ΑΡΧΙΚΗ - ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΟΥ - ΓΝΩΣΗ & ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ - ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ - ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ - ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ

 

 

 

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ 8

 

Ο Λάιμπνιτς (Leibnitz 1646-1716) είχε προσέξει τη μονομέρεια των προηγούμενων φιλοσοφικών θεωριών, κατάλαβε πως έπρεπε να υπερβεί τις αντιθέσεις που υπήρχαν στις βασικές έννοιές τους και προσέγγισε σε μία πανθεϊστική θεώρηση. Η ύλη από μόνη της, όπως τη νοούσαν ο Ντεκάρτ και ο Δημόκριτος, δεν ήταν κάτι αυτενεργό. Περιοριζόταν στην εξωτερική μετατόπιση και η ύπαρξη της νόησης δεν μπορούσε να εξηγηθεί με τέτοια δραστηριότητα. Ανάμεσα σε αυτήν την αντίθεση, στην έννοια της ύλης και της νόησης, ο Λάιμπνιτς διαμόρφωσε μία έννοια της ουσίας, η οποία συνδύαζε την υλικότητα, δηλ. τη δυνατότητα ή την πρωταρχικότητα της σύνθεσης και απ’ την άλλη την ποιοτική ενεργητικότητα, την οποία δεν μπορούσε να εξηγήσει με την αφηρημένη υλική δράση (με εξωτερική ενέργεια από  μετατόπιση). Η  εσωτερικότητα  δε  θα  μπορούσε  να δημιουργηθεί, αν δεν προϋπήρχε στην αρχική απλή ουσία και, έτσι, καθόρισε την ουσία σαν κάτι ανάμεσα στην ύλη και στην ψυχή. Σαν κάτι απλό, προϋπόθεση της σύνθεσης και συγχρόνως σαν κάτι το οποίο είναι εσωτερικά πολύπλοκο και δραστήριο, χωρίς ν’ αποτελείται από μέρη, για να είναι δυνατή η εξωτερική σχέση και η εξέλιξη. Αυτήν την απλή ουσία ονόμασε μονάδα και, διαπιστώνοντας με την ενδοσκόπηση στον εαυτό του τη συνθετότητα της απλής αντίληψης, της απέδωσε την εσωτερική ιδιότητα ν’ αντιλαμβάνεται και σαν ατελής να ρέπει προς μία τελειότερη αντίληψη. Γιατί έτσι απλή και αδιαίρετη που ήταν, χωρίς μέρη, χωρίς σύνδεση με εξωτερικά μέρη (χωρίς τρόπους εξωτερικής αλληλεπίδρασης), δεν μπορούσε να επηρεαστεί ή να δράσει με κανέναν άλλο τρόπο παρά μόνο με «άυλη» αλλαγή, δηλαδή με αλλαγή εσωαντιληπτική.

Βλέπουμε πως ο Λάιμπνιτς σοφά προϋπόθεσε την ύπαρξη της ποιότητας, της συνθετότητας και της εσωτερικότητας για κάθε αρχή εξέλιξης και πιο πέρα σύνθεσης, αλλά την προϋπόθεση αυτή τη δημιούργησε ο ίδιος στη θεωρία του, περιορίζοντας την έννοια της ουσίας (ήταν ατελής, δημιουργημένη, πολλαπλή). Γιατί αν αυτή ήταν κοινή, αυτοτελής και με τέλεια αντίληψη, δε θα μπορούσε να εξηγήσει την εμπειρικά διαπιστωμένη εξέλιξη και τη συνθετότητα στα πράγματα. Για την οποία η απλή ύλη δεν αρκούσε και τότε ο Θεός θα υπήρχε μόνος του χωρίς σκοπό και χωρίς δραστηριότητα. Έτσι, για μία ακόμα φορά, το πρόβλημα μετατέθηκε και χρειάστηκε να εξηγήσει με έναν άλλο πρωτότυπο τρόπο τη συνύπαρξη των αμερών μονάδων, διατηρώντας την απλότητά τους (ή αμερότητα) και εξηγώντας με σχετική συνέπεια τις δυνατότητές τους.

Κάθε μονάδα είναι διαφορετική και αναπαριστά από τη δική της ελλιπή άποψη όλο το σύμπαν. Η αντίληψή της μπορεί ν’ αλλάζει λεπτομερώς και απρόσεκτα, χωρίς ποτέ να χάνεται τελείως και από μία θεϊκή προταξινόμηση στις καθαρές αντιλήψεις της μίας αντιστοιχούν συγκεχυμένες στις υπόλοιπες μονάδες και αντιθέτως. Το μόνο μέσο της αλληλεπίδρασής τους είναι η αντίληψη και στη δράση τους αντιστοιχούν οι καθαρές αντιλήψεις, ενώ όταν έχουν ελλιπείς, τότε επηρεάζονται. Κάθε δράση ή επηρεασμός προέρχονται άμεσα από την ύπαρξη της κάθε μίας μονάδας και συμφωνεί τέλεια με τον ανάλογο εσωτερικό επηρεασμό ή  τη δράση όλων  των  υπολοίπων. Γιατί  αυτή η αρμονική σχέση (ή σύμπτωση) προετοιμάζεται διαρκώς από το Θεό, βάσει της σοφίας του και μίας ηθικής αναγκαιότητας, από την αρχή που τις δημιουργεί. Το σύνολο των συγκεχυμένων αντιλήψεων,  που  υπάρχουν  σε  όλες  τις  μονάδες,  λόγω  του εσωτερικού περιορισμού τους από τις αντιλήψεις των άλλων μονάδων αποτελούν την ύλη. Όταν οι μονάδες συγκεντρώνονται με τρόπο που θα φέρει μία καθαρότερη αντίληψη, τότε αποτελούν μία ευρύτερη σύνθεση (το σώμα) και έτσι γίνεται το πέρασμα από τη φυτική ζωή σε αυτήν των ζώων και των ανθρώπων. Στη θεωρία του Λάιμπνιτς ο χώρος, ο χρόνος και η ύλη υπάρχουν μόνο φαινομενικά, σαν μορφές που δημιουργούνται από τις νοητές σχέσεις των μονάδων.

Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε εξωτερικότητα ή έμμεση αλληλεπίδραση. Παρότι είχε διαιρεθεί σε πολλές μεμονωμένες εσωτερικές ουσίες, αυτά τα γενικά στοιχεία αφαιρέθηκαν από την έννοιά της. Ο Λάιμπνιτς περιόρισε το χρόνο, το χώρο και την ύλη μόνο μέσα στην αντίληψη - παρόμοια όπως έκανε ο Μπέρκλεϋ γενικότερα για την εξωτερική πραγματικότητα - και, όπως ο τελευταίος, μπόρεσε με αυτόν τον παράδοξο τρόπο ν’ αποφύγει το συνηθισμένο λάθος, να τα θεωρήσει σαν μορφές προϋπάρχουσες από τις ουσίες ή από τα πράγματα.

 

ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗΕΠΟΜΕΝΗ

 

© Κώστας Γ. Νικολουδάκης

Επιμέλεια-Σχεδίαση  2004-08

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ                     ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ                      ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

ΤΗΣ

ΕΝΟΤΗΤΕΣ      ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

clock