξει, το παραμορφωμένο πρόσωπο που πλημμύριζε από δάκρυα κάθε φορά που το φουσκωμένο μέλος τη χτυπούσε στο βάθος του λαρυγγιού, σπρώχνοντας τη γλώσσα και προκαλώντας ναυτία.  Με το στόμα, φυμωμένο από τη σκληρημένη πλάκα που το γέμιζε, ψιθύρισε και πάλι «σας αγαπώ».  Οι δυο γυναίκες στάθηκαν δεξιά κι αριστερά του Ρενέ, που ακουμπούσε πάνω στους ώμους τους.  Η Ο άκουγε τα σχόλια των παρόντων, αλλά παραμόρφωνε ανάμεσα από τα λόγια τους τους αναστεναγμούς του εραστή της, περιμένοντας να τη χαϊδέψει, μ΄ ένα ατέλειωτο σεβασμό και τη βραδύτητα που ήξερε πως του άρεσε.  Η Ο αισθάνεται πως το στόμα της καταδεχόταν να μπει σ΄ αυτό, αφού καταδεχόταν να προσφέρει σε θέαμα τα χάδια, αφού καταδέχθηκε να ικανοποιηθεί.  Τον δέχτηκε σαν θεό, τον άκουσε να φωνάζει, άκουσε τους άλλους να γελάνε, κι έπειτα σωριάσθηκε, με το πρόσωπο στο πάτωμα.  Οι δυο γυναίκες την ανασήκωσαν και την πήραν.

Τα πασούμια αντηχούσαν πάνω στα κόκκινα πλακάκια των διαδρόμων, όπου η μια πόρτα διαδέχετο την άλλη, πόρτες διακριτικές και καθαρές, με μικροσκοπικές κλειδαριές, σαν τις πόρτες στα δωμάτια των μεγάλων ξενοδοχείων.  Η Ο δεν τολμούσε να ρωτήσει ποιος κατοικούσε σ΄ αυτά τα δωμάτια, όταν μια από τις συνοδούς της, που ως τότε δεν είχε ακόμη ακούσει τη φωνή, της είπε: «Βρίσκεσθε στη κόκκινη πτέρυγα και ο υπηρέτης σας ονομάζεται Πέτρος – Ποιος υπηρέτης; είπε η Ο συνεπαρμένη από τη γλυκύτητα της φωνής.  Κι εσάς πως σας λένε; - Λέγομαι Αδριάνα – Κι εγώ Ιωάννα», είπε η δεύτερη.  Η πρώτη συνέχισε: «Είναι ο υπηρέτης που έχει τα κλειδιά, που θα σας δένει και θα σας λύνει, που θα σας μαστιγώνει όταν θα τιμωρείσθε και όταν οι άλλοι δεν θα ΄χουν καιρό ν΄ ασχοληθούν μαζί σας. – Ήμουνα πέρυσι στην κόκκινη πτέρυγα, είπε η Ιωάννα, κι ο Πέτρος ήταν κιόλας εκεί.  Ερχόντανε συχνά τη νύχτα.  Οι υπηρέτες έχουν τα κλειδιά και στα δωμάτια που αποτελούν μέρος του τμήματός των, έχουν το δικαίωμα να μας χρησιμοποιούν».

Η Ο σκεφτόνταν να ρωτήσει πως ήταν αυτός ο Πέτρος.  Δεν πρόφθασε όμως.  Στη στροφή του διαδρόμου, τη σταμάτησαν μπροστά σε μια πόρτα που δεν ξεχώριζε από τις άλλες: σ΄ ένα πάγκο ανάμεσα σε τούτη την πόρτα και την επόμενη παρατήρησε ένα είδος κατακόκκινου χωρικού, κοντού, με κεφάλι σχεδόν ξυρισμένο, με μικρά μαύρα μάτια χωμένα βαθειά και σβώλοι κρέας στο σβέρκο.  Ήταν ντυμένος σαν υπηρέτης οπερέττας: ένα υποκάμισο με δαντελλένιο ζαμπό έβγαινε από το μαύρο του γιλέκο.  Μαύρο παντελόνι, άσπρες κάλτσες και γυαλισμένα σκαρπίνια.  Κι αυτός είχε στη ζώνη ένα μαστίγιο με πέτσινη λουρίδα.  Τα χέρια του ήταν σκεπασμένα από κόκκινες τρίχες.  Έβγαλε ένα αντικλείδι από την τσέπη του γιλέκου του, άνοιξε την πόρτα, πέρασε τις τρεις γυναίκες, λέγοντας: «Ξανακλείνω, θα χτυπήσετε όταν τελειώσετε».

Το κελλί ήταν μικρούτσικο, όμως είχε δυο δωμάτια.  Η πόρτα που έβγαζε στο διάδρομο ξανάκλεισε.  Αυτό το πρώτο δωμάτιο έμοιαζε σαν προθάλαμος, που οδηγούσε στο πραγματικό κελλί.  Στον ίδιο τοίχο, μια άλλη πόρτα έβγαζε στο μπάνιο.  Απέναντι από τις πόρτες ένα παράθυρο.  Στον αριστερό τοίχο, ανάμεσα από τις πόρτες και το παράθυρο, ήταν το μαξιλάρι ενός μεγάλου τετράγωνου κρεββατιού, πολύ χαμηλού και σκεπασμένο με γούνες.  Δεν υπήρχαν άλλα έπιπλα, ούτε και καθρέφτης.  Η Αδριάνα είπε στην Ο πως το κρεββάτι ήταν μάλλον μια πλατφόρμα με στρώμα, σκεπασμένη με μαύρο ύφασμα με πολύ μακρυές τρίχες, απομίμηση γουναρικού.  Το μαξιλάρι, χαμηλό και σκληρό σαν το στρώμα, ήταν από το ίδιο ύφασμα, καθώς και η κουβέρτα ντουμπλφάς.  Το μόνο αντικείμενο που υπήρχε στον τοίχο, στο ίδιο ύψος σε σχέση με το κρεββάτι και ο πυλώνας σε σχέση με τον γάντσο και τη βιβλιοθήκη, ήταν μια χοντρή ατσάλινη αλυσσίδα που κρεμόταν κατ΄ ευθείαν πάνω από το κρεββάτι.  Οι στοιβαγμένοι χαλκάδες της σχημάτιζαν μια στήλη.  Η άλλη άκρη ήταν κρεμασμένη σε απόσταση χεριού από ένα γάντσο με αλυσσίδες σαν μια κουρτίνα που την είχαν τραβηγμένη και πιασμένη.

«Πρέπει να σας κάνουμε μπάνιο», είπε η Ιωάννα.  «Θα σας ξεκουμπώσουμε τη ρόμπα».

Τα μόνα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μπάνιου ήταν το κάθισμα ά λα τούρκα, στη γωνιά που βρισκόταν κοντά στην πόρτα καθώς και το ότι οι τοίχοι ήταν σκεπασμένοι με καθρέφτες.  Η Αδριάνα κι η Ιωάννα δεν άφησαν την Ο να μπει παρά μονάχα όταν ξεγυμνώθηκε, τακτοποίησαν το φουστάνι στην ντουλάπα κοντά στη λεκάνη της τουαλέττας, όπου ήσαν ήδη τακτοποιημένα τα πασούμια της και η κόκκινη κάπα της, και παρέμειναν μαζί της τόσο ώστε όταν επρόκειτο να ξεκουρασθεί καθισμένη στο από πορσελάνη βάζο, βρέθηκε ανάμεσα από τόσους προβολείς καθώς ήταν και τότε στη βιβλιοθήκη, όπου τόσα άγνωστα χέρια την ψηλαφίζαν.  «Περιμένετε να ΄ρθει ο Πέτρος και θα ιδείτε. – Γιατί ο Πέτρος; - Όταν θα ΄ρθει να σας αλυσσοδέσει, θα σας βάλει ίσως να καθίσετε στο πάτωμα».  Η Ο χλώμιασε.    – Μα γιατί; είπε.   – Θα υποχρεωθείτε, είπε η Ιωάννα, είσθε όμως τυχερή.    – Γιατί τυχερή;  - Σας έφερε εδώ ο εραστής σας;  - Ναι, είπε η Ο.  – Θα είναι πολύ σκληροί μαζί σας...  – Δεν καταλαβαίνω...  – Θα καταλάβετε πολύ γρήγορα.  Θα χτυπήσω να ΄ρθει ο Πέτρος.  Αύριο το πρωϊ θα ΄ρθουμε να σας πάρουμε».

Η Αδριάνα φεύγοντας χαμογέλασε, και η Ιωάννα, πριν την ακολουθήσει, χάιδεψε στην άκρη των στηθιών την Ο, που παρέμενε άφωνη, όρθια στην άκρη του κρεββατιού.  Εκτός από το κολλιέ και τα δερμάτινα βραχιόλια, που είχαν σκληρυνθεί όταν πήρε το μπάνιο της και που τώρα την έσφιγγαν περισσότερο, ήταν γυμνή.  

«Λοιπόν ωραία κυρία», είπε μπαίνοντας ο υπηρέτης.  Και της έπιασε τα δυο χέρια.  Πέρασε το ένα μέσα στο άλλο τους δυο χαλκάδες των βραχιολιών της και τούτο της ένωσε σφιχτά τους καρπούς, και τους δυο τούτους χαλκάδες στον χαλκά του κολλιέ.  Βρέθηκε λοιπόν με ενωμένα τα χέρια στο ύψος του λαιμού, σαν σε στάση προσευχής.  Δεν έμενε πια παρά να την αλυσσοδέσει στον τοίχο με την αλυσσίδα που υπήρχε στο κρεββάτι και περνούσε μέσα από τον υψηλότερο χακλά  Άνοιξε το αγγίστρι που συγκρατούσε την άλλη άκρη και το τράβηξε για να το μικρύνει.  Η Ο αναγκάσθηκε να προχωρήσει προς το προσκέφαλο όπου και την ξάπλωσε.  Η αλυσσίδα αντήχησε μέσα στον χαλκά και τεντώθηκε τόσο πολύ ώστε η νεαρή γυναίκα μπορούσε να μετακινηθεί μόνο στο πλάτος του κρεββατιού ή να σταθεί όρθια και στις δυο πλευρές του μαξιλαριού.  Καθώς η αλυσσίδα έσυρε το κολλιέ στο στενότερο σημείο, δηλ. προς τα οπίσω, και τα χέρια προσπαθούσαν να το ξαναφέρουν προς τα εμπρός, εδημιουργείτο μια ισορροπία: τα ενωμένα χέρια πηγαίναν προς τον αριστερόν ώμο και προς τον ίδιο ώμο έγερνε επίσης και το κεφάλι.  Ο υπηρέτης ξανάφερε προς την Ο την μαύρη κουβέρτα, αφού πρώτα της τοποθέτησε για μιαν στιγμή τις γάμπες πάνω στο στήθος, για να εξετάσει το μισάνοιγμα που είχαν τα μπούτια.  Δεν την ενόχλησε περισσότερο, δεν είπε λέξη, έσβυσε το φως (μιαν απλίκα ανάμεσα από τις δυο πόρτες) και βγήκε.

Ξαπλωμένη στο αριστερό πλευρό, και μόνη στην σκοτεινιά και στη σιωπή, ζεστή ανάμεσα από τα δυο γούνινα σκαπάσματα, και , αναγκαστικά ακίνητη, η Ο διερωτάτο γιατί τόση γλύκα ήταν ανάμικτη με τόσο τρόμο μέσα της.  Πρόσεξε πως ένα από τα πράγματα που την έκαμαν περισσότερο να υποφέρει ήταν ότι της είχε αφαιρεθεί η χρήση των χεριών της.  Όχι πως τα χέρια της θα μπορούσαν να την προστατεύσουν (θα επιθυμούσε άραγε να αμυνθεί;), αλλά ελεύθερα, θα έκαμαν κάπως τη κίνηση, θα προσπαθούσαν ν’  απωθήσουν τα χέρια που θα την άρπαζαν, τη σάρκα που θα την διαπερνούσε, θα τα έφερνε ανάμεσα στο σώμα της και το μαστίγιο.  Την είχαν απαλλάξει από τα χέρια της.  Το σώμα κάτω από τη γούνα ήταν απρόσιτο ακόμα και στην ίδια.  Φαινόταν παράδοξο να μην μπορεί ν΄ αγγίξει τα ίδια της τα γόνατα, ούτε την κοιλιά της.  Τα χείλη της ανάμεσα από τα σκέλη της, που την φλόγιζαν, της ήταν απαγορευμένα, και την φλόγιζαν ίσως γιατί γνώριζε πως είναι ανοιχτά σ΄ οποιονδήποτε το θελήσει: ακόμη και στον Πέτρο τον υπηρέτη, αν το επιθυμούσε.  Της προξενούσε έκπληξη το ότι η ανάμνηση του μαστιγίου την άφηνε τόσο γαλήνια, ενώ η σκέψη ότι δεν θα μαθαίνει ποτέ ποιος από τους τέσσερεις άντρες την πλησίασε δυο φορές κι αν και τις δυο φορές ήταν ο ίδιος, κι αν δεν ήταν ο εραστής της, την αναστάτωνε.  Γλύστρησε κάπως πάνω στην κοιλιά της, σκέφθηκε πόσο ο εραστής της αγαπούσε αυτό το σημείο του σώματός της, που εκτός από απόψε (αν ήταν αυτός), δεν είχε ποτέ εισχωρήσει.  Επιθυμούσε να ήταν αυτός.  Θα τον ρωτούσε; Α! ποτέ.  Ξαναείδε το χέρι, που μέσα στ΄ αμάξι της πήρε τη ζώνη και το σλίπ, και τέντωσε τις ζαρτιέρες για να κατεβάσει τις κάλτσες της ως τα γόνατα.  Τόσο δυνατή ήταν τούτη η εικόνα που ξέχασε πως είχε τα χέρια δεμένα, κι έκαμε την αλυσσίδα να ηχήσει.  Και γιατί, ενώ η ανάμνηση του βασανισμού της ήταν τόσο υποφερτή, και μόνη η ιδέα, η λέξη μονάχα, η θέα μονάχα ενός μαστιγίου έκαμαν τη καρδιά της να χτυπά κι έκλεινε, από φρίκη τα μάτια της;  Δεν διερωτήθηκε αν ήταν μονάχα ο τρόμος.  Ένας πανικός τη κατέλαβε: θα τραβούσαν την αλυσσίδα για να τη στήσουν όρθια πάνω στο κρεββάτι της και θα την μαστίγωναν, θα την μαστίγωναν και η λέξη στριφογύριζε μέσα στο μυαλό της.  Θα την μαστίγωνε ο Πέτρος, το ΄χε πει η Ιωάννα.  Έχετε τύχη, επανέλαβε η Ιωάννα, θα είναι πολύ πιο σκληροί μαζί σας.  Τι εννοούσε μ΄ αυτό;  Δεν αισθανόταν πια παρά το κολλιέ, τα βραχιόλια και την αλυσσίδα.  Έσβυνε.  Τώρα θα καταλάβαινε.  Αποκοιμήθηκε

Κατά τις τελευταίες ώρες της νύχτας, τότε που είναι πιο μαύρη και πιο κρύα, λίγο πριν την αυγή, ξαναφάνηκε ο Πέτρος.  Άναψε το φως στο μπάνιο, αφήνοντας μισοανοιγμένη την πόρτα κι έτσι σχηματιζόταν ένα φωτεινό τετράγωνο στη μέση του κρεββατιού, όπου υπήρχε το σώμα της Ο, λεπτό και κουβαριασμένο και φούσκωνε λίγο το σκέπασμα που το πέταξε σιωπηλά.  Καθώς η Ο είναι ξαπλωμένη στ΄ αριστερό πλευρό, με το πρόσωπο προς το παράθυρο, και τα γόνατα μαζεμένα πρός τα επάνω, πρόσφερε στο βλέμμα του τα κάτασπρα οπίσθιά της που ξεχώριζαν στο μαύρο φόντο της γούνας.  Έβγαλε το μαξιλάρι από κάτω απ΄ το κεφάλι της, λέγοντας ευγενικά: «Θέλετε να σηκωθείτε, παρακαλώ» κι όταν βρέθηκε γονατισμένη, κι αυτό χρειάσθηκε να κάνει στην αρχή συγκρατούμενη από την αλυσσίδα, την βοήθησε πιάνοντάς την από τους αγκώνες για να σηκωθεί εντελώς και ν΄ ακουμίσει με το πρόσωπο στον τοίχο.  Η αντανάκλαση του φωτός πάνω στο κρεββάτι, αδύνατη καθώς ήταν, γιατί το κρεββάτι ήταν μαύρο, φώτιζε το σώμα της κι όχι τις δικές του κινήσεις.  Μάντεψε, δίχως να ιδει, ότι έβγαζε την αλυσσίδα από εκεί που ήταν για να την σκαλώσει σ΄ έναν άλλο χαλκά, ώστε να παραμείνει τεντωμένη και εκείνη την αισθάνθηκε να τεντώνεται.  Τα πόδια της, πατούσαν, γυμνά στέρεα πάνω στο κρεββάτι.  Δεν είδε επίσης ότι είχε στη ζώνη του, όχι το δερμάτινο μαστίγιο, αλλά ένα μάυρο βούρδουλα, όμοιο μ΄ αυτόν που την χτύπησαν δυο μονάχα φορές, και σχεδόν ελαφρά, όταν βρισκόταν στον πυλώνα.  Το αριστερό χέρι του Πέτρου στηρίχθηκε στη μέση της, το στρώμα βούλιαξε λιγάκι, γιατί είχε βάλει το δεξί του πόδι για να στερεωθεί.  Και ενώ άκουγε ένα σφύριγμα στο ημίφως, η Ο αισθάνθηκε ένα φριχτό κάψιμο στη μέση και ούρλιαξε.  Ο Πέτρος την μαστίγωνε με δύναμη.  Δεν περίμενε να σωπάσει, και ξανάρχισε τέσσερις φορές, φροντίζοντας να την χτυπά κάθε φορά λίγο πιο ψηλά ή λίγο πιο χαμηλά από την προηγούμενη, ώστε τα ίχνη να φαίνονται καθαρά.  Είχε πάψει, κι εκείνη φώναζε ακόμη και τα δάκρυά της κυλούσαν μέσα στο ανοιχτό της στόμα.  «Θα θέλατε να γυρίσετε», της είπε, και χαμένη καθώς ήταν, δεν υπάκουε, την άρπαξε από τη μέση, δίχως ν΄ αφήσει το βούρδουλα, που το μανίκι του την άγγιξε.  

Όταν γύρισε προς το μέρος του, την έσπρωξε λίγο προς τα πίσω κι έπειτα, με όλη του τη δύναμη έπεσε ο βούρδουλας στα μπούτια της.  Όλα τούτα κράτησαν πέντε λεπτά.  Όταν έφυγε, αφού ξανάσβυσε το φως και έκλεισε την πόρτα του μπάνιου, η Ο βογγώντας, τρίκλιζε από τον πόνο κατά μήκος του τοίχου, στην άκρη της αλυσσίδας της, μέσα στο σκοτάδι.  Για να σωπάσει και ν΄ ακινητοποιηθεί στον τοίχο που δρόσιζε την ξεσχισμένη σάρκα της, χρειάσθηκε τόσος καιρός όσο για να ξημερώσει.  Το μεγάλο παράθυρο, προς το οποίο ήταν στραμμένη, γιατί στηριζόταν στο πλευρό, έβλεπε στην ανατολή, άρχιζε στο ταβάνι και τελείωνε στο πάτωμα με μόνο κάλυμμα το ίδιο κόκκινο ύφασμα που υπήρχε στον τοίχο, στα δυο πλάγια που έσπαζε σε σκληρές πτυχώσεις.  Η Ο είδε να γεννιέται μια αργή χλωμή αυγή, που έσερνε τις ομίχλες της στα λουλούδια που ήταν κοντά στο παράθυρο και τελικά, έκαμε να ξεχωρίζει ένα κυπαρίσσι.  Τα κίτρινα φύλλα πέφτανε κάθε τόσο, στροβιλίζοντας, αν και δεν φυσούσε διόλου.  Μπροστά στο παράθυρο, έπειτα από τα μωβ λουλούδια, ήταν ένα παρτέρι και στην άκρη ένα ανθισμένο μονοπάτι.  Είχε κιόλας προχωρήσει η μέρα.  Εδώ και πολλήν ώρα η Ο δεν εκινείτο πια.  Ένας κηπουρός φάνηκε στο μονοπάτι, σπρώχνοντας ένα καροτσάκι.  Η ρόδα του έτριζε πάνω στα χαλίκια.  Αν πλησίαζε για να καθαρίσει τα πεσμένα φύλλα, το παράθυρο ήταν τόσο μεγάλο και το δωμάτιο τόσο μικρό και τόσο φωτεινό που θα ‘βλεπε την Ο αλυσσοδεμένη και τα σημάδια του βούρδουλα στα μπούτια της.  Τα ίχνη του μαστιγώματος είχαν πρηστεί και σχημάτιζαν εξογκώματα στενόμακρα πιο κόκκινα κι από το κόκκινο των τοίχων.  Που να κοιμόταν ο εραστής της, που τόσο του άρεσε να κοιμάται ήρεμα το πρωϊ;  Σε ποιο δωμάτιο, σε ποιο κρεββάτι;  Ήξερε άραγε σε ποιο βασανιστήριο την είχε παραδώσει;  Μήπως εκείνος το είχε αποφασίσει;  Η Ο συλλογίσθηκε τους φυλακισμένους, όπως τους παριστάνουν στα βιβλία στα βιβλία της ιστορίας, δεμένους και μαστιγωμένους, πριν από χρόνια ή από αιώνες, και που τώρα πια ήσαν πεθαμένοι.  Δεν επεθύμησε να πεθάνει, αλλά αν το βασανιστήριο ήταν το τίμημα που θα ΄πρεπε να καταβάλει για να συνεχίσει να την αγαπά ο εραστής της, θα ευχόταν μονάχα να ήταν ικανοποιημένος που είχε υποστεί, και, περίμενε, γλυκειά και σιωπηλή, να την ξαναπάνε σ΄ εκείνον.  

Καμμιά γυναίκα δεν είχε τα κλειδιά, ούτε από τις πόρτες, ούτε από τις αλυσσίδες, ούτε από τα βραχιόλια ή τα κολλιέ.  Όμως όλοι οι άντρες έφεραν χαλκά με τριών ειδών κλειδιά που, το κάθε ένα στο είδος του, άνοιγε όλες τις πόρτες, ή όλες τις κλειδαριές, ή όλα τα κολλιέ.  Τα είχαν και οι υπηρέτες.  Ο άντρας που μπήκε στο κελλί της Ο φορούσε μια πέτσινη μπλούζα και ένα παντελόνι ιππασίας με μπότες.  Δεν τον αναγνώρισε.  Άνοιξε πρώτα την αλυσσίδα του τοίχου και η Ο μπόρεσε να ξαπλώσει στο κρεββάτι.  Πριν της λεφτερώσει τους καρπούς, πέρασε τα χέρια του ανάμεσα από τα μπούτια της, καθώς έκανε ο άνθρωπος με την προσωπίδα και τα γάντια που τον είδε πρώτο στο μικρό κόκκινο σαλόνι.  Ίσως να ήταν ο ίδιος.  Πρόσωπο οστεώδες, με το σκληρό βλέμμα των παλαιών φανατισμένων θρησκευτικών ηγετών.  Τα μαλλιά του ήταν γκρίζα.  Η Ο αντίκρυσε το βλέμμα του με δυσκολία και ξαφνικά θυμήθηκε πως της ήταν απαγορευμένο να κοιτάζει τ΄ αφεντικά πιο ψηλά από τη ζώνη τους.  Έκλεισε τα μάτια, πολύ αργά όμως, γιατί τον άκουσε να γελά και να λέγει, ενώ λεφτέρωνε τελικά τα χέρια της: «Σημειώστε μια τιμωρία έπειτα από το δείπνο».  Μιλούσε στην Αδριάνα και την Ιωάννα που είχαν μπει μαζί του και περίμεναν όρθιες στις δυο πλευρές του κρεββατιού.  Έπειτα έφυγε.  Η Αδριάνα, μάζεψε το μαξιλάρι που είχε πέσει και την κουβέρτα που ο Πέτρος έριξε στα πόδια του κρεββατιού, όταν ήρθε να μαστιγώσει την Ο, ενώ η Ιωάννα έφερνε προς το προσκέφαλο ένα κυλιόμενο τραπέζι που το ΄φερε από τον διάδρομο, με καφέ, γάλα, ζάχαρη, ψωμί, βούτυρο και φραντζολάκια.  «Φάτε γρήγορα, είπε η Αδριάνα, είναι εννιά.  Έπειτα μπορείτε  να κοιμηθείτε ως τις δώδεκα, και όταν θ΄ ακούσετε το καμπανάκι θα ετοιμαστείτε για το γεύμα.  Θα κάνετε μπάνιο, θα χτενιστείτε, και θα ΄ρθω να σας μακιγιάρω και να σφίξω το κορσέ σας. – Δεν θα έχετε υπηρεσία παρά το απόγευμα, είπε η Ιωάννα, στη βιβλιοθήκη: σερβίρισμα καφέ, λικέρ και συντήρηση φωτιάς.  – Κι εσείς, είπε η Ο.  – Α!  μας έχουν αναθέσει να σας φροντίζουμε τις πρώτες 24 ώρες της εδώ παρανονής σας.  Κατόπιν θα είστε μόνη και δεν θα΄ χετε να κάνετε παρά μονάχα με άντρες.  Δεν θα μπορούμε να σας μιλούμε, ούτε κι εσείς σε μας.  – Μείνετε, είπε η Ο, μείνετε ακόμη και πέστε μου...».  Δεν πρόφτασε όμως να τελειώσει τη φράση της.  Μια πόρτα άνοιξε: ήταν ο εραστής της και δεν ήταν μόνος.  Ντυμένος όπως όταν σηκωνόταν από το κρεββάτι και άναβε το πρώτο τσιγάρο της ημέρας: με πυτζάμα ριγέ και ρόμπ ντε σάμπρ μάλλινη γαλάζια, με ρεβέρ από μετάξι που την είχαν διαλέξει μαζί πριν από ένα χρόνο.  Κι οι κάλτσες του ήταν φαγωμένες κι έπρεπε ν΄ αγοράσει άλλες.  Οι δυο γυναίκες εξαφανίστηκαν, δίχως άλλο θόρυβο παρά το θρόισμα του μεταξιού όταν ανασήκωσαν τις φούστες τους (όλα τα φουστάνια κάπως σερνότανε στη γη) – πάνω από τα πασούμια που δεν ακουγόταν διόλου.  Η Ο, που κρατούσε ένα φλυτζάνι τσαγιού στο ένα χέρι στην άκρη του κρεββατιού, με το ένα πόδι να κρέμεται, έμεινε ακίνητη, με το φλυτζάνι να τρέμει ξαφνικά στο χέρι της, ενώ της έπεφτε το φραντζολάκι.  «Μάζεψέ το», είπε ο Ρενέ.  Ήταν τα πρώτα λόγια του.  Άφησε το φλυτζάνι πάνω στο τραπέζι, μάζεψε το φραντζολάκι και το άφησε πλάι στο φλυντζάνι.  Ένα μεγάλο ψίχουλο είχε μείνει στο χαλί, κοντά στο γυμνό της πόδι.  Ο Ρενέ έσκυψε και το μάζεψε.  Έπειτα κάθισε κοντά στην Ο, την έριξε πάνω στο κρεββάτι και τη φίλησε.  Τον ρώτησε αν την αγαπά.  Της απάντησε: «Α! σ΄ αγαπώ!».  Κατόπιν σηκώθηκε, την σήκωσε όρθια, ακουμπώντας τρυφερά τη δροσερή παλάμη των χεριών του κι έπειτα τα χείλη του πάνω στα σημάδια του βούρδουλα.  Έπειδη είχε έρθει με τον εραστή της, η Ο δεν ήξερε αν θα μπορούσε να κοιτάζει ή όχι τον άνθρωπο που μπήκε μαζί του, που για μια στιγμή τους είχε γυρίσει τη πλάτη, και κάπνιζε, κοντά στην πόρτα.  Ό,τι επακολούθησε δεν την άφησε δίχως στεναχώρια.  «Έλα να σε ιδούν», είπε ο εραστής της, και παρασύροντάς την στην άκρη του κρεββατιού, παρατήρησε στο συντροφό του πως είχε δίκιο, και τον ευχαρίστησε, προσθέτοντας πως αν το ήθελε θα ήταν σωστό να έχει πρώτος αυτός την Ο.  Ο άγνωστος, που δεν τολμούσε να τον κοιτάξει, ρώτησε τότε, αφού άγγιξε τα στήθη της και τη μέση, ν΄ ανοίξει τα σκέλη της.  «Υπάκουσε», της είπε ο Ρενέ, που τη συγκρατούσε όρθια, στηριγμένη με την πλάτη επάνω του καθώς και αυτός ήταν όρθιος.  Το δεξί του χέρι χάιδευε το ένα στήθος και το άλλο της κρατούσε τον ώμο.  Ο άγνωστος κάθισε στην άκρη του κρεββατιού, άρπαξε σιγά και άνοιξε τα χείλη που τα προστάτευε το κάτω μέρος της κοιλιάς.  Ο Ρενέ την έσπρωξε προς τα εμπρός, για να προσφέρεται καλύτερα, όταν κατάλαβε τι ζητούσαν από αυτήν, καθώς πέρασε το χέρι του από τη μέση της.

Τούτο το χάδι δεν το δεχόταν ποτέ δίχως ν΄ αντιδράσει, και δίχως να αισθάνεται ντροπή και που του ξέφευγε όσο γινόταν πιο γρήγορα, γιατί το θεωρούσε ιεροσυλία.  Δεν έπρεπε να είναι ο εραστής της πεσμένος στα πόδια της, αλλ΄ αυτή στα δικά του.  Ξαφνικά ένοιωσε σαν χαμένη για δεν κατόρθωνε να ξεφύγει.  Γιατί αναστέναξε όταν τα ξένα χείλη, που επίεζαν την σάρκινη προεξοχή απ΄ όπου ξεκινά ο εσωτερικός μίσχος, την άναψαν ξαφνικά, το εγκατέλειψαν για ν΄ αφήσουν τη ζεστή άκρη της γλώσσας να την ξανάψει περισσότερο.  Αναστέναξε πιο δυνατά όταν τα χείλη ξανάρχισαν.  Αισθάνθηκε την κρυφή άκρη να σκληραίνει και να ορθώνεται, και ανάμεσα από τα δόντια και τα χείλια ένα παρατεταμένο γλυκό δάγκαμα που την έκαμε να ασθμαίνει.  Ξαφνικά γλύστρησε, βρέθηκε ξαπλωμένη στο πάτωμα με την πλάτη και το στόμα του Ρενέ συνάντησε το στόμα της.  Τα δικά  της χέρια, (που δεθήκαν τη στιγμή που ο Ρενέ την είχε σπρώξει προς τον άγνωστο), τα χέρια της άγγιξαν το φύλο του άντρα που την χάιδευε ανάμεσα απ΄ τα πόδια της, ανέβαινε και χτύπησε στο βάθος της σάρκινης θήκης.  Στο πρώτο χτύπημα φώναξε, σαν κάτω από το μαστίγιο κι έπειτα πάλι σε κάθε χτύπημα, ενώ ο εραστής της της δάγκανε το στόμα.

Ο άντρας την άφηκε με μιαν απότομη κίνηση, έπεσε κατάχαμα σαν κεραυνοβολημένος, κι έβγαλε κι αυτός μια φωνή.  Ο Ρενέ έλυσε τα χέρια της Ο, την ανασήκωσε, την ξάπλωσε κάτω από το σκέπασμα.  Ο άνθρωπος σηκώθηκε.  Πήγε μαζί του ως τη πόρτα.

Ξαφνικά η Ο λεφτερώθηκε,αποκαμωμένη.  Στέναζε κάτω από τα χείλη του ξένου όπως ποτέ δεν την είχε κάνει να στενάξει ο εραστής της, φώναξε με το πλήγμα του φύλου του ξένου όπως ποτέ δεν την είχε κάνει να φωνάξει ο εραστής της.  Αισθανόταν ένοχη και ιερόσυλη.  Δίκαια λοιπόν θα την εγκατέλειπε.  Όμως όχι, η πόρτα ξανάκλεισε, έμενε μαζί της, κάτω από τη κουβέρτα, γλυστρούσε προς το φλογερό και υγρό υπογάστριό της, και κρατώντας την έτσι αγκαλιασμένη, της έλεγε: «Σ’  αγαπώ.  Όταν θα σε έχω δώσει και στους υπηρέτες, τότε θα ΄ρθω μια νύχτα να σε μαστιγώσω ώσπου αν ματώσεις».  Ο ήλιος είχε διαπεράσει την ομίχλη και πλημμύριζε τα δωμάτια.  Όμως δεν τους ξύπνησε παρά το μεσημεριανό κουδούνισμα.

Η Ο δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει.  Ο εραστής της ήταν εκεί, τόσο κοντά, τόσο τρυφερά εγκαταλειμμένος καθώς στο κρεββάτι με το χαμηλοτάβανο δωμάτιο, όπου ερχόταν να κοιμηθεί κοντά της, σχεδόν κάθε νύχτα, από τότε που ζούσανε μαζί.  ‘Ηταν ένα μεγάλο κρεββάτι, από ακαζού.  Κοιμόταν πάντα στ΄ αριστερά της και όταν ξυπνούσε, έστω και μέσα στη νύχτα, άπλωνε πάντα το χέρι του προς τις γάμπες της.  Γι΄ αυτό και δεν φορούσε ποτέ νυχτικιά, κι όταν έτυχε να φοράει δεν έβαζε ποτέ κυλότα.  Έτσι έκαμε και τώρα.  Πήρε το χέρι του και το φίλησε, χωρίς να τολμήσει να του ζητήσει τίποτε.  Όμως εκείνος μίλησε.  Της είπε, κρατώντας την από το κολλιέ , με δυο δάχτυλα περασμένα ανάμεσα στο δέρμα και το λαιμό, πως εννοούσε ν΄ ανήκει στο εξής σ΄ αυτόν και σε όσους αυτός θ΄ απεφάσιζε κι αυτούς που αποτελούσαν μέλη της κοινωνίας του πύργου όπως, έγινε χθές το βράδυ.  Κι όταν εξαρτώταν απ΄ αυτόν και μονάχα απ΄ αυτόν, έστω κι αν έπαιρνε διαταγές από άλλους, είτε ήταν παρών είτε όχι, γιατί κατ΄ αρχήν συμμετείχε στο κάθε τι που θα μπορούσαν ν΄  απαιτήσουν από αυτήν ή να της το επιβάλλουν και ότι μέσω αυτών που θα την απολάμβαναν, ήταν σαν να την απολάμβανε αυτός ο ίδιος, μόνο και μόνο γιατί αυτός θα τους την είχε παραδώσει.  Έπρεπε να υποτάσσεται σ΄ αυτούς και να τους δέχεται με τον ίδιο σεβασμό που δεχόταν τον ίδιον, σαν να ήταν αυτοί εικόνες δικές του.  Θα την κατείχε καθώς ένας θεός κατέχει τα πλάσματά του, που τα εξουσιάζει είτε σαν τέρας, είτε σαν πουλί, σαν αόρατο πνεύμα ή σαν έκσταση.  Δεν ήθελε να την αποχωρισθεί.  Το ότι την έδινε σε άλλους, αυτός, τούτο ήταν μια απόδειξη και έπρεπε να είναι και γι΄ αυτήν, το ότι του ανήκε.

Δεν δίνει κανείς παρά ότι του ανήκει.  Την έδινε για να την ξαναπάρει αμέσως και την ξανάπερνε πιο πλούσια στα μάτια του, σαν ένα αντικείμενο που χρησίμεψε για μια χρήση θεϊκή και έτσι είχε καθιερωθεί.  Επιθυμούσε από πολύ καιρό να την καταστήσει ιερόδουλο κι αισθανόταν με χαρά πως η ευχαρίστηση που αισθανόταν ήταν πολύ μεγαλύτερη απ΄ ότι ο ίδιος περίμενε και τον έδενε μαζί της, όσο περισσότερο αυτή θα ήταν πιότερο ταπεινωμένη και πληγωμένη.  Κι αφού τον αγαπούσε, δεν μπορούσε παρά και ν΄ αγαπά ό,τι προερχόταν από εκείνον.  Η Ο άκουγε και έτρεμε από ευτυχία, αφού τον αγαπούσε, έτρεμε και έλεγε σε όλα ν α ι.  Θα το μάντεψε βέβαια, εκείνος, γιατί συνέχισε: «Επειδή σου είναι αδύνατο να συγκατατεθείς, έστω κι αν εκ των προτέρων το αποδέχεσαι, έστω κι αν τώρα λες ν α ι, και φαντάζεσαι τον εαυτό σου ικανό να υποταγεί.  Δεν μπορείς να μην εξεγερθείς.  Παρά τη θέλησή σου θα πετύχουμε την υποταγή σου, όχι μονάχα για την απαράμιλλη ευχαρίστηση που θα βρουν οι άλλοι ή κι εγώ, αλλά για να συνειδητοποιήσεις τι σου έχουν κάνει».  Η Ο θ’ απαντούσε πως ήταν σκλάβα του και πως δεχόταν ευχάριστα τα δεσμά της.  Την σταμάτησε: «Σου είπαν χτες πως δεν έπρεπε, όσο βρίσκεσαι εδώ σ΄ αυτόν τον πύργο, να κοιτάξεις στο πρόσωπο άντρα, ούτε και να του μιλήσεις.  Ούτε και σε μένα, αλλά να σωπαίνεις, και να υπακούεις.  Σ΄ αγαπώ.  Σήκω.  Στο εξής δεν θ΄ ανοίξεις το στόμα, μπροστά σ΄ έναν άντρα, παρά για να φωνάξεις ή να χαϊδέψεις».  Η Ο σηκώθηκε.  Ο Ρενέ έμεινε ξαπλωμένος στο κρεββάτι.  Πήρε το μπάνιο της, χτενίστηκε και το χλιαρό νερό την έκαμε να ριγήσει όταν βύθισε σ΄ αυτό το πληγωμένο σώμα της.  Χρειάσθηκε να σφουγγισθεί, δίχως να τριφτεί, για να μην ερεθίσει την πληγή.

Έβαψε τα χείλη της, όχι τα μάτια της, και πάντοτε γυμνή, αλλά με χαμηλωμένα τα μάτια, ξαναγύρισε στο κελλί της.

Ο Ρενέ κοίταζε την Ιωάννα, που είχε μπει, και στεκότανε πλάι στο κρεββάτι, με χαμηλωμένα τα μάτια και σιωπηλή.  Της είπε να ντύσει την Ο.  Η Ιωάννα πήρε τον από πράσινο σατέν κορσέ, την άσπρη φούστα, τη ρόμπα, τα πράσινα πασούμια και αφού πέρασε την εγκράφα στον κορσέ της Ο, άρχισε να σφίγγει από πίσω το κορδόνι.  Ο κορσές ήταν με μπαλένες, μακρυές και άκαμπτες, καθώς τον παλιό καιρο και είχε θήκες όπου αναπαυόταν τα στήθη.  Όσο προχωρούσε το σφίξιμο, τόσο τα στήθη ανέβαιναν και πρόσφεραν περισσότερο την άκρη τους.  Ταυτόχρονα, η μέση λέπταινε και τούτο πρόβαλλε το υπογάστριο και τα οπίσθια.  Το παράξενο είναι ότι τούτος ο εξοπλισμός ήταν άνετος και, ως ένα σημείο ξεκουραστικός.  Στεκόταν κανείς ευθυτενής, όμως καθιστούσε αισθητή, άγνωστο γιατί, ίσως από αντίθεση, την ελευθερία ή καλύτερα τη διαθεσιμότητα των όσων δεν επίεζε.  Η φαρδιά φούστα και το ανοιγμένο κορσάζ σε σχήμα τραπεζοειδές, από τη βάση του λαιμού ώς την άκρη των στηθιών και σ΄ όλο το πλάτος τους, φαινότανε στην Ο πως έφερε λιγότερο μια προστασία και πιότερο ένα σύστημα προκλήσεως, παρουσιάσεως.  Όταν η Ιωάννα έδεσε το κορδόνι με διπλό κόμπο, η Ο έβαλε στο κρεββάτι τη ρόμπα της, που ήταν μονοκόμματη, και το κορσάζ, σταυρωμένο μπροστά και δεμένο πίσω για να μπορεί να ακολουθεί τη γραμμή του κορμιού, ανάλογα με το σφίξιμο του κορσέ.  Η Ιωάννα τον είχε παρασφίξει, και η Ο κοιταζόταν στον καθρέφτη του μπάνιου, από τη μισοανοιγμένη πόρτα, λεπτή και βυθισμένη μέσα στο βαρύ πράσινο σατέν που φούσκωνε γύρω από τη μέση της σαν να ήταν καλαθάκια.  Οι δυο γυναίκες στεκόταν η μια πλάι στην άλλη.  Η Ιωάννα άπλωσε το χέρι για να τακτοποιήσει μια πτυχή στο μανίκι της πράσινης ρόμπας, και τα στήθη της ταράχθηκαν μέσα στη δαντέλλα που ξεχείλιζε από το κορσάζ, στήθη που η άκρη ήταν μακρυά και ο φωτοστέφανος σκουρόχρωμος.

Η ρόμπα είχε ένα άνοιγμα κίτρινο.  Ο Ρενέ πλησίασε τις δυο γυναίκες και είπε στην Ο: «Κοίτα».  Και στην Ιωάννα: «Ανασήκωσε τη ρόμπα σου».  Με τα δυο της χέρια σήκωσε το θροϊζον μετάξι και την από λινό φόδρα, απακαλύπτοντας ένα χρυσωμένο υπογάστριο, μπούτια και γόνατα γυαλιστερά, και ένα μαύρο κλειστό τρίγωνο.  Ο Ρενέ έβαλε εκεί το χέρι του και το ψαχούλεψε αργά, ενώ το άλλο χέρι έκαμε να προβάλλει η άκρη του στήθους.  «Είναι για να ιδείς», είπε στην Ο.  Η Ο κοίταζε.  ‘Εβλεπε το ειρωνικό και προσεκτικό πρόσωπό του, τα μάτια του που παραμόνευαν το μισοανοιγμένο στόμα της Ιωάννας και τον ριγμένο, προς τα πίσω λαιμό, σφιγμένο από το δερμάτινο κολλιέ.  Ποιαν ευχαρίστηση άραγε του ΄δινε τούτη η μια οποιαδήποτε άλλη, που αυτή δεν θα μπορούσε να του δώσει;  «Δεν το έχεις ακόμα σκεφθεί» της είπε.  Όχι, δεν το είχε σκεφθεί.  Είχε ακουμπήσει στον τοίχο ανάμεσα απ΄ τις δυο πόρτες, ευθυνενής, με τα χέρια κρεμασμένα.  Δεν υπήρχε πια λόγος να την διατάξει να σωπάσει.  Πως άλλωστε θα μιλούσε;  Ίσως να συγκινήθηκε από την απελπισία της.  Άφησε την Ιωάννα για να την πάρει στην αγκαλιά του, αποκαλώντας την αγάπη του και ζωή του και επαναλαμβάνοντας πως την αγαπούσε.  Το χέρι που μ΄ αυτό χάιδευε το στήθος της είχε ακόμη τη μυρωδιά της Ιωάννας.  Κι έπειτα;  Η απελπισία που κυρίως την είχε πνίξει υπεχώρησε: την αγαπούσε, α!, την αγαπούσε.  Ήταν κύριος να ευχαριστηθεί με την Ιωάννα ή και με άλλες, όμως την αγαπούσε.  «Σ΄ αγαπώ, της έλεγε στ΄ αυτί, σ’ αγαπώ», τόσο χαμηλόφωνα που μόλις τ΄ άκουγε.  «Σ΄ αγαπώ».  Δεν έφυγε παρά μονάχα όταν την είδε ήρεμη, με φωτεινά τα μάτια, ευτυχιστημένη.

Η Ιωάννα πήρε την Ο από το χέρι και την παρέσυρε προς το διάδρομο.  Τα πασούμια τους αντήχησαν και πάλι στα πλακάκια.  Ξαναβρήκαν, έναν υπηρέτη, καθισμένο σ΄ ένα πάγκο, ανάμεσα απ΄ τις πόρτες.  Ήταν ντυμένος σαν τον Πέτρο, όμως δεν ήταν αυτός.  Ψηλός, ξερακιανός με μαύρα μαλλιά.  Προηγήθηκε και τις έμπασε σ΄ ένα προθάλαμο όπου, μπροστά από πράσινες κουρτίνες, δυο άλλοι υπηρέτες περίμεναν, έχοντας άσπρα σκυλιά με κόκκινες βούλες, καθισμένα στα πόδια τους.  «Είναι το κλείσιμο» ψυθίριζε η Ιωάννα.  Όμως ο υπηρέτης που προηγείτο το άκουσε και στράφηκε προς το μέρος τους.  Η Ο είδε την Ιωάννα να γίνεται κατάχλωμη, ν΄ αφήνει το χέρι της, τη ρόμπα της που κρατούσε στο άλλο της χέρι και να πέφτει γονατιστή στα μάυρα πλακάκια – γιατί ο προθάλαμος ήταν στρωμένος με μαύρα πλακάκια-.  Οι δυο υπηρέτες που ήταν κοντά στο φράχτη άρχισαν να γελούν.  Ο ένας απ’  αυτούς προχώρησε προς την Ο παρακαλώντας την να τον ακολουθήσει, άνοιξε μια πόρτα που ήταν απέναντι από εκείνην που μπηκε και, χάθηκε.  Άκουγε γέλια και βήματα κι έπειτα η πόρτα ξανάκλεισε.  Πότε, μα ποτέ δεν έμαθε τι είχε συμβεί, αν η Ιωάννα τιμωρήθηκε γιατί είχε μιλήσει, ούτε πως ούτε εαν υπεχώρησε μονάχα σ΄ ένα καπρίτσιο του υπηρέτη, ή πέφτοντας στα γόνατά του υπάκουε σε κάποιο κανονισμό, ή ήθελε έτσι να τον μαλακώσει.  Αντελήφθηκε μονάχα, πως κατά την πρώτη παραμονή της στον πύργο, που κράτησε δυο εβδομάδες, πως αν και ο κανόνας της σιωπής ήταν απόλυτος, ήταν σπάνια, στα διάφορα σούρτα-φέρτα, ή κατά τα γεύματα, να μην τολμούσαν να τον παραβούν, και ιδιαίτερα την ημέρα, όταν ήταν παρόντες μονάχα οι υπηρέτες.  Ωσάν το ένδυμα να έδινε κάποια σιγουριά, πως η γύμνια και οι νυχτερινές αλυσσίδες, και η παρουσία των αφεντικών, να τον έσβυναν.

Αντελήφθη επίσης ότι, ενώ η παραμικρή κίνηση που θα μπορούσε να εκληφθεί σαν μια πρόταση προς ένα από τ΄ αφεντικά, φαινόταν, φυσικά, αδιανόητη, δεν συνέβαινε το ίδιο και με τους υπηρέτες.  Αυτοί δεν έδιναν ποτέ διαταγές, αν και η ευγένεια των παρακλήσεων των ήταν τόσον αμείληκτη όσο και οι διαταγές.  Είχαν, φαίνεται, εντολή να τιμωρούν τις παραβάσεις, επί τόπου, όταν αυτοί ήσαν οι μόνοι μάρτυρες.

Έτσι, η Ο είδε τρεις φορές, μια στο διάδρομο που οδηγούσε προς την κόκκινη πτέρυγα και τις άλλες δυο στην τραπεζαρία όπου την πήγαν, κοπέλες να ρίχνονται κατά γης και να μαστιγώνονται γιατί μίλησαν.  Επομένως μπορούσε κανείς να μαστιγωθεί μέρα μεσημέρι, παρά τα όσα του είχαν λεχθή το πρώτο βράδυ, ωσάν αυτό που συνέβαινε με τους υπηρέτες να μη λογαριαζόταν και το άφηναν στη δική τους κρίση.

Το φως της ημέρας έδινε στα ρούχα των υπηρετών μια παράξενη και απειλητική όψη.  Μερικοί φορούσαν μάυρες κάλτσες κι ένα κόκκινο σακάκι και άσπρη δαντέλλα, ένα μαλακό μεταξωτό κόκκινο υποκάμισο με μακρυά μανίκια, σφιγμένα προς το λαιμό και τους καρπούς.  Ένας από αυτούς, την όγδοοη ημέρα, το μεσημέρι, με το μαστίγιο στο χέρι, σήκωσε από το ταμπουρέ του, κοντά στην Ο, μια παχουλή ξανθειά Μαγδαληνή, με στήθος άσπρο και τριανταφυλλί, που του είχε χαμογελάσει και που μερικές λέξεις ήταν τόσο βιαστικές ώστε η Ο ούτε καν τις κατάλαβε.

Πριν καν την αγγίξει, βρισκόταν πεσμένη στα γόνατα του, και τα κάτασπρα χέρια της, άγγιξαν κάτω από το μαύρο μετάξι το κοιμισμένο φύλο του που το απεκάλυψε και το πλησίασε προς το μισοανοιγμένο στόμα της.

Εκείνη τη φορά δεν την μαστίγωσαν.  Και καθώς ήταν ο μόνος επόπτης, την ώρα εκείνη, στην τραπεζαρία και έκλεινε τα μάτια του καθώς δεχότανε το χάδι, οι κοπέλες μίλησαν.  Επομένως μπορούσαν να δωροδοκηθούν οι υπηρέτες.  Γιατί όμως;  Αν υπήρχε κάποιος κανόνας που σ΄ αυτόν έπρεπε να συμμορφωθεί η Ο, και τελικά δεν συμμορφώθηκε εντελώς, ήταν ο κανόνας που απαγόρευε να κοιτάζουν τους άντρες κατά πρόσωπο – αφού το ίδιο πράγμα ίσχυε και για τους υπηρέτες.  Η Ο αισθανόταν να βρίσκεται σε συνεχή κίνδυνο, τόσο την τυραννούσε η ιδέα να βλέπει τα πρόσωπα.  Και, πράγματι, μαστιγώθηκε από τον ένα ή τον άλλο, όχι τόσο κάθε φορά που το πρόσεχαν (γιατί εφήρμοζαν χαλαρά τις διαταγές, φροντίζοντας περισσότερο, τη γοητεία που ασκούσαν για να μη στερούνται, με την απόλυτη αυστηρότητα την τόσον αποτελεσματική, των βλεμμάτων που γλυστρούσαν από τα μάτια και το στόμα τους προς το φύλο τους, το μαστίγιο, τα χέρια τους, και για να ξαναρχίζουν συνεχώς), αλλά αναμφίβολα, κάθε φορά που τους ερχόταν η επιθυμία να την ταπεινώσουν.  Οσονδήποτε σκληρά κι αν την μεταχεριζόταν, όταν το είχαν πάρει απόφαση, δεν είχε ποτέ η ίδια το θάρρος, ή τη δειλία, να πέσει στα γόνατά τους από δική της θέληση, και, συχνά, τόσα υφίστατο, αλλά ποτέ δεν τους ικέτευσε.  Όσο για τον κανόνα της σιωπής, εκτός από τον εραστή της, δεν της φαινόταν τόσο ελαφρός ώστε δεν τον παραβίασε παρά μια μονάχα φορά, απαντώντας με χειρονομίες σε μιαν άλλη κοπέλα που επωφελήθηκε από την αβλεψία των φυλάκων τους για να της μιλήσει.  Τούτο, γενικά, συνέβαινε κατά τα γεύματα, που γινόταν στην αίθουσα όπου την είχαν πάει, όταν ο μεγάλος υπηρέτης που τις συνόδευε είχε στραφεί προς την Ιωάννα.

Οι τοίχοι ήσαν μαύροι και το μωσαϊκό μαύρο, μαυρό το μακρύ, τραπέζι, από χονδρό γυαλί, και κάθε κοπέλα, είχε, για κάθισμα ένα στρογγυλό ταμπουρέ από μαύρο δέρμα.

Έπρεπε ν΄ ανασηκωθεί η φούστα για να καθίσεις, και η Ο ξανάβρισκε έτσι, στην επαφή της με το γυαλιστερό και κρύο δέρμα κάτω από τα μπούτια της, την πρώτη στιγμή όπου ο εραστής της την είχε βάλει να καθίσει κατάσαρκα στο κάθισμα του αμαξιού.  Αντίθετα, όταν είχε εγκαταλείψει τον πυργό και έπρεπε, ντυμένη σαν όλες τις γυναίκες, όμως γυμνά τα οπίσθια κάτω από ένα συνηθισμένο ταγιέρ ή μια κόκκινη ρόμπα, ν΄ ανασηκώνει κάθε φορά την κομπιναιζόν και τη φούστα για να καθίσει στο πλευρό του εραστή της, ή ενός άλλου, γυμνή στο κάθισμα ενός αυτοκινήτου ή ενός καφενείου, ξανάβρισκε έτσι τον πύργο, με προτεταμένα τα στήθη μέσα σε μεταξωτούς κορσέδες, τα χέρια και τα στόματα που μπορούσαν να κάνουν ό,τι ήθελαν καθώς και τη τρομερή σιωπή.  Τιποτε όμως δεν τη βοήθησε τόσο, εκτός από τη σιωπή, όσο οι αλυσσίδες.  Οι αλυσσίδες και η σιωπή, που θα ΄πρεπε να τη δένουν στα βάθη του εαυτού της, να τον πνίξουν.  Απεναντίας την λεφτέρωναν από τον ίδιο της τον εαυτό.  Τι θα γινόταν, αν της επέτρεπαν να μιλά, αν είχε το δικαίωμα κάποιας εκλογής, όταν ο εραστής της την εξέδιδε μπροστά του;  Είναι αλήθεια πως μιλούσε τις στιγμές των βασανιστηρίων, αλλά μπορούν να χαρακτηρισθούν σαν λόγια, αυτά που δεν ήταν παρά λυγμοί και φωνές;  Και πάλι, φράσσοντάς της το στόμα, την έκαμαν, συχνά, να σωπάσει.  Κάτω από τα βλέμματα, κάτω από τα χέρια, κάτω από τα φύλα που την πρόσβαλαν, κάτω από τα μαστίγια που την ξέσκιζαν, χανόταν μέσα σε μια μεθυστική απουσία του εαυτού της που της χάριζε την αγάπη και ίσως την έφερνε κοντά στο θάνατο.  Ήταν μια οποιαδήποτε, μια οποιαδήποτε από τις άλλες κοπέλες.

Παραβιασμένες σαν κι αυτήν που τις έβλεπε να παραβιάζονται, γιατί το ΄βλεπε αυτό, όταν έστω δε βοηθούσε η ίδια.  Τη δεύτερη ημέρα, 24 ώρες μετά την άφιξή της, οδηγήθηκε μετά το γεύμα στη βιβλιοθήκη, για να σερβίρει καφέ και να συντηρεί τη φωτιά.  Η Ιωάννα τη συνόδευε (την είχε φέρει ο υπηρέτης με τα μαύρα μαλλιά, καθώς και μια άλλη κοπέλα, που τη λέγανε Μόνικα).  Ήταν ο ίδιος ο υπηρέτης που τις οδήγησε, και παρέμεινε στο δωμάτιο, όρθιος κοντά στον πυλώνα όπου είχε δεθεί η Ο.  Η βιβλιοθήκη ήταν ακόμα έρημη.  Τα μεγάλα παράθυρα έβλεπαν στα δυτικά, και ο φθινοπωρινός ήλιος, που αργά γυρίζει σ΄ ένα μεγάλο ήρεμο ουρανό, μ΄ ελάχιστα σύννεφα φωτίζει πάνω σ΄ ένα κομοδίνο μια τεράστια ανθοδέσμη από κιτρινοκόκκινα χρυσάνθεμα που μύριζαν γη και νεκρά φύλλα.  «Σας σημάδεψε χθες βράδυ ο Πέτρος;» ρώτησε την Ο ο υπηρέτης.  Έκαμε με μια κίνηση, ναι.  «Θα πρέπει λοιπόν να το δείξετε, είπε.  Παρακαλώ σηκώστε το φουστάνι σας».  Περίμενε ωσπου να σηκώσει από πίσω τη φούστα της, καθώς το είχε κάνει η Ιωάννα χθές το βράδυ.  Η Ιωάννα τη βοήθησε να τη συγκρατήσει.  Έπειτα της είπε ν΄ ανάψει τη φωτιά.  Το σώμα της Ο, γυμνό ως τη μέση, ενώ τα μπούτια της, οι λεπτές γάμπες της πλαισιωνόνταν από τις πτυχώσεις του πράσινου μεταξιού και του άσπρου λινού.  Τα πέντε σημάδια του βούρδουλα ήταν μαύρα.  Στο τζάκι η φωτιά ήταν έτοιμη, η Ο δεν είχε παρά μ΄ ένα σπίρτο να βάλει φωτιά στο προσάνναμα που φλογίστηκε αμέσως.  Κλώνια μηλιάς, κλώνια από δρυ πήραν αμέσως φωτιά με ψηλές, φωτεινές φλόγες, αρωματισμένες, σχεδόν αόρατες την ημέρα.  Ένας άλλος υπηρέτης, τοποθέτησε πάνω στη κονσόλα απ΄ όπου αφήρεσαν τη λάμπα ένα δίσκο με φλυτζάνια του καφέ, κι έπειτα έφυγε.  Η Ο προχώρησε προς τη κονσόλα, ενώ η Μόνικα και η Ιωάννα έμειναν όρθιες δεξιά κι αριστερά από το τζάκι.  Τη στιγμή εκείνη μπήκαν δυο άντρες ενώ έφευγε ο πρώτος υπηρέτης.  Η Ο νόμισε, πως στη φωνή του, αναγνώρισε έναν από αυτούς που την είχαν βιάσει χθες βράδυ.  Τον κοίταζε κλεφτάτα, βάζοντας εν τω μεταξύ καφέ στα μικρά μαύρα και χρυσά φλυτζάνια.  Φαίνεται πως ήταν αυτό το λεπτό αγόρι, τόσο νέο, ξανθό, που έμοιαζε με Άγγλο.  Όταν συνέχισε να μιλά, δεν είχε καμμία αμφιβολία.  Ο άλλος, ήταν κι αυτός ξανθός, κοντόχοντρος, με ένα παχύ μούτρο.  Και οι δυο τους καθίσανε στις μεγάλες δερμάτινες πολυθρόνες, με τα πόδια προς τη φωτιά, καπνίσανε ήρεμα διαβάζοντας τις εφημερίδες των, χωρίς διόλου να ενδιαφερθούν για τις γυναίκες, σαν να μην ήταν εκεί.  Κάθε τόσο, ακουγόταν ένα θρόισμα χαρτιού και τα ξύλα που ΄πεφταν.  Κάθε τόσο, η Ο ξανάβαζε ξύλα στη φωτιά.  Καθόταν σ΄ ένα μαξιλάρι κατάχαμα απέναντι από τη φωτιά.  Απέναντί της η Μόνικα και η Ιωάννα.  Τα φουστάνια τους είχαν μπλεχθεί στο πάτωμα.  Ξαφνικά, όμως μονάχα έπειτα από μια ώρα, το ξανθό αγόρι φώναξε την Ιωάννα, κι έπειτα τη Μόνικα.  Τους είπε να φέρουν το πουφ (εκείνο που ξάπλωσαν χθες βράδυ την Ο).  Η Μόνικα δεν περίμενε άλλες διαταγές.

Γονάτισε, έσκυψε, το στήθος της πάνω στη γούνα, κρατώντας με τις παλάμες της τις δυο άκρες του πουφ.  Όταν το αγόρι είπε στην Ιωάννα ν΄ ανασηκώσει την κόκκινη φούστα, δεν σάλεψε.  Τότε η Ιωάννα υπεχρεώθηκε, και το αγόρι έδωσε διαταγή με τις πιο σκληρές λέξεις, να ξεκουμπώσει το φόρεμά της και να πάρει στα δυο της χέρια, αυτό το σάρκινο σπαθί που τόσο σκληρά, τουλάχιστον μια φορά, είχε διαπεράσει την Ο.  Φούσκωσε, σκλήρυνε μέσα στη κλειστή παλάμη, και η Ο είδε αυτά τα χέρια, τα λεπτά χέρια της Ιωάννας ν΄ ανοίγουν τα μπούτια της Μόνικας, και στο βάθος του να μπαίνει το αγόρι με μικρές κινήσεις που την έκαμαν να βογγά.  Ο άλλος άντρας που έβλεπε δίχως να προφέρει λέξη, έκαμε νεύμα στην Ο να πλησιάσει και δίχως να πάψει να την κοιτάζει, αφού την έριξε προς τα εμπρός στην πολυθρόνα της – και το ανασηκωμένο φουστάνι της προσφέρει όλο το μήκος της μέσης της -  χάρηκε με την παλάμη του το κάτω μέρος του κορμιού της.  Έτσι τη βρήκε ο Ρενέ, όταν έπειτα από ένα λεπτό, άνοιξε τη πόρτα και μπήκε.  «Μην κινηθείτε, σας παρακαλώ», είπε και κάθισε κατάχαμα στο μαξιλάρι όπου καθόντανε η Ο κοντά στο τζάκι, πριν τη φωνάξουν.  Την κοίταξε προσεκτικά και χαμογελούσε κάθε φορά που το χέρι που την κρατούσε την σκάλιζε ή έμπαινε βαθύτερα μέσα της κάνοντάς την ν΄ αναστενάζει.  Η Μόνικα είχε πριν από ώρα σηκωθεί, και η Ιωάννα σκάλιζε, στη θέση της Ο τη φωτιά.  Έφερε στον Ρενέ, που της φίλησε το χέρι, ένα ποτήρι ουϊσκυ που το ήπιε δίχως να πάψει να κοιτάζει την Ο.  Ο άντρας που την κρατούσε πάντα, είπε τότε: «Είναι δική σου; -Ναι, απάντησε ο Ρενέ.  –Ο Ιάκωβος έχει δίκιο, επανέλαβε ο άλλος, είναι πολύ στενή, πρέπει να ευρηνθεί.  –Οχι όμως και πάρα πολύ, είπεν ο Ιάκωβος.  –Κατά τη γνώμη σας, είπε, καθώς σηκωνόταν ο Ρενέ, είσθε καλύτερος κριτής από μένα».  Και χτύπησε το κουδούνι.

Από τότε, και επί οχτώ ημέρες, ανάμεσα στο σούρουπο, τότε που τελείωνε την υπηρεσία της στη βιβλιοθήκη και τη νυχτερινή ώρα, οχτώ ή δέκα ώρες συνήθως, τότε που την πέρναν από εκεί – όταν συνέβαινε να την πάρουν – αλυσσοδεμένη και γυμνή κάτω από τη κόκκινη κάπα της, η Ο έφερε, στερεωμένο στη μέση της με τρεις μικρές αλυσσίδες κρεμασμένες από μια δερμάτινη ζώνη, ώστε να σπρώχνεται από την κίνηση των ποδιών της, ένα ομοίωμα ανδρικού φύλου εν διεγέρσει από εβονίτη.  Μια μικρή αλυσσίδα που έφθανε ως το τρίγωνο του υπογαστρίου δεν εμπόδιζε την εισαγωγή, αν χρειαζόταν.  Όταν ο Ρενέ κουδούνισε, ήταν για να του φέρουν το κιβωτίδιο όπου υπήρχε ένα σύνολο από αλυσσιδίτσες και ζώνες, και στο άλλο, διάφορα ομοιώματα από τα πιο λεπτά ως τα πιο χοντρά.  Όλα είχαν το κοινό χαρακτηριστικό να φαρδαίνουν στη βάση, ώστε να είναι βέβαιο πως δεν θα ΄μπαιναν στο εσωτερικό του σώματος, γιατί διαφορετικά δεν θα πίεζαν να ξεσφιχθεί το σάρκινο δαχτυλίδι.  Έτσι εξαναγκασμένη σε διεύρηνση, και κάθε μέρα περισσότερο, γιατί ο Ιάκωβος, που την έβαζε να γονατίσει ή μάλλον να προσκυνήσει, επέβλεπε ώστε η Ιωάννα ή η Μόνικα, ή οποιαδήποτε άλλη βρισκόταν εκεί, τοποθετούσαν το ομοίωμα που διάλεγε, και που ήταν πάντοτε χονδρύτερο.  Στο βραδυνό δείπνο, που τα κορίτσια παίρναν μαζί στην ίδια τραπεζαρία, όμως έπειτα από το μπάνιο τους και γυμνά, η Ο έφερε ακόμη το ομοίωμα, που όλοι μπορούσαν να το ιδούν, εξ αιτίας των αλυσσίδων και της ζώνης.  Δεν της το ΄βγάζαν – και το έβγαζεν ο ίδιος – παρά μονάχα όταν ο υπηρέτης Πέτρος ερχότανε να την αλυσσοδέσει, είτε στον τοίχο για την νύχτα, αν κανείς δεν τη ζητούσε, είτε με τα χέρια πίσω στην πλάτη αν επρόκειτο να οδηγηθεί, στη βιβλιοθήκη.  Σπάνιες ήταν οι νύχτες όπου δεν θα βρισκόταν κάποιος να χρησιμοποιήσει αυτή την οδό που τόσο γρήγορα καθίστατο άνετη αν και πάντα πιο στενή από την άλλη.

Έπειτα από οχτώ ημέρες δεν χρειαζόταν πια κανένα εργαλείο.  Τότε ο εραστής της είπε στην Ο πως ήταν ευτυχισμένος γιατί ήταν διπλά ανοιγμένη και θα φρόντιζε να παραμείνει έτσι.  Ταυτόχρονα την ειδοποίησε πως θα ΄φευγε και ότι κατά τις επτά τελευταίες ημέρες που θα ΄μενε στον πύργο, πριν έλθει να την πάρει για να γυρίσουν μαζί στο Παρίσι, δεν θα τον έβλεπε.  «Όμως σ΄ αγαπώ, πρόσθεσε, σ΄ αγαπώ, μη με ξεχνάς».  Α! και πως θα το ξεχνούσε;  Ήταν το χέρι που της έδενε τα μάτια, το μαστίγιο του Πέτρου, ήταν η αλυσσίδα πάνω από το κρεββάτι της, και ο άγνωστος που της δάγκανε το υπογάστριο, και όλες οι φωνές που δίναν διαταγές, ήταν η δική του φωνή.  Μήπως κουραζόταν;  βαριόταν;  Όχι.  Με το να εξευτελίζεται συνεχώς, φαινότανε πως έπρεπε να είχε συνηθίσει στις προσβολές.  Με το να την χαϊδεύουν, συνήθιζε στα χάδια, ακόμη και στο μαστίγιο, με το να μαστιγώνεται.  Ένας φρικαλέος κορεσμός του πόνου και της ηδονής θα την έριχνε στις όχθες της αναισθησίας, τόσο κοντά στον ύπνο και την υπνοβασία.  Αντίθετα όμως.  Ο κορσές που κρατούσε ίσια τον κορμό της, οι αλυσσίδες που την υπέτασσαν, η σιωπή του καταφυγίου της ίσως να βοηθούσαν, καθώς και το συνεχές θέαμα των κοριτσιών, που σαν κι αυτήν, είχαν παραδοθεί, κι όταν ακόμη δεν παραδινόταν, με το πάντοτε προσιτό κορμί τους.

Ήταν ακόμη και το θέαμα και η συνείδηση του δικού της κορμιού.  Κάθε μέρα, η ίδια, βρωμισμένη από σάλια και τ΄ άλλα περιττώματα του οργανισμού, από ιδρώτα ανακατεμένο με τον δικό της ιδρώτα, αισθανόταν, κατά γράμμα πως ήταν «τ ο  δ ο χ ε ί ο  κ ά θ ε  α κ α θ α ρ σ ί α ς» περί του οποίου ομιλεί η Γραφή.  Και μολαταύτα τα μέρη του σώματός των που προσβάλλονταν σταθερά, είχαν γίνει πιο ευαίσθητα και της φαινόταν, πως, ταυτόχρονα, γινόταν πιο ωραία και σαν πιο εξευγενισμένa: το στόμα της που έκλεινε σε ανώνυμα φύλα, οι άκρες των στηθιών της που διαρκώς χέρια τσαλάκωναν, και τ΄ ανοιγμένα σκέλη της μοιάζαν με οργωμένους δρόμους.  Κατέπλησσε το γεγονός, το ότι, όντας πόρνη, κέρδιζς σε αξιοπρέπεια.  Κι όμως επρόκειτο για αξιοπρέπεια.  Ήταν σαν φωτισμένη από τα βάθη του εαυτού της και, στο βάδισμα της, φαινότανε η ηρεμία, στο προσωπό της η γαλήνη και το απροσδιόριστο εσωτερικό χαμόγελο που το μαντεύει κανείς στα μάτια των φυλακισμένων.

Όταν ο Ρενέ την ειδοποίησε πως θα την άφηνε, ήταν κιόλας νύχτα.  Η Ο βρισκόταν γυμνή στο κελλί της, και περίμενε να την οδηγήσουν στην τραπεζαρία.  Ο εραστής της, φορούσε το καθημερινό συνηθισμένο του κουστούμι.  Όταν την πήρε στην αγκαλιά του, το ύφασμα του ρούχου του ερέθισε την άκρη του στήθους της.  Την έσφιξε επάνω του, ξάπλωσε πλάι της και κινούμενος και από τις δυο πλευρές, ξέσπασε τελικά στο στόμα της που κατόπιν φίλησε και πάλι.  «Πριν φύγω, θα ήθελα να σε μαστιγώσω, είπε, και τούτη τη φορά, σου το ζητώ.  Δέχεσαι;».  Εκείνη δέχτηκε.  «Σ’  αγαπώ, επανέλαβε εκείνος.  Χτύπησε να έρθει ο Πέτρος».  Εκείνη τον κάλεσε.  Ο Πέτρος της έδεσε τα χέρια πάνω από το κεφάλι, στην αλυσσίδα του κρεββατιού.  Ο εραστής της, όταν την έδεσαν έτσι, τη φίλησε και πάλι όρθιος απεναντί της πάνω στο κρεββάτι, της επανέλαβε πως την αγαπά, κατέβηκε απ΄ το κρεββάτι και έκαμε νεύμα στον Πέτρο.  Την έβλεπε να σφαδάζει, μάταια, άκουγε τα βογγητά της που γινόταν κραυγές.  Όταν άρχισε να κλαίει, είπε στον Πέτρο να φύγει.  Κι εκείνη βρήκε τη δύναμη να του ξαναπεί πως τον αγαπά.  Τότε, φίλησε το μουσκεμένο πρόσωπό της, το ασθμαίνον στόμα της, την έλυσε, την ξάπλωσε κι έφυγε.

Το να πούμε πως η Ο, στο δευτερόλεπτο που ακολούθησε την αναχώρηση του εραστού της, άρχισε και πάλι να τον περιμένει να ΄ρθει, θα λέγαμε λιγότερο από την πραγματικότητα: δεν ήταν πια, ολόκληρη, παρά μια αναμονή και μια νύχτα.  Την ημέρα ήταν σαν μια ζωγραφιστή φιγούρα, που το μαλακό δέρμα και το υπάκουο στόμα, και – τούτο υπήρξε ο μόνος χρόνος όπου ετήρησε αυστηρά τον κανόνα – με χαμηλωμένα τα μάτια.  Άναβε και συντηρούσε τη φωτιά, πρόσφερε καφέ και ποτά, άναβε τα τσιγάρα, τακτοποιούσε τα λουλούδια και δίπλωνε τις εφημερίδες σαν μια κοπελίτσα στο σαλόνι του σπιτιού της, τόσο φωτεινή με το ακάλυπτο στήθος της και το δερμάτινο κολλιέ της, τον σφιχτό κορσέ της και τα βραχιόλια της φυλακισμένης, ώστε ήταν αρκετό στους άντρες που υπηρετούσε ν΄ απαιτούν να παραμένει πλάι τους όταν βιάζαν μιαν άλλη κοπέλα για να τη θέλουν έπειτα κι αυτήν γι΄ αυτό, ίσως την έκαμαν περισσότερο να υποφέρει.  Διέπραξε μήπως κανένα σφάλμα; ή μήπως ο εραστής της την άφησε ακριβώς ώστε εκείνοι στους οποίους τη δάνειζε να αισθάνονται περισσότερο ελεύθεροι να την χαρούν;  Το βέβαιο είναι πως την μεθεπομένη της αναχωρήσεώς του, καθώς νύχτωσε και μόλις είχε γδυθεί, και κοίταζε στον καθρέφτη του μπάνιου τα σχεδόν πια σβησμένα ίχνη του βούρδουλα του Πέτρου πάνω στα μπούτια της, μπαίνει ο Πέτρος.  Το γεύμα θα σερβιρόταν έπειτα από δυο ώρες.  Της είπε πως δεν θα έτρωγε στην κοινή αίθουσα και πως έπρεπε να ετοιμασθεί, δείχνοντας της στη γωνία ένα κάθισμα α λα τούρκα, όπου έπρεπε να κουρνιάσει, καθώς την είχε ήδη ειδοποιήσει η Ιωάννα όταν θα ΄πρεπε να το κάνει παρουσία του Πέτρου.  Όσην ώρα παρέμεινε εκεί, εκείνος τη κοίταζε, εκείνη τον κοίταζε μέσα σ΄ όλους τους καθρέφτες, κοίταζε τον εαυτό της, ανίκανη να συγκρατήσει το νερό που έβγαινε απ΄ όλο της το σώμα.  Την περίμενε να πάρει το μπάνιο της και να μακιγιαριστεί.  Πήγε έπειτα να πάρει τα πασούμια της και την κόκκινη κάπα της, όταν εκείνος σταμάτησε την κίνησή της, και πρόσθεσε, δένοντάς της τα χέρια στην πλάτη, πως δεν υπήρχε λόγος να το κάνει αυτό και πως έπρεπε να τον περιμένει για λίγο.  Κάθισε στην άκρη του κρεββατιού.  Έξω, μάνιαζε μια θύελλα από παγωμένο αέρα και βροχή και το κυπαρίσσι, κοντά στο παράθυρο, λύγιζε και ορθώνετο κάτω από τις ριπές του ανέμου.  Φύλλα χλωμά, βρεγμένα, κολλούσαν κάθε τόσο στα τζάμια.  Ήταν σκοτεινά σαν τη καρδιά της νύχτας, αν και μόλις χτύπησε η έβδομη εσπερινή.  Το φθινόπωρο είχε προχωρήσει κι οι νύχτες όλο και μεγάλωναν.  Ο Πέτρος, ξαναγυρίζοντας, κρατούσε στο χέρι το ίδιο εκείνο πανί, που μ΄ αυτό είχαν δέσει τα μάτια της το πρώτο βράδυ.  Κρατούσε επίσης, μιαν αλυσσίδα όμοια μ΄ αυτήν του τοίχου που κουδούνιζε στα χέρια του.  Η Ο αντιλήφθηκε πως εδίσταζεν αν έπρεπε να της κλείσει πρώτα τα μάτια ή να της περάσει την αλυσσίδα.  Κοίταζε τη βροχή, αδιαφορώντας τι θα της ζητούσαν να κάνει και σκεφτόταν μονάχα πως ο Ρενέ της είπε ότι θα ξαναρχόταν, κι ότι έπρεπε να περιμένει ακόμη πέντε ημέρες και πέντε νύχτες, ότι δεν ήξερε που βρισκόταν, ούτε κι αν ήταν μόνος και, αν δεν ήταν μόνος, ποιος του κρατούσε συντροφιά.  Αλλά θα επέστρεφε.  Ο Πέτρος τοποθέτησε την αλυσσίδα πάνω στο κρεββάτι και χωρίς να διαταράξει τα όνειρα της Ο, έδεσε το μαύρο βελούδο στα μάτια της.  Φούσκωνε κάπως στο γύρο των ματιών και εφάρμοζε ακριβώς στα μάγουλα.  Αδύνατο να γλυστρήσει και το παραμικρό βλέμμα, αδύνατο ν΄ ανασηκωθούν τα βλέφαρα.  Ευτυχισμένη νύχτα όμοια με τη δικιά της νύχτα!  Ποτέ άλλοτε η Ο δεν υπεδέχθη με τόση χαρά, τις ευτυχισμένες αλυσσίδες που την αποσπούσαν από τον εαυτό της.  Ο Πέτρος έδεσε τούτη την αλυσσίδα στο χαλκά του κολλιέ της, και την παρακάλεσε να τον συνοδεύσει.  Σηκώθηκε, αισθάνθηκε πως την έσυραν προς τα εμπρός, και περπάτησε.  Τα γυνά της πόδια πάγωσαν πάνω στο μωσαϊκό και αντιλήφθηκε πως ακολουθούσε το διάδρομο της κόκκινης πτέρυγας.  Κατόπιν το έδαφος, πάντα το ίδιο κρύο, γινόταν ανώμαλο.  Περπατούσε πάνω σε πέτρινες πλάκες από γρανίτη.  Δυο φορές, ο υπηρέτης την σταμάτησε.  Άκουσε τον θόρυβο ενός κλειδιού σε μια κλειδαριά που ανοίχθηκε κι έπειτα κλείσθηκε.  «Προσέξτε τα σκαλοπάτια», είπεν ο Πέτρος, και κατέβηκε μια σκάλα όπου σκόνταψε δυο φορές.  Ο Πέτρος τη συγκράτησε πιάνοντάς την από τη μέση.  Δεν την είχε ποτέ αγγίξει παρά για να την αλυσσοδέσει ή να την δείρει.  Τώρα την ξάπλωσε πάνω στα παγωμένα σκαλοπάτια όπου με τα δεμένα χέρια της, πιανόταν όπως μπορούσε για να μη γλυστρήσει κι εκείνος της κρατούσε τα στήθη.  Το στόμα του πήγαινε από το ένα στο άλλο και ταυτόχρονα καθώς ακουμπούσε πάνω της τον αισθάνθηκε να ορθώνεται.  Δεν την ανασήκωσε παρά μονάχα όταν ικανοποίησε την επιθυμία του.  Ταραγμένη και τρέμοντας από το κρύο, κατέβηκε επιτέλους τα τελευταία σκαλοπάτια, όταν τον άκουσε ν΄ ανοίγει άλλη μια πόρτα, που πέρασε, και αισθάνθηκε αμέσως, ένα παχύ χαλί, κάτω από τα πόδια της.  Η αλυσσίδα σφίχθηκε ακόμη λίγο.  Κατόπιν τα χέρια του Πέτρου έλυσαν τα χέρια της, και το δέσιμο των ματιών της: βρισκόταν σ΄ ένα στρογγυλό θολωτό δωμάτιο, πολύ μικρό και πολύ χαμηλό.  Οι τοίχοι και ο θόλος ήταν πέτρινα, δίχως σουβά και φαινόταν η τοιχοποιϊα.  Η αλυσσίδα στερεωμένη στο κολλιέ της ήταν ενωμένη σ΄ έναν πάσαλο ύψους ενός μέτρου, απέναντι από την πόρτα και δεν μπορούσε να κάνει παρά μόνο δυο βήματα προς τα εμπρός.  Δεν υπήρχε ούτε κρεββάτι, ούτε ομοίωμα κρεββατιού, ούτε σκέπασμα, παρά μονάχα τρία ή τέσσερα μαξιλάρια, αρκετά μακρυά, που δεν προοριζόταν άλλωστε γι΄ αυτήν.  Αντίθετα, το χέρι της έφτανε ως μια γωνιά όπου υπήρχαν, φωτισμένα από το λιγοστό φως του δωματίου, σ΄ έναν δίσκο, νερό, φρούτα και ψωμί.  Η ζέστη των ηλεκτρικών θερμαστρών που είχαν τοποθετηθεί στη βάση και στα εσωτερικά των τοιχών και σχημάτιζαν γύρω-γύρω, σαν ένα καυτο τούβλο, δεν αρκούσε για να εξουδετερώσει την οσμή λάσπης και γης που είναι η οσμή των παλαιών φυλακών, στους παλιούς ακατοίκητους πύργους.  Μέσα σ΄ αυτό το ζεστό, ημίφως, όπου κανένας δεν έφτανε θόρυβος, η Ο είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου.  Δεν υπήρχε πια ούτε μέρα, ούτε νύχτα, γιατί το φως δεν έσβηνε ποτέ.  Ο Πέτρος, ή, αδιάφορα, κάποιος άλλος υπηρέτης, ξανάβαζε στον δίσκο νερό, φρούτα και ψωμί όταν είχαν τελειώσει και την οδηγούσε να πάρει ένα μπάνιο σ΄ ένα γειτονικό δωμάτιο.  Δεν είδε πια τους άντρες που ΄μπαίναν, γιατί ένας υπηρέτης έμπαινε κάθε φορά πριν απ΄ αυτούς για να της κλείσει τα μάτια και της τα άνοιγε μόνο όταν είχαν φύγει.  Έτσι δεν γνώριζε ούτε ποιους, ούτε πόσους τα λεπτά της χέρια και τα χείλη είχαν, στα τυφλά χαϊδέψει.  Κάποτε ήσαν πολλοί, συχνά μόνοι, όμως κάθε φορά, πριν την πλησιάσουν, την έβαζαν να γονατίσει προς το μέρος του τοίχου, με τον χαλκά του κολλιέ της σκαλωμένο στην αλυσσίδα του πασάλου και την μαστίγωναν.  Τοποθετούσε τις παλάμες της στον τοίχο και ακουμπούσε το προσωπό της στο πάνω μέρος των χεριών της, για να μην πληγώνει τα γόνατα και τα στήθη της.  Έτσι έχανε τον λογαριασμό των βασανισμών και των κραυγών που τις έπνιγε ο θόλος.  Περίμενε.  Ξάφνου ο χρόνος έπαψε να είναι ακίνητος.  Μέσα στη βελούδινη νύχτα της, της αφαιρούσαν την αλυσσίδα.  Περίμενε άραγε τρεις μήνες, τρεις ημέρες ή δέκα ημέρες, ή δέκα χρόνια;  Αντελήφθηκε πως την τύλιγαν σ΄ ένα παχύ ύφασμα, πως κάποιος την άρπαζε από τους ώμους και τα πόδια, την σήκωνε και την μετέφερε.  Ξαναβρέθηκε στο κελλί της, ξαπλωμένη στο μαύρο της γουναρικό.  Ήταν απόγευμα.  Άνοιξε τα μάτια της, τα χέρια ελεύθερα.  Ο Ρενέ καθισμένος πλάι της της χάιδευε τα μαλλιά.  «Πρέπει να ξαναντυθείς, είπε, φεύγουμε».  Έκαμε ένα τελευταίο μπάνιο, της χτένισε τα μαλλιά της και της έδωσε την πούδρα της και το ρουζ της.  Όταν ξαναγύρισε στο κελλί της, το ταγιέρ της, η μπλούζα της, η κομπιναιζόν της, οι κάλτσες της, τα παπούτσια της, ήταν στο κρεββάτι, καθώς και η τσάντα και τα γάντια της.  Υπήρχε μάλιστα το μαντώ που φορούσε πάνω από το ταγιέρ όταν ψύχραινε ο καιρός και μια τετράγωνη σάρπα για το λαιμό.  Καμιά όμως ζώνη ή σλιπ.  Ντύθηκε αργά, ξετυλίγοντας τις κάλτσες της πάνω από το γόνατο, δίχως να φορέσει τη ζακέττα της, γιατί έκανε πολλή ζέστη μέσα στο κελλί της.  Τη στιγμή εκείνη μπήκε μέσα ο άντρας που της είχε εξηγήσει τι θα απαιτούσαν από αυτήν.  Έλυσε το κολλιέ και τα βραχιόλια που εδώ και δυο εβδομάδες την κρατούσαν αιχμάλωτη.  Μήπως είχε λυτρωθε; ή της είχε λείψει κάτι;  Δεν είπε τίποτε, μόλις τολμώντας να περάσει τα χέρια της στους καρπούς της, ενώ φοβόταν να τα πλησιάσει στο λαιμό της.  Κατόπιν την παρακάλεσε να διαλέξει ανάμεσα σε πολλά όμοια δαχτυλίδια που της παρουσίασε σ΄ ένα μικρό ξύλινο κουτί, εκείνο που θα ταίριαζε στο δάχτυλό της.  Ήταν κάτι παράξενα σιδερένια δαχτυλίδια, που εσωτερικά ήσαν χρυσά, και για πέτρα είχαν ένα βαρύ και πλατύ σκάλισμα, φουσκωμένο, που παρουσίαζε μια ρόδα με τρεις ακτίνες, που κάθε μια έκλεινε με ένα σπιρωτό σχήμα.  Το δεύτερο δαχτυλίδι ήταν βαρύ στο χέρι της και το χρυσάφι του έλαμπε πάνω στο γκρι του γυαλισμένου μετάλλου.  Γιατί όμως το σίδερο, γιατί το χρυσάφι και τα σχέδια πάνω σ΄αυτά που δεν τα κατανοούσε;  Δεν μπορούσε να μιλήσει μέσα σ΄ αυτό το δωμάτιο με την κόκκινη ταπετσαρία όπου η αλυσσίδα κρεμόταν ακόμη πάνω από το κρεββάτι, όπου το μαύρο σκέπασμα σερνόταν άστρωτο καταγής, όπου ο υπηρέτης, ο Πέτρος, μπορούσε να μπει, θα έμπαινε, γελοίος με το κουστούμι όπερας, μέσα στο θαμπό φως του Νοέμβρη.  Γελιόταν.  Ο Πέτρος δεν μπήκε.  Ο Ρενέ της φόρεσε το ταγιέρ, καθώς και τα μακρυά γάντια.  Πήρε το φουλάρ της, τη τσάντα της, και στο χέρι, το μαντώ της.  Τα τακούνια της έκαμαν στο πλακόστρωτο λιγότερο θόρυβο από όσον έκαναν τα πασούμια της, οι πόρτες ήταν κλειστές, ο προθάλαμος άδειος.  Η Ο κρατούσε τον εραστή της από το χέρι.  Ο άγνωστος που τους συνόδευε άνοιξε τις γρίλλιες που η Ιωάννα έλεγε πως ήταν ο φράχτης και που δεν τον φύλαγαν πια ούτε υπηρέτες, ούτε σκυλιά.  Ανασήκωσε μια από τις με πράσινο βελούδο κουρτίνες και πέρασαν οι δυο τους μαζί.  Η κουρτίνα ξανάπεσε.  Ακούστηκε ο φράχτης που ξανάκλεινε.  Μείναν μόνοι σ΄ ένα άλλο προθάλαμο, που έβγαινε στο πάρκο.  Δεν είχαν πια παρά να κατέβουν τα σκαλοπάτια, όπου η Ο ανεγνώρισε το αμάξι που τους είχε φέρει.  Κάθισε πλαι στον εραστή της, που ήταν στο τιμόνι και ξεκίνησαν.  Όταν βγήκαν από το πάρκο, που η μεγάλη πόρτα ήταν ορθάνοιχτη, έπειτα από λίγες εκατοντάδες μέτρα, σταμάτησε για να την φιλήσει.  Ήταν ακριβώς λίγο πριν από ένα μικρό και ήσυχο χωριό που το διέσχισαν φεύγοντας.  Η Ο κατόρθωσε να διαβάσει πάνω στην οδική ένδειξη:  Ρ ο υ α σ σ ύ.

 

 

  ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΟΥ ΡΟΥΑΣΣΥ    ΣΕΡ ΣΤΕΦΕΝ    Η ΑΝΝΑ-ΜΑΡΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΡΙΚΟΙ    Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ
 

 

 
    * ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΤΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ *              * Ε Ξ Ο Δ Ο Σ *