![]() |
||
ΣΕΡ ΣΤΕΦΕΝ
Το διαμέρισμα όπου έμενε η Ο, βρισκόταν στο νησί Σαίν-Λουϊ, στο υπόγειο ενός παλαιού σπιτιού προσανατολισμένο στα νότια, προς τη πλευρά του Σηκουάνα. Τα δωμάτια είχαν φεγγίτες, πλατιά και χαμηλά, και όσα ήταν στη πρόσοψη, δηλαδή δυο, είχαν μπαλκόνια που προβάλλαν από το επικλεινές της στέγης. Ένα από αυτά ήταν το δωμάτιο της Ο. Το άλλο, που χρησίμευε για σαλόνι και γραφείο, είχε στον ένα του τοίχο ράφια με βιβλία, που πλαισίωναν το τζάκι. Απέναντι από τα δυο παράθυρα του είχε ένα μεγάλο ντιβάνι και απέναντι από το τζάκι ένα μεγάλο παλιού στυλ τραπέζι. Έτρωγαν εκεί, όταν η μικρή σάλα, ντυμένη σε πράσινο σκούρο, που έβλεπε στην εσωτερικήν αυλή, ήταν πράγματι αρκετά μικρή για τους καλεσμένους. Ένα άλλο δωμάτιο, πάλι στην αυλή, το χρησιμοποιούσε ο Ρενέ για να τακτοποιεί τα ρούχα του και να ντύνεται. Η Ο μοιραζόταν μαζί του το κίτρινο μπάνιο και τη μικροσκοπική κουζίνα που ήταν και αυτή κίτρινη. Μια βοηθός ερχόταν κάθε μέρα. Τα δωμάτια που βλέπαν στην αυλή είχαν κόκκινα τετράγωνα μωσαϊκά που σκέπαζαν τα σκαλοπάτια και τα κεφαλόσκαλα, έπειτα από το δεύτερο πάτωμα, καθώς τα παλιά παρισινά σπίτια. Αναβλέποντάς τα η Ο αισθάνθηκε ένα σοκ στην καρδιά της: ήταν ακριβώς τα ίδια καρρώ όπως των διαδρόμων του Ρουασσύ. Το δωμάτιο της ήταν μικρό, τα κλειστά ριντώ ροζ και μαύρα, η φωτιά έκαιγε πίσω από το μεταλλικό σύρμα, το κρεββάτι ήταν στρωμένο, η κουβέρτα τακτοποιημένη. «Σου
αγόρασα ένα νάυλον πουκαμισάκι, είπε ο
Ρενέ, γιατί δεν έχεις τέτοιο».
Και πραγματικά, ένα πουκαμισάκι από
άσπρο νάυλον, διπλωμένο και λεπτό σαν
τα φορέματα των μικρών αιγυπτιακών
αγαλμάτων, και σχεδόν διαφανές, ήταν
ανοιχτό στο κρεββάτι, από το μέρος που
κοιμόταν η Ο.
Το σφίγγαν στη μέση με μια λεπτή
ζώνη και το νάυλον ήταν τόσο λεπτό που
οι προεξοχές του στήθους το χρωμάτιζαν
ροζ.
Όλα, εκτός από τις κουρτίνες και το
πανώ από το ίδιο ύφασμα όπου ακουμπούσε
το επάνω μέρος του κρεββατιού και οι
δυο μικρές χαμηλές πολυθρόνες
σκεπασμένες από το ίδιο ύφασμα, όλα
ήσαν άσπρα σε τούτο το δωμάτιο: οι
τοίχοι, το κρεββάτι και τα
αρκουδοδέρματα που ήσαν κατά γης.
Καθισμένη μπροστά στη φωτιά, στο
λευκό της δωμάτιο, η Ο άκουγε τον εραστή
της.
Της είπε πρώτα απ΄ όλα πως δεν
έπρεπε να θεωρείται στο εξής ελεύθερη.
Και φυσικά ήταν ελεύθερη να μην
εξακολουθήσει να τον αγαπά και να τον
εγκαταλείψει αμέσως.
Αλλά αν τον αγαπούσε, δεν
διατηρούσε, κατά τίποτε, την ελευθερία
της.
Τον άκουγε δίχως να λέγει λέξη,
σκεπτόμενη ότι ήταν πολύ ευτυχισμένη
και θα ήθελε ν΄ αποδείξει στον ίδιο της
τον εαυτό, αδιάφορο με ποιο τρόπο, πως
του ανήκε, και ότι δεν ήταν τόσο αφελής, να πιστεύει πως
τούτο το δόσιμο βρισκόταν πολύ πέρα από
κάθε δοκιμασία. Να
το υπελόγιζε άραγε και δεν το έδειχνε,
γιατί αισθανόταν μια πρόσθετη
ευχαρίστηση; Έβλεπε
τη φωτιά. Καθώς
εκείνος μιλούσε δεν τολμούσε ν΄
αντικρύσει το βλέμμα του, καθώς ήταν
όρθιος και πηγαινοερχόταν μέσα στο
δωμάτιο. Ξαφνικά
της είπε πως ήθελε πρώτα απ΄ όλα να
ξέσφιγγε τα γόνατά της και να έλυνε τα
χέρια της. Γιατί
ήταν πάνω στα ενωμένα γονατά της και με
τα χέρια δεμένα γύρω από τα γόνατά της.
Ανεσήκωσε τότε το υποκαμισάκι της,
και περίμενε, καθισμένη πάνω στα γόνατά
της, καθώς κάνουν οι Καρμελίτες ή οι
Γιαπωνέζοι. Μονάχα
που καθώς τα γόνατά της ήταν ανοιγμένα,
ένοιωθε ανάμεσα από τα μισάνοιχτα
μπούτια της, το ελαφρύ οξύ γαργάλισμα
της άσπρης γούνας. Εκείνος
επέμενε: δεν άνοιγε αρκετά τα πόδια της.
Οι λέξεις «ά ν ο ι ξ ε» και η έκφραση
«ά ν ο ι ξ ε τ ι
ς γ ά μ π ε ς σ
ο υ» φορτίζοταν στο στόμα του εραστού
της με τόση ταραχή και δύναμη που δεν
τις άκουγε ποτέ, δίχως να νοιώσει ένα
είδος εσωτερικού προσκυνήματος, ιερής
υποταγής, ωσάν ένας θεός, κι όχι εκείνος,
να είχε μιλήσει. Παρέμεινε
λοιπόν ακίνητη και τα χέρια της, με τις
παλάμες ανοιχτές προς τα επάνω,
κρεμόταν δεξιά κι αριστερά στα γόνατά
της. Αυτό που
της ζητούσε ο εραστής της ήταν απλό: να
είναι πάντα και άμεσα προσιτή.
Δεν του αρκούσε να γνωρίζει ποια
ήταν, έπρεπε και να το πραγματοποιεί,
δίχως το παραμικρό εμπόδιο, ώστε ο
τρόπος που θα στεκόταν κι έπειτα τα
φοράματά της, να την μετατρέπουν σε
σύμβολο για τα έμπειρα μάτια.
Τούτο εσήμαινε, σύνεχισε, δυο
πράγματα. Το
πρώτο, που το εγνώριζε και είχε
ειδοποιηθεί από την πρώτη ημέρα της
αφίξεώς της στον πύργο: τα γόνατά της
που δεν έπρεπε να τα σταυρώσει και τα
χείλη της που έπρεπε να παραμένουν
ανοιχτά. Πίστευε,
βέβαια πως τούτο δεν ήταν τίποτε (και το
πίστευε πραγματικά), θα έβλεπε τότε, πως
αντίθετα χρειαζόταν για να
συμμορφώνεται σε τούτη τη πειθαρχία,
μια συνεχής προσπάθεια προσοχής, που θα
της θύμιζε, στο μυστικό που μοιραζότανε
μαζί του, ίσως και μερικά άλλα, όμως
ανάμεσα σε συνηθισμένες φροντίδες και
ανάμεσα σε όσους δεν το γνώριζαν, την
πραγματικότητα της θέσεώς της.
Όσο για τα φορέματά της, ας φρόντιζε
η ίδια για την εκλογή τους ή εν ανάγκη
να τα εφεύρισκε έτσι ώστε το μισόγυμνο
τούτο όπου την είχε υποχρεώσει καθώς
μέσα στο αμάξι που την έφερνε στο
Ρουασσύ, θα φαινόταν όχι πια αναγκαίο.
Την επομένη θα έκαμε την επιλογή,
στις ντουλάπες της, για τα φουστάνια
της, στα συρτάρια για τα εσώρουχα, θα
της άφηνε όλα όσα θα ΄βρισκε από ζώνες
και σλιπς. Επίσης
σουτιέν όμοια μ΄ εκείνο που για να της
βλέπουν το στήθος έπρεπε να το κόψουν,
τα κομπιναιζόν που το άνω μέρος σκέπαζε
τα στήθη, οι μπλούζες και οι φούστες που
δεν άνοιγαν από εμπρός, οι στενές, παρά
πολύ στενές, φούστες, για να μην μπορούν
να σηκωθούν με μια μονάχα κίνηση. Ας παρέγγελνε άλλα σουτιέν, άλλες
μπλούζες, άλλες φούστες.
Από εδώ και εμπρός θα πήγαινε στην
κορσεδού της με γυμνά τα στήθη κάτω από
τη μπλούζα της; Ναι,
θα πήγαινε με γυμνά τα στήθη.
Αν κάποιος το πρόσεχε, θα το
εξηγούσε όπως αυτή το νόμιζε, ή δεν θα
το εξηγούσε; Αυτό
αφορούσε μονάχα την ίδια.
Τώρα, για ό,τι έμεινε να της διδάξει,
εκείνος θεώρησε πως έπρεπε να
περιμένει μερικές ημέρες και
επιθυμούσε να ντυθεί όπως θα ΄πρεπε να
είναι. Θα
εύρισκε στο μικρό συρτάρι της
τουαλέτας όσο χρήμα θα είχε ανάγκη.
Όταν σιώπησε, εκείνη ψιθύρισε «σ΄
αγαπώ» δίχως να κάνει τη παραμικρή
κίνηση. Εκείνος
ξανάβαλε ξύλα στη φωτιά, άναψε τη λάμπα
δίπλα στο κομοδίνο της από ροζ οπαλίνα.
Είπε τότε στην Ο να ξαπλώσει και να
τον περιμένει και πως θα κοιμόταν μαζί
της. Όταν
επέστρεψε, η Ο άπλωσε το χέρι της για να
σβύσει το φως: ήταν το αριστερό χέρι και,
το τελευταίο πράγμα που είδε πριν το
σκοτάδι εξαφανίσει τα πάντα, ήταν η
σκοτεινή λάμψη του σιδερένιου
δαχτυλιδιού της. Ήταν
ξαπλωμένη στο πλευρό.
Την ίδια στιγμή ο εραστής της είπε
τ΄ όνομά της με μια φωνή μπάσσου και
άρπαξε με τη παλάμη του το κάτω μέρος
του υπογαστρίου, φέρνοντάς την προς το
μέρος του. Την επομένη, όταν ακριβώς
έμεινε η Ο, μόνη, με
ρ ό μ π ν
τ έ σ ά μ π ρ,
στην πράσινη τραπεζαρία – ο Ρενέ είχε
φύγει πολύ νωρίς και δεν επρόκειτο να
επιστρέψει παρά αργά το βράδυ για να
δειπνήσουν κάπου έξω – χτύπησε το
τηλέφωνο. Το
τηλέφωνο ήταν στο δωμάτιο κοντά στο
κρεββάτι, κάτω από τη λάμπα.
Η Ο κάθισε καταγής για να πάρει το
ακουστικό. Ήταν
ο Ρενέ, που ήθελε να μάθει αν η υπηρεσία
είχε φύγει. Ναι, μόλις, σέρβιρε το πρόγευμα
και δεν θα ξαναγύριζε παρά την επομένη
το πρωϊ. «Άρχισες
να διαλέγεις τα φορέματά σου;» είπε ο
Ρενέ. –Θ΄
άρχιζα μόλις, απάντησε εκείνη, αλλά
ξύπνησα πολύ αργά, έκανα μπάνιο και δεν
ετοιμάσθηκα παρά για το μεσημέρι.
–Είσαι ντυμένη;
-Όχι, φορώ την νυχτικιά μου και τη
ρόμπ ντέ σάμπρ. –Άφησε
το ακουστικό, βγάλε τη ρόμπα σου και τη
νυχτικιά». Η Ο
υπάκουσε, τόσο όμως ήταν ταραγμένη που
το ακουστικό γλύστρησε από το κρεββάτι.
Το τοποθέτησε πάνω στο λευκό χαλί.
Νόμιζε πως έγινε διακοπή.
Όχι, δεν έγινε. «Είσαι
γυμνή;», επανέλαβε ο Ρενέ.
–Ναι, είπε, αλλά από που μου
τηλεφωνείς; Δεν
απάντησε στο ερωτημά της, προσθέτοντας
μονάχα: «Κράτησες το δαχτυλίδι σου;».
Ναι, το φορούσε. Τότε της είπε να μείνει όπως ήταν
ως ότου γυρίσει και να ετοιμάσει έτσι
τη βαλίτσα με τα φορέματα που ήθελε να
τα ξεφορτωθεί. Κατόπιν
σταμάτησε τη συνδιάλεξη.
Ήταν περασμένη η μία μετά το
μεσημέρι. Λίγος
ήλιος φώτιζε, πάνω στο χαλί, την άσπρη
νυχτικιά και το φόρεμα από βελούδο
κοτλέ, σε πράσινο ανοιχτό, καθώς είναι
τα φρέσκα αμύγδαλα, που άφησε να
γλυστρήσουν από το σώμα της η Ο.
Τα μάζεψε και τα πήγε στο λουτρό,
τοποθετώντας τα σ΄ ένα ντουλάπι.
Στο πέρασμά της, ένας από τους
καθρέφτες πάνω στην πόρτα, που
σχημάτιζε με τον τοίχο και μιαν άλλη
πόρτα σκεπασμένη με καθρέφτη, ένα
μεγάλο καθρέφτη με τρεις όψεις, που
πρόβαλε ξαφνικά την εικόνα της:
δεν φορούσε παρά τα πασούμια, σε
χρώμα πράσινο σκούρο και το δαχτυλίδι.
Δεν φορούσε ούτε κολλιέ, ούτε
δερμάτινα βραχιόλια, και ήταν μόνη,
μόνος θεατής του εαυτού της.
Ποτέ όμως δεν είχε αισθανθεί τόσο
ολοκληρωτικά δοσμένη σε μια θέληση έξω
από τη δική της, τόσο απόλυτα σκλάβα, κι
ακόμη πιο ευτυχής γιατί ήταν η σκλάβα
του. Όταν
έσκυβε για ν΄ ανοίξει κάποιο συρτάρι,
έβλεπε τα στήθη της να κινούνται
τρυφερά. Χρειάσθηκε
περίπου δυο ώρες να τακτοποιήσει πάνω
στο κρεββάτι της τα φορέματα που θα
΄πρεπε αργότερα να βάλει στη βαλίτσα.
Για τα σλιπ, και ήταν αυτονόητο,
έκαμε μ΄ αυτά μια μικρή στήλη πλάι σ΄
ένα μικρό κίονα. Για
τα σουτιέν της, θα τα ΄παιρνε όλα: ήταν
σταυρωτά στην πλάτη και κουμπώναν στα
πλάγια. Και
αντελήφθηκε πως θα μπορούσε να κάνει το
ίδιο μοντέλο, αλλά τοποθετώντας το
άνοιγμα, μπροστά, στη μέση, ακριβώς στο
βαθούλωμα που έκαμαν τα δυο στήθη.
Οι ζώνες δεν την δυσκόλεψαν πολύ.
Εδίστασε πάντως αν έπρεπε να πάρει
το φόρεμα με γκεπύρ από ροζ σατέν, που
έδενε στην πλάτη κι έμοιαζε πολύ με τον
κορσέ που φορούσε στο Ρουασσύ.
Το έβαλε χωριστά στο κομοδίνο της.
Ο Ρενέ θα αποφάσιζε επίσης και για
τ΄ άλλα φορέματα που ήταν σφιχτά στο
λαιμό και δεν ανοίγαν. Όμως μπορούσαν ν΄ ανασηκωθούν κι
από τη μέση κι επάνω για να λεφτερώσουν
τα στήθη. Αντίθετα
όλες οι κομπιναιζόν, ήταν στοιβαγμένες
πάνω στο κρεββάτι. Στο συρτάρι έμεινε μονάχα μια
φούστα σχιστή στα πλάγια γαρνιρισμένη
με ένα βολάν πλισσέ και μικρές
δαντέλλες, που χρησίμευε σαν μισοφώρι,
από μαύρο μαλλί πάρα πολύ ελαφρό, για να
μην καταντά διαφανές.
Χρειαζόταν κι άλλες φούστες,
φωτεινές και κοντές.
Πρόσεξε πως θα ΄πρεπε ακόμη ή να
εγκαταλείψει τα ίσια φορέματα, ή να
διαλέξει μοντέλα από ρόμπ μαντώ
κουμπωμένα από πάνω ως κάτω.
Και τότε θα έραβε μια φόδρα που θα
΄νοιγε κι αυτή καθώς το ίδιο το φόρεμα.
Για όλα τ΄ άλλα ήταν εύκολο, όμως
για τα εσώρουχά της, τι θα ΄λεγε η
μοδίστρα της; Θα
της εξηγούσε ότι ήθελε μια κινητή φόδρα,
γιατί ήταν ευαίσθητη στο κρύο.
Και πράγματι ήταν ευαίσθητη.
Διερωτήθηκε ξαφνικά πως, τόσο λίγο
προφυλαγμένη θα μπορούσε άραγε να
υποφέρει το χειμερινό κρύο;
Όταν επιτέλους τελείωσε, και
κράτησε απ΄ όλόκληρη τη ντουλάπα μόνο
τις μπλούζες της, αυτές που κούμπωναν
πίσω από το κεφάλι, τη μαύρη πλισσέ της
φούστα, τα παλτά της ασφαλώς, και το
κοστούμι που φορούσε σπίτι από το
Ρουασσύ, πήγε να ετοιμάσει το τσάι.
Στην κουζίνα άναψε τον θερμοσίφωνα.
Η υπηρεσία δεν ξαναγέμισε το πανέρι
με ξύλα, κοντά στη φωτιά.
Γέμισε το καλάθι, το ΄φερε κοντά στο
τζάκι του σαλονιού, και άναψε τη φωτιά.
Έτσι, όπως ήταν, τυλιγμένη πάνω σε
μια μεγάλη πολυθρόνα, με τον δίσκο του
τσαγιού, ξαναγύρισε.
Αλλά τούτη τη φορά τον περίμενε
γυμνή όπως την είχε διατάξει. Η πρώτη δυσκολία που συνάντησε
η Ο ήταν στο επάγγελμά της.
Δυσκολία που δεν περιγράφεται.
Πιο σωστά θα λέγαμε, κατάπληξη.
Η Ο εργαζόταν στο τμήμα μόδας ενός
φωτογραφικού πρακτορείου.
Τούτο εσήμαινε ότι εργαζόταν στο
στούντιο όπου επόζαραν, ώρες ολόκληρες,
τα παράξενα και τα πιο ωραία μανεκέν,
διαλεγμένα από τους οίκους ραπτικής
για να στολίσουν τα μοντέλα τους.
Παραξενεύτηκαν.
Εξεπλάγησαν το ότι η Ο είχε
παρατείνει τις διακοπές της τόσο αργά
και είχε απουσιάσει ακριβώς στην εποχή
όπου η δραστηριότης ήταν πλέον έντονη,
όταν θα παρουσίαζαν τη νέα μόδα.
Τούτο όμως δεν ήταν τίποτε.
Τους έκανε εντύπωση το πόσο είχε
αλλάξει. Με την
πρώτη ματιά δεν ήξερε κανείς σε τι και
πως; Όμως ο
καθένας το αισθανόταν τούτο και όσο την
παρατηρούσε, όλο και περισσότερο
επείθετο. Στεκόταν
πλέον ευθυτενής, το βλέμμα της ήταν πιο
καθαρό. Εκείνο
που προξενούσε εντύπωση ήταν η
τελειότητα της ακινησίας της και το
μέτρο στις χειρονομίες της.
Ντυνόταν πάντα πολύ απλά, καθώς οι
κοπέλες που εργάζονται, όταν η δουλειά
τους μοιάζει με τη δουλειά των αντρών.
Όμως κι αν ήθελε με επιδεξιότητα ν΄
αποφύγει κάθε έλεγχο, οι άλλες κοπέλες
που αποτελούσαν άλλωστε το αντικείμενο
της εργασίας της, είχαν σαν ασχολία
αλλά και επιδίωξη τα φορέματα, τα
κοσμήματα, γρήγορα παρατήρησαν αυτό,
που γι΄ άλλα μάτια, εκτός από τα δικά
τους, θα περνούσε απαρατήρητο.
Το φόρεμα που φορούσε κατάσαρκα,
και που ιχνογραφούσαν, τόσο γλυκά τα
στήθη – ο Ρενέ της επέτρεψε τελικά να
το φορέσει – οι πτυχωτές φούστες που
τόσο εύκολα στροβιλίζονταν, έδιναν
κάπως την εντύπωση μιας διακριτικής
στρατιωτικής στολής. Η Ο τα φορούσε συχνά.
«Πολύ νέα κοπέλα», της είπε κάποια
μια μέρα, πειρακτικά, ένα ξανθό μανεκέν
με πράσινα μάτια, με ψηλά τα μήλα των
παρειών, καθώς οι Σλάβοι με το
σκουρόχρωμο δέρμα τους.
«Αλλά, πρόσθεσε, έχετε άδικο να
φοράτε καλτσοδέτες. Θα χαλάσετε τα πόδια σας».
Και τούτο συνέβη γιατί η Ο, δίχως να
το προσέξει κάθισε λοξά, στην άκρη μιας
μεγάλης πέτσινης πολυθρόνας.
Η κίνησή της προκάλεσε το τίναγμα
της φούστας. Η
κοπέλα είχε αντιληφθεί την αστραπή της
γυμνής γάμπας, πάνω από ττην
κατεβασμένη καλτσοδέτα, που σκέπαζε τα
γόνατα και σταμάτησε ευθύς αμέσως.
Η Ο την είδε να χαμογελά, τόσο
παράξενα, σαν να διερωτάτο, τι
αναρωτιόταν εκείνη και τι προς στιγμήν
είχε φαντασθεί ή ίσως είχε καταλάβει.
Τέντωσε τις κάλτσες, την μια έπειτα
από την άλλη και τούτο ήταν πιο δύσκολο
παρά όταν ήταν ήδη ανεβασμένες ως τα
μπούτια της και τις συγκρατούσαν οι
ζαρτιέρες. Απήντησε,
σαν να ήθελε να δικαιολογηθεί στη
Ζακελίν -Δεν μ΄
αρέσουν οι ζώνες», απάντησε η Ο.
Η Ζακελίν όμως δεν την άκουγε και
κοίταζε πάντα το σιδερένιο δαχτυλίδι. Μέσα σε λίγες ημέρες, η Ο
φωτογράφησε την Ζακελίν σε καμιά
πενηνταριά πόζες. Δεν
μοιάζαν με καμιά από τις προγούμενες.
Ποτέ της, ίσως, δεν είχε συναντήσει
τέτοιο μοντέλο. Όπως
κι αν έχει το πράγμα, δεν απέσπασε ποτέ
από κανένα πρόσωπο ή σώμα τόση
εκφραστικότητα. Κι
όμως δεν επρόκειτο παρά να καταστούν
ωραιότερα τα μετάξια, τα γουναρικά, οι
δαντέλλες με τη ξαφνική, μαγευτική
ομορφιά που αποκτούσαν όλα τούτα, από
την απλή μπλούζα ως το πολυτελέστατο
βιζόν. Τα
μαλλιά της ήταν κοντά κομμένα, πυκνά
και ξανθά, μόλις οντουλαρισμένα.
Σε κάθε της λέξη έγερνε λίγο το
κεφάλι προς τον αριστερό ώμο και
ακουμπούσε το μάγουλο στον ανασηκωμένο
γιακά του γουναρικού.
Η Ο την είδε κάποτε έτσι,
χαμογελαστή και τρυφερή, τα μαλλιά
ελαφρά ανασηκωμένα σαν να τα ώθησε μια
ανεπαίσθητη ριπή ανέμου, και το γλυκό
και σκληρό μάγουλο της να στηρίζεται
στο γαλάζιο βιζόν, γκρι και τρυφερό σαν
τη νωπή στάχτη από το ξύλο που έκαιγε
στο τζάκι. Μισάνοιγε
τα χείλη και μισόκλεινε τα μάτια.
Κάτω από το λαμπρό και παγωμένο
νερό της φωτογραφίας, θα ΄λεγε κανείς
πως ήταν ευτυχισμένη, πνιγμένη, χλωμή,
τόσο χλωμή. Η Ο
έβγαλε ένα αντίγραφο της φωτογραφίας
στο πιο ελαφρό γκρίζο τόνο. Έβγαλε και μια άλλη φωτογραφία
της Ζακελίν που την συγκλόνισε ακόμα
περισσότερο: απέναντι στο φως, με
γυμνούς τους ώμους, το μικρό λεπτό
κεφαλάκι της τυλιγμένο καθώς και το
πρόσωπο μέσα σε μια μαύρη τουαλέτα με
αραιό πλέξιμο, φορώντας μια γελοία
διπλή εγκρέτα, που τα αδιόρατα νήματα
τη στεφάνωναν σαν να ‘τανε καπνός.
Φορούσε μια πελώρια μεταξωτή ρόμπα
από βαρύ κεντημένο μετάξι, κόκκινη σαν
τουαλέτα νύφης του Μεσαίωνα, που την
κάλυπτε ως τα πόδια, απλωνόταν στους
γοφούς, την έσφιγγε στη μέση και
διέγραφε το στήθος.
Ήταν αυτό που οι ράπτριες αποκαλούν
«τ ο υ α λ έ τ α ν
τ έ γ κ α λ ά»
και που ποτέ κανείς δεν φοράει. Από κόκκινο μετάξι ήταν επίσης τα
σανδάλια με πολύ υψηλά τακούνια.
Και όσην ώρα η Ζακελίν στεκόταν
μπροστά στην Ο με τούτο το φόρεμα, και
τούτα τα σανδάλια, και τούτη τη
τουαλέτα – σαν μια προφητεία μάσκας -, η
Ο συμπλήρωνε μέσα της, τροποποιούσε
μέσα της το μοντέλο: τόσο λίγο όμως –
πιο σφιγμένη η μέση, πιο προσφερόμενα
τα στήθη – και ήταν το ίδιο φόρεμα όπως
στο Ρουασσύ, το ίδιο που φορούσε η
Ιωάννα, το ίδιο βαρύ, γυαλιστερό,
τσακιστό μετάξι που ανασηκώνεις με τα
δυο σου χέρια, όταν σου λένε... Ναι, με τα δυο της χέρια το
ανεσήκωνε η Ζακελίν, για να κατεβεί από
την πλατφόρμα όπου, επόζαρε εδώ κι ένα
τέταρτο. Ήταν
το ίδιο θρόισμα ξηρών φύλλων.
Κανείς άραγε δεν φορά τούτα τα
φορέματα «γκαλά»; Και
βέβαια. Η
Ζακελίν είχε κι αυτή στο λαιμό, ένα
σφιχτό χρυσό κολλιέ και τους καρπούς
δυο χρυσά βραχιόλια. Η Ο σκέφθηκε πως η Ζακελίν θα ήταν
ομορφότερη με ένα κολλιέ δερμάτινο και
δερμάτινα βραχιόλια.
Και τούτη τη φορά, κάτι που ποτέ ως
τώρα δεν το είχε κάνει, ακολούθησε τη
Ζακελίν στο μεγάλο δωμάτιο κοντά στο
στούντιο, όπου τα μοντέλα ντυνόταν και
μακιγιάρονταν, άφηναν τα ρούχα τους και
τα κοκκινάδια της δουλειάς όταν
φεύγανε. Στάθηκε
όρθια στην πόρτα, τα μάτια καρφωμένα
στον καθρέφτη, όπου είχε καθίσει η
Ζακελίν δίχως να βγάλει το ρούχο της.
Ο καθρέφτης ήταν τόσο μεγάλος –
κατελάμβανε το βάθος του τοίχου, ενώ το
τραπεζάκι ήταν από γυαλί μαύρο – ώστε
έβλεπε ταυτόχρονα, τη Ζακελίν, τον
εαυτό της και την εικόνα της κομμώτριας
που της έβγαζε τις εγκρέτες και το
τούλι. Η Ζακελίν αφαίρεσε μόνη της το
κολλιέ και τ΄ ανασηκωμένα μπράτσα της
έμοιαζαν με δυο λαβές αγγείου.
Λίγος ιδρώτας έλαμπε κάτω από τις
αποτριχωμένες μασχάλες της (γιατί,
σκέφθηκε η Ο, τι κρίμα, είναι τόσο
ξανθιά) και η Ο αισθάνθηκε τη βαριά και
λεπτή οσμή, κάπως φυτική, και διερωτήθη
ποιο άραγε άρωμα να χρησιμοποιούσε η
Ζακελίν – ποιο άρωμα έπρεπε να βάλουν
στη Ζακελίν. Κατόπιν η Ζακελίν έβγαλε τα
βραχιόλια της, τ΄ άφησε επάνω στο
γυάλινο τραπεζάκι, όπου, για μια στιγμή
ακούστηκε σαν ένας θόρυβος από
αλυσσίδες. Ήταν
τόσο φωτεινά τα μαλλιά της όσο
μελαχροινό ήταν το δέρμα της, μπεζ σαν
τη λεπτή άμμο όταν μόλις έχει αποσυρθεί
το κύμα από πάνω της.
Στη φωτογραφία το κόκκινο μετάξι θα
έβγαινε μαύρο. Εκείνη
ακριβώς τη στιγμή, τα πυνκά βλέφαρα, που
η Ζακελίν έβαζε παρά τη θέλησή της,
ανασηκώθηκαν, και η Ο συνάντησε μέσα
στον καθρέφτη το τόσο ευθύ, τόσο
ακίνητο βλέμμα της που ενώ δεν μπορούσε
να αποσπάσει από πάνω του το δικό της
βλέμμα, αισθανόταν να κοκκινίζει σιγά
– σιγά. Αυτό ήταν όλο
«Με συγχωρείτε, είπε η Ζακελίν,
πρέπει να γδυθώ». «Συγνώμη»,
ψυθίρισε η Ο, και ξανάκλεισε την πόρτα.
Την επομένη πήρε μαζί της τα
δοκίμια των κλισσέ που έβγαλε την
προηγούμενη, δίχως να γνωρίζει αν
επιθυμούσε ή όχι, να τα δείξει στον
εραστή της, αφού θα ΄βγαινε μαζί του
απόψε να δειπνήσουν.
Την ώρα που μακιγιάρονταν μπροστά
στον καθρέφτη του δωματίου της, κοίταζε
τις φωτογραφίες και, διέκοπτε για να
παρακολουθήσει με το δάχτυλο πάνω στη
φωτογραφία, τη γραμμή ενός φρυδιού, το
σχέδιο ενός χαμόγελου.
Όταν όμως άκουσε το θόρυβο του
κλειδιού στην κλειδαριά, τις έκρυψε στο
συρτάρι. Η Ο, εδώ και δυο εβδομάδες, πάντα
καλοντυμένη – αν και δεν ήταν τούτο
στις συνήθειες της – βρήκε ένα βράδυ
επιστρέφοντας από το στούντιο ένα
σημείωμα του εραστή της που την
παρακαλούσε να είναι έτοιμη στις οκτώ,
για να φάνε έξω μαζί με έναν από τους
φίλους του. Ένα
αμάξι θα περνούσε να την πάρει κι ο
σωφέρ θ΄ ανέβαινε να την ζητήσει.
Το υστερόγραφο καθόριζε πως έπρεπε
να πάρει μαζί της το γούνινο σακάκι της,
να έβαζε κατάμαυρο φόρεμα (το
κ α τ ά μ α υ ρ ο ήταν
υπογραμμισμένο), και να φροντίσει να
μακιγιαριστεί και να βάλει άρωμα όπως
στο Ρουασσύ. Η
ώρα ήταν έξι. Κατάμαυρα ντυμένη και για δείπνο
– ήταν κατά τα μέσα Δεκεμβρίου – έκανε
κρύο, και τούτο εσήμαινε κάλτσες από
μαύρο νάυλον, μαύρα γάντια και με
φούστα πλισσέ που άνοιγε σαν βεντάλια ή
το με ανοιχτό κορσάζ φόρεμα σαν και
αυτά που φορούσαν οι άντρες στον 16ον
αιώνα, που υπεγράμμιζε έντονα το στήθος
της. Της φάνηκε
τόσο παράξενο, μόλις τακτοποίησε τα
φορέματά της πάνω στο κρεββάτι και κάτω
τα μαύρα σκαρπίνια της, με το λεπτό σαν
βελόνα τακούνι, ότι έννοιωθε ελεύθερη
και μόνη στο δικό της λουτρό, να
περιποιείται τον εαυτό της καθώς στο
Ρουασσύ. Το
μακιγιάζ που χρησιμοποιούσε δεν ήταν
σαν αυτά του πύργου.
Βρήκε στο συρτάρι της τουαλέτας της,
ρουζ πυκτό για τα μάγουλα – αν και δεν
έβαζε ποτέ – και μ΄ αυτό υπεγράμμισε το
φωτοστέφανο του στήθους της.
Ήταν ένα ρουζ που μόλις διακρινόταν
όταν το έβαζαν και που αργότερα
σκούραινε. Ενόμισε,
αρχικά, ότι είχε βάλει πολύ και το
έσβυνε με λίγο οινόπνευμα – έσβυνε
μάλλον δύσκολα – και ξανάρχισε: ένα
σκούρο ροζ παπαρούνας άνθισε στην άκρη
των στηθιών της. Μάταια
προσπάθησε να βάψει μ΄ αυτό τα χείλη
που κρυβόταν στο υπογάστριό της.
Εκεί δεν έπιανε.
Βρήκε τέλος, ανάμεσα στα διάφορα
σωληνάρια από ρουζ για τα χείλη, που τα
είχε μέσα στο ίδιο συρτάρι, ένα από αυτά
τα ρουζ (τα μεταφιλικά) που δεν τα
χρησιμοποιούσε γιατί ήταν πολύ ξερά,
και σημάδευαν το στόμα για πολλή ώρα.
Για εκεί, ήταν κατάλληλο.
Έσιαξε τα μαλλιά της, το πρόσωπο κι
έβαλε άρωμα. Ο
Ρενέ της το είχε δώσει μέσα σ΄ ένα σπρέι
που το εξακόντιζε σε πυκνό νέφος.
Αγνοούσε τ΄ όνομά του.
Όμως μύριζε σαν ξερό ξύλο και φυτά
των λιμνών, στυφά και κάπως άγρια.
Το νέφος έλοιωνε και κυλούσε πάνω
στο δέρμα της, στο τρίχωμα της μασχάλης
και του υπογαστρίου, σε μικροσκοπικές
σταγόνες. Η Ο
είχε διδαχθεί στο Ρουασσύ τη βραδύτητα:
αρωματίσθηκε τρεις φορές, κι άφηνε κάθε
φορά το άρωμα να στεγνώνει επάνω της. Έβαλε πρώτα τις κάλτσες της και
τα ψηλά της παπούτσια, έπειτα το
μεσοφόρι, τη φούστα, τη ζακέτα.
Έβαλε τα γάντια της, πήρε τη τσάντα
της. Εκεί μέσα
έβαλε τη πούδρα της, το ρουζ, μια χτένα,
το κλειδί και χίλια φράγκα.
Έβγαλε από τη ντουλάπα τη γούνα,
κοίταξε την ώρα: ήταν οκτώ παρά τέταρτο.
Κάθισε λοξά στην άκρη του
κρεββατιού, και το βλέμμα της στραμμένο
προς το ξυπνητήρι, περίμενε δίχως να
κινείται, το κουδούνισμα. Όταν, τέλος το άκουσε και
σηκώθηκε για να φύγει παρατήρησε στον
καθρέφτη της τουαλέτας της, πριν σβήσει
το φώς, το τολμηρό, γλυκό και υπάκουο
βλέμμα της.
Όταν έσπρωξε την πόρτα του
μικρού ιταλικού εστιατορίου όπου είχε
σταματήσει το αυτοκίνητο, τον πρώτον
που είδε στο μπαρ, ήταν ο Ρενέ.
Της χαμογέλασε με τρυφερότητα, της
έπιασε το χέρι και στρεφόμενος προς ένα
είδος αθλητού με γκρίζα μαλλιά, τον
παρουσίασε αγγλιστί: Σερ Στέφεν Χ.
Της πρόσφεραν ένα ταμπουρέ ανάμεσα
στους δυο άντρες και καθώς έκαμε ν΄
ανέβει ο Ρενέ της είπε ψιθυριστά να
προσέχει μήπως τσαλακώσει το φόρεμά
της. Την
βοήθησε να βγάλει προς τα έξω τη φούστα
της κι εκείνη αισθάνθηκε στο δέρμα της
το ψυχρό δέρμα και το στρογγυλό μέταλλο
που το περιέβαλε. Μισοκάθισε
από φόβο μήπως καθίμενη κανονικά της
έλθει η επιθυμία να σταυρώσει τα γόνατά
της. Η φούστα
της απλωνόταν ολόγυρά της.
Το δεξί της τακούνι ήταν σκαλωμένο
σ΄ ένα από τα σίδερα του ταμπουρέ και η
άκρη του αριστερού ποδιού της
ακουμπούσε στη γη. Ο
Άγγλος, που χωρίς να πει λέξη είχε
υποκλιθεί μπροστά της, δεν την έχανε
από τα μάτια του. Παρετήρησε
ότι κοίταζε τα γόνατά της, τα χέρια της
και τέλος τα χείλη της, όμως τόσο ήρεμα
και με μια τόση λεπτομερειακή προσοχή
σίγουρη για τον εαυτό της, ώστε η Ο,
αισθάνθηκε ότι την ζύγιζαν σαν όργανο
– που γνώριζε τον προορισμό του, και
σαν εξαναγκασμένη από το βλέμμα του, κι
ας το πούμε, παρά τη δική της θέληση,
έβαλε τα γάντια της: γνώριζε ότι αυτός
θα μιλούσε μόλις θα είχε τα χέρια της
γυμνά – γιατί τα χέρια της ήταν
παράξενα, κι έμοιαζαν πιότερο με χέρια
αγοριού παρά με γυναικεία, και γιατί
έφερε στο μεσσαίο δάχτυλο το σιδερένιο
δαχτυλίδι με την τριπλή χρυσή στροφή.
Όμως δεν μίλησε, δεν είπε τίποτε.
Χαμογέλασε: είχε δει το δαχτυλίδι. Ο Ρενέ έπινε ένα Μαρτίνι, ο Σερ
Στέφεν ουϊσκι. Το
ήπιε αργά, περίμενε να πιει κι ο Ρενέ το
δεύτερο Μαρτίνι του καθώς και η Ο το
χυμό της που ο Ρενέ της είχε
παραγγείλει, εξηγώντας πως αν η Ο ήθελε
να τον ευχαριστήσει συμφωνόντας μαζί
του, θα πήγαιναν να γευματίσουν στην
αίθουσα του υπογείου, που ήταν πιο
μικρή και πιο ήσυχη από αυτήν του
ισογείου, που συνέχιζε το μπαρ. «Βεβαίως», είπε η Ο, παίρνοντας,
ταυτόχρονα, από το μπαρ τη τσάντα της
και τα γάντια. Τότε,
για να την βοηθήσει να κατέβει, ο Σερ
Στέφεν της έτεινε το δεξί χέρι, όπως κι
εκείνη έβαλε το δικό της και φιλώντας
το, επιτέλους, ήταν για να της πει, πως
είχε χέρια για να φορούν σίδερα, τόσο
πολύ της ταίριαζε το σίδερο.
Όμως καθώς τα έλεγε Αγγλικά, υπήρχε
ένα ελαφρό διφορούμενο στις λέξεις, και
δίσταζε κανείς αν έπρεπε να εννοήσει
μόνο το μέταλλο ή επρόκειτο – κυρίως –
για αλυσσίδες. Στην αίθουσα του υπογείου, που
ήταν ένα απλό υπόγειο, ασβεστωμένο αλλά
χαρούμενο και δροσερό, δεν υπήρχαν παρά
τέσσερα τραπέζια, που μόνο στο ένα
καθόταν πελάτες που σχεδόν τελείωναν
το φαγητό τους. Στους τοίχους, σαν τοιχογραφία,
ήταν ζωγραφισμένος ένας γαστρονομικός
και τουριστικός πίνακας της Ιταλίας, με
χρώματα απαλά όπως της βανίλιας, του
φυστικιού ή της πραλίνας με φρέσκια
κρέμα. Η Ο
σκέφθηκε πως θα ζητούσε ένα παγωτό μετά
το δείπνο. Αισθανόταν
ευτυχισμένη και ανάλαφρη, καθώς το
γόνατο του Ρενέ ακουμπούσε στο δικό της
κάτω από το τραπέζι, και όταν μιλούσε,
ήξερε πως μιλούσε για εκείνην. Κι εκείνος κοίταζε τα χείλη της.
Της επέτρεψαν να πάρει παγωτό, όχι
όμως και καφέ. Ο
Σερ Στέφεν παρακάλεσε την Ο και τον
Ρενέ να δεχθούν να πάρουν τον καφέ στο
σπίτι του. Όλοι
τους εδείπνησαν πολύ ελαφρά, και η Ο
αντελήφθηκε πως εφρόντισαν να μην
πιουν και να την αφήσουν να πει ακόμη
λιγότερο. Μισό μπουκάλι κιάντι οι τρεις
τους. Δείπνησαν επίσης γρήγορα: ήταν
μόλις εννιά. «Έδιωξα
τον οδηγό, είπε ο Σερ Στέφεν.
Θέλετε Ρενέ να οδηγήσετε εσείς;
Το απλούστερο είναι να πάμε κατ΄
ευθείαν στο σπίτι μου».
Ο Ρενέ κάθισε στο τιμόνι, η Ο κάθισε
πλάι του, ο Σερ Στέφεν, πλάι της.
Το αμάξι ήταν μια Μπουϊκ και
χωρούσε άνετα τρεις στο πίσω κάθισμα. Έπειτα από τη γέφυρα του Άλμπα,
το Κούρ – λά – Ρέν ήταν φωτεινό, γιατί
τα δένδρα δεν έιχαν πια φύλλα και η Πλάς
Κονκόρντ, ακτινοβολούσα και στεγνή, και,
πάνω της σκοτεινός φθινοπωρινός
ουρανός, όπου το χιόνι μαζεύεται και
δεν αποφασίζει να πέσει.
Η Ο άκουσε ένα μικρό θόρυβο και
αισθάνθηκε τον ζεστό αέρα ν΄ ανεβαίνει
ανάμεσα απ΄ τα πόδια της: ο Σερ Στέφεν
άναψε το καλοριφέρ.
Ο Ρενέ ακολουθούσε ακόμη τον
Σηκουάνα στη δεξιά όχθη, έπειτα έστριψε
στο Πόν Ρουαγιάλ για να περάσει στην
αριστερή όχθη. Το
νερό έμοιαζε ακίνητο και μαύρο σαν τις
πέτρες. Κάτι
τέτοιες πολύτιμες πέτρες – τον
αιματήτη λίθο – σκέφθηκε η Ο, που είναι
μάυρος. Όταν
ήταν δεκα πέντε χρόνων, η καλύτερη φίλη
της, τριάντα χρόνων και που ήταν
ερωτευμένη μ΄ αυτήν, φορούσε ένα
δαχτυλίδι από αιματήτη, κι ολόγυρα
μικρά διαμαντάκια.
Η Ο θα ήθελε ένα κολλιέ από τέτοιες
μαύρες πέτρες έστω και χωρίς διαμάντια,
ένα κολλιέ σφικτά βαλμένο στο λαιμό. Όμως αυτά που της έδιναν τώρα –
όχι, δεν της τα έδιναν πια – θα ήθελε
άραγε να τ΄ ανταλλάξει με το κολλιέ από
αιματήτη, για τους αιματήτες του
ονείρου; Ξαναείδε
το ελεεινό δωμάτιο όπου η Μαριόν την
είχε πάει, πίσω από το σταυροδρόμι
Τουρμπλιγκό, και πως είχε λύσει μόνη
της, κι όχι η Μαριόν, τις μαθητικές
κοτσίδες της, όταν η Μαριόν την έγδυσε
και την ξάπλωσε στο σιδερένιο κρεββάτι.
Ήταν ωραία η Μαριόν όταν την
χάιδευαν και είναι αλήθεια πως
υπάρχουν μάτια που μπορούν να μοιάσουν
με αστέρια. Τα
δικά της μοιάζαν με γαλάζια, τρεμάμενα
αστέρια. Ο Ρενέ
σταμάτησε το αμάξι.
Η Ο δεν ανεγνώρισε το μικρό δρόμο,
έναν απ΄ αυτούς που ενώνουν διαγωνίως
τον οδό Πανεπιστημίου με την οδό της
Λίλλ. Το διαμέρισμα του Σερ Στέφεν
ήταν στο βάθος μιας αυλής, στην πτέρυγα
ενός παλιού ξενοδοχείου και τα δωμάτιά
του ήταν στη σειρά.
Αυτό που ήταν στην άκρη των άλλων
φαινόταν μεγαλύτερο και πιο αναπαυτικό,
επιπλωμένο με αγγλικό γούστο σε σκούρο
ξύλο και απαλά μετάξια, κίτρινα και
γκρίζα. «Δεν
σας ζητώ να φροντίσετε τη φωτιά, είπε ο
Σερ Στέφεν στην Ο, όμως αυτός ο καναπές
είναι για σας. Καθίστε
παρακαλώ. Ο
Ρενέ θα κάμει τον καφέ, κι εγώ θα ήθελα
να σας παρακαλέσω να μ΄ ακούσετε».
Ο μεγάλος καναπές από ανοιχτόχρωμο
δέρμα ήταν κάθετα στο τζάκι, απέναντι
από τα παράθυρα που
βλέπανε στον κήπο, και η πλάτη του, ήταν
στραμμένη προς εκείνα που έβλεπαν στην
αυλή. Η Ο
έβγαλε τη γούνα της και τη τοποθέτησε
στη ράχη του σοφά. Όταν
γύρισε, παρατήρησε πως ο εραστής της
και ο φιλοξενούμενός του περίμεναν
όρθιοι, να υπακούσει στην πρόσκληση του
Σερ Στέφεν. Άφησε
τη τσάντα της κοντά στη γούνα, έβγαλε τα
γάντια της. Πότε, επιτέλους, θα μάθαινε, και
θα το μάθαινε άραγε ποτέ; - να κάνει μια
κίνηση αρκετά φευγαλέα ανασηκώνοντας
το φουστάνι της ώστε κανείς να μη το
προσέξει και να είχε ξεχάσει τη
γυμνότητά της και την υποταγή της;
Όχι, πάντως, όσο ο Ρενέ και αυτός ο
ξένος θα την κοίταζαν σιωπηλά, όπως
έκαναν τούτη τη στιγμή. Τελικά υπεχώρησε κι ο Σερ Στέφεν,
δυνάμσε τη φωτιά. Ξαφνικά
ο Ρενέ πήγε πίσω από τον σοφά και
αρπάζοντας την Ο από το λαιμό και από τα
μαλλιά, ρίχνοντας το κεφάλι της στη
ράχη του σοφά τη φίλησε, στο στόμα, τόσο
παρατεταμένα και τόσο βαθειά που
εκείνη έχανε την αναπνοή της και
αισθανόταν το υπογάστριό της να
λοιώνει και να καίει.
Δεν την άφησε παρά για να της πει
πως την αγαπά, αρπάζοντάς την και πάλι.
Τα χέρια της Ο, λυμένα και γυρισμένα
με την παλάμη στον αγέρα, ακουμπούσαν
πάνω στο μαύρο φόρεμα της που απλωνόταν
ολόγυρά της. Ο
Σερ Στέφεν είχε πλησιάσει και όταν ο
Ρενέ την άφησε εντελώς, και εκείνη
ξανάνοιξε τα μάτια της, αντίκρυσε το
γκρίζο και ίσιο βλέμμα του Άγγλου.
Ζαλισμένη καθώς ήταν ακόμη και
ασθμαίνουσα από ευτυχία, δεν
δυσκολεύτηκε ν΄ αντιληφθεί ότι την
θαύμαζε και την ποθούσε.
Ποιος θα μπορούσε ν΄ αντισταθεί στο
υγρό μισανοιγμένο στόμα της, στα
φουσκωμένα χείλη της, στον άσπρο λαιμό
της, ξαπλωμένο πάνω στον μαύρο γιακά
της, στα πιο μεγάλα και πιο φωτεινά
μάτια της που δεν χαμήλωναν;
Όμως η μόνη χειρονομία που επέτρεψε
στον εαυτό του ο Σερ Στέφεν ήταν να
χαϊδέψει ελαφρά με το δάχτυλο τα φρύδια
της, κι έπειτα τα χείλη της.
Κάθισε απέναντί της από την άλλη
πλευρά του τζακιού, κι όταν έκανε το
ίδιο και ο Ρενέ, μίλησε. «Νομίζω, είπε,
πως ο Ρενέ δεν σας έκανε ποτέ λόγο την
οικογένειά του. Ίσως
να ξέρετε πως η μητέρα του, πριν
παντρευτεί τον πατέρα του, ήταν σύζυγος
ενός Άγγλου, που κι αυτός είχε έναν γιο
από πρώτο γάμο του.
Είμαι αυτός ο γιος κι εκείνη με
ανέθρεψε, εως ότου εγκατέλειψε τον
πατέρα μου. Δεν
έχω επομένως καμιά συγγένεια με τον
Ρενέ, αν και, κατά κάποιο τρόπο, είμαστε
αδέλφια. Το ότι
ο Ρενέ σας αγαπά, αυτό το ξέρω.
Θα το είχα μαντέψει και δίχως να μου
το είχε πει, κι ακόμα δίχως να σαλέψει.
Αρκεί να βλέπει κανείς πως σας
κοιτάζει. Γνωρίζω
επίσης πως είσθε από εκείνες που πήγαν
στο Ρουασσύ και φαντάζομαι ότι θα
ξαναγυρίσετε εκεί.
Κατ΄ αρχήν, το δαχτυλίδι που φέρετε
μου δίνει το δικαίωμα να σας έχω, καθώς
κι όλοι εκείνοι που γνωρίζουν την
έννοιά του. Δεν
θα επρόκειτο τότε παρά για μια φευγαλέα
δέσμευση. Όμως
αυτό που περιμένουμε από σάς είναι
σοβαρότερο. Λέγω
– εμείς – γιατί βλέπετε πως ο Ρενέ
σωπαίνει. Αν
είμεθα αδέλφια, είμαι ο πρωτότοκος,
δέκα χρόνια μεγαλύτερός του.
Υπάρχει επίσης μεταξύ μας μια
ελεύθερη σχέση τόσο παλιά και τόσο
απόλυτη ώστε ό,τι πάντα του ανήκε ήταν
δικό μου και κάθε τι δικό μου, δικό του. Θέλετε να συμμετέχετε κι εσείς;
Σας παρακαλώ να έχω την ομολογία
σας που θα σας δεσμεύσει περισσότερο
από την υποταγή σας που τη γνωρίζω.
Θεωρήστε πριν μου απαντήσετε πως
δεν είμαι και δεν μπορώ να είμαι τίποτε
άλλο παρά μια άλλη μορφή του εραστή σας:
δεν θα έχετε πάντα παρά έναν αφέντη.
Φοβερότερος, βέβαια, από τους
άντρες στους οποίους σας είχαν
παραδώσει στο Ρουασσύ, γιατί θα είμαι
παρών κάθε μέρα, και γιατί, εξάλου, έχω
την αδυναμία της συνήθειας και της
τελετουργίας». Η ήρεμη και κατασταλαγμένη φωνή
του Σερ Στέφεν ακουγόταν μέσα σε μια
απόλυτη σιωπή. Ακόμη
και οι φλόγες μέσα στο τζάκι φώτιζαν
αθόρυβα. Η Ο
έμοιαζε, πάνω στο σοφά σαν πεταλούδα
καρφωμένη σε μια μακρυά καρφίτσα
καμωμένη από λόγια και βλέμματα που
διέσχιζε τη μέση του κορμού της και
στήριζε τη γυμνή μέση της πάνω στο
χλιαρό μετάξι. Δεν ήξερε που ήταν ούτε τα στήθη
της, ούτε ο λαιμός της, ούτε τα χέρια της.
Αλλά οι συνήθειες και οι
τελετουργίες που άκουγε, ήξερε καλά,
πως είχαν σαν αντικείμενο, εκτός από τα
μισανοιγμένα μπούτια και άλλα μέρη του
σώματός της. Οι δυο άντρες καθόταν αντικρυστά. Ο Ρενέ κάπνιζε, αλλ΄ είχε ανάψει,
πλάι του, μια από αυτές τις λάμπες με
μαύρο αμπαζούρ που απορροφούν τον
καπνό και τον αγέρα, που μύριζε τη
νυχτερινή δροσιά, έτσι καθώς τον
καθάριζε η φωτιά του ξύλου.
«Θα μου απαντήσετε ή θέλετε να
γνωρίζετε περισσότερα;», είπε πάλι ο
Σερ Στέφεν. –
Αν δέχεσαι, είπε ο Ρενέ, θα σου εξηγήσω
εγώ ο ίδιος τις π
ρ ο τ ι μ ή σ ε ι ς του
Σερ Στέφεν - . «Τις
α π α ι τ ή σ ε ι ς», διόρθωσε ο Σερ
Στέφεν. Το πιο
δύσκολο σκεφτόταν η Ο, δεν ήταν ν΄
αποδεχθεί, και ήξερε καλά πως κανείς
τους δεν αντιμετώπιζε, ούτε για ένα
δευτερόλεπτο, ούτε και η ίδια, πως θα
μπορούσε ν΄ αρνηθεί.
Το δυσκολότερο ήταν, απλούστατα, να
μιλήσει. Τα
χείλη της έκαιγαν, το στόμα της ήταν
στεγνό, το σάλιο της έλειπε, ένα άγχος
φόβου και επιθυμίας, της έσφιγγε το
λαιμό, και τα χέρια της ήταν κρύα και
υγρά. Όχι όμως.
Δυο βλέμματα κυνηγούσαν το δικό της
και δεν μπορούσε – και δεν ήθελε – ν΄
αποφύγει. Την
τραβούσαν προς ό,τι νόμιζε πως είχε για
πολύ καιρό αφήσει, ίσως και για πάντα,
στο Ρουασσύ. Γιατί
από τότε που επέστρεψαν, ο Ρενέ μόνο την
χάιδευε και το σύμβολο
τ ο ό τ ι
α ν ή κ ε σε όσους γνώριζαν το
μυστικό του δαχτυλιδιού της, είχε
παραμείνει δίχως συνέπεια.
Ή ίσως δεν συνάντησε κανένα που να
το γνώριζε, ή αυτοί που το γνώριζαν
είχαν σωπάσει – το μόνο πρόσωπο που
υποπτευόταν ήταν η Ζακελίν (κι αν η
Ζακελίν ήταν στο Ρουασσύ, γιατί δεν
φορούσε κι αυτή το δαχτυλίδι;
Εξ΄ άλλου, ποιο δικαίωμα είχε πάνω
της η Ζακελίν, αν συμμετείχε σε τούτο το
μυστικό;). Μήπως
έπρεπε να κινηθεί για να μιλήσει;
Δεν μπορούσε όμως να κινηθεί με τη
δική της θέληση – μια διαταγή θα την
έκανε αμέσως να σηκωθεί.
Όμως τούτη τη φορά, αυτό που της
ζητούσαν δεν ήταν να υπακούσει σε μια
διαταγή, ήταν να προτρέξει των διαταγών,
να θεωρούσε η ίδια τον εαυτό της σκλάβο,
και να παραδοθεί γιατί ήταν σκλάβα.
Αυτό το αποκαλούσαν ομολογία.
Θυμήθηκε πως ποτέ της δεν είχε πει
στο Ρενέ άλλο από το «σ΄ αγαπώ» και «είμαι
δική σου». Φαίνεται
πως σήμερα ήθελαν να μιλήσει και ν΄
αποδεχθεί με κάθε λεπτομέρεια και
ακρίβεια αυτό, που ως τώρα, μόνο η σιωπή
είχε αποδεχθεί. Τέλος,
σηκώθηκε, και ωσάν αυτό που επρόκειτο
να πει την έπνιγε, ξεκούμπωσε τις
πρώτες αγκράφες του φορέματός της ως τη
χωρίστρα των στηθιών.
Έπειτα ορθώθηκε εντελώς.
Τα γόνατά της και τα χέρια της
έτρεμαν. «Είμαι
δική σου, είπε τελικά στον Ρενέ.
Θα είμαι αυτό που εσύ θα θελήσεις να
είμαι. – Όχι, είπε εκείνος,
δ ι κ ή σ
α ς. Επανέλαβε έπειτα από μένα:
Είμαι δική σας, θα είμαι αυτό που θα
θελήσετε να είμαι». Τα γκρίζα και σκληρά μάτια του
Σερ Στέφεν δεν την εγκατέλειπαν ποτέ,
ούτε και του Ρενέ, που μέσα τους χανόταν,
επαναλαμβάνοντας αργά έπειτα από αυτόν,
τις φράσεις που της υπαγόρευε,
μεταφέροντάς τες στο πρώτο πρόσωπο, σαν
άσκηση γραμματικής.
«Αναγνωρίζεις σε μένα και στον Σερ
Στέφεν το δικαίωμα...», έλεγε ο Ρενέ, και
η Ο επανελάμβανε όσο μπορούσε
καθαρότερα: «Αναγνωρίζω σε σένα και
στον Σερ Στέφεν το δικαίωμα...».
Το δικαίωμα να διαθέτουν το σώμα
της κατά το κέφι τους, οπουδήποτε και με
οποιονδήποτε τρόπο θα θέλανε, το
δικαίωμα να την κρατούν αλυσσοδεμένη,
το δικαίωμα να την μαστιγώνουν σαν
σκλάβα ή σαν μια κατάδικη για ένα
ασήμαντο σφάλμα ή για το κέφι τους, το
δικαίωμα να μην υπολογίζουν ούτε τις
παρακλήσεις, ούτε τις φωνές της, αν την
έκαναν να φωνάξει. «Μου
φαίνεται, είπε ο Ρενέ, ότι σε τούτο το
σημείο ο Σερ Στέφεν θα ήθελε να σε
έπαιρνε από μένα, και από τον ίδιο τον
εαυτό σου και ότι επιθυμεί να σου δώσει
λεπτομέρειες των απαιτήσεών του».
Η Ο άκουγε τον εραστή της, και τα
λόγια που της είχε πει στο Ρουασσύ,
ξαναρχόταν στη μνήμη της, ήταν σχεδόν
τα ίδια λόγια. Όμως
τότε τα είχε ακούσει σφιγμένη επάνω του,
σαν προστατευμένη από μια αληθοφάνεια
που έμοιαζε με όνειρο, με το αίσθημα ότι
υπήρχε μέσα σε μιαν άλλη ζωή, ίσως
μάλιστα και να μην υπήρχε διόλου.
Όνειρο ή εφιάλτης, διάκοσμος
φυλακής, ρόμπες τελετών, άτομα με
προσωπεία, όλα την απεμάκρυναν από τη
δική της ζωή, ακόμα και η αβεβαιότης της
διαρκείας. Εκεί
αισθανόταν όπως νοιώθει κανείς μέσα
στη νύχτα, στην καρδιά ενός ονείρου που
το αναγνωρίζουν, και που ξαναρχίζει:
ήταν βεβαία πως υπάρχει, και βεβαία
πως θα τελείωνε, και θα ήθελε να πάρει
τέλος γιατί φοβόταν πως δεν θα μπορούσε
να το υποστεί, αλλά και που θα ΄πρεπε να
συνεχίσει για να γνωσθεί το τέλος, η
λύση του. Ε!
Λοιπόν, εδώ τώρα, ήταν η λύση, όταν πια
δεν την περίμενε (με τη σκέψη πως αυτό
που τώρα έλεγε στον εαυτό της, θα ήταν
πράγματι η λύση και όχι κάποια άλλη
λύση που κρυβόταν πίσω από τη τελευταία,
και μια άλλη πίσω απ΄ αυτήν).
Τούτη η λύση, μετέφερε αναμνήσεις
στο παρόν. Ήταν
ακόμη ότι αυτό που δεν ήταν πραγματικό
παρά μονάχα σ΄ ένα κλειστό κύκλο, σ΄ ένα
κλειστό σύμπαν, θα μόλυνε ξαφνικά όλες
τις πιθανότητες και όλες τις συνήθειες
της καθημερινής ζωής της, επάνω της,
μέσα της και δεν θα ήταν αρκετά τα
σημάδια – γυμνοί γοφοί, ξεκουμπωμένοι
κορσέδες, το σιδερένιο δαχτυλίδι –
αλλά η απαίτηση μιας πραγματοποιήσεως.
Είναι αλήθεια πως ο Ρενέ δεν την
είχε ποτέ χτυπήσει και η μόνη διαφορά
ανάμεσα στην εποχή που τον γνώρισε πριν
την πάει στο Ρουασσύ, και τον χρόνο που
πέρασε από τότε που επέστρεψε από εκεί,
ήταν ότι χρησιμοποιούσε εξίσου καλά
τους γοφούς και το στόμα της, όσο
προηγουμένως (και τώρα) το υπογάστριό
της. Δεν έμαθε
τότε αν στο Ρουασσύ οι μαστιγώσεις που
τόσο τακτικά την έπλητταν προήρχοντο,
έστω και για μια μόνη φορά από εκείνον (ένα
από τα άτομα που έφεραν προσωπείο). Όμως δεν το πίστεψε.
Αναμφίβολα, η ευχαρίστηση που
ένοιωθε στο θέαμα του δεμένου και
παραδομένου κορμιού που μάταια
σπαρταρούσε, και οι φωνές της, ήταν τόσο
δυνατές, ώστε δεν θα υπέφερε την σκέψη
ν΄ αποσπασθεί από αυτό απασχολώντας τα
δικά του χέρια. Ήταν
σαν μια ομολογία, αφού τώρα της έλεγε,
τόσο γλυκά, τόσο τρυφερά, δίχως να
κινηθεί από τη βαθειά πολυθρόνα καθώς
ήταν μισοξαπλωμένος, το ένα πόδι επάνω
στο άλλο, δείχνοντας πόσο ευτυχισμένος
ήταν που θα την παρέδιδε, πόσο
ευτυχισμένος ήταν που εκείνη
παραδινόταν από τον ίδιο της τον εαυτό
στις διαταγές και στη βούληση του Σερ
Στέφεν. Όταν ο
Σερ Στέφεν θα επιθυμούσε να περάσει τη
νύχτα της στο σπίτι του, ή για μια
μονάχα ώρα, ή να τον συνοδεύσει έξω από
το Παρίσι ή ακόμη και μέσα στο Παρίσι σε
κάποιο εστιατόριο ή ένα θέαμα θα της
τηλεφωνούσε και θα της έστελνε το αμάξι
του – εκτός αν ερχόταν ο ίδιος ο Ρενέ να
την πάρει. Σήμερα,
εκείνη έπρεπε να μιλήσει.
Θα έδινε άραγε τη συγκατάθεσή της;
Δεν μπορούσε όμως να μιλήσει.
Τούτη τη βούληση, την απόφαση που
τώρα, έτσι ξαφνικά της ζητούσαν να
εκφράσει, ήταν η απόφαση να
εγκαταλείψει ολότελα τον εαυτό της, να
πει ΝΑΙ. Εκ των προτέρων, σε όλα όσα
ασφαλώς θα έλεγε ΝΑΙ, αλλά που το σώμα
της έλεγε ΟΧΙ, τουλάχιστον για ό,τι
αφορούσε το μαστίγιο.
Γιατί, για όλα τ΄ άλλα, αν ήθελε να
είναι τίμια με τον ίδιο της τον εαυτό,
αισθανόταν πολύ αναστατωμένη από την
επιθυμία που διάβαζε στα μάτια του Σερ
Στέφεν, ώστε να ξεγελαστεί, γιατί όσα κι
αν έτρεμε, κι έτρεμε ίσως με το δίκιο
της, γνώριζε ότι περίμενε με
περισσότερη ανυπομονησία από εκείνον
τη στιγμή που θα έβαζε το χέρι του, ή
ισως τα χείλη του σ΄ αυτήν.
Από αυτήν δίχως αμφιβολία
εξαρτιόταν να φέρει πιο κοντά τούτη τη
στιγμή. Όσο
θάρρος, ή όση ισχυρή επιθυμία κι αν είχε,
αισθάνθηκε ξαφνικά τόση αδυναμία, τη
στιγμή που επρόκειτο επιτέλους ν΄
απαντήσει, ώστε γλύστρησε κι έπεσε πάνω
στο απλωμένο φόρεμά της.
Ο Σερ Στέφεν, παρατήρησε με
σβυσμένη φωνή μέσα στη σιωπή, πως ακόμη
και ο φόβος της ταίριαζε.
Τούτα τα λόγια δεν τα είπε στην ίδια,
αλλά στον Ρενέ. Η
Ο είχε την εντύπωση ότι κάτι τον
συγκρατούσε να προχωρήσει προς αυτήν
και λυπόταν γιατί έτσι είχε τούτη τη
συγκράτηση. Μολαταύτα
δεν τον κοίταζε γιατί δεν ξεκολλούσε τα
μάτια της από τον Ρενέ, κατατρομαγμένη
γιατί μάντευε, εκείνος, στα δικά της
μάτια, αυτό που ίσως να το θεωρούσε σαν
μια προδοσία. Κι
όμως δεν ήταν προδοσία, γιατί αν
ζύγιζαν την επιθυμία που είχε να δοθεί
στον Σερ Στέφεν και το ότι ανήκε στον
Ρενέ, δεν θα είχε ούτε ίχνος δισταγμού.
Δεν άφηνε, στ΄ αλήθεια, να
παρασυρθεί σε τούτη την επιθυμία παρά
μονάχα γιατί ο Ρενέ της το είχε
επιτρέψει και, ως ορισμένο σημείο άφηνε
να νοηθεί ότι της το διέτασσε. Μολαταύτα, παρέμεινε μέσα της
τούτη η αμφιβολία, το να γνωρίζει αν δεν
θα τον ερέθιζε διαπιστώνοντας ότι η Ο
υπάκουσε γρήγορα και πολύ καλά.
Το παραμικρό νεύμα από μέρους του
θα διέλυε κάθε αμφιβολία.
Δεν έκαμε όμως κανένα νεύμα
αρκούμενος να της ζητήσει, για τρίτη
φορά μια απάντηση. Εκείνη
τραύλισε: «Συναινώ σε ό,τι θ΄ αρέσει σ΄
εσάς». Κατέβασε
το βλέμμα προς τα χέρια της που
περίμεναν χωρισμένα στα γόνατά της κι
έπειτα ομολόγησε μέσα σ΄ ένα ψιθύρισμα:
«Θα ήθελα να ξέρω αν θα μαστιγωθώ...». Για ώρα πολλή, τόση που της έμενε
καιρός να μετανοιώσει είκοσι φορές γι΄
αυτό της το ερώτημα, κανείς δεν
απάντησε. Έπειτα η φωνή του Σερ Στέφεν είπε
αργά: «Κάποτε, κάποτε».
Η Ο άκουσε το τρίξιμο ενός σπίρτου
και το θόρυβο δυο ποτηριών που τα
σάλευαν: κάποιος από τους δυο άντρες θα
ξανάπινε ουϊσκι. Ο
Ρενέ άφηνε αβοήθητη την Ο.
Ο Ρενέ σώπαινε.
«Κι αν ακόμη τώρα συμφωνούσα, είπε,
κι αν ακόμη έδινα τώρα την υπόσχεση,
πάλι δεν θα μπορούσα να το υποφέρω».
– Δεν σας ζητούμε παρά να το
υποφέρετε. Κι
αν φωνάζετε ή παραπονιέστε, να
συναινείτε προκαταβολικά, ότι τούτο θα
είναι μάταιο, συνέχισε ο Σερ Στέφεν.
– Ω! λυπηθείτε με, είπε η Ο, όχι
ακόμη, γιατί ο Σερ Στέφεν είχε σηκωθεί
καθώς και ο Ρενέ, που έσκυβε προς το
μέρος της, την άρπαζε από τους ώμους. «Απάντησε
λοιπόν, δέχεσαι;». Τελικά
είπε πως δέχεται.
Την σήκωσε απαλά κι αφού κάθισε
στο σοφά, την έβαλε να γονατίσει
μπροστά του και με τα μπράτσα τεντωμένα,τα
μάτια κλειστά, ακούμπησε το κεφάλι και
το στήθος της. Μια
εικόνα διέσχισε τότε το μυαλό της, που
την είχε δει πριν από λίγα χρόνια.
Μια παράξενη εικόνα που παρίστανε
μια γονατιστή γυναίκα, όπως η ίδια
τούτη τη στιγμή, μπροστά σε μια
πολυθρόνα σ΄ ένα δωμάτιο με πλακάκια,
ένα παιδί κι ένα σκυλί που παίζανε σε
μια γωνιά, με ανασηκωμένο το φόρεμα της
γυναίκας κι ένα άντρα όρθιο, κοντά της,
να υψώνει πάνω της ένα μάτσο από βέργες
Όλοι τους φορούσαν ρούχα του τέλους
του 16ου αιώνα και η εικόνα έφερε
ένα αποκρουστικό τίτλο: η οικογενειακή
τιμωρία. Με το
ένα χέρι, ο Ρενέ της έσφιξε τα χέρια, ενώ
με το άλλο σήκωνε το φόρεμά της, τόσο
ψηλά ώστε αισθάνθηκε τον πλισσέ ν΄
αγγίζει το πρόσωπό της.
Της χάιδεψε τους γοφούς και έδειξε
στον Σερ Στέφεν τα δυο λακκάκια που
τους βαθούλωναν, καθώς και τη γλυκύτητα
του αυλακιού ανάμεσα από τα μπούτια.
Κατόπιν πίεσε το ίδιο αυτό το χέρι
στη μέση της για να προβληθούν
περισσότερο οι γοφοί, διατάσσοντάς την
ν΄ ανοίξει περισσότερο τα γόνατα. Υπάκουσε δίχως να πει λέξη.
Οι τιμές που ο Ρενέ απέδιδε στο
κορμί της, οι απαντήσεις του Σερ Στέφεν,
η σκληρότητα των λέξεων που
χρησιμοποιούσαν οι δυο άντρες την
βύθισαν σ’ ένα
κύμα ντροπής τόσο βίαιο και τόσο
απροσδόκητο ώστε η επιθυμία που είχε να
δοθεί στον Σερ Στέφεν εξαφανίστηκε.
Άρχισε τότε να ελπίζει, να
περιμένει το μαστίγιο σαν μια λύτρωση,
τον πόνο και τις κραυγές σαν μια
δικαιολογία. Όμως
τα χέρια του Σερ Στέφεν άνοιξαν το
υπογάστριό της, παραβίασαν τους γοφούς,
την άφησαν, την ξανάπιασαν, την
χάιδεψαν ώσπου βογγούσε, ταπεινωμένη
γιατί βογγούσε, και αποκαμωμένη.
«Σ΄ αφήνω στον Σερ Στέφεν, είπε τότε
ο Ρενέ, μείνε όπως είσαι, θα σου πει να
φύγεις, όταν το θελήσει».
Πόσες φορές, στο Ρουασσύ δεν έμεινε
έτσι γονατιστή, προσφερόμενη σε
οποιονδήποτε; Όμως τότε τη συγκρατούσαν τα
βραχιόλια που ένωναν μαζί τα χέρια της,
ευτυχισμένη αιχμάλωτη που όλα της
επεβαλλόνταν, που δεν την παρακαλούσαν
να κάνει τίποτε. Εδώ,
ήταν με τη δικιά της θέληση που
παρέμενε μισόγυμνη, ενώ μια μονάχα
κίνηση, η ίδια που θα αρκούσε να σηκωθεί
θα την εκάλυπτε ταυτόχρονα.
Η υπόσχεσή της την δέσμευε τόσο όσο
τα δερμάτινα βραχιόλια και οι
αλυσσίδες. Μήπως
όμως ήταν μονάχα η υπόσχεσή της;
Όσο όμως κι αν ήταν ταπεινωμένη, ή
ακριβώς γιατί είχε ταπεινωθεί, δεν
υπήρχε άραγε, ταυτόχρονα και η
γλυκύτητα το ότι δεν αποκτούσε αξία
παρά από την ίδια της την ταπείνωση, από
την υπακοή της στο να υποκύπτει, να
ανοίγεται προσφερόμενη; Αφού έφυγε ο Ρενέ, που ο Σερ
Στέφεν συνόδεψε ως τη πόρτα, περίμενε
μόνη της δίχως να κινηθεί, αισθανόμενη
στη μοναξιά της, πιότερο εκτεθιμένη και,
στην αναμονή, περισσότερο πόρνη απ΄ όσο
αισθανόταν όταν εκείνοι ήσαν εκεί.
Το γκρίζο και κίτρινο μετάξι του
σοφά ήταν γυαλιστερό κάτω από τη φούστα
της. Ανάμεσα από τις νάυλον κάλτσες
της ένοιωθε κάτω από τα γόνατά της το
μάλλινο χαλί, και σ΄ όλο το μήκος του
ποδιού της τη ζέστη του τζακιού, όπου ο
Σερ Στέφεν είχε ρίξει τρία ξύλα που
καίγανε με θόρυβο πολύ.
Ένα παλιό ρολόι, πάνω από ένα
κομοδίνο, είχε ένα ελαφρό τικ-τακ που
δεν ακουγόταν παρά μονάχα όταν όλα γύρω
σωπαίναν. Η Ο
το άκουγε προσεκτικά και σκεπτόταν
πόσο παράλογο ήταν να παραμένει στη
στάση που βρέθηκε σε τούτο το
πολιτισμένο και διακριτικό σαλόνι.
Ανάμεσα από τα κλειστά πατζούρια
ακουγόταν το ροχαλητό του Παρισιού,
περασμένα μεσάνυχτα.
Θα ανεγνώριζε άραγε αύριο το πρωϊ,
πάνω στο μαξιλάρι του σοφά τη θέση όπου
ακουμπούσε τώρα το κεφάλι της;
Θα ξαναρχόταν άραγε, μέρα μεσημέρι,
σε τούτο το ίδιο σαλόνι, για να τη
μεταχειρισθούν πάλι με τον ίδιο τρόπο;
Ο Σερ Στέφεν αργούσε να επιστρέψει,
και η Ο που με τόση εγκατάλειψη
περίμενε το κέφι των αγνώστων του
Ρουασσύ, πνιγόταν στη σκέψη πως σε ένα
λεπτό, σε δέκα λεπτά, θα ξανάβαζε τα
χέρια του επάνω της.
Δεν έγινε όμως ακριβώς όπως το είχε
προβλέψει. Τον
άκουσε που ξανάνοιγε την πόρτα,
διέσχιζε το δωμάτιο.
Στάθηκε για λίγο όρθιος, με την
πλάτη στη φωτιά, κοιτάζοντας την Ο.
Έπειτα με φωνή πολύ βαθειά της είπε
να σηκωθεί και να ξανακαθίσει.
Υπάκουσε, έκπληκτη, και σχεδόν
νευριασμένη. Της
έφερε ευγενικά, ένα ποτήρι ουϊσκι, κι
ένα τσιγάρο, που τ΄ αρνήθηκε και τα δυο.
Είδε τότε πως φορούσε μια ρόμπ ντέ
σάμπρ, γκρίζα, εφαρμοστή στο σώμα του
στο ίδιο χρώμα γκρι των ματιών του.
Αντελήφθη το βλέμμα της Ο, που
κοκκίνησε: ήταν
τα ίδια τούτα χέρια, σκληρά και επίμονα,
που είχαν αρπάξει το κορμί της, και που
τώρα έτρεμε και περίμενε μαζί.
Όμως εκείνος δεν πλησίασε.
«Θα ήθελα να είσθε γυμνή, της είπε.
Βγάλτε όμως πριν τη ζακέτα σας,
δίχως να σηκωθείτε».
Η Ο έβγαλε τις μεγάλες χρυσές
αγκράφες, άφησε να γλυστρήσει από τους
ώμους της το μαύρο φόρεμα, που
τοποθέτησε στην άλλη άκρη του σοφά όπου
υπήρχαν ήδη η γούνα της, τα γάντια της
και η τσάντα της.
«Χαϊδέψτε λίγο την άκρη του
στήθους σας», είπε τότε ο Σερ Στέφεν,
που πρόσθεσε: «Πρέπει να βάλετε εκεί
ένα ρουζ πιο σκούρο, το δικό σας είναι
πολύ ανοιχτό». Η
Ο κατάπληκτη άγγιξε με την άκρη των
δαχτύλων τα στήθη της κι αισθάνθηκε να
σκληραίνει και να ορθώνεται η άκρη, και
τα ΄κρυψε με τις παλάμες της. «Α! όχι», συνέχισε ο Σερ Στέφεν.
Τράβηξε τα χέρια της και ξάπλωσε
πίσω στη ράχη του σοφά: τα στήθη της
ήταν βαριά για το λεπτό μπούστο της και
έγειραν γλυκά προς τις μασχάλες της.
Ο σβέρκος της ακουμπούσε στη ράχη
του σοφά και τα χέρια της ήταν δεξιά κι
αριστερά από τους γοφούς της.
Γιατί ο Σερ Στέφεν δεν πλησίαζε το
στόμα του προς αυτήν, δεν άπλωνε το χέρι
του προς τις άκρες που ορθώθηκαν και
που τις αισθανόταν να ριγούν, όσο κι αν
περίμενε ακίνητη, με μόνη κίνηση την
αναπνοή της. Όμως
είχε πλησιάσει, καθισμένος λοξά στον
σοφά, αλλά δεν την άγγιξε.
Κάπνιζε, και μια κίνηση του χεριού
του, που ποτέ η Ο δεν κατάλαβε αν ήταν ή
όχι ηθελημένη, έριξε λίγη, σχεδόν ζεστή,
στάχτη ανάμεσα απ΄ τα στήθη της.
Είχε το συναίσθημα ότι ήθελε να την
εξευτιλίσει, με την περιφρόνησή του, με
τη σιωπή του, μ΄ αυτή του την
φαινομενική αδιαφορία.
Εν τούτοις, πριν από λίγο την
ποθούσε. Τώρα
την ποθούσε ακόμη, γιατί τον έβλεπε
τεντωμένο κάτω από το απαλό ύφασμα της
ρόμπ ντέ σάμπρ. Γιατί
δεν την αποκτούσε, έστω και για να την
πληγώσει! Η Ο
ντράπηκε για την ίδια της την επιθυμία
και περιφρόνησε τον Σερ Στέφεν για τη
κυριαρχία που ασκούσε επάνω της.
Ήθελε να την είχε αγαπήσει, αυτή
είναι η αλήθεια: να δείχνεται
ανυπόμονος ν΄ αγγίξει τα χείλη της και
να πει μέσα στο κορμί της, εν ανάγκη να
το λεηλατήσει, αλλ΄ ας μη κρατούσε πια,
μπροστά της τούτη την ηρεμία και την
κυριαρχία πάνω στην επιθυμία του.
Στο Ρουασσύ, της ήταν αδιάφορο, αν
αυτοί που την χρησιμοποιούσαν είχαν
ένα οποιοδήποτε αίσθημα απέναντί της:
ήταν τα όργανα, που μ΄ αυτά ο εραστής
της χαιρόταν μαζί της, που μ΄ αυτά
γινόταν αυτό που αυτός ήθελε, ευγενικιά,
γλυκειά, γυαλιστερή σαν μια πέτρα.
Τα χέρια τους ήταν τα χέρια του, οι
διαταγές τους, διαταγές του.
Εδώ όχι. Ο
Ρενέ την είχε παραδώσει στον Σερ Στέφεν,
όμως φαινόταν πως ήθελε να την
μοιραστεί μαζί του, όχι για να πετύχει
περισσότερα πράγματα απ΄ αυτήν, ούτε
για τη χαρά που ένοιωθε παραδίδοντάς
την, αλλά να μοιραστεί με τον Σερ Στέφεν
αυτό που αγαπούσε σήμερα περισσότερο,
όπως κι άλλοτε, όταν ήταν και οι δυο
τους πιο νέοι, μοιραζόταν ένα ταξίδι,
ένα πλοίο, ένα άλογο.
Σε σχέση με τον Σερ Στέφεν το
μοίρασμα είχε μια έννοια σήμερα, πολύ
περισσότερο παρά σε σχέση μ΄ εκείνη.
Αυτό που ο καθένας θ΄ αναζητούσε σ΄
αυτήν, θα ήταν το σημάδι του άλλου, το
ίχνος του περάσματος του άλλου.
Ο Ρενέ πριν από λίγο, όταν ήταν
μισόγυμνη γονατιστή και ο Σερ Στέφεν
της άνοιγε με τα δυο χέρια τα μπούτια
της, είχε εξηγήσει στον Σερ Στέφεν
γιατί οι γοφοί της Ο ήταν τόσο εύκολοι,
και γιατί ήταν ευχαριστημένος που τους
είχε προετοιμάσει: και τούτο γιατί είχε
σκεφθεί πως θα ήταν ευχάριστο στον Σερ
Στέφεν να έχει διαρκώς στη διάθεσή του
τη διέλευση της αρεσκείας του.
Είχε μάλιστα προσθέσει πως, αν το
επιθυμούσε, θα του άφηνε την
αποκλειστική χρήση.
«Α! ευχαρίστως», είχε πει ο Σερ
Στέφεν, παρατήρησε όμως, ότι, παρά ταύτα,
κινδύνευε να ξεσχίσει την Ο.
«Η Ο είναι δική σας», απήντησε ο
Ρενέ. Κι έσκυψε
προς το μέρος της και φίλησε τα χέρια
της. Και μόνο η
σκέψη ότι ο Ρενέ θα μπορούσε έτσι ν΄
αντιμετωπίσει να στερηθεί κάποιο τμήμα
του σώματός της, είχε αναστατώσει την Ο.
Μάντεψε το σημάδι πως ο εραστής της
υπολόγιζε περισσότερο τον Σερ Στέφεν
παρά την ίδια. Κι
ακόμη άν και τόσο συχνά της είχε
επαναλάβει πως στο πρόσωπό της
αγαπούσε το αντικείμενο στο οποίο την
είχε μεταβάλει, η απόλυτη εξουσία που
είχε επάνω της, η ελευθερία που είχε
απέναντί της, καθώς διαθέτουν ένα
έπιπλο, την πιότερη ευχαρίστηση που
αισθάνεται κανείς όταν δίνει παρά όταν
κρατά για τον εαυτό του, τούτα όλα δεν
τα ΄χε απόλυτα πιστέψει.
Έβλεπε ακόμη κι ένα άλλο σημάδι που
θα μπορούσε ν΄ αποκληθεί σεβασμός προς
τον Σερ Στέφεν, στο γεγονός ότι ο Ρενέ,
που τόσο βαθειά αγαπούσε να την βλέπει
κάτω από τα σώματα ή τα χτυπήματα των
άλλων, που θωρούσε με μια τόσο επίμονη
τρυφερότητα, με μια, τόσο ακούραστη
ευγνωμοσύνη ν΄ ανοίγει το στόμα της για
ν΄ αναστενάξει ή να φωνάξει, τα μάτια
της να κλείνουν από τα δάκρυα, την είχε
εγκαταλείψει αφού βεβαιώθηκε,
εκθέτοντάς την, ανοίγοντάς την καθώς
ανοίγουν το στόμα ενός αλόγου για να
δείξουν πως είναι αρκετά νέο, πως ο Σερ
Στέφεν την έβρισκε αρκετά ωραία ή,
τουλάχιστον αρκετά εύκολη γι΄ αυτόν,
και συμφωνούσε να την δεχτεί.
Τούτη η συμπεριφορά, προσβλητική
ίσως, δεν μετέβαλε κατά τίποτε τον
έρωτα της Ο για τον Ρενέ. Ήταν ευτυχισμένη το ότι την
υπελόγιζε αρκετά για να ευχαριστείται
να την προσβάλει, καθώς οι πιστοί
ευχαριστούν τον Θεό που τους
ταπεινώνει. Αλλά
στο πρόσωπο του Σερ Στέφεν, μάντευε μια
σταθερή και παγωμένη βούληση, που η
επιθυμία δεν μπορούσε να λυγίσει, και
που μπροστά της, η ίδια δεν
υπολογιζόταν για τίποτε απολύτως, όσο
κι αν συγκινούσε ή ήταν υποταγμένη.
Διαφορετικά, γιατί να είχε
αισθανθεί τόσο φόβο;
Το μαστίγιο στη ζώνη των υπηρετών
στο Ρουασσύ, οι αλυσσίδες που σχεδόν
πάντα τις έφερε, της φαινόταν λιγότερο
φοβερές από την ηρεμία του βλέμματος
που ο Σερ Στέφεν έστρεφε προς τα στήθη
της δίχως να τ΄ αγγίζει.
Γνώριζε καλά πως πάνω στους λεπτούς
ώμους της και τη λεπτότητα του κορμιού
της, τα καθιστούσε εύθραυστα το ίδιο
τους το βάρος, στυλπνό και φουσκωμένο.
Για να σταματήσει το τρεμούλιασμά
τους, έπρεπε να πάψει ν΄ αναπνέει. Ήταν μάταιο να ελπίζει πως το
εύθραυστό τους θα αφόπλιζε τον Σερ
Στέφεν, γιατί ήξερε πως ακριβώς το
αντίθετο συνέβαινε: η προσφερόμενη
γλυκύτητά της προκαλούσε τόσο τα
τραύματα όσο και τα χάδια, τα νύχια όσο
και τα χείλη. Είχε
μιας στιγμής αυταπάτη: το δεξί χέρι του
Σερ Στέφεν, που κρατούσε το τσιγάρο του,
άγγιξε με το μεσαίο δάχτυλο, την άκρη
του φύλου, που υπάκουσε αμέσως και
ορθώθηκε περισσότερο.
Ήταν για τον Σερ Στέφεν ένα είδος
παιχνιδιού ή επαληθεύσεως, καθώς
ελέγχουν την καλή λειτουργία του
μηχανήματος και γι΄ αυτό δεν αμφέβαλε η
Ο.
Δίχως ν΄ αλλάξει θέση στην
πολυθρόνα της, ο Σερ Στέφεν της είπε
τότε να βγάλει τη φούστα της.
Κάτω από τα αχνά χέρια της Ο, οι
αγκράφες γλυστρούσαν με δυσκολία και
χρειάσθηκε να προσπαθήσει δυο φορές,
για να λύσει, κάτω από τη φούστα της το
μαύρο μεσοφόρι της.
Όταν έμεινε εντελώς γυμνή, με τα
ψηλά γυαλιστερά σανδάλια της και τις
από νάυλον κάλτσες της γυρισμένες πάνω
από τα γόνατα, υπογραμμίζοντας τη
λεπτότητα της γάμπας και τη λευκότητα
των μπουτιών της, ο Σερ Στέφεν, που κι
αυτός είχε σηκωθεί, την έπιασε με το
χέρι στο υπογάστριο και την έσπρωξε
προς τον σοφά. Και
για ν΄ ακουμπά πιότερο στους ώμους,
παρά στη μέση, της άνοιξε λίγο τα
μπούτια. Τα
χέρια της ακουμπούσαν στους
αστραγάλους. Έτσι το υπογάστριο ήταν
μισανοιγμένο, και πάνω από τα
προσφερόμενα στήθη της, ο λαιμός της
ριγμένος πίσω. Δεν τολμούσε να κοιτάξει το
πρόσωπο του Σερ Στέφεν, έβλεπε όμως τα
χέρια του να λύνουν τη ζώνη του
φορέματός του. Όταν καβαλίκεψε την Ο που ήταν
πάντα γονατιστή και την άρπαξε από το
σβέρκο, χώθηκε μέσα στο στόμα της.
Δεν ζητούσε το χάδι των χειλιών στο
μήκος του, αλλά στο βάθος του λάρυγγά
της. Για ώρα
πολλή την σκάλιζε, και η Ο ένοιωθε να
φουσκώνει και σκληραίνει μέσα της η
σάρκα που την έπνιγε και που το βραδύ
και επαναλαμβανόμενο σοκ της έφερνε
δάκρυα στα μάτια. Για να την κατακτήσει
περισσότερο, ο Σερ Στέφεν γονάτισε κι
αυτός στο σοφά, κρατώντας το κεφάλι της
ανάμεσα από τα γόνατά του.
Οι γοφοί του, που κάθε τόσο
ακουμπούσαν το στήθος της Ο, την έκαναν
να νοιώθει το άχρηστο πια και
περιφρονημένο υπογάστριό του, να την
καίει. Ο Σερ
Στέφεν, που τόσο ευχαριστήθηκε μ΄ αυτή
την κίνηση, δεν ολοκλήρωσε την απόλαυσή
του, αλλ΄ απεσύρθηκε σιωπηλά και,
ορθώθηκε δίχως να κουμπωθεί. «Ο, είσθε εύκολη, της είπε. Αγαπάτε τον Ρενέ, αλλά είσθε
εύκολη. Αντιλαμβάνεται άραγε ο Ρενέ ότι
επιθυμείτε όλους τους άντρες που σας
λαχταρούν και ότι στέλνοντας σας στο
Ρουασσύ ή παραδίδοντάς σας σε άλλους,
σας δίνει τόσο άλλοθι, για να σας
ευκολύνει;» -
Αγαπώ τον Ρενέ, απάντησε η Ο.
–Αγαπάτε τον Ρενέ, όμως επιθυμείτε
εμένα, μεταξύ πολλών άλλων, συνέχισε ο
Σερ Στέφεν. Ναι,
τον ποθούσε. Αν
όμως ο Ρενέ το μάθαινε, θ΄ άλλαζε μήπως;
Δεν μπορούσε παρά να σωπάσει.
Και να σκύψει τα μάτια.
Γιατί κι ένα μόνο βλέμμα στα μάτια
του Σερ Στέφεν, θα ήταν μια ομολογία.
Τότε ο Σερ Στέφεν έσκυψε προς αυτήν
και πιάνοντάς την απ΄ τους ώμους την
έκανε να γλυστρήσει προς το χαλί.
Βρέθηκε πεσμένη με την πλάτη, τα
πόδια ανασηκωμένα και λυγισμένα επάνω
της. Ο Σερ
Στέφεν, που είχε καθίσει στον σοφά, εκεί
που πριν από λίγο ακουμπούσε εκείνη,
έπιασε το δεξί της γόνατο και το έσυρε
προς το μέρος του. Καθώς
ήταν αντίκρυ στο τζάκι, το φως του
φώτιζε δυνατά το ανοιγμένο αυλάκι του
υπογαστρίου της. Δίχως
να την αφήσει, ο Σερ Στέφεν την διέταξε
απότομα να χαϊδευτεί μόνη της, χωρίς να
ξανακλείσει τα πόδια της.
Ξαφνιασμένη, άπλωσε, πειθήνια το
δεξί της χέρι προς το υπογάστριό της
και συνάντησε κάτω από τα δάχτυλά της,
κατακαίουσα την κορυφή.
Όμως το χέρι της έπεσε και ψιθύρισε:
«Δεν μπορώ». Και
πράγματι, δεν μπορούσε.
Ποτέ της δεν είχε χαϊδευτεί παρά
φευγαλέα μέσα στη ζεστασιά και τη
σκοτεινιά του κρεββατιού της, όταν
κοιμόταν μόνη της, χωρίς να επιδιώκει
την ολοκλήρωση της ικανοποιήσεως.
Κάποτε, της συνέβαινε να το
ονειρεύεται και ξυπνούσε
απογοητευμένη γιατί να ήταν τόσο
δυνατό και τόσο φευγαλέο.
Το βλέμμα του Σερ Στέφεν επέμενε.
Δεν μπόρεσε να το υποφέρει και
επαναλαμβάνοντας «δεν μπορώ» έκλεισε
τα μάτια. Αυτό
που ξανάβλεπε και δεν μπορούσε ν΄
αποφύγει και της προκάλεσε τον ίδιο
ίλιγγο αηδίας όταν το έβλεπε, ήταν τότε
που έκλεισε τα δεκαπέντε της χρόνια: τη
Μαριόν ξαπλωμένη στο πέτσινο καναπέ
ενός δωματίου του ξενοδοχείου, τη
Μαριόν με το ένα πόδι στον καναπέ και τ΄
άλλο κρεμασμένο, που χαϊδευόταν
μπροστά της κι αναστέναζε.
Η Μαριόν της είχε αφηγηθεί πως
κάποια μέρα που χαϊδεύτηκε μόνη της στο
γραφείο της, όταν νόμιζε πως ήταν μόνη,
μπήκε μέσα ξαφνικά ο προϊστάμενός της
και την είδε σ΄ αυτή τη στάση.
Η Ο θυμόταν το γραφείο της Μαριόν.
Ένα γυμνό δωμάτιο, με τοίχους σε
πράσινο ανοιχτό που φωτιζόταν από
σκονισμένα τζάμια που ΄βλέπαν στο βορά.
Δεν υπήρχε παρά ένας καναπές, για
τους επισκέπτες, απέναντι απ΄ το
τραπέζι. «Έφυγες;»,
είχε πει η Ο. –Όχι,
απήντησε η Μαριόν, μου ζήτησε να
ξαναρχίσω αλλά έκλεισε την πόρτα με το
κλειδί, μου είπε να βγάλω το σλιπ κι
έσπρωξε τον καναπέ μπροστά στο
παράθυρο». Η Ο
απορούσε με τον εαυτό της, γιατί
εύρισκε το θάρρος της Μαριόν, και τη
φρίκη, και είχε αρνηθεί να χαϊδευτεί
μπροστά στη Μαριόν κι ορκίστηκε πως
ποτέ, μα ποτέ δεν θα χαϊδευόταν μπροστά
σε κανέναν. Η
Μαριόν είχε γελάσει και είπε: «Θα δεις
αν σου το ζητήσει ο εραστής σου». Ο Ρενέ ποτέ δεν της το είχε
ζητήσει. Θα είχε άραγε υπακούσει;
Α! ασφαλώς, αλλά με πόση φρίκη θα
΄βλεπε στα μάτια του Ρενέ την αηδία που
η ίδια είχε αισθανθεί μπροστά στη
Μαριόν. Αυτό
ήταν παράλογο. Και
το ότι επρόκειτο για τον Σερ Στέφεν,
ήταν πιο παράλογο ακόμη.
Άλλωστε, τι την ενδιέφερε η αηδία
του Σερ Στέφεν; Όμως
όχι, δεν μπορούσε. Για
τρίτη φορά, ψιθύρισε: «Δεν μπορώ».
Όσο κι αν το είπε με σιγανή φωνή,
εκείνος το άκουσε, την άφησε, σηκώθηκε,
κουμπώθηκε, και διέταξε την Ο να
σηκωθεί. «Αυτή
είναι η υπακοή σας;».
Αφού με το αριστερό χέρι έπιασε τα
δυο της χέρια, την μπάτσισε επανωτά με
το δεξί. Κλονίσθηκε,
και θα ΄πεφτε αν δεν την κρατούσε. «Γονατίστε για να μ΄ ακούσετε,
είπε, φοβάμαι πως ο Ρενέ σας έχει άσχημα
διαπαιδαγωγήσει». –Υπακούω
πάντα στο Ρενέ, ψέλλισε.
–Συγχέετε τον έρωτα με την υπακοή.
Θα με υπακούσετε δίχως να με
αγαπάτε, και δίχως να σας αγαπώ». Τότε αισθάνθηκε να ξεσηκώνεται
μέσα της η πιο παράξενη επανάσταση,
αρνούμενη σιωπηλά στα βάθη του εαυτού
της τα λόγια που άκουγε, αρνούμενη τις
υποσχέσεις υποταγής και σκλαβιάς,
αρνούμενη την ίδια της τη συγκατάθεση,
την ίδια της την επιθυμία, τη γύμνια της,
τον ιδρώτα της, τα τρεμάμενα πόδια της,
τους μαύρους κύκλους των ματιών της.
Πάλεψε σφίγγοντας τα δόντια με
λύσσα, όταν υποχρεώνοντάς την να σκύψει
γονατιστή, με τους αγκώνες στη γη και το
κεφάλι ανάμεσα στα χέρια της, και
ανασηκώνοντάς την από τους γοφούς, τη
βίασε όπως ο Ρενέ είχε πει πως θα τη
βίαζε. Για
πρώτη φορά δεν φώναξε.
Όταν επανέλαβε, φώναξε.
Και κάθε φορά που απεσύρετο, και
ξαναρχόταν, δηλαδή κάθε φορά που
εκείνος το απεφάσιζε, εκείνη φώναζε.
Φώναζε από επανάσταση και από πόνο.
Κι αυτός δεν γελιόταν.
Εκείνη γνώριζε επίσης – και τούτο
σήμαινε πως οπωσδήποτε είχε νικηθεί –
ότι ήταν ευχαριστημένος που την
ανάγκαζε να πονέσει.
Όταν τελείωσε, κι αφού την
ανασήκωσε, ήταν έτοιμος να της πει να
φύγει, της παρατήρησε πως ό,τι είχε
σκορπίσει πάνω της, βγαίνοντας θα
χρωματιζόταν με το αίμα της πληγής που
της είχε κάνει, και πως αυτή η πληγή θα
την έκαιγε, όσο δεν θα ευκολείνετο το
πέρασμά του και ο ίδιος θα κατέβαλε
προσπάθεια να το παραβιάζει.
Τούτη τη χρήση, που ο Ρενέ την
προόριζε για τον εαυτό του και, φυσικά,
δεν ήθελε να τη στερηθεί, δεν έπρεπε να
ελπίζει πως θα την απέφευγε.
Της θύμισε πως είχε συγκατατεθεί να
είναι η σκλάβα του Ρενέ και δική του,
αλλά φαινόταν μάλλον απίθανο ότι
γνώριζε τι υποχρεώσεις είχε αναλάβει. Όταν θα το μάθαινε θα ήταν πάρα
πολύ αργά να ξεφύγει.
Η Ο, καθώς τον άκουγε, σκεφτόταν πως
ίσως θα ήταν επίσης πολύ αργά, επειδή θα
δυσκολευόταν πολύ να την υποτάξει, ώστε
να μη χαιρόταν με το έργο του και δεν θα
την αγαπούσε και αυτός λιγάκι.
Γιατί η εσωτερική της αντίσταση,
και η δειλή άρνηση που τόλμησε να
εκδηλώσει δεν είχαν παρά μονάχα μια
δικαιολογία: ήθελε να υπάρξει για τον
Σερ Στέφεν, οσοδήποτε λίγο κι αν τούτο
διαρκούσε, σαν να υπήρχε για τον Ρενέ
και να του προκαλούσε περισσότερο πόθο
γι΄ αυτήν. Όχι
πως τον είχε ερωτευθεί, αλλά γιατί
έβλεπε καλά πως ο Ρενέ αγαπούσε τον Σερ
Στέφεν με το πάθος που έχουν τ΄ αγόρια
για τους μεγαλυτέρους τους, και τον
αισθανόταν έτοιμο, για να ικανοποιήσει
τον Σερ Στέφεν, να θυσιάσει απ΄ αυτήν εν
ανάγκη, αυτό που θ΄ απαιτούσε ο Σερ
Στέφεν. Γνώριζε,
σαν από προφητική διαίσθηση, ότι θ΄
αντέγραφε τη στάση του πάνω στη δική
της, κι αν ο Σερ Στέφεν της έδειχνε
περιφρόνηση, ο Ρενέ, όσο κι αν την
αγαπούσε, θα μολυνόταν από τούτη την
περιφρόνηση, όπως ποτέ άλλοτε δεν θα
του είχε συμβεί, ούτε σκεφθεί, από τη
συμπεριφορά των ανθρώπων του Ρουασσύ.
Γιατί, στο Ρουασσύ, ήταν απέναντί
της, ο κύριος, και η συμπεριφορά όλων
εκείνων που σ΄ αυτούς την έδινε
εξαρτιόταν από τη δική του.
Εδώ, ο κύριος δεν ήταν πια αυτός.
Απεναντίας. Ο
Σερ Στέφεν ήταν ο κύριος του Ρενέ, δίχως
ο Ρενέ να το έχει ξεκαθαρίσει.
Δηλαδή ο Ρενέ τον θαύμαζε, και ήθελε
να τον μιμηθεί, να συναγωνιστεί μαζί
του. Γι΄ αυτό μοιραζόταν τα πάντα μαζί
του και γι΄ αυτό του είχε δώσει την Ο.
Τούτη τη φορά φαινόταν καθαρά πως
του είχε δοθεί στα καλά.
Ο Ρενέ εξακολουθούσε ασφαλώς να την
αγαπά όσο βέβαια ο Σερ Στέφεν θα
΄βρισκε πως άξιζε τον κόπο και θα την
αγαπούσε κι αυτός με τη σειρά του. Ως το
σημείο τούτο, είναι φανερό πως ο Σερ
Στέφεν θα ήταν ο κύριός της, και ό,τιδήποτε
κι αν φανταζόταν ο Ρενέ, θα ήταν ο μόνος
κύριός της, στη σωστή σχέση που ενώνει
έναν κύριο με το σκλάβο.
Δεν περίμενε κανέναν οίκτο, όμως
δεν έπρεπε άραγε να περιμένει να του
αποσπάσει κάποιο ερωτικό αίσθημα;
Μισοξαπλωμένος στη μεγάλη
πολυθρόνα, κοντά στη φωτιά, πριν την
αναχώρηση του Ρενέ, την είχε αφήσει
γυμνή, λέγοντάς της να περιμένει τις
διαταγές του. Περίμενε δίχως να πει λέξη. Έπειτα σηκώθηκε και της είπε να
τον ακολουθήσει. Πάντα
γυμνή, με τα ψηλοτάκουνα πασούμια και
τις μαύρες κάλτσες της, ανέβηκε πίσω
απ΄ αυτόν την σκάλα, και μπήκε σ΄ ένα
μικρό δωμάτιο, τόσο μικρό που δεν
υπήρχε θέση παρά για ένα κρεββάτι σε
μια γωνία, μια τουαλέτα και μια καρέκλα
ανάμεσα από το κρεββάτι και το παράθυρο.
Τούτο το μικρό δωμάτιο είχε πλάι
ένα άλλο πολύ μεγαλύτερο – του Σερ
Στέφεν. Και τα δυο μαζί είχαν ένα κοινό
μπάνιο. Η Ο πλύθηκε και σκουπίστηκε – η
πετσέτα παρουσίασε ένα μικρό ροζ λεκέ -
, έβγαλε τα πασούμια και τις κάλτσες της
και ξάπλωσε στα κρύα σεντόνια.
Οι κουρτίνες του παραθύρου ήταν
ανοιχτές, όμως έξω είχε πια
σκοτεινιάσει. Πριν
ακόμη κλείσει την πόρτα που
επικοινωνούσε, η Ο ξαπλωμένη κιόλας, ο
Σερ Στέφεν τη πλησίασε και της φίλησε
την άκρη των δαχτύλων, καθώς είχε κάνει,
όταν είχε κατέβει από το ταμπουρέ της,
στο μπαρ, και την είχε συγχαρεί για το
σιδερένιο της δαχτυλίδι.
Έτσι, ενώ είχε χώσει μέσα της τα
χέρια του και το φύλο του, είχε
λεηλατήσει το υπογάστριό της και το
στόμα της, δεν τολμούσε να βάλει τα
χείλη του παρά στην άκρη των δαχτύλων
της. Η Ο έκλαψε,
κι αποκοιμήθηκε ως την αυγή.
Την επομένη, λίγο πριν το
μεσημέρι, ο σωφέρ του Σερ Στέφεν,
ξαναπήγε την Ο στο σπίτι της.
Στις δέκα είχε ξυπνήσει.
Μια γυναίκα μιγάς της έφερε ένα
φλυτζάνι καφέ, ετοίμασε το μπάνιο της
και της έδωσε τα φορέματά της, εκτός
βέβαια από τη γούνα της, τα γάντια της,
και τη τσάντα της, που τα βρήκε στον
σοφά του σαλονιού όταν κατέβηκε.
Στο σαλόνι δεν ήταν κανείς, τα
παραθυρόφυλλα και οι κουρτίνες ανοιχτά.
Απέναντι από τον σοφά, φαινόταν
ένας στενός κήπος πράσινος σαν ένα
ενυδρείο, όπου υπήρχαν μόνο κισσοί και
ου. Την ώρα που
φορούσε το μαντώ της, η μιγάς της είπε
πως ο Σερ Στέφεν είχε βγει και της είχε
δώσει μια επιστολή, όπου, στο φάκελλο,
υπήρχε μόνο το αρχικό της γράμμα.
Έγραφε: «Ο
Ρενέ τηλεφώνησε πως θα ΄ρθει στις έξι
να σας πάρει από το στούντιο», με
υπογραφή Σ, κι ένα υστερόγραφο: «Ο
βούρδουλας θα είναι για την προσεχή
επίσκεψή σας». Η Ο κοίταξε ολόγυρά της: πάνω
στο τραπέζι, ανάμεσα από τις δυο
πολυθρόνες, όπου την προηγούμενη είχαν
καθίσει ο Σερ Στέφεν και ο Ρενέ, υπήρχε,
κοντά σ΄ ένα μπολ με κίτρινα
τριαντάφυλλα, ένας πολύ λεπτός και
μακρύς βούρδουλας.
Η υπηρέτρια την περίμενε στην πόρτα.
Η Ο έβαλε το γράμμα στην τσέπη κι
έφυγε. Είχε
λοιπόν τηλεφωνήσει ο Ρενέ στον Σερ
Στέφεν, κι όχι στην ίδια.
Όταν γύρισε στο σπίτι της, αφού
γδύθηκε και γευμάτισε, ντυμένη με τη
ρόμπ ντέ σάμπρ της, είχε όλο το καιρό να
φτιάξει το μακιγιάζ και τα μαλλιά της
και να ξαναντυθεί για να πάει στο
στούντιο όπου έπρεπε να βρίσκεται στις
τρεις. Το
τηλέφωνο δεν κουδούνισε, ο Ρενέ δεν την
κάλεσε. Γιατί;
Τι του είπε άραγε ο Σερ Στέφεν;
Πως μιλήσανε γι΄ αυτήν;
Θυμήθηκε τις λέξεις που είπαν οι
δυο τους μπροστά της, συζητώντας με
φυσικότητα για την ευκολία, την άνεση
του κορμιού της, σε σχέση με τις
απαιτήσεις των δικών τους κορμιών.
Ίσως γιατί δεν είχε τη συνήθεια,
στην αγγλική, του τέτοιου είδους
λεξιλογίου. Όμως
οι μόνες γαλλικές λέξεις που τις
φαινόταν πως είχαν μια αντιστοιχία
ήταν απόλυτα βρωμερές.
Είναι αλήθεια πως είχε περάσει από
τόσα χέρια όσα και οι πόρνες των οίκων
ανοχής. Δεν
μπορούσαν επομένως να της φερθούν
διαφορετικά. «Σ΄
αγαπώ Ρενέ, σ΄ αγαπώ», επανελάμβανε,
καλώντας τον χαμηλόφωνα μέσα στη
μοναξιά του δωματίου της.
Μη μ΄ αφήνεις, Θεέ μου, μη μ΄ αφήνεις». Ποιός θα είχε οίκτο για όσους
περιμένουν; Εύκολα
αναγνωρίζονται: από τη καλοσύνη τους,
από το ψεύτικο προσεκτικό βλέμμα τους
– προσεκτικό, ναι, αλλά σε κάτι άλλο από
εκείνο που κοιτάζουν – στην απουσία
τους. Τρεις
ολόκληρες ώρες, μέσα στο στούντιο όπου
πόζαρε μια κοπέλα, ένα κοκκινόμαλλο και
παχουλό μανεκέν, άγνωστό της, υπήρξε
αυτή η απούσα, αποσυρμένη στο εσωτερικό
του εαυτού της, από την αγωνία να
περάσουν γρήγορα τα λεπτά της ώρας και
το άγχος. Πάνω
από τη μπλούζα και ένα μεσοφόρι από
κόκκινο μετάξι, είχε φορέσει μια
σκωτσέζικη φούστα κι ένα κοντό
δερμάτινο. Το
κόκκινο της μπλούζας, κάτω από τη
μισανοιγμένη ζακέτα, χλώμιαζε
περισσότερο το χλωμό πρόσωπό της.
Το μικρό μανεκέν της είπε πως είχε
ένα μοιραίο ύφος. «Μοιραίο
για ποιον;», διερωτήθηκε η Ο.
Δυο χρόνια πριν – δεν είχε ακόμη
γνωρίσει τον Ρενέ και δεν τον είχε
αγαπήσει -, θα ορκιζόταν: «μοιραίο για
τον Σερ Στέφεν», και θα έλεγε «θα δει τι
θα πάθει». Όμως,
ο έρωτάς της για τον Ρενέ και ο έρωτας
του Ρενέ για εκείνη, της είχαν
αφαιρέσει κάθε όπλο.
Αντί να της φέρουν νέες αποδείξεις
της ισχύος της, της αφαίρεσαν κι
εκείνες που ως τώρα είχε.
Άλλοτε αδιάφορη και παιχνιδιάρα,
χαιρόταν να προκαλεί με μια λέξη ή μια
χειρονομία τ΄ αγόρια που την
ερωτεύονταν, όμως δίχως τίποτε να τους
παραχωρεί, προσφέροντας τον εαυτό της
από καπρίτσιο μια φορά, μια μόνη, για ν΄
ανταμοίψει, αλλά και για να φλογίσει
περισσότερο, καθιστώντας σκληρότερο
ένα πάθος που δεν το μοιραζόταν με
κανέναν. Ήταν
βεβαία πως την αγαπούσαν.
Ένας απ΄ αυτούς θέλησε να σκοτωθεί.
Όταν γύρισε γιατρεμένος από την
κλινική όπου τον είχαν μεταφέρει, πήγε
σπίτι του, ξεγυμνώθηκε, και
απαγορεύοντάς του να την αγγίξει,
ξάπλωσε στο ντιβάνι του.
Περιδεής από πόθο και πόνο, την
θαύμαζε δυο ολόκληρες ώρες σιωπηλά,
πετρωμένος από την υπόσχεση που της
είχε δώσει. Δεν θέλησε ποτέ να τον ξαναδεί.
Όχι ότι πήρε επιπόλαια τον πόθο που
ενέπνεε. Τον καταλάβαινε, ή νόμιζε πως τον
καταλάβαινε, γιατί η ίδια αισθανόταν
έναν ανάλογο πόθο (έτσι νόμιζε) για τις
φίλες της ή για νεαρές άγνωστες
γυναίκες. Μερικές
υποχωρούσαν. Τις
πήγαινε σε πολύ διακριτικά ξενοδοχεία,
με στενούς διαδρόμους και χωρίσματα
που τα διαπερνούσαν όλοι οι θόρυβοι.
Άλλες τη διώχνανε με φρίκη.
Όμως αυτό που το φανταζόταν σαν
επιθυμία ήταν απλώς η επιθυμία της
κατακτήσεως. Το ότι είχε τα φερσίματα ενός
κακού αγοριού, αλλά και το ότι είχε
μερικούς εραστές – αν μπορούσαν να
λεχθούν εραστές – όμως και η
σκληρότητά της, ακόμη και το θάρρος της,
στάθηκαν ανώφελα όταν συνάντησε τον
Ρενέ. Σε οχτώ
ημέρες, έμαθε τι θα πει φόβος, αλλά και
σιγουριά, άγχος, αλλά και ευτυχία.
Ο Ρενέ όρμησε πάνω της καθώς ένας
πειρατής πάνω σε μιαν αιχμάλωτη.
Κι έγινε αιχμάλωτη ηδονικά,
αισθανόμενη στους καρπούς, στους
αστραγάλους της, σε όλα τα μέλη και στο
πιο απόκρυφο μέρος του σώματος και της
καρδιάς της, δέσιμο πιο αόρατο κι από
τις λεπτότερες τρίχες, πιο ισχυρό κι
από τα σύρματα που μ΄ αυτά οι
Λιλλιπούτειοι είχαν δέσει τον
Γκιούλιβερ, που ο εραστής της έσφιγγε ή
χαλάρωνε μ΄ ένα του βλέμμα.
Δεν είναι μήπως ελέυθερη;
Α! δόξα σοι ο Θεός, δεν ήταν πια
ελεύθερη. Όμως
ήταν ανάλαφρη, θεά στα σύννεφα, ψάρι στο
νερό, χαμένη από ευτυχία.
Χαμένη γιατί τούτες οι λεπτές
τρίχες, τα καλώδια αυτά, που τα κρατούσε
όλα ο Ρενέ στα χέρια του, ήταν το μόνο
δίκτυο δυνάμεων απ΄ όπου περνούσε στο
εξής, μέσα της, το ρεύμα της ζωής.
Κι ήταν τούτο τόσο αληθινό ώστε
όταν ο Ρενέ χαλάρωνε το σφίξιμο – ή
εκείνη έτσι φανταζόταν – όταν έλειπε, ή
έφευγε δίνοντάς της την εντύπωση της
αδιαφορίας, ή όταν δεν την έβλεπε ή δεν
απαντούσε στα γράμματά της, ή πίστευε
πως δεν ήθελε πια να την δει ή δεν θα την
αγαπούσε πια, όλα την έπνιγαν μέσα της.
Ασφυκτιούσε. Το χορτάρι γινόταν μαύρο, η ημέρα
δεν ήταν πια η ημέρα, ούτε η νύχτα η
νύχτα, αλλά μηχανές της κολάσεως όπου
το φωτεινό διαδεχόταν το σκοτεινό και
το δικό της μαρτύριο.
Το δροσερό νερό της έφερνε ναυτία.
Νόμιζε πως ήταν ένα άγαλμα από
στάχτη, αηδιαστικό, ανώφελο και
καταραμένο, σαν τα αγάλματα από αλάτι
των Γομόρων. Γιατί
ήταν ένοχη. Αυτοί
που αγαπούν το Θεό, κι ο Θεός τους
εγκαταλείπει μέσα στη σκοτεινή νύχτα,
είναι ένοχοι, αφού έχουν εγκαταλειφθεί.
Αναζητούν τα σφάλματά τους μέσα στη
μνήμη τους. Αναζητούσε
κι αυτή τα δικά της.
Δεν εύρισκε παρά ασήμαντες
παραχωρήσεις, πιο πολύ στις διαθέσεις
της παρά στις πράξεις της, για τις
επιθυμίες που ξυπνούσε σ΄ άλλους
άντρες εκτός από τον Ρενέ, παρά μονάχα
τόσο όσο και η ευτυχία που της χάριζε η
αγάπη του Ρενέ, η βεβαιότητα οτί ανήκε
στον Ρενέ, την γέμιζε, και, στην
εγκατάλειψη του εαυτού της έναντι
εκείνου, την καθιστούσε απρόσβλητη και
ανεύθυνη, και όλες τις πράξεις της
δίχως καμιά συνέπεια – όμως ποιες
πράξεις; Γιατί
δεν είχε να κατηγορήσει τον εαυτό της
παρά για σκέψεις, και φευγαλέους
πειρασμούς. Μολαταύτα,
ήταν βέβαιο πως ένοιωθε ένοχη και πως ο
Ρενέ, δίχως να το θέλει, την τιμωρούσε
για ένα σφάλμα που δεν γνώριζε (αφού
παρέμενε καθαρά εσωτερικό), αλλά που ο
Σερ Στέφεν είχε αμέσως ανακαλύψει με
ευκολία. Η Ο
ήταν ευτυχισμένη γιατί ο Ρενέ έβαζε να
την μαστιγώνουν και την εξέδιδε, γιατί
η παθιασμένη υποταγή της θα έδινε στον
εραστή της την απόδειξη ότι του ανήκε,
αλλά και γιατί ο πόνος και η ντροπή του
μαστιγίου, και η προσβολή εκείνων που
την υποχρέωναν στην απόλαυση όταν την
κατείχαν και ενώ χαιρόταν στη δική τους
απόλαυση δίχως να λογαριάζουν τη δική
της, της φαινόταν η ίδια η εξαγορά του
δικού της σφάλματος.
Υπήρχαν αγκαλιάσματα που της ήταν
βρωμερά, χέρια που πάνω στα στήθη της
αποτελούσαν μια ανυπόφορη βρισιά,
στόματα που είχαν ρουφήξει τα χείλη της
και τη γλώσσα της σαν μαλακές και
απαίσιες βδέλλες, και γλώσσες και φύλα,
ζώα γλειώδη, που χαϊδευόμενα στο
κλειστό της στόμα, στο αυλάκι της που το
κρατούσε όσο μπορούσε σφιγμένο, όλα
τούτα την είχαν σκληρύνει από ανταρσία,
για τόσο πολύ καιρό, ώστε το μαστίγιο
ήταν κάτι παραπανίσιο για να την
υποτάξει. Όμως
σ΄ όλα τούτα είχε πια υποταγεί, με μιαν
αηδία και μια φριχτή δουλοπρέπεια.
Αν όμως παρά ταύτα είχε δίκιο ο Σερ
Στέφεν; Αν της
ήταν γλυκός ο εξευτελισμός της;
Τότε, όσο πιο μεγάλη ήταν η
ταπείνωσή της, τόσο περισσότερο ο Ρενέ
ήταν μεγαλόψυχος δεχόμενος να
μεταβάλει την Ο σε όργανο της
απολαύσεως του. Όταν ήταν παιδί, είχε διαβάσει, με
κόκκινα γράμματα πάνω στον άσπρο τοίχο
ενός δωματίου, όπου έμεινε δυο μήνες
στην Ουαλλία, ένα βιβλικό κείμενο,
καθώς συνηθίζουν να γράφουν οι
διαμαρτυρόμενοι στα σπίτια τους: «ΕΙΝΑΙ
ΤΡΟΜΕΡΟ ΝΑ ΠΕΦΤΕΙΣ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΖΩΝΤΟΣ
ΘΕΟΥ». Όχι,
έλεγε τώρα στον εαυτό της, δεν είναι
αλήθεια. Αυτό
που είναι τρομερό, είναι να σ΄ έχει
πετάξει από τα χέρια του ο ζωντανός
Θεός. Κάθε φορά
που ο Ρενέ καθυστερούσε, ανέβαλε τη
στιγμή που θα την έβλεπε, όπως είχε
κάνει εκείνη την ημέρα, και αργούσε –
γιατί πέρασαν οι έξι, και η εξήμιση –
την Ο πολιορκούσε μάταια η τρέλλα και η
απελπισία. Η
τρέλλα για το τίποτε, η απελπισία για το
τίποτε, τίποτε δεν ήταν αληθινό.
Ο Ρενέ έφτανε, ήταν εκεί, δεν είχε
αλλάξει, την αγαπούσε, όμως κάποιο
διοικητικό συμβούλιο τον είχε κρατήσει
ή μια πρόσθετη εργασία και δεν είχε τον
καιρό να την ειδοποιήσει.
Η Ο, με μιας, ανεδύετο από το θάλαμο
της ασφυξίας της. Μολαταύτα
κάθε μια από τις κρίσεις αυτές του
τρόμου άφηνε στα βάθη του εαυτού της
σαν ένα υπόκωφο προμήνυμα, μια
προειδοποίηση δυστυχίας: γιατί ο Ρενέ
πάλι ξεχνούσε να ειδοποιήσει, έστω κι
αν επρόκειτο για παιχνίδι γκολφ ή
μπριτζ ή ένα άλλο πρόσωπο.
Βέβαια, αγαπούσε την Ο, όμως εκείνος
ήταν ελεύθερος, βέβαιος γι΄ αυτήν και ο
εαυτός του ανάλαφρος.
Δεν θα ΄ρχόταν όμως μια μέρα
θανάτου και στάχτης, μια μέρα ανάμεσα
στις άλλες μέρες που θα δικαίωνε την
τρέλλα της, όπου ο θάλαμος αερίων δεν θα
ξανάνοιγε; Α!
ας διαρκούσε το θαύμα, ας μην έσβυνε η
χάρις! Ρενέ μη
μ΄ εγκαταλείψεις! Η
Ο δεν έβλεπε, και κάθε μέρα αρνιόταν
στον εαυτό της να βλέπει πιο μακρυά από
την επόμενη και την μεθεπόμενη, κάθε
εβδομάδα πιο μακρυά από την επόμενη
εβδομάδα. Και
κάθε νύχτα που περνούσε με τον Ρενέ
ήταν μια νύχτα για πάντα.
Τέλος ο Ρενέ έφθασε στις εφτά,
τόσο χαρούμενος που την ξανάβρισκε
ώστε τη φίλησε μπροστά στον
ηλεκτρολόγο που διόρθωνε έναν προβολέα,
μπροστά στο κοκκινόμαλλο μανεκέν
που έβγαινε από το δωμάτιο του
μακιγιαρίσματος, και μπροστά στη
Ζακελίν, που κανείς δεν περίμενε, και
μπήκε ξαφνικά, πατώντας τα τακούνια της.
«Είναι χαριτωμένο, είπε η Ζακελίν
στην Ο. Περνούσα,
ερχόμουν να σου ζητήσω τις τελευταίες
φωτογραφίες, αλλά νομίζω πως δεν είναι
η κατάλληλη στιγμή. Φεύγω».
– Δεσποινίς, σας παρακαλώ, φώναξε ο
Ρενέ, δίχως ν΄ αφήσει την Ο που την
κρατούσε από τη μέση.
Δεσποινίς, μη φύγετε!».
Η Ο σύστησε τον Ρενέ στη Ζακελίν και
τη Ζακελίν στο Ρενέ.
Το κοκκινόμαλλο μανεκέν
πεισματωμένο κλείστηκε στο δωμάτιό του,
κι ο ηλεκτρολόγος έκανε πως ήταν
απασχολημένος. Η
Ο κοίταζε τη Ζακελίν, και αισθανόταν
τον Ρενέ που παρακολουθούσε το βλέμμα
της. Η Ζακελίν
φορούσε κουστούμι σκι, σαν κι αυτό που
φορούν οι σταρ που δεν κάνουν σκι.
Το μαύρο φόρεμα σημαδεύει τα μικρά
και καθαρά χωρισμένα στήθη της και το
στενό παντελόνι της τις μακρυές, ωραίες
λευκές γάμπες της. Όλα
της θύμιζαν το χιόνι: η γαλάζια
ανταύγεια της ζακέτας της από γκρίζα
φώκια ήταν σαν χιόνι στη σκιά.
Η κρυστάλλινη ανταύγεια των
μαλλιών και των βλεφάρων της: το χιόνι
στον ήλιο. Είχε
στα χείλη ένα κόκκινο που έμοιαζε με
της παπαρούνας, και όταν χαμογέλασε και
σήκωσε το βλέμμα στην Ο, η Ο είπε στον
εαυτό της πως κανείς δεν θα μπορούσε ν΄
αντισταθεί στην επιθυμία να πιει από
τούτο το πράσινο και κινούμενο νερό που
ήταν κάτω από τα κρυστάλλινα βλέφαρα ή
ν’ αφαιρέσει
το φόρεμα για ν΄ ακουμπήσει τα χέρια
πάνω στα πολύ μικρά στήθη.
Να: μόλις γύρισε ο Ρενέ, μέσα στη
βεβαιότητα της παρουσίας του,
ξανάβρισκε τη χαρά των άλλων και του
εαυτού της, καθώς και ολόκληρο τον
κόσμο. Κατέβηκαν
και οι τρεις. Οδός
Ρουαγιάλ: το χιόνι έπεφτε πυκνό δυο
ώρες συνέχεια και δεν στροβιλιζόταν
παρά σαν να ήταν μικρές άσπρες μύγες
που τους τσιμπούσαν στο πρόσωπο.
Το αλάτι που είχε απλωθεί στο
πεζοδρόμιο έτριζε κάτω από τις σόλες
και διέλυε το χιόνι.
Η Ο ένοιωσε την παγωμένη πνοή ν΄
ανεβαίνει, από τα πόδια της και να
φθάνει ως τα γυμνά της μπούτια.
Η Ο είχε μια αρκετά σαφή ιδέα το τι
ζητούσε απ΄ τις νεαρές γυναίκες που
κυνηγούσε. Όχι
ότι ήθελε να δώσει την εντύπωση πως
συναγωνιζόταν τους άντρες, ή να
συμψηφίσει, με αρσενική συμπεριφορά,
μια γυναικεία κατωτερότητα, που διόλου
δεν την αισθανόταν.
Είναι αλήθεια, πως στα είκοσί της
χρόνια, ξαφνιαζόταν και η ίδια, όταν
κάνοντας φλερτ στην πιο όμορφη από τις
φιλενάδες της, έβγαζε το μπερέ της για
να την χαιρετήσει, παραχωρόντας τη θέση
της για να περάσει, και δίνοντας το χέρι
της για να τη βοηθήσει να βγει από ένα
ταξί. Επίσης,
δεν ανεχόταν να μην πληρώσει όταν
έπαιρναν μαζί το τσάι σ΄ ένα
ζαχαροπλαστείο. Της
φιλούσε το χέρι, ακόμη και το στόμα, στη
μέση του δρόμου. Τούτα
όμως ήταν μια συμπεριφορά επιτηδευμένη
για να προκαλέσει σκάνδαλο, κάτι το
παιδαριώδες, παρά καμωμένο από μια
πεποίθηση. Αντίθετα,
η ευχαρίστηση που ένοιωθε για τη
γλυκύτητα των πολύ γλυκών βαμμένων
χειλιών που υποχωρούσαν κάτω από τα
δικά της, για τη λάμψη του σμάλτου, ή του
μαργαριταριού των ματιών που
μισοκλείνουν στο ημίφως των ντιβανιών,
στις πέντε το απόγευμα, όταν κλείνονται
οι κουρτίνες κι έχει αναφτεί η λάμπα
πάνω στο τζάκι, για τις φωνές που λένε:
ακόμη, αχ! σε παρακαλώ, ακόμη, για την
επίμονη θαλάσσια οσμή που έμενε στα
δάχτυλά της, τούτη η ευχαρίστηση ήταν
πραγματική και βαθειά.
Το ίδιο ζωηρή ήταν η χαρά που της
έδινε το κυνηγητό. Πιθωνώς
όχι για το ίδιο το κυνηγητό, όσο κι αν
ήταν διασκεδαστικό ή γεμάτο πάθος, αλλά
για την απόλυτη ελευθερία που
απελάμβανε. Αυτή
και μόνη αυτή, οδηγούσε το παιχνίδι (μ΄
έναν άντρα, τούτο γινόταν με πλάγιο
τρόπο). Αυτή
είχε την πρωτοβουλία των λέξεων, των
ραντεβού, των φιλιών, τόσο που
προτιμούσε να μην τη φιλούσαν πρώτα οι
άλλοι. Από τότε
που είχε εραστές, δεν ανεχόταν σχεδόν
ποτέ να τη χαϊδέψει με τη σειρά της, το
κορίτσι που αυτή χάιδευε.
Όσο εκείνη βιαζόταν να κρατήσει
γυμνή μπροστά στα μάτια της τη φίλη της,
τόσο της φαινόταν μάταιο να γδυθεί η
ίδια. Συχνά αναζητούσε αφορμές για να
τ΄ αποφύγει, λέγοντας πως κρύωνε, πως
δεν ένοιωθε καλά. Άλλωστε,
ελάχιστες ήταν οι γυναίκες, που σ΄
αυτές να μην εύρισκε κάποιαν ομορφιά.
Θυμόταν, πως μόλις είχε τελειώσει
το γυμνάσιο, θέλησε να παρασύρει ένα
μικρό, άσχημο και αποκρουστικό κορίτσι,
πάντα γκρινιάρικο, μόνο και μόνο γιατί
είχε ξανθά μαλλιά που φωτοσκίαζαν, σε
κακοκομμένες μες, ένα θαμπό δέρμα που
ήταν, παρά ταύτα, λεπτό και ματ.
Όμως η μικρή την είχε διώξει.
Κι αν κάποτε η απόλαυση είχε
φωτίσει τούτο το άχαρο πρόσωπο, δεν
επρόκειτο για την Ο.
Γιατί η Ο αγαπούσε με πάθος να
βλέπει ν΄ απλώνεται πάνω στα πρόσωπα
τούτη η άχνα που τα καθιστά τόσο
γυαλιστερά και τόσο νέα.
Με μια νεότητα εκτός χρόνου, που δεν
φέρνει πίσω στην παιδική ηλικία, αλλά
φουσκώνει τα χείλη, μεγαλώνει τα μάτια
σαν ένα μακιγιάζ και καθιστά τις κόρες
των ματιών ακτινοβολούσες και φωτεινές.
Πιο πολύ βάραινε ο θαυμασμός από
τον εγωϊσμό, γιατί δεν τη συγκινούσε το
έργο της: στο
Ρουσασσύ είχε δοκιμάσει την ίδια
ταραχή μπροστά στο αναστατωμένο
πρόσωπο μιας κοπέλας, που την
απολάμβανε ένας άγνωστος.
Η γύμνια, η εγκατάλειψη των σωμάτων,
την αναστάτωναν, και της φαινόταν πως
οι φίλες της της έκαναν ένα δώρο που η
ίδια δεν θα μπορούσε ποτέ να προσφέρει
το αντίστοιχο, αν έδιναν τη συγκατάθεσή
τους να εμφανισθούν έστω και γυμνές σ΄
ένα κλειστό δωμάτιο.
Γιατί, η γύμνια των διακοπών, στον
ήλιο και στις πλαζ, την άφηνε αδιάφορη
– όχι γιατί ήταν κάτι δημόσιο, αλλά
γιατί όντας δημόσια και μη όντας
απόλυτη, ήταν κατά κάποιο τρόπο
προστατευμένη. Η
ομορφιά των άλλων γυναικών που με μια
σταθερή γενναιοφροσύνη είχε τη διάθεση
να θεωρεί ανώτερη από τη δική της, την
καθησύχαζε παρά ταύτα, ως προς τη δική
της ομορφιά, την έβλεπε, κοιτάζοντας
τον εαυτό της μέσα σε ασυνήθιστους
καθρέφτες, σαν μια αντάυγεια της δικής
τους ομορφιάς. Η
επιρροή που ανεγνώριζε στις φίλες της
επάνω στον εαυτό της ήταν ταυτόχρονα
εγγύηση για τη δική της επιρροή πάνω
στους άντρες. Κι
αυτό που ζητούσε από τις γυναίκες (και
δεν τους το ανταπέδιδε ή ελάχιστα), ήταν
ευτυχισμένη και το ΄βρισκε φυσικό να
της το ζητούν οι άντρες με τόσο πείσμα.
Έτσι, ήταν μαζί και σταθερά
συνένοχος των μεν και των δε, και
κέρδιζε και στα δυο ταμπλώ. Υπήρχαν δύσκολα παιχνίδια.
Το ότι η Ο ήταν ερωτευμένη με την
Ζακελίν, ούτε λιγότερο, ούτε
περισσότερο απ΄ ότι υπήρξε με πολλές
άλλες, έστω κι αν παραδεχθούμε πως ο
όρος ε ρ ω τ ε υ μ έ ν η (με κάποια
υπερβολή) ήταν ο όρος που της ταίριαζε.
Δεν γεννούσε καμιά αμφιβολία.
Γιατί όμως δεν φανέρωνε κανένα
σημάδι; Όταν τα μπουμπούκια σκάζουν στα
δέντρα των λεωφόρων, και η μέρα, που
αργεί να πεθάνει, επιτρέπει στους
ερωτευμένους να κάθονται στους κήπους,
όταν κλείνουν τα γραφεία, ενόμισε πως
επιτέλους θ΄ αποκτούσε το θάρρος ν΄
αντιμετωπίσει την Ζακελίν τον χειμώνα.
Της είχε φανεί πολύ θριαμβευτική,
κάτω από τις καινούργιες γούνες της,
πολύ λάμπουσα, ανέγγιχτη, απλησίαστη.
Και το ήξερε. Η
άνοιξη την έντυνε με ταγιέρ, με χαμηλά
τακούνια, με ελαφρά φορέματα.
Έμοιαζε, επιτέλους, με τα κοντά, ίσα
κομμένα μαλλιά της, με τις γεμάτες
θράσσος, δεκαεξάχρονες μαθήτριες
γυμνασίου, που η Ο μαθήτρια κι αυτή,
άρπαζε από τους καρπούς κι έσερνε
σιωπηλά μέσα σε μιαν άδεια ιματιοθήκη
κι έσπρωχνε προς τα κρεμασμένα παλτά. Τα παλτά έπεφταν από τα
κρεμαστάρια τους και η Ο ξεκαρδιζόταν
στα γέλια. Φορούσαν
όμοιόμορφες μπλούζες, βαμβακερές με τα
αρχικά τους κεντημένα στο στήθος τους,
με κόκκινη κλωστή. Πριν
από τρία χρόνια, σε απόσταση τριών
χιλιομέτρων, η Ζακελίν είχε, σε κάποιο
άλλο γυμνάσιο, φορέσει τις ίδιες
μπλούζες. Η Ο
το ΄μαθε τυχαία, μια μέρα που η Ζακελίν
πόζαρε για ρόμπες του σπιτιού,
αναστενάζοντας πως, αν φορούσαν τόσο
ωραίες ποδιές στο γυμνάσιο, θα
αισθανόταν πιο ευτυχισμένη.
Ή αν μπορούσαν να φορέσουν, δίχως
τίποτε άλλο από κάτω, αυτές που τους
επέβαλαν. «Πως
δίχως τίποτε», είπε η Ο.
«Χωρίς ρόμπα, να!», απήντησε η
Ζακελίν. Και η
Ο, στα λόγια τούτα κοκκίνησε.
Δεν συνήθιζε να είναι γυμνή κάτω
από το φόρεμά της και κάθε διφορούμενο
λόγο τον νόμιζε πως είχε σχέση με το
ντυσιμό της. Μάταια, έλεγε στον εαυτό της,
πως πάντα είναι γυμνός κανείς κάτω από
ένα φόρεμα. Όχι,
αισθανόταν γυμνή σαν εκείνη την
Ιταλίδα της Βερόνας που πήγαινε να
προσφερθεί στον αρχηγό των πολιορκητών
για να σώσει τη πόλη της: γυμνή κάτω από
ένα μαντώ που αρκούσε να το μισανοίξεις.
Της φαινόταν πως επρόκειτο να
εξαγοράσει κάτι, καθώς η Ιταλίδα.
Αλλά τι; Η
Ζακελίν ήταν σίγουρη για τον εαυτό της
και δεν χρειαζόταν τίποτε να
εξαγοράσει. Δεν
είχε ανάγκη να βεβαιωθεί για τίποτε.
Της αρκούσε ένας καθρέφτης.
Η Ο την κοίταζε ταπεινωμένη και
σκεπτόταν πως δεν μπορούσε να της φέρει,
αν ήθελε ν΄ αποφύγει τη ντροπή, παρά
άνθη μανόλιας, γιατί τα παχειά και ματ
πέταλά τους στριφογυρίζουν αργά όταν
μαραίνονται, ή καμέλιες, γιατί μια ροζ
λάμψη αναμιγνύεται κάποτε μέσα στη
κερένια λευκότητά τους.
Εφόσον απομακρυνόταν ο χειμώνας, η
ελαφρά άχνα που χρύσωνε το δέρμα της
Ζακελίν έσβυνε μαζί με την ανάμνηση του
χιονιού. Σε
λίγο, δεν θα της χρειαζόταν παρά
καμέλιες. Όμως
η Ο φοβήθηκε μήπως τη κοροϊδέψουν, με
τούτα τα μελοδραματικά λουλούδια της.
Μια μέρα έφερε ένα μπουκέτο από
μπλε υάκινθους, που η μυρωδιά τους
ζαλίζει το κεφάλι: βίαιο, πεισματικό
άρωμα που θα έπρεπε, αλλά που δεν το
έχουν οι καμέλιες. Η
Ζακελίν έχωσε στα όρθια και δροσερά
λουλούδια τη μογγολική μύτη της, τα
χείλη της που ήταν βαμμένα, εδώ και
δεκαπέντε μέρες ρόζ και όχι πια κόκκινα.
Είπε: «είναι για μένα;» όπως κάνουν
οι γυναίκες που όλος ο κόσμος τους
προσφέρει δώρα όλη την ώρα.
Έπειτα είπε ευχαριστώ και ρώτησε αν
ο Ρενέ θα ΄ρχόταν να πάρει την Ο.
Ναι, θα ΄ρχόταν, είπε η Ο.
Θα ΄ρχόταν, επανέλαβε μέσα της.
Και γι΄ αυτόν, η Ζακελίν,
ψευτοακίνητη, ψευτοβουβή, θα σήκωνε για
ένα δευτερόλεπτο τα σαν από παγωμένο
νερό μάτια της, που ποτέ δεν κοίταζαν
κατά πρόσωπο. Σ΄
εκείνην, κανείς δεν χρειαζόταν τίποτε
να της μάθει: ούτε να σωπαίνει, ούτε ν΄
αφήνει τα χέρια ανοιχτά να κρέμονται,
ούτε να μισογέρνει το κεφάλι.
Η Ο πέθανε από την επιθυμία ν΄
αρπάξει στη χούφτα της τα τόσο φωτεινά
μαλλιά, να γυρίσει προς τα πίσω το
υπάκουο κεφάλι και ν΄ ακολουθήσει
τουλάχιστον με το δάχτυλο τη γραμμή των
βλεφάρων. Όμως
θα το ήθελε και ο Ρενέ. Γνώριζε καλά γιατί άλλοτε ήταν
τολμηρή και τώρα είχε γίνει τόσο δειλή.
Γιατί εδώ και δυο μήνες, ποθούσε τη
Ζακελίν χωρίς να τολμά να πει μια λέξη ή
μια χειρονομία που να της το
εξομολογείται, δίνοντας στον εαυτό της,
κακούς λόγους για να εξηγήσει την
επιφύλαξή της. Δεν
ήταν αλήθεια πως η Ζακελίν μπορούσε να
είναι ανέγγιχτη. Το
εμπόδιο δεν βρισκόταν στη Ζακελίν, ήτο
στην ίδια τηνκαρδιά της Ο, τέτοιο
μάλιστα που δεν είχε συναντήσει όμοιό
του. Κι ήταν
επειδή ο Ρενέ την άφηνε ελεύθερη κι
εκείνη μισούσε τη λεφτεριά της.
Η λεφτεριά της την χώριζε από τον
Ρενέ. Δέκα
φορές θα μπορούσε, χωρίς καν να μιλήσει
ν΄ αρπάξει τη Ζακελίν από τους ώμους, να
την καρφώσει με τα δυο χέρια στον τοίχο
όπως κάνουν σε μια πεταλούδα με μια
καρφίτσα. Η Ζακελίν δεν θα σάλευε, κι ίσως
ούτε καν θα χαμογελούσε.
Όμως η Ο ήταν τώρα πια σαν τα άγρια
θηρία που έχουν αιχμαλωτισθεί και που
χρησιμοποιούνται σαν δόλωμα από τον
κυνηγό ή που κυνηγούν για λογαριασμό
του, και δεν ορμούν παρά αν τα διατάξει.
Αυτή η ίδια είναι που κάποτε, χλωμή
και τρεμάμενη, ακουμπούσε στον τοίχο,
πεισματικά καρφωμένη από τη σιωπή της,
δεμένη από τη σιωπή της, και τόσο
ευτυχισμένη που σιωπούσε. Περίμενε κάτι καλύτερο από μιαν
άδεια, αφού την άδεια την είχε.
Περίμενε μια διαταγή.
Δεν της δόθηκε από τον Ρενέ, αλλά
από τον Σερ Στέφεν. Όσο περνούσαν οι μήνες, από τότε
που ο Ρενέ την είχε δώσει στον Σερ
Στέφεν, η Ο έβλεπε με τρόμο την αύξουσα
σημασία που έπαιρνε αυτός στα μάτια του
εραστού της. Άλλωστε,
καταλάβαινε ταυτόχρονα που ίσως, σε
τούτο το σημείο γελιόταν, φανταζόμενη
μια πρόοδο στο γεγονός ή στο αίσθημα
εκεί όπου δεν υπήρχε πρόοδος παρά στην
αναγνώριση αυτού του γεγονότος ή στην
ομολογία αυτού του αισθήματος.
Πάντως γρήγορα παρατήρησε πως ο
Ρενέ διάλεγε για να περάσει τις νύχτες
μαζί της, εκείνες μονάχα τις νύχτες, που
συνέχιζαν τις βραδιές όπου ο Σερ Στέφεν
την πήγαινε (ο Σερ Στέφεν δεν την
κρατούσε ως το πρωϊ παρά μονάχα όταν ο
Ρενέ έλειπε από το Παρίσι). Είχε επίσης παρατηρήσει πως όταν
ήταν παρών σε μια από αυτές τις βραδιές,
δεν άγγιζε ποτέ την Ο, παρά μονάχα για
να μπορεί καλύτερα να την προσφέρει
στον Σερ Στέφεν και να την κρατά στη
διάθεσή του, αν αυτή αντιδρούσε. Πολύ σπάνια παρέμενε και δεν
παρέμενε ποτέ παρά μονάχα αν του
ζητούσε ο Σερ Στέφεν.
Τότε έμενε ντυμένος, όπως είχε
κάνει την πρώτη φορά, σιωπηλός,
ανάβοντας το ένα τσιγάρο πίσω από τ΄
άλλο, ρίχνοντας ξύλα στη φωτιά,
βάζοντας να πει ο Σερ Στέφεν – ο ίδιος
όμως δεν έπινε. Η
Ο αισθανόταν πως την παρακολουθούσε
καθώς ένας δαμαστής παρακολουθεί το
ζώο που έχει δαμάσει προσεκτικός ώστε
να τον τιμήσει με την τέλεια υπακοή του,
πιότερο όμως καθώς στο πλευρό ενός
πρίγκηπα ένας σωματοφύλακας, κοντά
στον αρχηγό συμμορίας, ένας μπράβος
παρακολουθεί μια πόρνη που πήγε ο ίδιος
και τη βρήκε στο δρόμο.
Η απόδειξη ότι υποχωρούσε έτσι σε
μια κλίση υπηρέτη, ή συντρόφου, είναι
ότι παρακολουθούσε πιότερο το πρόσωπο
του Σερ Στέφεν παρά το δικό της – και η
Ο αισθανόταν, κάτω από το βλέμμα του,
σαν να της είχαν πάρει την ίδια την
ηδονή όπου βυθιζόταν τα χαρακτηριστικά
της: μετέφερε την τιμή, και τον θαυμασμό,
ακόμη και την ευγνωμοσύνη, στον Σερ
Στέφεν που τον είχε γεννήσει,
ευτυχισμένο γιατί είχε συγκατατεθεί να
ευχαριστηθεί από κάποιο πράγμα που του
είχε δώσει. Βέβαια,
όλα θα ήταν πολύ απλούστερα αν ο Σερ
Στέφεν αγαπούσε τ΄ αγόρια και η Ο δεν
αμφέβαλε ότι ο Ρενέ, που δεν τ΄ αγαπούσε,
θα έδινε με πάθος στον Σερ Στέφεν τις
πιο ασήμαντες και τις πιο απαιτητικές
επιθυμίες του. Όμως
ο Σερ Στέφεν δεν αγαπούσε παρά τις
γυναίκες. Αντιλαμβανόταν
πως κάτω από τα όσα προσέφερε και στους
δυο το σώμα της, χαιρόταν και οι δυο
τους κάτι το πιο μυστηριώδες και ίσως
το πιο δυνατό από μιαν ερωτική κοινωνία,
από μιαν ένωση που ακόμη και η διανόησή
της της φαινόταν δύσκολη, αλλά που όμως
δεν μπορούσε ν΄ αρνηθεί ούτε την
πραγματικότητα ούτε τη δύναμη.
Εν τούτοις, γιατί τούτο το μοίρασμα
έπρεπε να ήταν κατά κάποιο τρόπο
αφηρημένου χαρακτήρος; Στο Ρουασσύ, η Ο ανήκε, την ίδια
στιγμή, στο ίδιο περιβάλλον, στον Ρενέ
και σ΄ άλλους άντρες.
Γιατί ο Ρενέ, παρόντος του Σερ
Στέφεν απέφευγε όχι μονάχα να την
απολαύσει, αλλά ακόμη και να της δώσει
διαταγές; (Δεν
έκανε ποτέ τίποτε άλλο παρά να διαβάζει
τις διαταγές του Σερ Στέφεν).
Του έθεσε το ερώτημα, βέβαια εκ των
προτέρων για την απάντηση.
«Από σεβασμό, απήντησε ο Ρενέ.
–Όμως εγώ είμαι δική σου, είπε η Ο.
–Ανήκεις π
ρ ώ τ α στον Σερ
Στέφεν». Και
ήταν αλήθεια, τουλάχιστον με την έννοια
ότι η εγκατάλειψη που έκανε ο Ρενέ της Ο
προς τον φίλο του, ήταν απόλυτη, ότι και
οι παραμικρές επιιθυμίες του Σερ
Στέφεν που την αφορούσαν προηγούντο
των αποφάσεων του Ρενέ ή πριν από τα
δικά της αιτήματα. Αν
π.χ. ο Ρενέ απεφάσιζε ότι θα γευμάτιζαν
οι δυο τους, και θα πήγαιναν στο θέατρο,
και μια ώρα πριν τηλεφωνούσε ο Σερ
Στέφεν και ζητούσε την Ο, ο Ρενέ πήγαινε
να την πάρει από το στούντιο όπως είχαν
συμφωνήσει, αλλά για να την οδηγήσει ως
τη πόρτα του Σερ Στέφεν και να την
αφήσει εκεί. Μια
φορά, μια μόνη φορά, η Ο είχε ζητήσει από
τον Ρενέ να παρακαλέσει τον Σερ Στέφεν
ν΄ αλλάξει μέρα, τόσο πολύ επιθυμούσε
να συνοδεύσει τον Ρενέ σε μια
διασκέδαση όπου επρόκειτο να πανε μαζί.
Ο Ρενέ αρνήθηκε.
«Μικρούλα μου, είπε, δεν κατάλαβες
ακόμη, πως δεν ανήκεις πια στον εαυτό
σου; Και πως ο
κύριος που σ΄ έχει στη διάθεσή του δεν
είμαι πια εγω;». Κι
όχι μονάχα είχε αρνηθεί, αλλά και
ειδοποίησε τον Σερ Στέφεν για τη
παράκληση της Ο, και μπροστά της, τον
παρακάλεσε να την τιμωρήσει αρκετά
σκληρά ώστε να μη τολμήσει πια ούτε να
διανοηθεί ότι είναι δυνατόν να ξεφύγει.
«Βεβαίως», είχε απαντήσει ο Σερ
Στέφεν. Ήταν
στο μικρό οβάλ δωμάτιο, με πάτωμα από
παρκέτο και που το μόνο του έπιπλο ήταν
ένα μικρό μαύρο κομοδίνο σμαλτωμένο,
που έβλεπε προς το μεγάλο μαύρο και
κίτρινο σαλόνι. Ο
Ρενέ δεν έμεινε παρά τρία λεπτά, όσα
χρειαζόταν για να παραδώσει την Ο και
ν΄ ακούσει την απάντηση του Σερ Στέφεν.
Έπειτα τον χαιρέτησε με χειραψία,
χαμογέλασε στην Ο κι έφυγε.
Τον είδε από το παράθυρο να
διασχίζει την αυλή.
Δεν γύρισε πίσω του να δει.
Άκουσε το χτύπημα της πόρτας του
αυτοκινήτου, το ρόγχο του μοτέρ και
είδε, σ΄ ένα μικρό καθρέφτη του τοίχου,
την δική της εικόνα: ήταν άσπρη από
απελπισία και φόβο. Έπειτα, μηχανικά, όταν επρόκειτο
να περάσει μπροστά από τον Σερ Στέφεν,
που της άνοιξε την πόρτα του σαλονιού
και παραμέρισε, τον κοίταξε: ήταν τόσο
χλωμός όσο κι εκείνη.
Σαν αστραπή, πέρασε κι έσβυσε η
βεβαιότητα ότι την αγαπούσε. Αν και δεν το πίστευε και
κορόιδευε τον ίδιο τον εαυτό της,
επειδή απλούστατα το είχε σκεφθεί,
αναθάρρησε και γδύθηκε υπάκουα, μόνο με
μια χειρονομία του.
Τότε, και για πρώτη φορά από τότε
που την έκανε να έρθει δυο ή τρεις φορές
την εβδομάδα και την απελάμβανε δίχως
βιασύνη, αφήνοντάς την να περιμένει
γυμνή και μια ολόκληρη ώρα πριν την
πλησιάσει, ακούγοντας τις ικεσίες της
δίχως ποτέ ν΄ απαντήσει.
Γιατί, κάποτε ικέτευε,
επαναλαμβάνοντας τις ίδιες
παρακλήσεις στις ίδιες στιγμές, σαν ένα
τυπικό τελετουργίας, τόσο που γνώριζε
πότε έπρεπε να τον χαϊδέψει το στόμα
της, και πότε, γονατιστή, το κεφάλι
χωμένο στο μετάξι του σοφά, δεν έπρεπε
να του προσφέρει παρά τα οπίσθιά της,
που τ΄ άρπαζε χωρίς πια να την πληγώνει,
τόσο πολύ του είχε ανοιχτεί, για πρώτη
φορά, παρά τον φόβο που την διέλυε – ή
ίσως εξαιτίας αυτού του φόβου, παρά την
απελπισία όπου την είχε ρίξει η
προδοσία του Ρενέ, ίσως μάλιστα και
εξαιτίας αυτής της απελπισίας –
εγκατέλειψε στα χέρια του,
ολοκληρωτικά, τον εαυτό της.
Και για πρώτη φορά τόσο γλυκά ήταν
τα μάτια της που φανέρωναν τη
συγκατάθεσή της, όταν συναντούσαν τα
φωτεινά καυτά μάτια του Σερ Στέφεν, που
ξαφνικά, της μίλησε γαλλικά, στον ενικό:
«Ο, θα σου βάλω ένα φίμωτρο, γιατί θα
ήθελα να σε μαστιγώσω ώσπου να ματώσεις,
της είπε. Μου
επιτρέπεις; -Είμαι
δική σας», είπε η Ο.
Ήταν όρθια στη μέση του σαλονιού
και με τα μπράτσα, σηκωμένα κι ενωμένα,
που τα βραχιόλια του Ρουασσύ
συγκρατούσαν από μιαν αλυσσιδίτσα στο
ταβάνι απ΄ όπου άλλοτε κρεμόταν ένα
πολύφωτο, πρόβαλλαν τα στήθη της.
Ο Σερ Στέφεν τα χάιδεψε, έπειτα τα
φίλησε, κατόπιν της φίλησε το στόμα, μια
φορά, δέκα φορές (ποτέ άλλοτε δεν την
είχε φιλήσει). Κι
όταν της έβαλε το φίμωτρο, που γέμισε το
στόμα της με τη γεύση δεμένου πανιού,
που έσπρωξε τη γλώσσα στο βάθος του
λάρυγγα, την άρπαξε μαλακά από τα
μαλλιά. Λικνισμένη
από την αλυσσίδα, τρίκλιζε πάνω στα
γυμνά της πόδια. «Ο,
συγχώρησέ με», ψιθύρισε (ποτέ δεν της
είχε ζητήσει συγνώμη), έπειτα την άφησε,
και τη χτύπησε. Όταν ο Ρενέ επέστρεψε στην Ο,
περασμένα μεσάνυχτα, αφού πήγε μόνος
στη διασκέδαση όπου επρόκειτο να πάνε
μαζί, τη βρήκε ξαπλωμένη, τρεμάμενη
μέσα στο άσπρο νάυλον της μακρυάς
νυχτικιάς της. Ο
Σερ Στέφεν την είχε φέρει και ο ίδιος
την είχε βάλει στο κρεββάτι, αφού την
ξαναφίλησε. Του
το είπε. Του
είπε ακόμη που δεν είχε πια σκοπό να μην
υπακούσει στον Σερ Στέφεν,
αντιλαμβανόμενη καλά πως ο Ρενέ θα
συμπέρανε ότι του ήταν αναγκαίο, και σε
εκείνην, γλυκό να τη χτυπούν (πράγμα που
ήταν αληθινό, όμως όχι και η μόνη αιτία). Εξάλλου εκείνο για τον οποίον
ήταν βέβαιη: πως ο Σερ Στέφεν ήταν
εξίσου απαραίτητος στον Ρενέ όσο
εκείνη στον Ρενέ. Όσο αποτροπιασμό αισθανόταν να
τη χτυπήσει, τόσο του άρεσε να τη βλέπει
να σφαδάζει και να την ακούει να
φωνάζει. Μια και μόνη φορά, χρησιμοποίησε
μπροστά του, ο Σερ Στέφεν, τον βούρδουλα
επάνω της. Ο
Ρενέ είχε σκύψει την Ο πάνω στο τραπέζι,
και την είχε κρατήσει ακίνητη.
Ίσως και να του χρειαζόταν
περισσότερο η σκέψη πως όταν δεν ήταν
μαζί της, όταν πήγαινε περίπατο, ή
εργαζόταν, η Ο σφάδαζε, βογγούσε κι
έκλαιγε κάτω από το μαστίγιο, ζητούσε
τη χάρη του και δεν την είχε – και
γνώριζε πως τούτος ο πόνος και τούτη η
ταπείνωση της επεβάλετο από τη θέληση
του εραστού που αυτή αγαπούσε και για
τη δική του την ευχαρίστηση.
Στο Ρουασσύ, είχε βάλει τους
υπηρέτες να τη μαστιγώνουν.
Στο πρόσωπο του Σερ Στέφεν, είχε
βρει τον αυστηρό αφέντη που ο ίδιος δεν
ήξερε αν είναι το γεγονός ότι ο
άνθρωπος που θαύμαζε περισσότερο στον
κόσμο, χαιρόταν μαζί της, κι έκανε τον
κόπο να την καθιστά υπάκουη, μεγάλωνε
το πάθος του Ρενέ γι΄ αυτήν.
Κι αυτό η Ο το ΄βλεπε καθαρά.
Όλα τα στόματα που είχαν φιλήσει το
στόμα της, όλα τα χέρια που είχαν
αρπάξει τα στήθη και το υπογάστριό της,
και όλα τα φύλα που βυθίστηκαν μέσα της,
και βεβαιώθηκαν τόσο απόλυτα ότι ήταν
πόρνη, την είχαν ταυτόχρονα και κατά
κάποιο τρόπο καθιερώσει.
Τούτο όμως δεν ήταν τίποτε, στα
μάτια του Ρενέ, μπροστά στην απόδειξη
που προήρχετο από τον Σερ Στέφεν.
Κάθε φορά που έφευγε από την
αγκαλιά του, ο Ρενέ, αναζητούσε στο σώμα
της, το σημάδι ενός Θεού. Η Ο ήξερε καλά πως αν πριν από
λίγες ώρες την είχε προδώσει, ήταν για
να προκαλέσει νέες αποδείξεις,
σκληρότερες ακόμη. Γνώριζε επίσης, πως οι λόγοι για
την πρόκλησή των, μπορούσαν να
εξαφανιστούν, όμως ο Σερ Στέφεν δεν θα
υποχωρούσε. Τόσο το χειρότερο (εκείνη
σκεφτόταν: τόσο το καλύτερο).
Ο Ρενέ, αναστατωμένος, κοίταζε για
ώρα πολλή, το λεπτό σώμα όπου πλατειές
μελιτζανιές βουρδουλιές σχημάτιζαν
λοξά σχοινιά, στους ώμους, στη πλάτη,
στα οπίσθια, στην κοιλιά και στα στήθια,
που κάποτε διασταυρωνόταν.
Εδώ κι εκεί, έσταζε λίγο αίμα.
«Αχ! σ΄ αγαπώ», ψιθύρισε.
Γδύθηκε με τρεμάμενα χέρια, έσβυσε
το φως και ξάπλωσε κοντά στην Ο.
Αναστέναζε μέσα στο σκοτάδι όλη την
ώρα που την απελάμβανε. Οι βουρδουλιές, πάνω στο σώμα
της Ο, χρειάσθηκε ένα μήνα για να
σβύσουν. Μάλιστα,
στα σημεία εκείνα όπου είχε σκάσει το
δέρμα, διακρινόταν μια κάπως άσπρη
γραμμή, σαν να ήταν ένα πολύ παλιό
σημάδι, εγχειρήσεως.
Θα μπορούσε όμως να τα λησμονήσει,
αφού θα της τα θύμιζε η στάση του Ρενέ
και του Σερ Στέφεν;
Φυσικά, ο Ρενέ είχε ένα κλειδί του
διαμερίσματος της Ο.
Δεν σκέφθηκε να δώσει κι ένα στον
Σερ Στέφεν, ίσως και γιατί ποτέ ως τότε,
ο Σερ Στέφεν δεν εξεδήλωσε την επιθυμία
να πάει στην Ο. Όμως
το γεγονός ότι εκείνο το βράδυ, την
συνόδευσε εκείνος εκεί, έκανε ξαφνικά
τον Ρενέ να σκεφτεί πως ίσως τούτη τη
πόρτα, που μόνο η Ο κι αυτός μπορούσαν
ν΄ ανοίξουν, θα μπορούσε να θεωρηθεί
από τον Σερ Στέφεν σαν ένα εμπόδιο, σαν
ένα φράγμα ή σαν ένας σκόπιμος
περιορισμός από μέρος του Ρενέ και θα
ήτο γελοίο να του δώσει την Ο, δίχως να
του δώσει ταύτοχρονα την ελευθερία να
μπαίνει οποιαδήποτε ώρα στο σπίτι της.
Έτσι, έκανε ένα κλειδί, το έδωσε
στον Σερ Στέφεν, και δεν ειδοποίησε την
Ο παρά μονάχα όταν ο Σερ Στέφεν το
δέχτηκε. Εκείνη
δεν σκέφθηκε καν να διαμαρτυρηθεί και
διαπίστωσε γρήγορα πως έβρισκε μιαν
ακατανόητη γαλήνη, μέσα στην αναμονή
του ερχομού του Σερ Στέφεν.
Περίμενε πολύ, διερωτώμενη αν θα
την ξάφνιαζε μέσα στη νύχτα, αν θα
επωφελείτο μιας απουσίας του Ρενέ, αν
θα ΄ρχόταν μόνος του, ή κι αν δεν θα
΄ρχόταν καθόλου. Δεν
τολμούσε να μιλήσει γι΄ αυτό στον Ρενέ.
Ένα πρωϊ, όπου κατά τύχη, η
υπηρέτρια έλειπε κι εκείνη είχε
σηκωθεί νωρίτερα από τη συνήθειά της
και στις δέκα, ντυμένη, ετοιμαζόταν να
βγει, άκουσε ένα κλειδί να γυρίζει στην
κλειδαριά και όρμησε φωνάζοντας: «Ρενέ»
(γιατί ο Ρενέ ερχόταν κάποτε έτσι, και
δεν σκεφτόταν παρά αυτόν).
Ήταν ο Σερ Στέφεν, που χαμογέλασε,
και της είπε: «Ε, λοιπόν! ας καλέσουμε
τον Ρενέ». Όμως
ο Ρενέ, απησχολημένος στο γραφείο του
από ένα επαγγελματικό ραντεβού, δεν θα
γύριζε παρά έπειτα από μια ώρα.
Η Ο, που ένοιωσε την καρδιά της να
χτυπά δυνατά μέσα στο στήθος της (και
διερωτάτο γιατί), κοίταζε τον Σερ
Στέφεν και ξαναβάζει στη θέση το
ακουστικό. Την
έβαλε να καθίσει στο κρεββάτι, της πήρε
το κεφάλι ανάμεσα στα δυο του χέρια και
της άνοιξε το στόμα για να την φιλήσει.
Τόσο δυνατά τη φίλησε που έχασε την
ανάσα της, ζαλίσθηκε και θα ΄πεφτε αν
δεν τη συγκρατούσε.
Όμως τη συγκράτησε και την
ανασήκωσε. Δεν
καταλάβαινε γιατί μια τέτοια ταραχή,
ένα τέτοιο άγχος της έσφιγγαν το λαιμό.
Γιατί, τι επιτέλους είχε να φοβηθεί
από τον Σερ Στέφεν, που να μην το είχε
δοκιμάσει; Την
παρακάλεσε να παραμείνει γυμνή και την
έβλεπε να τον υπακούει, δίχως να πει
λέξη. Δεν είχε
μήπως τη συνήθεια να παραμένει γυμνή
κάτω από το βλέμμα του, καθώς είχε και
τη συνήθεια της σιωπής του, καθώς είχε
και τη συνήθεια να περιμένει τις
αποφάσεις για την απόλαυσή του;
Αναγκάσθηκε, μέσα της, ν΄
αναγνωρίσει ότι αυταπατάτο κι αν ήταν
αναστατωμένη, από τον τόπο και την ώρα,
από το γεγονός ότι σε τούτο το δωμάτιο,
δεν βρέθηκε ποτέ γυμνή παρά μονάχα για
τον Ρενέ, ο ουσιαστικός λόγος για την
ταραχή της παρέμενε πάντα ο ίδιος: το
ότι είχε πάψει πια η ίδια να είναι
κάτοχος του εαυτού της.
Η μόνη διαφορά είναι ότι αυτή η μη
κατοχή της γινόταν πιο αισθητή από το
γεγονός ότι τούτο δεν συνέβαινε σ΄ ένα
μέρος όπου πήγαινε να την υποστεί κατά
κάποιο τρόπο, ούτε και τη νύχτα,
συμμετέχοντας έτσι σ΄ ένα όνειρο ή σε
μια κρυφή ζωή, σε σχέση με τη διάρκεια
της ημέρας, καθώς στο Ρουασσύ ήταν σε
σχέση με τη διάρκεια της ζωής της με τον
Ρενέ. Το δυνατό
φως ενός μαγιάτικου πρωϊνού παρέδιδε
το κρυφό στη δημοσιότητα: στο εξής η
πραγματικότητα της νύχτας και η
πραγματικότητα της ημέρας θα ήταν η
ίδια πραγματικότητα.
Στο εξής – και η Ο σκεφτόταν:
επιτέλους. Απ΄
αυτό, αναμφίβολα γεννιόταν η παράξενη
σιγουριά, ανάμικτη με τρόμο, που σ΄
αυτήν ένοιωθε πως είχε εγκαταλειφθεί
και προαισθανθεί δίχως να την
καταλαβαίνει. Στο
εξής, δεν θα υπήρχε πια χάσμα, χρόνος
νεκρός, αναστολή. Αυτόν
που περιμένουν, επειδή τον περιμένουν,
είναι ήδη παρών, ήδη κύριος, αφέντης.
Ο Σερ Στέφεν ήταν ένας αφέντης
διαφορετικά απαιτητικός, όμως
διαφορετικά σταθερός, από τον Ρενέ. Κι όσο κι αν η Ο αγαπούσε με πάθος
τον Ρενέ κι εκείνος εκείνη, υπήρχε
ανάμεσά τους ένα είδος ισότητας (έστω
κι αν επρόκειτο για μια ισότητα ηλικίας),
που εξουδετέρωνε μέσα της το αίσθημα
της υπακοής, τη συνείδηση της υποταγής.
Αυτό που της ζητούσαν, το ήθελε και
η ίδια αμέσως, μόνο και μόνο γιατί της
το ζητούσαν. Θα
΄λεγε όμως κανείς πως της είχε
μεταβιβάσει, έναντι του Σερ Στέφεν, τον
δικό του θαυμασμό, τον δικό του σεβασμό.
Υπάκουε στις διαταγές του Σερ
Στέφεν γι΄ αυτές τις ίδιες τις διαταγές
σαν διαταγές, και του ήταν ευγνώμων
γιατί τις έδινε σ΄ αυτήν.
Είτε της μιλούσε γαλλικά, είτε
αγγλικά, είτε στον ενικό, είτε στον
πληθυντικό, δεν τον αποκαλούσε παρά Σερ
Στέφεν, σαν μια ξένη ή σαν μια υπηρέτρια.
Θεωρούσε πως η λέξη «Κύριος» θα
ταίριαζε καλύτερα, αν είχε τολμήσει να
το προφέρει, καθώς ταίριαζε σ΄ αυτήν η
λέξη σκλάβα. Κι
αναλογιζόταν επίσης πως όλα ήταν καλά,
αφού ο Ρενέ ήταν ευτυχισμένος ν΄ αγαπά
τη σκλάβα του Σερ Στέφεν. Έτσι, με τα ρούχα της στην άκρη
του κρεββατιού, φορώντας τα
ψηλοτάκουνα πασούμια, περίμενε με
χαμηλωμένα τα μάτια, μπροστά στον Σερ
Στέφεν, που ακουμπούσε στο παράθυρο.
Ο λαμπρός ήλιος διέσχιζε τις από
μουσελίνα κουρτίνες, και, ζεστός πια,
της θέρμαινε το γοφό.
Η Ο δεν αναζητούσε ένα στήριγμα,
όμως γρήγορα πέρασε από το νου της, πως
έπρεπε να είχε βάλει περισσότερο άρωμα,
πως δεν είχε βάλει χρώμα στην άκρη των
στηθιών της, και ότι ευτυχώς που
φορούσε τα πασούμια της, γιατί το
βερνίκι των νυχιών της είχε αρχίσει να
ξεφτάει. Έπειτα,
ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως αυτό που
πραγματικά ζητούσαν απ΄ αυτήν μέσα σε
τούτη τη σιωπή, μέσα σ΄ αυτό το φως, και
δεν τ΄ ομολογούσε στον εαυτό της, ήταν
ότι θα της έκανε νεύμα ο Σερ Στέφεν ή θα
την διέταζε να γονατίσει μπροστά του,
να τον γδύσει και να τον χαϊδέψει.
Όμως όχι. Έγινε
κατακκόκινη, στη σκέψη ότι τούτα τα
είχε μόνο αυτή σκεφθεί και, ταυτόχρονα
κοκκίνιζε, γιατί θεωρούσε τον εαυτό της
γελοίο γιατί είχε κοκκινήσει:
τόση σεμνοτυφία σε μια πόρνη! Τη στιγμή ακριβώς εκείνη, ο Σερ
Στέφεν παρακάλεσε την Ο να καθίσει
μπροστά στη τουαλέτα της και να τον
ακούσει. Η
τουαλέτα δεν ήταν ακριβώς μια τουαλέτα.
Κοντά σ΄ ένα χαμηλό τραπέζι στον
τοίχο, όπου υπήρχαν βούρτσες και
μπουκαλάκια, ήταν ένας μεγάλος
καθρέφτης παλιάς εποχής όπου καθίμενη
η Ο, σε μια μικρή πολυθρόνα, μπορούσε
και κοιταζόταν ολόκληρη.
Ο Σερ Στέφεν, μιλώντας της,
πηγαινοερχότανε πίσω της.
Η αντάυγεια του διέσχιζε κάθε τόσο
το κρύσταλλο πίσω από την εικόνα της Ο,
όμως μια ανταύγεια που φαινόταν
μακρινή, γιατί η αντανάκλαση του
καθρέφτη ήταν πρασινωπή, και κάπως θολή.
Η Ο, με λυτά τα χέρια και ανοιχτά τα
γόνατα, θα ήθελε να πιάσει την
ανταύγεια, να την συγκρατήσει, για ν΄
απαντήσει ευκολότερα.
Γιατί ο Σερ Στέφεν, σε σταράτα
αγγλικά, έκανε ερώτηση πάνω στην
ερώτηση, τις πιο απίθανες που θα
μπορούσε να φανταστεί η Ο, αν
υποθέσουμε πως θα έθετε ποτέ ερωτήσεις.
Εν τούτοις, μόλις είχε αρχίσει,
διέκοψε κι έριξε την Ο στην πολυθρόνα,
κάνοντάς την να γλυστρήσει προς τα
εμπρός με το αριστερό της πόδι σηκωμένο
πάνω στην πολυθρόνα, και τ΄ άλλο ελαφρά
λυγισμένο. Η Ο,
λουσμένη από φως, προσφερόταν τότε μέσα
στον καθρέφτη στα δικά της βλέμματα και
στα βλέμματα του Σερ Στέφεν, τόσο
τέλεια ανοιχτή σαν ένας αόρατος
εραστής μόλις να είχε τραβηχτεί απ΄
αυτήν για να την αφήσει μισανοιγμένη. Ο Σερ Στέφεν επανέλαβε τις
ερωτήσεις του, με μια σταθερότητα
δικαστού, με μια δεξιοτεχνία
εξομολογητού. Η
Ο δεν τον έβλεπε να μιλάει, έβλεπε όμως
τον εαυτό της που απαντούσε.
Αν, από τότε που επέστρεψε από το
Ρουασσύ, ανήκε σε άλλους άντρες εκτός
από τον Ρενέ κι απ΄ αυτόν;
Όχι. Αν
επεθύμησε ν΄ ανήκει σε άλλους που είχε
συναντήσει; Όχι.
Αν είχε φίλες που αφέθηκε να
χαϊδευτεί απ΄ αυτές ή και χάιδεψε;
Όχι (το ό χ
ι ήταν
περισσότερο διστακτικό).
Όμως φίλες που να είχε επιθυμήσει;
Ναι, λοιπόν, την Ζακελίν, εκτός από
του ότι δεν ήταν ακριβώς φίλη της.
Σύντροφος, θα ήταν πιο σωστό, ή
φιλενάδα, καθώς τα καλοαναθρεμμένα
κορίτσια προσφωνούν το ένα τ΄ άλλο, στα
αξιοπρεπή οικοτροφεία. Στο σημείο τούτο, ο Σερ Στέφεν την
ρώτησε αν είχε φωτογραφίες της Ζακελίν,
και τη βοήθησε να σηκωθεί για να πάει να
τις φέρει. Ο
Ρενέ, λαχανιασμένος, γιατί ανέβηκε
τρέχοντας τα τέσσερα πατώματα, τους
βρήκε στο σαλόνι: η Ο ήταν όρθια μπροστά σ΄ ένα
μεγάλο τραπέζι όπου έλαμπαν, άσπρες και
μαύρες, σαν νερά μέσα στη νύχτα, όλες οι
εικόνες της Ζακελίν. Ο Σερ Στέφεν, μισοκαθισμένος
στο τραπέζι, τις έπαιρνε μία-μία, καθώς
του τις έδινε η Ο, και τις άφηνε στο
τραπέζι. Με το
άλλο χέρι, κρατούσε την Ο από το
υπογάστριο. Από
εκείνη τη στιγμή, ο Σερ Στέφεν, που
χωρίς να την αφήσει είπε καλημέρα στον
Ρενέ, αισθανόταν μάλιστα ότι βύθιζε
βαθύτερα το χέρι του – δεν απευθύνθηκε
πια σ΄ αυτήν αλλά στον Ρενέ.
Η αφορμή της φάνηκε καθαρά: ο Ρενέ
ήταν παρών, η συμφωνία ανάμεσα στον Σερ
Στέφεν και σ΄ εκείνον την αφορούσε,
αλλά δίχως να ερωτηθεί η ίδια, γιατί δεν
ήταν παρά η ευκαιρία ή το αντικείμενο.
Δεν υπήρχε επομένως λόγος να
ερωτηθεί, δεν είχε τι ν΄ απαντήσει,
γιατί αυτό που έπρεπε να κάνει, και
μάλιστα αυτό που έπρεπε να είναι, το
απεφάσιζαν δίχως αυτήν. Πλησίαζε μεσημέρι.
Ο ήλιος, καθώς έπεφτε κάθετα στο
τραπέζι, δίπλωνε την άκρη των
φωτογραφιών. Η
Ο θέλησε να τις μετακινήσει, μη τυχόν
και χαλάσουν, αβέβαιη στις κινήσεις της,
έτοιμη να βογγήξει, τόσο την έκαψε το
χέρι του Σερ Στέφεν. Δεν το κατόρθωσε, αναστέναξε και
ξαναβρέθηκε ξαπλωμένη ανάσκελα στα
λοξά του τραπεζιού, ανάμεσα στις
φωτογραφίες, όπου ο Σερ Στέφεν,
αφήνοντάς την, την είχε απότομα ρίξει,
με τα πόδια ανοιχτά και κρεμασμένα.
Τα πόδια της δεν ακουμπούσαν στη γη.
Ένα από τα πασούμια της της ξέφυγε,
γλύστρησε δίχως θόρυβο πάνω στο άσπρο
χαλί. Το
πρόσωπό της το χτυπούσε ο ήλιος:
έκλεισε τα μάτια. Επρόκειτο
να θυμηθεί, όμως πολύ αργότερα – αν και
την ώρα εκείνη δεν της έκανε εντύπωση,
ότι παρακολούθησε το διάλογο ανάμεσα
στον Σερ Στέφεν και τον Ρενέ, έτσι
ξαπλωμένη, σαν κάτι που δεν την
αφορούσε, αλλά και ταυτόχρονα σαν ένα
γεγονός που το είχε ζήσει.
Κι ήταν αλήθεια ότι είχε ήδη ζήσει,
μια παρόμοια σκηνή: αφού την πρώτη φορά
που ο Ρενέ την είχε πάει στον Σερ Στέφεν,
είχαν συζητήσει γι΄ αυτήν με τον ίδιο
τρόπο. Όμως την
πρώτη εκείνη φορά, ήταν άγνωστη στον
Σερ Στέφεν, και από τους δυο τους, ο Ρενέ
μιλούσε περισσότερο.
Από τότε ο Σερ Στέφεν την είχε
υποτάξει σ΄ όλα του τα καπρίτσια, την
είχε πλάσει στα μέτρα του, είχε
απαιτήσει και πετύχει απ΄ αυτήν, σαν
κάτι αυτονόητο, τις πιο εξευτελιστικές
παραχωρήσεις. Δεν είχε πια τίποτε να δώσει που
να μην το είχε ήδη πάρει.
Έτσι τουλάχιστον πίστευε.
Μιλόυσε, εκείνος, συνήθως σιωπηλός
μπροστά της, και τα λόγια, καθώς του
Ρενέ όταν ο Ρενέ απαντούσε, φανέρωναν
πως συνέχιζαν μια συνομιλία που συχνά
είχαν μεταξύ τους και που θέμα της ήταν
η ίδια. Επρόκειτο
για το τι μπορούσαν να ωφεληθούν απ΄
αυτήν, και να καταστήσουν κοινό αυτό
που η κοινή χρήση θα μάθαινε στον
καθένα τους χωριστά.
Ο Σερ Στέφεν ανεγνώρισε πως η Ο ήταν
απείρως πιο συγκλονιστική όταν το σώμα
της έφερε σημάδια, οποιαδήποτε κι αν
ήταν, έστω κι αν τούτα τα σημάδια
σήμαιναν ότι δεν μπορούσε να τους
ξεγελάσει, και φανέρωναν μόλις τα
΄βλεπαν πως όλα ήταν επιτρεπτά ως προς
το άτομό της. Γιατί,
το να ξέρεις είναι ένα πράγμα: να
βλέπεις την απόδειξη, που συνεχώς ν΄
ανανεώνεται είναι άλλο πράγμα.
«Ο Ρενέ, είπε ο Σερ Στέφεν, είχε
δίκιο επιθυμώντας να μαστιγωθείς».
Απεφάσισαν πως έτσι θα γινόταν,
ανεξάρτητα από την ευχαρίστηση που θα
δοκίμαζαν στις φωνές και στα δάκρυά της,
τόσο συχνά όσο θα χρειαζόταν ώστε να
παραμείνει διαρκώς κάποιο ίχνος επάνω
της. Η Ο άκουγε
πάντα ξαπλωμένη και καυτερή, ακίνητη,
και της φαινόταν πως ο Σερ Στέφεν, από
μια περίεργη υποκατάσταση μιλούσε για
λογαριασμό της, και στη θέση της.
Σαν να ήταν αυτός ο ίδιος, μέσα στο
δικό της σώμα, που θα είχε αισθανθεί την
ανησυχία, το άγχος, τη ντροπή, αλλ΄
ακόμη και την κρυφή υπερηφάνεια και την
οδυνηρή απόλαυση που δοκίμαζε,
ιδιαίτερα όταν ήταν μόνη ανάμεσα από
διαβάτες, στο δρόμο, ή ανέβαινε σε
λεωφορείο, ή όταν βρισκόταν στο
στούντιο, με τα μανεκέν και τους
μηχανικούς, λέγοντας στον εαυτό της πως
οποιαδήποτε από τούτα τα όντα που
αντίκρυζε, αν του συνέβαινε κάποιο
ατύχημα και θα ΄πρεπε να το ξαπλώσουν
κατά γης ή να φωνάξουν ένα γιατρό, θα
κρατούσε έστω και λιποθυμισμένο και
γυμνό, το μυστικό του.
Η ίδια όμως όχι: το μυστικό της δεν
το εξαρτούσε μονάχα από τη σιωπή της,
από αυτήν την ίδια.
Δεν μπορούσε, κι αν ακόμη το ήθελε
να επιτρέψει στον εαυτό της το
παραμικρό καπρίτσιο – και τέτοια ήταν
η σημασία μιας από τις ερωτήσεις του
Σερ Στέφεν – χωρίς να ομολογήσει
αμέσως, η ίδια στον εαυτό της, πως δεν
μπορούσε να κάνει και τις πλέον αθώες
πράξεις, να παίξει τέννις ή να
κολυμπήσει. Την
ευχαριστούσε το ότι της ήταν, υλικά,
απαγορευμένο, καθώς ο φράχτης του
μοναστηριού απαγορεύει, υλικά, στις
κοπέλες ν΄ ανήκουν στον εαυτό τους και
να δραπετεύσουν. Και
για τον ίδιο λόγο, πως να δοκιμάσει την
πιθανότητα ότι η Ζακελίν, δεν θα την
αποστρεφόταν δίχως ταυτόχρονα να
κινδυνεύει να εξηγήσει στη Ζακελίν, αν
όχι την αλήθεια, τουλάχιστον ένα μέρος
της αλήθειας; Ο
ήλιος έπαψε να φωτίζει το πρόσωπό της.
Οι ώμοι της κολλούσαν πάνω στη
γυαλιστερή επιφάνεια των φωτογραφιών
που πάνω τους ήταν ξαπλωμένη και
αισθανόταν στο γόνατό της αδρή την άκρη
του σακακιού του Σερ Στέφεν που την
είχε πλησιάσει. Ο Ρενέ κι εκείνος, της έπιασαν ο
καθένας από ένα χέρι και την σήκωσαν.
Ο Ρενέ σήκωσε το πασούμι της.
Έπρεπε να ντυθεί. Κατά το γεύμα που έγινε στο Σαίν-Κλού,
κοντά στο Σηκουάνα, ο Σερ Στέφεν, που
είχε μείνει μόνος, μαζί της, ξανάρχισε
να την ρωτά. Κοντά
σ΄ ένα φράχτη από λουλούδια που τον
ξεχώριζε η σκιερή πλατεία όπου ήταν
αραδιασμένα τα τραπέζια του
εστιατορίου, με άσπρα τραπεζομάντηλα,
υπήρχε κι ένα παρτέρι, από
μισοανοιγμένες, σκουροκόκκινες
παπαρούνες. Η Ο
χρειάστηκε αρκετή ώρα για να
ξαναζεσταθεί, γιατί τα γυμνά της
μπούτια, ακουμπούσαν πάνω στη
σιδερένια καρέκλα. Υπάκουη, κάθισε, ανασηκώνοντας τη
φούστα πριν της κάνει νεύμα ο Σερ
Στέφεν. Ακουγόταν
το πάφλασμα του νερού στις βάρκες που
ήταν δεμένες σε μια ξύλινη πλατφόρμα
στην άκρη της πλατείας.
Ο Σερ Στέφεν καθόταν απέναντι από
την Ο, που μιλούσε αργά και
αποφασισμένη να μην πει καμιά λέξη που
να μην είναι αληθινή.
Αυτό που ήθελε να ξέρει ο Σερ Στέφεν,
το γιατί της άρεσε η Ζακελίν.
Αχ! δεν ήταν δύσκολο: ήταν πάρα πολύ
ωραία για την Ο, καθώς οι κούκλες, που
είναι στο μπόι των φτωχών παιδιών κι
εκείνα δεν τολμούν ποτέ να τις αγγίξουν.
Και, ταυτόχρονα, ήξερε καλά πως αν
δε της μιλούσε, και δεν την πλησίαζε,
είναι γιατί, στ΄ αλήθεια, δεν το
επιθυμούσε. Εκείνη
τότε ανασήκωσε τα μάτια της που ως
εκείνη τη στιγμή τα κρατούσε
χαμηλωμένα προς τις παπαρούνες και
αντελήφθηκε ότι ο Σερ Στέφεν κοίταζε
προσεκτικά τα χείλη της.
Την άκουγε άραγε ή πρόσεχε μονάχα
τον τόνο της φωνής της, τη κίνηση των
χειλιών της; Κι
αυτό που διάβασε τούτη τη φορά ήταν
τόσο καθάριο, και ήταν τόσο καθάριο γι΄
αυτόν το ότι είχε καλά διαβάσει, ώστε
ήρθε η σειρά του να χλωμιάσει.
Αν την αγαπούσε, θα της συγχωρούσε
άραγε, το ότι το είχε αντιληφθεί;
Δεν μπορούσε ούτε ν΄ αποτραβήξει το
βλέμμα της, ούτε να χαμογελάσει, ούτε να
μιλήσει. Αν την
αγαπούσε τι θα είχε αλλάξει;
θα την είχαν απειλήσει με θάνατο, θα
έμενε ανίκανη για μια οποιαδήποτε
κίνηση, ανίκανη να φύγει.
Τα γόνατά της δεν θα τη σήκωναν.
Βέβαια δεν θα ζητούσε πότε από
αυτήν παρά την υποταγή στην επιθυμία
του, όσο θα διαρκούσε η επιθυμία του.
Άραγε όμως ήταν η επιθυμία που, από
την ημέρα που ο Ρενέ του την είχε
παραχωρήσει θα αρκούσε για να εξηγήσει
ότι την απαιτούσε και την κρατούσε όλο
και περισσότερο, και κάποτε μόνο για
την ίδια της την παρουσία και δίχως
τίποτα να της ζητά; Ήταν μπροστά της, σιωπηλός και
ακίνητος, καθώς κι εκείνη.
Έμποροι, στο διπλανό τραπέζι
συζητούσαν πίνοντας ένα μαύρο καφέ
τόσο δυνατό που το άρωμά του έφθανε ως
το δικό τους τραπέζι.
Δυο αμερικανίδες περιφρονητικές
και περιποιημένες, ανάβαν τα τσιγάρα
τους στη μέση του φαγητού τους. Η άμμος
έτριζε κάτω από τα βήματα των
γκαρσονιών – το ένα από αυτά προχώρησε
για να γεμίσει το ποτήρι του Σερ Στέφεν,
άδειο κατά τα τρία τέταρτα.
Όμως πως μπορούσε να πιει ένα
άγαλμα, ένας υπνοβάτης;
Δεν επέμενε. Η
Ο αισθάνθηκε με ηδονή πως αν το γκρίζο
και καυτό βλέμμα του έφευγε από τα
μάτια της, ήταν για να προσκοληθεί στα
χέρια της, στα στήθη της, για να
ξαναγυρίσει στα μάτια της. Είδε να γεννιέται, τέλος, μια σκιά
χαμόγελου και ετόλμησε ν΄ ανταποκριθεί
σ΄ αυτό. Αδύνατον
όμως ν΄ απαντήσει έστω και με μια λέξη.
Μόλις που ανέπνεε.
«Ο... αυτό που θα σου πω, το απεφάσισα
με τον Ρενέ. Κι
εγώ επίσης...», και διέκοψε.
Η Ο δεν έμαθε ποτέ αν ήταν επειδή
είχε κλείσει τα μάτια της από έκπληξη, ή,
γιατί, και στον ίδιο, έλειπε η ανάσα.
Περίμενε. Το
γκαρσόνι άλλαζε τα πιάτα, έφερνε στην Ο
το μενού να διαλέξει το επιδόρπιο.
Η Ο το έδωσε στον Σερ Στέφεν.
Ένα σουφφλέ; Ναι,
ένα σουφφλέ. Σε
είκοσι λεπτά. Έστω, σε είκοσι λεπτά.
Το γκαρσόνι έφυγε.
«Μου χρειάζονται περισσότερο από
είκοσι λεπτά», είπε ο Σερ Στέφεν. Και συνέχισε στον ίδιο τόνο φωνής. Και αυτό που είπε γρήγορα
απέδειξε στην Ο, τουλάχιστον ένα βέβαιο
πράγμα: ότι εάν τον αγαπούσε, τίποτε δεν
θ΄ άλλαζε, εκτός αν θεωρούσε σαν αλλαγή
τούτον τον παράξενο σεβασμό, τούτη τη
φλόγα του όταν της έλεγε: «Θα ήμουν
ευτυχής εάν θελήσετε...» αντί,
απλούστατα να την παρακαλέσει ν’
αποδεχθεί τα αιτήματά του.
Εν τούτοις δεν επρόκειτο παρά για
διαταγές, που δεν μπορούσε για κανένα
λόγο, ν΄ αποφύγει η Ο.
Το παρατήρησε στον Σερ Στέφεν.
Εκείνος το ανεγνώρισε: «Δεν έχει
σημασία, απαντήστε», είπε.
«Θα κάνω ότι θελήσετε», απάντησε η Ο,
και η ηχώ των όσων έλεγε γύριζε σ΄ αυτήν
«Θα κάνω ότι θελήσεις», έλεγε στον Ρενέ.
Ψιθύρισε: «Ρενέ...».
Ο Σερ Στέφεν το άκουσε.
«Ο Ρενέ ξέρει τι ζητώ από σας.
Ακούστε με». Μιλούσε αγγλικά, αλλά με φωνή
χαμηλή και σβυσμένη, που δεν ακουγόταν
από τα διπλανά τραπέζια.
Όταν πλησίαζαν τα γκαρσόνια
σταματούσε, και ξανάρχιζε στη μέση της
φράσεως, όταν απομακρύνονταν.
Αυτό που έλεγε φαινόταν παράξενο
μέσα σ΄ αυτόν τον δημόσιο και ήρεμο
χώρο. Το πιο παράξενο όμως ήταν το ότι
μπορούσε να το πει, και η Ο να τ΄ ακούσει,
με την ίδια φυσικότητα.
Της θύμισε, πάνω απ΄ όλα ότι το
πρώτο βράδυ που ήρθε στο σπίτι του, της
είχε δώσει μια διαταγή στη οποία δεν
υπάκουσε, και της παρατήρησε, πως ενώ
τότε την είχε μπατσίσει, δεν επανέλαβε
πότε από τότε τη διαταγή του.
Θα του παραχωρούσε άραγε ποτέ
εκείνο που τότε του είχε αρνηθεί;
Η Ο κατάλαβε πως δεν έπρεπε μονάχα
να συγκατατεθεί, αλλά πως ήθελε ν΄
ακούσει από το στόμα της, με τα δικά της
λόγια, πως ναι, θα χαϊδευόταν, κάθε φορά
που θα της το ζητούσε.
Το είπε, και ξαναείδε το κίτρινο και
γκρίζο σαλόνι, την αναχώρηση του Ρενέ,
την επανάστασή της το πρώτο βράδυ, τη
φωτιά που έκαιγε ανάμεσα από τα
χωρισμένα γόνατά της, όταν ήταν
ξαπλωμένη γυμνή πάνω στο χαλί.
Το βράδυ εκείνο, στο ίδιο εκείνο
σαλόνι... Όμως όχι, ο Σερ Στέφεν δεν
καθόριζε, και συνέχιζε.
Της παρατήρησε επίσης ότι ποτέ,
παρουσία του, δεν είχε δοθεί στον Ρενέ (ούτε
σε κανέναν άλλον), όπως δόθηκε σ΄
εκείνον μπροστά στον Ρενέ (και στο
Ρουασσύ από πολλούς άλλους άντρες).
Δεν έπρεπε λοιπόν να συμπεράνει πως
μονάχα από τον Ρενέ προήρχετο η
ταπείνωση να παραδίδεται σ΄ ένα μονάχα
άντρα που δεν την αγαπούσε – και να
ευχαριστιέται με αυτό – μπροστά σ΄
έναν άντρα που την αγαπούσε (επέμενε,
τόσο πολύ, τόσο βίαια: θα άνοιγε σε λίγο
το υπογάστριό της, και το στόμα της σε
όσους από τους φίλους του θα την
ποθούσαν, όταν θα την συναντούσαν –
ώστε η Ο αμφέβαλε αν τούτη η σκληρότητα
δεν απευθυνόταν τόσο σ΄ εκείνον όσο και
σ΄ εκείνη, και δεν συγκράτησε παρά το
τέλος της φράσεως: ένας άνθρωπος που
την αγαπούσε. Ποιάν άλλη ομολογία ήθελε;). Άλλωστε, θα την πήγαινε ο ίδιος
στο Ρουασσύ το καλοκαίρι.
Δεν της έκανε άραγε ποτέ έκπληξη η
απομόνωση που την κρατούσαν, πρώτα ο
Ρενέ κι έπειτα αυτός ο ίδιος;
Μόνον αυτούς έβλεπε, είτε μαζί, είτε
τον καθένα χωριστά.
Όταν ο Σερ Στέφεν δεχότανε στο
σπίτι του της οδού Πουατιέ, δεν
προσκαλούσε την Ο. Ποτέ
δεν είχε προγευματίσει ή γευματίσει
στο σπίτι του. Ούτε
κι ο Ρενέ, εκτός από τον Σερ Στέφεν, δεν
της είχε παρουσιάσει τους φίλους του.
Θα εξακολουθούσε ασφαλώς να την
κρατά στο περιθώριο, γιατί στο εξής, το
προνόμιο να την διαθέτει όπως ήθελε,
ανήκε στον Σερ Στέφεν.
Φυσικά η ίδια πίστευε πως ανήκοντας
σ΄ αυτόν, θα ήταν λιγότερο απομονωμένη. (Εκείνο που πλήγωνε κατάκαρδα την
Ο, ήταν ότι θα συνέβαινε και με τον Ρενέ).
Το σιδερένιο και χρυσό δαχτυλίδι
που έφερε στο αριστερό χέρι – και
θυμόταν άραγε ότι της το διάλεξαν για
να μπει στο μεσαίο δάχτυλό της; Δεν
μπορούσε να το βγάλει – ήταν το σημάδι
πως ήταν σκλάβα, αλλά σκλάβα κοινή.
Η τύχη θέλησε ώστε να μη συναντήσει
από το φθινόπωρο κι εδώ, μέλη του
Ρουασσύ, που θα παρατηρούσαν τα σίδερά
της ή θα έδειχναν ότι τα παρατηρούσαν.
Η λέξη σ ί δ
ε ρ α στον πληθυντικό, όπου παρατήρησε
μια διφορούμενη έννοια όταν ο Σερ
Στέφεν της είχε πει πως τα
σ ί δ ε ρ α της
ταίριαζαν πολύ, δεν ήταν καθόλου
διφορούμενη, αλλά μια έκφραση
αναγνωρίσεως. Ο Σερ Στέφεν δεν χρειάσθηκε να
χρησιμοποιήσει την δέυτερη φόρμουλα:
δηλαδή, σε ποιον ανήκαν τα σίδερα που
έφερε. Αν όμως
έθεταν σήμερα, το ερώτημα στην Ο, τι θ΄
απαντούσε; Η Ο
δίστασε. «Στον
Ρενέ και σε σας», είπε.
«Όχι, είπε ο Σερ Στέφεν, σε μένα.
Ο Ρενέ επιθυμεί να εξαρτάσθε πρώτα
από μένα». Η Ο
το γνώριζε. Γιατί
όμως έκανε ζαβολιές;
Εδώ και λίγο καιρό, πάντως πριν
ξαναγυρίσει στο Ρουασσύ, θα είχε να
αποδεχθεί μια τελική απόδειξη που δεν
θα την απήλασσε από το να είναι μια
κοινή σκλάβα, αλλά θα την όριζε,
επιπρόσθετα, σαν ιδιαίτερη σκλάβα του
εαυτού της, που πάνω της τα σημάδια στο
σώμα της από το μαστίγιο ή τον
βούρδουλα, έστω και ανανεούμενα, θα
παρέμεναν διακριτικά και φευγαλέα (όμως
ποια απόδειξη, ποιο σημάδι, σε τι θα
συνίστατο, πως θα ήταν κάτι το οριστικό;
Η Ο τρομαγμένη, γοητευμένη, πέθαινε
από την ανάγκη να μάθει, και να τα μάθει
όλα αμέσως. Βέβαια,
ο Σερ Στέφεν δεν θα της εξηγόταν ακόμη.
Κι ήταν αλήθεια πως θα ΄πρεπε να
αποδεχθεί, να συγκατατεθεί με την
πραγματική σημασία της λέξεως, γιατί
τίποτε δεν θα της επεβάλλετο με τη βία,
που σ΄ αυτό να μην είχε προηγουμένως
συγκατατεθεί. Μπορούσε
ν΄ αρνηθεί. Τίποτε
δεν την συγκρατούσε στην σκλαβιά της,
παρά μονάχα ο έρωτας της και η ίδια της
η σκλαβιά. Τι θα την εμπόδιζε να φύγει;).
Μολαταύτα, πριν τούτο το σημάδι της
επιβληθεί, πριν ακόμη ο Σερ Στέφεν
αποκτούσε τη συνήθεια, καθώς το
αποφάσισαν μαζί με τον Ρενέ, να τη
μαστιγώνει με τέτοιο τρόπο, ώστε τα
ίχνη να ήταν πάντοτε ορατά, να είχε την
ευχέρεια μιας αναβολής – όσο της
χρειαζόταν για να κατάφερνε τη Ζακελίν
να της παραχωρηθεί.
Εδώ, η Ο κατάπληκτη σήκωσε το κεφάλι
και κοίταζε τον Σερ Στέφεν.
Γιατί; Γιατί
η Ζακελίν; Κι αν η Ζακελίν ενδιέφερε τον Σερ
Στέφεν, γιατί τούτο να ήταν σε σχέση με
την Ο; «Υπάρχουν
δυο λόγοι, είπε ο Σερ Στέφεν.
Ο πρώτος και ο λιγότερο σοβαρός,
είναι ότι θα ήθελα να σας βλέπω να
φιλάτε και να χαϊδεύετε μια γυναίκα.
– Αλλά πως θέλετε, αναφώνησε η Ο, να
πετύχω, υποθέτοτας ότι με θέλει, τη
συγκατάθεση της παρουσίας σας;
- Τούτο δεν είναι δύσκολο, είπε ο Σερ
Στέφεν. Εν
ανάγκη και με προδοσία.
Ελπίζω μάλιστα πως θα πετύχετε
περισσότερα, γιατί ο δεύτερος λόγος που
με κάνει να επιθυμώ να γίνει δική σας,
είναι ότι θα πρέπει να την πάτε στο
Ρουασσύ». Η Ο ακούμπησε το φλυτζάνι του
καφέ που κρατούσε στο χέρι, κι έτρεμε
τόσο που έχυσε στο τραπεζομάντηλο το
κατακάθι του. Σαν
μια μάντιδα, έβλεπε στον σκούρο λεκέ
που άπλωνε, απίστευτες εικόνες: τα
παγωμένα μάτια της Ζακελίν μπροστά
στον Πέτρο τον υπηρέτη, τους γοφούς της,
που ασφαλώς θα ήταν τόσο χρυσοί όσο τα
στήθη της, και που η Ο δεν γνώριζε,
προσφερόμενη στη θέα μέσα στο μεγάλο,
ανασηκωμένο από κόκκινο βελούδο
φουστάνι της, το χνούδι στα δακρυσμένα
μάγουλά της και το μακιγιαρισμένο
στόμα της, το ανοιχτό καθώς φώναζε, και
τα μαλλιά της ίσια σαν θερισμένο άχυρο
πάνω στο μέτωπό της... όχι τούτο ήταν
αδύνατο, όχι αυτή, όχι η Ζακελίν.
«Δεν είναι δυνατόν», είπε. «Ναι, απήντησε ο Σερ Στέφεν. Και πως νομίζετε ότι στρατολογούνται τα κορίτσια για το Ρουασσύ; Όταν μια φορά θα την έχετε φέρει εσείς δεν θα έχετε παρά να κάνετε τίποτε, κι άλλωστε, αν θέλει να φύγει, θα φύγει. Ελάτε». Σηκώθηκε απότομα, αφήνοντας στο τραπέζι τα χρήματα του λογαριασμού. Η Ο τον ακολούθησε ως τ΄ αμάξι, ανέβηκε, κάθισε. Μόλις είχαν προχωρήσει μέσα στο δάσος, έκανε μια στροφή για να σταθμεύσει σε μιαν αλέα, και την πήρε στην αγκαλιά του.
|