ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

ΑΛΗΤΗΣ*ΛΟΠΑΧΙΝ, Ερμολάι Αλεξέιτς, έμπορος*ΝΤΟΥΝΙΑΣΣΑ, καμαριέρα*ΕΠΙΧΟΝΤΩΦ, Συμεών Παντελέιτς, υπάλληλος-γραμματικός *ΦΙΡΣ, γέρος υπηρέτης*ΑΝΝΙΑ, κόρη της Λιούμπα*ΛΙΟΥΜΠΟΦ ΑΝΤΡΕΓΕΒΝΑ (Λιούμπα)*ΒΑΡΙΑ, ψυχοκόρη της Λιούμπα*ΓΚΑΓΕΦ, Λεονίντ Αντρέιτς, αδερφός της Λιούμπα*ΣΑΡΛΟΤΤΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ*ΣΥΜΕΟΝΩΦ-ΠΙΣΣΙΚ, Μπαρίς Μπαρίσεβιτς, Κτηματίας*ΤΡΟΦΙΜΩΦ, Πιοτρ Σεργκέιτς (Πέτια), Φοιτητής*ΓΙΑΣΣΑ, νέος υπηρέτης*ΖΗΤΙΑΝΟΣ*ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ*ΣΤΑΘΜΑΡΧΗΣ*ΥΠΗΡΕΤΕΣ*και ο ΦΛΟΥ*  

[1]

Α' ΠΡΑΞΗ

 

ΛΟΠΑΧΙΝ: Δόξα νάχει ο Θεός ήρθε επιτέλους το τραίνο. Τί ώρα είναι; 

ΝΤΟΥΝΙΑΣΑ: Κοντεύει δύο. Φώτισε κιόλας.

ΛΟΠΑΧΙΝ: Πόσο να καθυστέρησε το τραίνο; Δυο ώρες τουλάχιστο. Αμ εγώ; Νάρθω επίτηδες για να τους υποδεχτώ στο σταθμό και να με πάρει ο ύπνος! Στην καρέκλα τον πήρα. Κρίμα... Δέ σούκοψε και σένα να με ξυπνήσεις...

ΝΤΟΥΝΙΑΣΑ: Νόμιζα πως είχατε φύγει. Σα να μου φαίνεται πως έρχονται κιόλας.

ΛΟΠΑΧΙΝ: ‘Οχι... Ώσπου να πάρουν τα μπαγάζια τους, να κανονίσουν τόνα... τ' άλλο... Η Λιουμπόβ Αντρέγεβνα έζησε πέντε χρόνια στο εξωτερικό, ποιος ξέρει πόσο θάλλαξε... Είναι καλόκαρδη. Είναι απλή και πονάει τους ανθρώπους. Θυμάμαι μια φορά πούμουν παιδί ακόμα, δεκαπέντε χρονώ, με χτύπησε ο μακαρίτης ο πατέρας μου, δούλευε τότες εδώ στο μπακάλικο του χωριού, μούδωσε μια γροθιά στα μούτρα και μου μάτωσε τη μύτη... Είχαμ' έρθει για κάποια δουλειά στην αυλή κ' ήταν μεθυσμένος. Η Λιουμπόβ Αντρέγεβνα, το θυμάμαι σαν τώρα, νέα κοπέλλα τότες, λεπτοκαμωμένη, μ' έφερε εδώ σε τούτο το δωμάτιο των παιδιών. “Μην κλαις, μου λέει, μουζικάκο, ώσπου να παντρευτείς θα γειάνει...” Μουζικάκος... Ο πατέρας μου ήταν στ' αλήθεια μουζίκος, όμως εγώ φοράω άσπρο γιλέκο, κίτρινα ποδήματα. Σα γάιδαρος με σέλα. Είμαι πλούσιος, δε λέω, λεφτά έχω μπόλικα, μα σαν το καλοσκεφτείς και το ξετάσεις είμαι μουζίκος. Σωστός μουζίκος... Διάβαζα τούτο το βιβλίο και δεν κατάλαβα τίποτα. Το διάβαζα και με πήρε ο ύπνος.

ΝΤΟΥΝΙΑΣΑ: Τα σκυλιά όλη νύχτα μείναν άγρυπνα. Το νιώθουν πως έρχονται τ' αφεντικά.

ΛΟΠΑΧΙΝ: Μα τί έχεις Ντουνιάσα και...

ΝΤΟΥΝΙΑΣΑ: Τρέμουν τα χέρια μου. Θα λιγοθυμήσω.

ΛΟΠΑΧΙΝ: Παραείσαι ευαίσθητη, Ντουνιάσα. Ντύνεσαι και χτενίζεσαι σαν κυρία. Ξέχασες τη σειρά σου μου φαίνεται.

(Μπαίνει ο Επιχόντωφ)

ΕΠΙΧΟΝΤΩΦ: Τόστειλε ο κηπουρός, να το βάλετε, λέει, στην τραπεζαρία.

ΛΟΠΑΧΙΝ: Και να μου φέρεις κβας.

ΝΤΟΥΝΙΑΣΑ: Μάλιστα.

ΕΠΙΧΟΝΤΩΦ: Κάνει ψύχρα, τρεις βαθμοί κάτω απ' το μηδέν, κι όμως οι βυσσινιές είν' ολάνθιστες. Δεν το εγκρίνω εγώ το κλίμα μας. Δεν το εγκρίνω. Το κλίμα μας είναι αναχρονιστικό. Επιτρέψτε μου να σας πληροφορήσω, Ερμολάι Αλεξέιτς πως εδώ και δυο μέρες αγόρασα παπούτσια. Και τολμώ να σας διαβεβαιώσω πως τρίζουν κατά τρόπο που ξεπερνάει πια κάθε όριο. Τί λέτε να τους βάλω;

ΛΟΠΑΧΙΝ: Παράτα μ' ήσυχο. Με παρασκότισες.

ΕΠΙΧΟΝΤΩΦ: Κάθε μέρα όλο και θα μου συμβεί καμιά αναποδιά. ‘Ομως εγώ δεν παραπονιέμαι. Συνήθισα πια και μάλιστα χαμογελάω.

(Μπαίνει η Ντουνιάσα)

ΕΠΙΧΟΝΤΩΦ: Εγώ να πηγαίνω. (Σκοντάφτει στην καρέκλα) Νά... Τα βλέπετε; Νε με συμπαθάτε για την έκφραση, μα εδώ που τα λέμε δεν είναι κατάσταση αυτή... Είναι μπορώ να πω αξιοθαύμαστο!

ΝΤΟΥΝΙΑΣΑ: Ξέρετε Ερμολάι Αλεξέιτς; Ο Επιχόντωφ μούκανε πρόταση.

ΛΟΠΑΧΙΝ: Α!

ΝΤΟΥΝΙΑΣΑ: Μόνο που δεν ξέρω... Δεν λέω, είναι ήσυχος άνθρωπος, μα καμιά φορά σου μιλάει και δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Τα λέει όμορφα, με συγκίνηση, ακαταλαβίστικα όμως. Σα να μ' αρέσει. Μ' αγαπάει τρελά. Είναι δυστυχισμένος, κάθε μέρα κάτι θα του συμβεί. Τον κοροϊδεύουν κιόλας: “Τα τρία κακά της μοίρας του” τον λένε.

ΛΟΠΑΧΙΝ: Μου φαίνεται πως έρχονται...


Από παράσταση του παρισινού ΤΕΡ. Ντονιάσα και Λοπάχιν

ΝΤΟΥΝΙΑΣΑ: ‘Ερχονται! Μα τί έπαθα... πάγωσα ολόκληρη.

ΛΟΠΑΧΙΝ: ‘Ερχονται. Πάμε να τους υποδεχτούμε. Θα με γνωρίσει άραγε; Πέντε χρόνια έχω να τη δω.

ΝΤΟΥΝΙΑΣΑ: Τώρα είναι που θα πέσω... Αχ, θα λιγοθυμήσω!

(Είσοδος Φιρς και λοιπών)

ΑΝΙΑ: Ας περάσουμε από δω. Το θυμάσαι, μαμά, ποιο δωμάτιο είν' αυτό;

ΛΙΟΥΜΠΑ: Το δωμάτιο των παιδιών!

ΒΑΡΙΑ: Τί κρύο. Ξυλιάσανε τα χέρια μου. Τα δωμάτιά σας, τ' άσπρο και το μενεξελί, είναι όπως και τότε μητερούλα.

ΛΙΟΥΜΠΑ: Το παιδικό μου δωμάτιο, τ' όμορφο, το πεντάμορφο δωμάτιό μου... Εδώ κοιμόμουνα μικρή... Και τώρα σα μικρή κάνω... (Φιλάει τον Γκάγεφ) Κ' η Βάρια μας δεν άλλαξε καθόλου, σαν καλόγρια μοιάζει. Και τη Ντουνιάσα τη γνώρισα...

ΓΚΑΓΕΦ: Το τραίνο καθυστέρησε δυο ώρες. Είναι πράματα αυτά;

ΣΑΡΛΟΤΤΑ: Το σκυλάκι μου τρώει και καρύδια.

ΠΙΣΣΙΚ: Για φαντάσου!

ΝΤΟΥΝΙΑΣΑ: ‘Ηρθατ' επιτέλους...

ΑΝΙΑ: Στο ταξίδι τέσσερις νύχτες δεν έκλεισα μάτι... τώρα κρυώνω πολύ.

ΝΤΟΥΝΙΑΣΑ: Φύγατε Μεγάλη Σαρακοστή, χιόνιζε τότες, ήταν παγωνιά. Τώρα είν' άνοιξη, καλή μου! ‘Ηρθατ' επιτέλους, χαρά μου, φως μου... Θα σας το πω τώρ' αμέσως, δε βαστάω πια...

ΑΝΙΑ: Πάλι θάναι κάτι...

ΝΤΟΥΝΙΑΣΑ: Ο λογιστής ο Επιχόντωφ μούκανε πρόταση.

ΑΝΙΑ: ‘Ολο τα ίδια και τα ίδια. ‘Εχασα όλες τις φουρκέτες...

ΝΤΟΥΝΙΑΣΑ: Δεν ξέρω πια τί να σκεφτώ. Μ' αγαπάει, μ' αγαπάει τόσο πολύ!

ΑΝΙΑ: Η κάμαρά μου, τα παράθυρά μου, λες και δεν έφυγα ποτέ! Είμαι σπίτι! Αύριο το πρωί θα σηκωθώ και θα τρέξω στον κήπο... Ω, να μπορούσα να κοιμηθώ! Δεν έκλεισα μάτι σ' όλο το ταξίδι, ήμουν ανήσυχη.

ΝΤΟΥΝΙΑΣΑ: Προχτές ήρθε και ο Πέτρος Σεργκέιτς.

ΑΝΙΑ: Ο Πέτια!

ΝΤΟΥΝΙΑΣΑ: Κοιμάται στο μπάνιο, εκεί μένει. Δεν θέλω λέει να σας ενοχλήσω. Θάπρεπε να τον ξυπνήσω, μα η Βαρβάρα Μιχαήλοβνα μου είπε; ‘Ασ' τον να κοιμηθεί.

ΒΑΡΙΑ: Ντουνιάσα, φτιάξε γρήγορα καφέ... Η μητερούλα θέλει καφέ.

ΝΤΟΥΝΙΑΣΑ: Αμέσως.

ΒΑΡΙΑ: ‘Ηρθατε λοιπόν. Είσαι και πάλι στο σπίτι σου. ‘Ηρθε η ψυχούλα μου! ‘Ηρθε η ομορφούλα μου!

ΑΝΙΑ: Πόσο υπόφερα.

ΒΑΡΙΑ: Φαντάζουμαι!

ΑΝΙΑ: ‘Εφυγα τη μεγάλη βδομάδα, έκανε κρύο τότε. Η Σαρλόττα σ' όλο το δρόμο φλυαρούσε, μούκανε ταχυδακτυλουργίες. Και ποιος ο λόγος που μου φόρτωσες τη Σαρλόττα...

ΒΑΡΙΑ: Μα δεν μπορούσες να ταξιδεύεις μόνη σου, ψυχούλα μου. Στα δεκαεφτά σου χρόνια!

ΑΝΙΑ: Φτάνουμε στο Παρίσι, και κει κάνει κρύο, πέφτει χιόνι. Τα γαλλικά τα μιλάω απαίσια. Η μητέρα μένει στο πέμπτο πάτωμα, μπαίνω μέσα και βλέπω κάτι Γάλλους, κυρίες, έναν γέρο παπα να βαστάει ένα βιβλίο στο χέρι και το δωμάτιο νάναι γεμάτο καπνό απ' τα τσιγάρα τους, ακατάστατο και φτωχικό... Ξάφνου τη λυπήθηκα τη μαμά, τη λυπήθηκα τόσο πολύ, αγκάλιασα το κεφάλι της, τόσφιξα στα χέρια μου και δεν μπορούσα να τ' αφήσω. Ύστερα η μαμά όλο με χάιδευε, έκλαιγε...

ΒΑΡΙΑ: Μη μου τα λες, μη μου τα λες...

ΑΝΙΑ: Τη βίλλα της κοντά στο Μαντόν την πούλησε, τίποτα δεν της έμεινε, τίποτα. Κ' εγώ να μην έχω ούτε καπίκι, μόλις μας φτάσαν τα λεφτά για το ταξίδι. Κ' η μαμά δε θέλει να το καταλάβει! Καθόμαστε να φάμε στο σταθμό και παραγγέλνει το πιο ακριβό φα_ και δίνει ολόκληρο ρούβλι πουρμπουάρ σε κάθε γκαρσόνι. Κ' η Σαρλόττα το ίδιο. Ο Γιάσσα ζητάει κι αυτός μερίδα... είναι τρομερό. Η μαμά ξέρεις έχει υπηρέτη της τον Γιάσσα, τον φέραμε μαζί μας...

ΒΑΡΙΑ: Τον είδα τον αλήτη.

ΑΝΙΑ: Εδώ πώς παν τα πράματα; Πληρώσατε τους τόκους;

ΒΑΡΙΑ: Πού να τους πληρώσουμε!

ΑΝΙΑ: Θε μου, Θε μου...

ΒΑΡΙΑ: Τον Αύγουστο θα μας πουλήσουν το χτήμα...

ΑΝΙΑ: Θέ μου...

ΛΟΠΑΧΙΝ: Με-ε-ε

ΒΑΡΙΑ: ‘Ετσι μούρχεται να του δώσω μια...

ΑΝΙΑ: Βάρια, σούκανε πρόταση; Μ' αφού σ' αγαπάει... Γιατί δεν τα κουβεντιάζετε, τί περιμένετε;

ΒΑΡΙΑ: Μου φαίνεται πως δε θα γίνει τίποτα. ‘Εχει πολλές δουλειές, δεν του μένει καιρός να σκεφτεί και για μένα... ούτε με προσέχει καθόλου. Ας πάει στα κομάτια, ούτε να τον βλέπω δε θέλω... ‘Ολοι μιλάνε για το γάμο μας, όλοι μας λεν συγχαρητήρια, μα στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει τίποτα, όλα είναι σαν όνειρο... Η καρφίτσα σου είναι σα μέλισσα.

ΑΝΙΑ: Η μαμά μου της αγόρασε. Ξέρεις; Στο Παρίσι πέταξα μ' αερόστατο!

ΒΑΡΙΑ: Η ψυχούλα μου ήρθε! ‘Ηρθε η ομορφούλα μου! (μπαίνει η Ντουνιάσα με τον καφέ) Φροντίζω ολημερίς ψυχούλα μου το νοικοκυριό και κάνω όνειρα. Να σε παντρεύαμε, λέω, με κανέναν πλούσιο... Τότε θα ησύχαζα κ' εγώ, θάπαιρνα τα μάτια μου και θα πήγαινα στην έρημο, ύστερα στο Κίεβο... στη Μόσχα, όλους τους άγιους τόπους θα γύριζα... Θα περπατούσα, όλο θα περπατούσα. Τί όμορφα που θάταν!

ΑΝΙΑ: Στον κήπο τραγουδούν τα πουλιά. Τί ώρα είναι;

ΒΑΡΙΑ: Περασμένες δύο, νομίζω. Καιρός να κοιμηθείς, ψυχούλα μου. Τί όμορφα που θάταν!

ΓΙΑΣΣΑ: Μπορώ να περάσω από δω;

ΝΤΟΥΝΙΑΣΑ: Αγνώριστος γίνατε, Γιάσσα. Πώς αλλάξατε στα ξένα!

ΓΙΑΣΣΑ: Χμ... Και σεις ποια είστε;

ΝΤΟΥΝΙΑΣΑ: ‘Οταν φεύγατε από δω εγώ ήμουνα τόση δα... Είμαι η Ντουνιάσα, η κόρη του Φεντόρ Κοζογιέντωφ. Δε θα με θυμάστε!

ΓΙΑΣΣΑ: Χμ... εσύ έγινες μπουκιά και συχώριο!

ΒΑΡΙΑ: Τί συμβαίνει πάλι;

ΝΤΟΥΝΙΑΣΑ: ‘Εσπασα ένα πιατάκι.

ΒΑΡΙΑ: Δεν πειράζει, είναι γούρι.

ΑΝΙΑ: Θάπρεπε να το πούμε στη μαμά: Ο Πέτια είν' εδώ...

ΒΑΡΙΑ: Είπα να μην τον ξυπνήσουν.

ΒΑΡΙΑ: Εδώ κ' έξι χρόνια πέθανε ο πατέρας, κ' ύστερ' απόνα μήνα πνίγηκε στο ποτάμι ο αδερφός μου ο Γκρίσσα, ένα ομορφούλη εφτάχρονο αγοράκι. Η μαμά δε βάσταξε πια κ' έφυγε, έφυγε σαν κυνηγημένη... Νάξερε πόσο τη νιώθω! Και ο Πέτια Τροφίμωφ ήταν δάσκαλος του Γκρίσσα, μπορεί να της θυμήσει...

(μπαίνει ο Φιρς)

ΦΙΡΣ: Η κυρία θα πιει εδώ τον καφέ της... Είν' έτοιμος ο καφές; Ε συ! Και η κρέμα;

ΝΤΟΥΝΙΑΣΑ: Αχ Θε μου...

ΦΙΡΣ: Ανεπρόκοπη. ‘Ηρθαν απ' το Παρίσι... Κι ο κύριος είχε πάει κάποτε στο Παρίσι... μ' αμάξι...

ΒΑΡΙΑ: Τί λες Φιρς;

ΦΙΡΣ: Ορίστε; ‘Ηρθε η κυρία μου! Πώς την περίμενα! Τώρα και να πεθάνω δε με νοιάζει...

ΛΙΟΥΜΠΑ: Πώς ήταν αυτό; Στάσου να θυμηθώ... Την κίτρινη στη γωνιά. Καραμπόλα στη μέση!

ΓΚΑΓΕΦ: Βαράω στη γωνιά! Κάποτε κοιμόμασταν σε τούτο το δωμάτιο αδερφή μου. Τώρα είμαι 51 χρονών όσο κι αν σου φαίνεται παράξενο...

ΛΟΠΑΧΙΝ: Ναι, ο καιρός περνάει.

ΓΚΑΓΕΦ: Πώς;

ΛΟΠΑΧΙΝ: Ο καιρός, λέω, περνάει.

ΓΚΑΓΕΦ: Μυρίζει πατσουλί εδώ μέσα.

ΑΝΙΑ: Θα πάω να κοιμηθώ. Καληνύχτα μαμά.

ΛΙΟΥΜΠΑ: Αγαπημένο μου κοριτσάκι. Είσαι χαρούμενη που γυρίσαμε σπίτι; Εγώ τάχω χαμένα ακόμα.

ΑΝΙΑ: Χαίρετε θείε.

ΓΚΑΓΕΦ: Ο Θεός μαζί σου. Πόσο μοιάζεις με τη μητέρα σου! ‘Ιδια κι απαράλλαχτη με την ‘Ανια ήσουνα στην ηλικία της, Λιούμπα.

ΛΙΟΥΜΠΑ: Κουράστηκε πολύ.

ΠΙΣΣΙΚ: Μακρινό ταξίδι, βλέπετε.

ΒΑΡΙΑ: Λοιπόν, καλοί μου κύριοι; Η ώρα είναι δύο περασμένες. Δε νομίζετε πως πρέπει να πηγαίνετε;

ΛΙΟΥΜΠΑ: Δεν άλλαξες καθόλου Βάρια. Θα πιω τον καφέ μου και θα φύγουμε όλοι. (στον Φιρς) Ευχαριστώ καλέ μου. Τον συνηθίζω πολύ τον καφέ. Τον πίνω μέρα και νύχτα. Ευχαριστώ, παπούλη.

ΒΑΡΙΑ: Θα πάω να δω αν φέραν τα μπαγάζια...

ΛΙΟΥΜΠΑ: Πώς μπορώ και κάθομαι; ‘Ετσι μούρχεται να πηδήξω, να χορέψω. Κι αν ονειρεύομαι; Μάρτυς μου ο Θεός την αγαπάω τόσο τρυφερά την πατρίδα μου. Δεν μπόρεσα ούτε μια φορά να κοιτάξω απ' το βαγόνι, όλο έκλαιγα. Ωστόσο πρέπει να πιω τον καφέ μου. Σ' ευχαριστώ, Φιρς, ευχαριστώ γεροντάκο μου. Είμαι πολύ χαρούμενη που ζεις ακόμα.

ΦΙΡΣ: Προχτές.

ΓΚΑΓΕΦ: Δεν ακούει καλά.

ΛΟΠΑΧΙΝ: Κατά τις πέντε το πρωί πρέπει να φύγω για το Χάρκοβο. Τί κρίμα! Τόθελα τόσο πολύ να σας δω, να κουβεντιάσουμε... Είστε υπέροχη, όπως πάντα.

ΠΙΣΣΙΚ: Ομόρφηνε μάλιστα... Ντυμένη σαν παριζιάνα... Να σου φεύγει το κεφάλι!

ΛΟΠΑΧΙΝ: Ο αδερφός σας, ο Λεονίντ Αντρέιτς, λέει πως δεν έχω τρόπους, πως είμαι άξεστος, όμως αυτό δε με νοιάζει καθόλου. Ας λέει ό,τι θέλει. Θάθελα μονάχα να με πιστεύετε σεις σαν και τότε, θάθελα τα καταπληχτικά, τα όμορφά σας μάτια να με κοιτάνε σαν και πρώτα. Ο Θεός είναι μεγάλος! Ο πατέρας μου ήταν δουλοπάροικος στον παπού σας και στον πατέρα σας, μα εσείς, προσωπικά εσείς, κάνατε κάποτε για μένα τόσα πολλά που ξέχασα τα περασμένα και σας αγαπάω σα νάστε συγγενής μου... και πιο πολύ ακόμα.

ΛΙΟΥΜΠΑ: Δεν μπορώ να κάθομαι άλλο, δεν κρατιέμαι... Δε θα μπορέσω να υποφέρω αυτή τη χαρά... Γελάστε μαζί μου, είμαι ανόητη... Αγαπημένη μου βιβλιοθηκούλα... Τραπεζάκι μου...

ΓΚΑΓΕΦ: ‘Οταν έλειπες πέθανε η παραμάνα μας.

ΛΙΟΥΜΠΑ: Ναι, Θεός σχωρέστηνε. Μου τόγραψαν.

ΓΚΑΓΕΦ: Κι ο Αναστάσης πέθανε. Ο Πετρούσκα, ο αλλήθωρος, έφυγε από κοντά μου και τώρα ζει στην πολιτεία, στου υπαστυνόμου.

ΠΙΣΣΙΚ: Η κόρη μου, η Ντάσσενγκα... σας χαιρετάει...

ΛΟΠΑΧΙΝ: Θέλω να σας πω κάτι πολύ ευχάριστο, χαρούμενο. Σε λίγο φεύγω, δεν έχω καιρό για πολλές κουβέντες... μα θα τα πω με δυο λόγια. ‘Οπως ξέρετε, ο βυσσινόκηπός σας θα πουληθεί για να πληρωθούν τα χρέη, σε δημοπρασία που ορίστηκε για τις 22 του Αυγούστου, μα μην ανησυχείτε, καλή μου κυρία, κοιμηθείτε ήσυχα, υπάρχει διέξοδος... Να το σχέδιό μου. Δώστε προσοχή, παρακαλώ! Το χτήμα σας απέχει μόλις είκοσι βέρστια από την πολιτεία, δίπλα περνάει ο σιδηρόδρομος. Αν χωρίσουμε το βυσσινόκηπο και τα χωράφια στην ακροποταμιά σε οικόπεδα για επαύλεις και τα νοικιάσουμε, θάχετε το λιγότερο 25 χιλιάδες έσοδα το χρόνο.

ΓΚΑΓΕΦ: Με συγχωρείτε, όμως όλ' αυτά είναι σαχλαμάρες!



This page hosted by GeoCities Get your own Free Home Page