[2]
Α' ΠΡΑΞΗ (συνέχεια)
ΛΙΟΥΜΠΑ
: Δε σας καταλαβαίνω και πολύ καλά, Ερμολάι Αλεξέιτς.ΛΟΠΑΧΙΝ: Θα παίρνετε το λιγότερο 25 ρούβλια το χρόνο για κάθε στρέμα, και αν το πάρετε από τώρα απόφαση σας δίνω ό,τι εγγύηση θέλετε πως μέχρι το φθινόπωρο δε θα μείνει ούτε μια γωνιά ξενοίκιαστη. Λοιπόν σας συγχαίρω. Σωθήκατε. Η τοποθεσία είναι υπέροχη, το ποτάμι βαθύ. Μόνο που θα πρέπει φυσικά να συγυρίσουμε το μέρος, να το καθαρίσουμε... να γκρεμίσουμε λόγου χάρη όλα τα παλιά χτίρια, αυτό το σπίτι, που, εδώ που τα λέμε, δεν αξίξει πια πολλά πράγματα, να κόψουμε το βυσσινόκηπο.
ΛΙΟΥΜΠΑ: Να τον κόψουμε; Με συγχωρείτε αγαπητέ μου, μα δεν ξέρετε τί λέτε. Αν έχει η περιφέρειά μας κάτι ενδιαφέρον, κάτι αξιοθαύμαστο μπορώ να πω, αυτό είναι ο βυσσινόκηπός μας.
ΛΟΠΑΧΙΝ: Το μόνο αξιοθαύμαστο που έχει αυτός ο κήπος είναι πούναι πολύ μεγάλος. Τα βύσσινα βγαίνουν μια φορά στα δυο χρόνια μα και αυτά πάνε χαμένα γιατί κανείς δεν τ' αγοράζει.
ΓΚΑΓΕΦ: Ακόμα και το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό αναφέρει αυτόν τον κήπο.
ΛΟΠΑΧΙΝ: Αν δε σκεφτούμε και δεν πάρουμε καμιά απόφαση, τότε στις 22 τ' Αυγούστου θα βγάλουν το βυσσινόκηπο κι όλο το χτήμα στη δημοπρασία. Αποφασίστε λοιπόν! ‘Αλλος τρόπος δεν υπάρχει, σας τ' ορκίζουμαι. Δεν υπάρχει.
ΦΙΡΣ: Τον παλιό καιρό, εδώ και 40 με 50 χρόνια, τα βύσσινα τα ξεραίνανε, τα μουλιάζανε, τα κάνανε τουρσί, φτιάχνανε γλυκό και θυμάμαι...
ΓΚΑΓΕΦ: Σώπα Φιρς.
ΦΙΡΣ: Και θυμάμαι που στέλνανε τα ξερά βύσσινα στη Μόσχα και στο Χάρκοβο. Πολλά λεφτά! Και το ξερό βύσσινο ήταν τότες μαλακό, ζουμερό, γλυκό, μυρωδάτο... Ξέρανε τότες έναν τρόπο...
ΛΙΟΥΜΠΑ: Και τί έγινε τώρα αυτός ο τρόπος;
ΦΙΡΣ: Τον ξεχάσανε. Κανείς δεν τον θυμάται.
ΠΙΣΣΙΚ: Πώς τα περάσατε στο Παρίσι; Φάγατε βατράχους;
ΛΙΟΥΜΠΑ: ‘Εφαγα κροκόδειλους.
ΠΙΣΣΙΚ: Για φαντάσου...
ΛΟΠΑΧΙΝ: Μέχρι σήμερα, στο χωριό ήταν μονάχα οι αφεντάδες κ' οι μουζίκοι, μα τώρα παρουσιάστηκαν κ' οι παραθεριστές. ‘Ολες οι πόλεις, κ' οι μικρότερες ακόμα, είναι τώρα τριγυρισμένες μ' επαύλεις. Και μπορεί κανείς να πει πως οι παραθεριστές σε είκοσι χρόνια θα πολλαπλασιαστούνε σ' απίστευτο βαθμό. Τώρα το μόνο που κάνουν είναι να πίνουν το τσάι τους στη βεράντα, μα μπορεί αργότερα να καλλιεργήσουν το στρέμα τους και τότε ο βυσσινόκηπός σας θα γνωρίσει ξανά μέρες ωραίες, ευτυχισμένες...
ΓΚΑΓΕΦ: Τί σαχλαμάρες, Θε μου!
ΒΑΡΙΑ: Σας ήρθαν δυο τηλεγραφήματα, μητερούλα. Νάτα.
ΛΙΟΥΜΠΑ: Είν' απ' το Παρίσι. Με το Παρίσι τελείωσαν όλα πια. Τελεία και παύλα.
ΓΚΑΓΕΦ: Ξέρεις, Λιούμπα, πόσο χρονώ είν' αυτή η βιβλιοθήκη; Εδώ και μια βδομάδα, άνοιξα το κάτω συρτάρι, κοιτάω και βλέπω κάτι νούμερα γραμμένα με καμένο σίδερο. Η βιβλιοθήκη έγινε ακριβώς εδώ κ' εκατό χρόνια. Πώς σου φαίνεται; Θα μπορούσαμε να γιορτάσουμε το ιωβηλαίο της. Είναι βέβαια ένα άψυχο αντικείμενο μα, όπως και να το πάρεις, είναι βιβλιοθήκη.
ΠΙΣΣΙΚ: Εκατό χρόνια... Για φαντάσου!
ΓΚΑΓΕΦ: Ναι... Αυτό μάλιστα... Ακριβή μου, αξιοσέβαστη βιβλιοθήκη! Χαιρετίζω την ύπαρξή σου που εκατό χρόνια τώρα εξυπηρέτησε τα φωτεινά ιδανικά του ωραίου, του καλού και του δικαίου. Η άφωνη έκκλησή σου για δημιουργική εργασία ακουγόταν με την ίδια ένταση στο διάστημα των εκατό αυτών ετών, κρατώντας άσβεστο στις ανθρώπινες γενιές το θάρρος, την πίστη για ένα καλύτερο μέλλον... αναπτύσσοντας μέσα μας τα ιδανικά της καλοσύνης και της κοινωνικής αυτοσυνείδησης.
ΛΟΠΑΧΙΝ: Ναι...
ΛΙΟΥΜΠΑ: Δεν άλλαξες καθόλου βλέπω, Λένια.
ΓΚΑΓΕΦ: Δεξιά τη μπίλια στη γωνιά! Βαράω στη μέση!
ΛΟΠΑΧΙΝ: Λοιπόν, καιρός να πηγαίνω.
ΓΙΑΣΣΑ: Τα χάπια σας. Αν θέλετε, τα παίρνετε...
ΠΙΣΣΙΚ: Δεν πρέπει να παίρνετε φάρμακα αγαπητή μου... ούτε καλό σας κάνουν, ούτε κακό. Για δώστε τά μου εμένα... αξιοσέβαστη κυρία. Ορίστε!
ΛΙΟΥΜΠΑ: Μα σεις τρελαθήκατε!
ΠΙΣΣΙΚ: Τα κατάπια όλα.
ΛΟΠΑΧΙΝ: Σωστή καταβόθρα!
ΦΙΡΣ: Μας ήρθε και τη Λαμπρή κ' έφαγε μισό κουβά αγγουράκια τουρσί...
ΛΙΟΥΜΠΑ: Τί μουρμουρίζει πάλι;
ΒΑΡΙΑ: Τρία χρόνια μουρμουράει έτσι. Τον συνηθίσαμε πια.
ΓΙΑΣΣΑ: Λίγα είναι τα ψωμιά του.
ΛΟΠΑΧΙΝ: Με συγχωρείτε, Σαρλόττα Ιβάνοβνα, δε σας χαιρέτησα ακόμα.
ΣΑΡΛΟΤΤΑ: Αν σας αφήσω να μου φιλήσετε το χέρι, θα θελήσετε ύστερα να φιλήσετε το μπράτσο μου κ' ύστερα το λαιμό μου.
ΛΟΠΑΧΙΝ: Είμαι άτυχος σήμερα. Σαρλόττα Ιβάνοβνα, κάντε μας κάνα παιχνίδι!
ΛΙΟΥΜΠΑ: Σαρλόττα, κάντε μας κανένα παιχνίδι!
ΣΑΡΛΟΤΤΑ: Δεν θέλω. Νυστάζω.
ΛΟΠΑΧΙΝ: Σε τρεις βδομάδες θα ξαναϊδωθούμε. Πρέπει να πηγαίνω. Καλή αντάμωση. (στον Γκάγεφ) Χαίρετε. (στον Πίσσικ) Χαίρετε. Δε μου κάνει καρδιά να φύγω. Αν το σκεφτείτε κι αποφασίσετε για τις επαύλεις, ειδοποιήστε με, θα καταφέρω να βρω δάνειο καμιά πενηνταριά χιλιάδες. Σκεφτείτε το σοβαρά.
ΒΑΡΙΑ: Μα φύγετε λοιπόν επιτέλους!
ΛΟΠΑΧΙΝ: Φεύγω, φεύγω...
ΓΚΑΓΕΦ: Αρκούδα, σωστή αρκούδα. Παρντόν... Η Βάρια θα τον παντρευτεί, είναι ο αρραβωνιαστικός της Βάρια...
ΒΑΡΙΑ: Θείε, σας παρακαλώ, μην αρχίζετε πάλι.
ΛΙΟΥΜΠΑ: Πάντως εγώ Βάρια θα χαρώ πολύ. Είναι καλός άνθρωπος.
ΠΙΣΣΙΚ: Ναι, πρέπει να το παραδεχτούμε πως είναι... εντιμότατος άνθρωπος... Κ' η κόρη μου, η Ντάσσενγκα, λέει πως... λέει πολλά και διάφορα. Ωστόσο, αξιοσέβαστη κυρία μου, δανείστε μου... δώστε μου δανεικά 240 ρούβλια... αύριο πρέπει να πληρώσω τους τόκους της υποθήκης...
ΒΑΡΙΑ: Δεν έχουμε, δεν έχουμε!
ΛΙΟΥΜΠΑ: Πραγματικά, δεν μούμεινε ρούβλι.
ΠΙΣΣΙΚ: Θα βρεθούνε. Ποτέ δε χάνω τις ελπίδες μου. Πάει, έλεγα, είμαι χαμένος... και νάσου ξαφνικά περνάει η γραμμή του τραίνου μέσα απ' το χτήμα μου... και... με πληρώσανε. Πού ξέρεις, κάτι θα γίνει κι αύριο... μεθαύριο... Η Ντάσσενγκα θα κερδίσει διακόσιες χιλιάδες... έχει πάρει λαχείο.
ΛΙΟΥΜΠΑ: ‘Ηπιαμε και τον καφέ μας, τώρα μπορούμε να πλαγιάσουμε.
ΦΙΡΣ: Πάλι το άλλο παντελόνι βάλατε. Ανοικονόμητος είστε!
ΒΑΡΙΑ: Η ‘Ανια κοιμάται. Βγήκε πια ο ήλιος, δεν κάνει κρύο. Κοιτάξτε μητερούλα, τί υπέροχα δέντρα. Θε μου τί ευωδιά! Τραγουδάν τα κοτσύφια.
ΓΚΑΓΕΦ: Ο κήπος είναι κάτασπρος... Δεν τον ξέχασες Λιούμπα; Αυτή η μακριά δενδροστοιχία τραβάει ολόισια... τις φεγγαρόλουστες νύχτες ασπρογαλιάζει. Θυμάσαι; Δεν ξέχασες;
ΛΙΟΥΜΠΑ: Ω, τα παιδικά μου χρόνια, η αγνότητά μου! Κοιμόμουνα σ' αυτό το δωμάτιο των παιδιών, κοίταζα από δω τον κήπο, η ευτυχία ξύπναγε μαζί μου κάθε πρωί, κ' ήταν και τότε ολόιδιος, τίποτα δεν άλλαξε. ‘Ολος, όλος κάτασπρος! Ω ο κήπος μου! Ύστερ' απ' το σκοτεινό φθινόπωρο και τον κρύο χειμώνα, είσαι και πάλι νέος, όλος ευτυχία, οι άγγελοι τ' ουρανού δε σ' εγκατέλειψαν. Αν ήταν δυνατό να βγάλω απ' την καρδιά μου τη βαριά πέτρα που τη βαραίνει, αν μπορούσα να ξεχάσω τα περασμένα!
ΓΚΑΓΕΦ: Ναι. Κι ο κήπος θα πουληθεί για να πληρωθούν τα χρέη, όσο παράξενο κι αν φαίνεται αυτό...
ΛΙΟΥΜΠΑ: Κοιτάξτε, η μακαρίτισσα η μητέρα μας περπατάει στον κήπο... φοράει άσπρο φόρεμα! Αυτή είναι.
ΓΚΑΓΕΦ: Πού;
ΒΑΡΙΑ: Μα τί είν' αυτά που λέτε μητερούλα;
ΛΙΟΥΜΠΑ: Δεν είναι κανείς. Μου φάνηκε. Κει στα δεξιά, στη στροφή προς το κιόσκι είν' ένα λυγισμένο άσπρο δέντρο που μοιάζει με γυκαίκα... (Μπαίνει ο Τροφίμωφ) Τί θαυμάσιος κήπος! ‘Ασπρα λουλούδια παντού, ουρανός γαλάζιος...
ΤΡΟΦΙΜΩΦ: Λιουμπόβ Αντρέγεβνα! ‘Ηρθα να σας χαιρετήσω μονάχα... θα φύγω αμέσως. Μου είπαν να έρθω αύριο το πρωί, μα δεν μπορούσα πια να κρατηθώ...
ΒΑΡΙΑ: Είναι ο Πέτια Τροφίμωφ...
ΤΡΟΦΙΜΩΦ: Πέτια Τροφίμωφ, πρώην δάσκαλος του Γκρίσσα... Τόσο πολύ έχω αλλάξει; (η Λιούμπα τον αγκαλιάζει και κλαίει)
ΓΚΑΓΕΦ: Φτάνει, φτάνει πια, Λιούμπα.
ΒΑΡΙΑ: Μ' αφού σας είπα Πέτια να περιμένετε ως αύριο.
ΛΙΟΥΜΠΑ: Γκρίσσα μου... αγοράκι μου Γκρίσσα... γιε μου...
ΒΑΡΙΑ: Τί να γίνει μητερούλα; Θέλημα Θεού ήταν.
ΤΡΟΦΙΜΩΦ: Μην κάνετε έτσι...
ΛΙΟΥΜΠΑ: Τ' αγόρι μου χάθηκε, πνίγηκε... Γιατί; Γιατί καλέ μου Πέτια; Μέσα κει κοιμάται η ‘Ανια κ' εγώ μιλάω δυνατά... κάνω φασαρία... Πέτια; Πώς ασχήμηνες έτσι; Πώς γέρασες;
ΤΡΟΦΙΜΩΦ: Μια χωριάτισσα στο τραίνο με είπε ξεπεσμένο λόρδο.
ΛΙΟΥΜΠΑ: Τότε ήσουν παιδί ακόμα, ένας αξιαγάπητος φοιτητής_ τώρα τα μαλλιά σου αραιώσανε, φοράς γυαλιά. Είσαι ακόμα φοιτητής;
ΤΡΟΦΙΜΩΦ: Μου φαίνεται πως θα μείνω αιώνιος φοιτητής.
ΛΙΟΥΜΠΑ: ‘Αντε, πηγαίνετε να κοιμηθείτε... Γέρασες και συ Λεονίντ.
ΠΙΣΣΙΚ: Καιρός για ύπνο λοιπόν. Ωχ, η ποδάγρα μου. Θα μείνω εδώ απόψε... Λιουμπόβ Αντρέγεβνα, ψυχή μου, αύριο το πρωί... αν μου δίνατε 240 ρουβλάκια...
ΓΚΑΓΕΦ: Το χαβά του αυτός.
ΠΙΣΣΙΚ: 240 ρούβλια... να πληρώσω τους τόκους της υποθήκης.
ΛΙΟΥΜΠΑ: Δεν έχω χρήματα φίλε μου.
ΠΙΣΣΙΚ: Μα θα σας τα δώσω καλή μου. ‘Ενα τιποτένιο ποσόν.
ΛΙΟΥΜΠΑ: Πάει καλά, θα σας δώσει ο Λεονίντ... Δώστου εσύ Λεονίντ.
ΓΚΑΓΕΦ: Πώς. Ας κάνει όρεξη.
ΛΙΟΥΜΠΑ: Τί να γίνει... Δώστου... Του χρειάζονται... Θα μας τα δώσει.
ΓΚΑΓΕΦ: Η αδερφή μου δεν ξεσυνήθισε ακόμα να σκορπάει τα λεφτά της. (στον Γιάσσα) Μη με πλησιάζεις, ευγενέστατε, βρωμάς σαν κόττα.
ΓΙΑΣΣΑ: Καθόλου δεν αλλάξατε, Λεονίντ Αντρέιτς. Είσθε πάντα ο ίδιος, σαν πρώτα...
ΓΚΑΓΕΦ: Πώς; Τί είπε αυτός;
ΒΑΡΙΑ: Η μάνα σου ήρθε απ' το χωριό, κάθεται από χτες μαζί με τους υπηρέτες, θέλει να σε δεί...
ΓΙΑΣΣΑ: Δε μ' αφήνει ήσυχο κι αυτή!
ΒΑΡΙΑ: Σα δε ντρέπεσαι!
ΓΙΑΣΣΑ: Μεγάλη σκασίλα πούχα να τη δω. Μπορούσε νάρθει κι αύριο.
ΒΑΡΙΑ: Η μητερούλα είναι όπως πρώτα, καθόλου δεν άλλαξε. Αν μπορούσε, θα τα μοίραζε όλα.
ΓΚΑΓΕΦ: Ναι... ‘Οταν προτείνονται για μια αρρώστια πολλές θεραπείες, αυτό σημαίνει πως η αρρώστια είναι αγιάτρευτη. Σκέφτομαι, σπάζω το κεφάλι μου και βρίσκω πολλές θεραπείες, πάρα πολλές, κι αυτό ουσιαστικά θα πει πως δεν έχω βρει καμιά. Καλό θάταν να παίρναμε από κάπου καμιά κληρονομιά, ή να παντρεύαμε την ‘Ανια με κανέναν πολύ πλούσιο, ή να πήγαινα στο Γιαροσλάβ να δω αν μπορεί να γίνει τίποτα με τη θειά μας την κόμησα. Η θειά μας είναι πλούσια, πολύ πλούσια.
ΒΑΡΙΑ: Νάβαζε ο Θεός το χέρι του.
ΓΚΑΓΕΦ: Πάψε τα κλάματα. Η θειά είναι πολύ πλούσια, μα δε μας αγαπάει. Η αδερφή μου παντρεύτηκε ένα δικηγόρο, δεν πήρε ευγενή... Παντρεύτηκε έναν αστό, και πρέπει να παραδεχτούμε πως η διαγωγή της δεν ήταν και τόσο άμεμπτη. Είναι καλή, πονόψυχη, χαριτωμένη, την αγαπώ πολύ, μα μ' όση επιείκεια και αν την κρίνει κανείς, πρέπει να παραδεχτούμε πως είναι ανήθικη. Αυτό το νιώθεις στην παραμικρότερή της κίνηση.
ΒΑΡΙΑ: Η ‘Ανια στέκεται στην πόρτα.
ΓΚΑΓΕΦ: Πώς; Περίεργο, κάτι μπήκε στο δεξί μου μάτι... δε βλέπω πολύ καλά. Και την Πέμπτη που ήμουνα στο δικαστήριο...
ΒΑΡΙΑ: Γιατί δεν κοιμάσαι ‘Ανια;
ΑΝΙΑ: Δε με παίρνει ύπνος. Δε μπορώ.
ΓΚΑΓΕΦ: Μωρό μου. Παιδάκι μου... Δεν είσαι ανηψιά μου, είσαι ο άγγελός μου, είσαι το παν για μένα. Πίστεψέ με, πίστεψε...
ΑΝΙΑ: Σε πιστεύω θείε. ‘Ολοι σ' αγαπάνε, σε σέβονται... όμως αγαπημένε μου θείε δεν πρέπει να μιλάς, δεν πρέπει καθόλου να μιλάς. Τί έλεγες μόλις τώρα για τη μητέρα μου, την αδερφή σου; Γιατί τάλεγες όλ' αυτά;
ΓΚΑΓΕΦ: Ναι, ναι... Στ' αλήθεια, είναι φριχτό! Θε μου! Σώσε με, Θε μου! ‘Εβγαλα σήμερα λόγο για τη βιβλιοθήκη... τί ανοησία! Μόνο όταν τέλειωσα κατάλαβα πως ήταν ανοησία.
ΒΑΡΙΑ: Αλήθεια, θείε. Καλύτερα να μη μιλάτε. Να σωπαίνετε.
ΑΝΙΑ: Σωπαίνοντας θα νιώθεις και συ πιο ήσυχος.
ΓΚΑΓΕΦ: Σωπαίνω. Σωπαίνω. Δυο λόγια μονάχα για τα οικονομικά μας. Την Πέμπτη ήμουνα στο δικαστήριο, μαζεύτηκε το λοιπόν η παρέα, αρχίσαμε την κουβέντα, για τόνα, για τ' άλλο, για κείνο και για τούτο. Κατά πως φαίνεται λοιπόν θα μπορέσουμε να πάρουμε δάνειο υπογράφοντας γραμμάτια για να πληρώσουμε τους τόκους στην Τράπεζα.
ΒΑΡΙΑ: Ο Θεός να δώσει.
ΓΚΑΓΕΦ: Θα πάω την Τρίτη να τα ξαναπούμε. (στη Βάρια) Πάψε τα κλάματα. (στην ‘Ανια) Η μητέρα σου θα μιλήσει με τον Λοπάχιν. Δε θα της αρνηθεί φυσικά... Και συ, μόλις ξεκουραστείς θα πας στο Γιαροσλάβ στην κόμησα, τη γιαγιά σου. Θα ενεργήσουμε δηλαδή από τρεις μεριές και... η υπόθεση είναι κιόλας κερδισμένη. Τους τόκους θα τους πληρώσουμε, είμαι βέβαιος... Στ' ορκίζουμαι στην τιμή μου, σ' ό,τι θέλεις στ' ορκίζουμαι πως το χτήμα δε θα πουληθεί! Στ' ορκίζουμαι στην ευτυχία μου! Να το χέρι μου... σου δίνω το δικαίωμα να με πεις τιποτένιο, άτιμο, αν αφήσω να το βγάλουν σε δημοπρασία. Στ' ορκίζουμαι μ' όλη μου την ψυχή.
ΑΝΙΑ: Τί καλός που είσαι θείε, τί μυαλωμένος! Τώρα είμαι ήσυχη. Είμαι ευτυχισμένη!
ΦΙΡΣ: Δεν έχετε το Θεό σας Λεονίντ Αντρέιτς! Πότε θα πάτε για ύπνο;
ΓΚΑΓΕΦ: Τώρα, τώρα. Πήγαινε Φιρς. Μπορώ να ξεντυθώ μοναχός μου. Λοιπόν παιδιά, νανάκια... τις λεπτομέρειες θα τις πούμε αύριο, τώρα πηγαίνετε να κοιμηθείτε. Εγώ είμαι άνθρωπος του 1880... Δεν την έχουν και σε μεγάλη υπόληψη κείνη την εποχή, όμως μπορώ να πω και να το βεβαιώσω πως υπόφερα αρκετά για τις πεποιθήσεις μου. Με το δίκιο τους μ' αγαπάνε οι μουζίκοι. Το μουζίκο πρέπει να τον ξέρεις. Πρέπει να ξέρεις από ποια...
ΑΝΙΑ: Πάλι άρχισες θείε!
ΒΑΡΙΑ: Σωπάστε, θείε, δεν τάπαμε;
ΦΙΡΣ: Λεονίντ Αντρέιτς!
ΓΚΑΓΕΦ: ‘Ερχομαι, έρχομαι... Καλόν ύπνο. Καραμπόλα στη μέση! Απ' την αρχή...
ΑΝΙΑ: Τώρα είμαι ήσυχη. Δε μου κάνει όρεξη να πάω στο Γιαροσλάβ, δεν την αγαπώ τη γιαγιά, μα παρ' όλ' αυτά είμαι ήσυχη. Ο θείος νάναι καλά.
ΒΑΡΙΑ: Πρέπει να κοιμηθούμε. Θα πηγαίνω. ‘Οταν έλειπες έγινε κάτι δυσάρεστο. ‘Οπως ξέρεις, στο παλιό δωμάτιο των υπηρετών μένουν μόνο οι γέροι υπηρέτες: ο Εφήμιουσκα, ο Πόλια, ο Εφστίγκνεϊ κι ο Καρπ. ‘Αρχισαν που λες να φιλοξενούν κάτι αλήτες, εγώ έκανα τα στραβά μάτια. ‘Οπου ακούω μια μέρα πως με κουτσομπολεύανε και λέγαν πως διάταξα να τους δίνουν μόνο μπιζέλια. Από τσιγγουνιά μου... Κι όλ' αυτά ο Εφστίγκνεϊ... Ώστε έτσι ε; σκέφτηκα. Περίμενε και θα δεις, λέω μέσα μου. Φωνάζω τον Εφστίγκνεϊ, του λέω... τί βλακείες ήταν... ‘Ανετσκα! Αποκοιμήθηκε... Πάμε στο κρεβατάτι... Πάμε! Κοιμήθηκε η ψυχούλα μου! Πάμε...
ΒΑΡΙΑ
: (στον Τροφίμωφ) Σσσ... Κοιμάται... Κοιμάται... Πάμε καλή μου.ΑΝΙΑ: Κουράστηκα τόσο πολύ... τα κουδουνάκια της τρόικα... Ο θείος... καλέ μου... η μαμά κι ο θείος...
ΒΑΡΙΑ: Πάμε, καλή μου, πάμε...
ΤΡΟΦΙΜΩΦ: Hλιε μου! Γλυκιά μου άνοιξη!
This page hosted by
Get your own Free Home Page