Σελίδα
11
Ο ΦΡΑΓΚΟΣ ΙΠΠΟΤΗΣ ΚΑΙ Η ΚΡΙΝΙΩ
ΚΟΥΡΤΗ
ΦΡΑΓΚΑΒΙΛΛΑ
(θρύλος και ιστορία)
Ένα απομεσήμερο τ'
Αυγούστου του 1205, που ο καφτερός ήλιος πυρπολούσε
τα πάντα και με το λιοπύρι του είχε μεταβάλει σε
φοβερό καμίνι τον κάμπο της πεδινής Ηλείας, ο
νεαρός ιππότης Φρειδερίκος Ντε... αξιωματικός της
φρουράς του πρίγκιπα Γουλιέλμου Σαμπλίτη,
Φράγκου διοικητού του Μορέως που είχε την έδρα
του πριγκιπάτου του στην Ανδραβίδα, λάμβανε
επείγουσα διαταγή να μεταβεί αμέσως στο
κεφαλοχώρι Κουρτίκι για να δώσει πεντάβουλο
γράμμα στα χέρια του προύχοντα Κούρτη -κι έπειτα
αμέσως να γυρίσει προτού ο ήλιος δύσει.
Ξεκινώντας έφιππος ο νεαρός ιππότης κι
έχοντας συνείδηση της εμπιστευτικής και
επείγουσας αποστολής του, διέσχιζε καλπάζοντας
δρόμους και μονοπάτια χωρίς πουθενά να σταθεί,
για να πάρει έστω και μιας στιγμής ανάσα.
Πέρασε Γαστούνη, πέρασε Σαββάλια, πέρασε
Ζαρβίτσα και Δερβιτσελεπή (τη σημερινή Αμαλιάδα)
κι άμα έφτασε στον ανήφορο του νεκροταφείου κι
αντίκρισε το χωριό Κουρτίκι, η χαρά ρόδισε το
πρόσωπό του. "Φτάνω", είπε μέσα του. Δεν
χρειάζεται πια η τόση γρηγοράδα.
Τράβηξε τ' ασημένια σπιρούνια του απ' τα
πλευρά τ' αλόγου κι αυτό που ήξερε το τί σημαίνει
τούτο, σταμάτησε τον καλπασμό του κι άρχισε το
κάπως αργό βάδην του.
Το στόμα του αλόγου είχε αφρίσει αλλά και η
γλώσσα του αναβάτη είχε στεγνώσει. Και τι δεν θα
'δινα, είπε μέσα του ο ιππότης, για μια σταγόνα
δροσιάς.
Στρίβοντας όμως δεξιά, στο πρώτο παρακλάδι
του δρόμου που οδηγεί στο Κουρτίκι, αντίκρισε
όλως αναπάντεχα δίκρουνη βρύση με άφθονο γάργαρο
νερό. Το πρόσωπό του γυάλισε και η γλώσσα του
λύθηκε. "Απίστευτο", είπε. Κι όμως, ήταν
αληθινό. Η βρύση έτρεχε ακατάπαυστα.
Σταμάτησε, κατέβηκε κι έπειτα κάθισε για λίγο
να ξεκουραστεί, αυτός και τ' άλογό του. Ύστερα,
άνθρωπος και άλογο, ήπιαν με την ψυχή τους κι
έσβησαν τη δίψα τους.
Ο νεαρός ιππότης, κρατώντας πάντα τα
χαλινάρια του αλόγου του, ξανακάθισε για να
σκεφτεί: "Ποιος τάχα να 'ναι αυτός ο προύχοντας
Κούρτης, που του κάνει τέτοια τιμή ο πρίγκιπας
και σαν τι τάχα να λέει το πεντάβουλο αυτό
γράμμα;".
Οι λογισμοί του όμως αυτοί διακόπηκαν
απότομα διότι από την απέναντι της βρύσης πλευρά,
φάνηκαν άρχονται δυο κορίτσια, που κρατούσαν στα
χέρια τους σταμνιά.
Τα κορίτσια, όταν είδαν τον νεαρό ιππότη με
την παράξενη γι ' αυτές στολή, σάστισαν και
κοντοστάθηκαν.
Αλλά κι ο ιππότης που κατάλαβε την αμηχανία
τους, πετάχτηκε αμέσως όρθιος από τη θέση του,
έβγαλε το καπέλο και είπε χαμογελαστά: "Ορίστε,
παρακαλώ περάστε. Η βρύση δική σας".
Τα κορίτσια δειλά -δειλά πλησίασαν τον ξένο,
αλλά τα βλέμματα της Κρηνιώς και του ιππότη
διασταυρώθηκαν και η πρώτη εκκένωση του νεανικού
ρεύματος αμέσως καρποφόρησε. "Θεέ μου", είπε
μέσα της η Κρινιώ, γεμίζοντας τη στάμνα της,
"πόσο ωραίος είναι!".
Όμως κι ο νεαρός ιππότης που δέχτηκε κατάματα
το ρεύμα της ματιάς της ρίγησε ολόκληρος και με
τη σειρά του σκέφτηκε: "Θεέ μου ποια να 'ναι
αυτή η νεράιδα της κρυστάλλινης βρύσης. Μήπως
ονειρεύομαι;..."
Πράγματι, η Κρηνιώ ήταν όλο δροσιά και χάρη. Η
ομορφιά της έλαμπε σαν άστρο. Το παρθενικό της
χαμόγελο γοήτευε. Τα όλα της θάμπωναν .
Η γλώσσα του ιππότη λύθηκε:
-Ποια είσαι 'σύ, ωραία κόρη, της λέει, και ποιο
είναι τ' όνομά σου;
-Κρηνιώ με λένε, του απαντά, και είμαι κόρη του
προύχοντα Κούρτη.
-Α! στο σπίτι σου έρχομαι και θέλω τον πατέρα
σου. Είναι ανάγκη να τον ιδώ για να του δώσω
επείγον γράμμα που μου 'δωσε ο πρίγκιπας
Σαμπλίτης.
-Ναι, του απαντάει η Κρηνιώ. Να πάρω νερό και
να φύγουμε μαζί.
Η ευκαιρία δόθηκε και οι ριπές των ματιών
τους ξανάσμιξαν . Γέμισαν τις στάμνες, ξανάπιε
νερό ο ιππότης και η παρέα ξεκίνησε.
Οι λιγοστές κουβέντες που αντάλλαξαν στο
δρόμο Κρηνιώ και ιππότης ήταν τρεμουλιαστές
διότι είχαν το κάτι από τον παλμό της καρδιάς
τους.
Ο ένας ποθούσε τον άλλο, άλλ' αυτό κρατιόταν
απόρρητο, τόσο από τη μια πλευρά όσο κι από την
άλλη. Αλλά μήπως κι αυτό δεν είναι ένα από τα
σημαντικότερα στοιχεία του έρωτα;
Έτσι περπατώντας κι οι δυο φοβισμένοι αλλά
πλημμυρισμένοι από αγνό έρωτα, έφτασαν στο
κοντινό Κουρτίκι.
Ο νέος χαιρέτησε με σεβασμό τον προύχοντα
Κούρτη. Του είπε πως λέγεται Φρειδερίκος, πως
είναι αξιωματικός της φρουράς του πρίγκιπα κι
ύστερα τού 'δωσε το γράμμα.
Η Κρηνιώ παρακολουθούσε αυτά με πιασμένη
ανάσα και με το χέρι στην καρδιά, από το φόβο μην
ακουστεί ο χτύπος της.
-Ανέβα παιδί μου στο αρχοντικό μου να
ξεκουραστείς, του είπε ο Κούρτης. Θα σε
περιποιηθούμε σαν τον ίδιο τον πρίγκιπα κι
έπειτα φεύγεις. -
Όχι, σας ευχαριστώ, άρχοντά μου. Είμαι
βιαστικός. Πρέπει να φύγω αμέσως διότι πρέπει να
βρίσκομαι στο παλάτι προτού ο ήλιος δύσει. Θα
γυρίσω όμως σε δυο ημέρες, την ίδια ώρα για να
πάρω την απάντησή σας.
Καβάλησε το άλογο του, χαιρέτησε πατέρα και
κόρη και πήρε το δρόμο της επιστροφής
καλπάζοντας.
Φεύγοντας όμως, ο νεαρός ιππότης δεν είχε την
καρδιά του ανάλαφρη σαν πρώτα. Κάτι τον βάραινε,
κάτι τον βασάνιζε κι αυτό ήταν το είδωλο εκείνης.
Η καρδιά του σκίρτησε από την πρώτη στιγμή που
την είδε και όσο προχωρούσε στην επιστροφή του
τόσο κι έπεφτε σε συλλογισμό.
"Θεέ μου, την αγαπώ", έλεγε μονολογώντας.
"Δεν βλέπω τη στιγμή που θα ξαναγυρίσω".
Αλλά και η Κρινιώ δεν έμεινε ασυγκίνητη από
τη συνάντηση της με τον ωραίο ιππότη. Το ίδιο
βράδυ έκλαιγε απαρηγόρητα διότι νόμιζε πως έπεσε
θύμα οπτασίας και όχι πραγματικότητας.
"Τον αγάπησα", έλεγε κλαίγοντας στην
όμορφη ψυχοκόρη της. "Θεέ μου, πότε θα ξανάρθει
να τον ιδώ;".
Μετά δυο μέρες, την ίδια ώρα, ο ιππότης έφτανε
στη βρύση και μόλις πήρε την καμπή του δρόμου,
αντίκρισε το είδωλό του.
-Ονειρεύομαι, είπε, δεν είναι δυνατόν .
Αλλά πλησιάζοντας, ψιθύρισε πάλι:
-Αυτή είναι, η Κρινιώ. Δεν ονειρεύομαι.
Ξεπέζεψε, έβγαλε το καπέλο του και με σεβασμό
χαιρέτησε την κόρη.
-Ναι, εγώ είμαι, Φρειδερίκο, του απάντησε με
συγκίνηση η Κρηνιώ. Σε περίμενα.
Ο ιππότης γονάτισε, πήρε τα χέρια της και τα
φίλησε τρυφερά και αχόρταγα.
-Σ' αγαπώ Κρηνιώ, της έλεγε, σ' αγαπώ...
-Κι εγώ σ' αγαπώ, του απάντησε με δάκρυα η
Κρηνιώ και έπεσε αυθόρμητα στην αγκαλιά του
λιπόθυμη από τη λαχτάρα της αγάπης της.
Άμα συνήλθαν από την ερωτική συγκίνησή τους,
ο ιππότης την έβαλε στ' άλογό του και καλπάζοντας
χάθηκε στον καταπράσινο κάμπο.
Ο άρχοντας Κούρτης πέθανε από τον καημό του,
αλλά ο ιππότης και η Κρηνιώ γύρισαν πίσω κι
έχτισαν ένα μικρό παλατάκι, μια βίλα κάπου κοντά
στο σημερινό Ναό κι εγκατέστησαν εκεί την
ερωτική φωλιά τους.
Έκτοτε η περιφέρεια πήρε το όνομα
Φραγκαβίλλα καθώς και ο ναός του οποίου το
επίσημο όνομα είναι "Τα εισόδια της
Θεοτόκου".
Έζησαν πολλά χρόνια ευτυχισμένοι αλλά η
Κρηνιώ εγκατέλειψε πρώτη τον εφήμερο τούτο
κόσμο, προς μεγάλη θλίψη του συζύγου της
Φρειδερίκου.
Ο Φρειδερίκος, απαρηγόρητος από την απώλεια
της αγαπημένης του Κρηνιώς και χάριν της αιώνιας
μνήμης της, έχτισε πολυτελές μαυσωλείο πάνω στα
ερείπια του οποίου στέκεται ο σημερινός ναός,
διότι μετά την αναχώρηση των Φράγκων, το 1428,
λεηλατήθηκαν βίλα και μαυσωλείο και μάλιστα σε
τέτοιο σημείο που από μεν τη βίλα δεν έμεινε
τίποτα, ούτε για σημάδι, από δε τον οικογενειακό
τάφο, έμειναν μόνο οι εσωτερικοί μεγαλοπρεπείς
κίονες και οι τέσσερις χοντροχτισμένοι τοίχοι. Ο
τρούλος του μαυσωλείου πρέπει να ήταν
μεγαλοπρεπής, σαν ανταποκρινόμενος στο μεγαλείο
των κιόνων , αλλά κατέρρευσε από τα νερά της
βροχής και χτίστηκε μαζί με το ναό νέος.
Η εκκλησία υπολογίζω να έγινε κατά το 1600,
κρίνοντας από τη δωρεά της εικόνας του Αγ.
Γεωργίου, η οποία έχει ημερομηνία 1696, αν δεν κάνω
λάθος.
Μετά την αναχώρηση των Φράγκων , το μαυσωλείο
θα χρησιμοποιείτο και για νυχτερινό κατάλυμα των
τσοπαναραίων, αν κρίνουμε από το μαύρισμα των
τοίχων από τους καπνούς.
Τέλος, επιμελής μελέτη για την ιστορία του
ναού πιστεύω ότι δεν θα 'γινε ποτέ από κανένα,
ούτε και οι χρωματισμοί των κιόνων ερευνήθηκαν
διότι πιθανόν να εργάσθηκαν εκεί διάσημοι
ζωγράφοι της ιστορικής αυτής εποχής αλλά και
γιατί όχι, αφού το εσωτερικό του κτιρίου
φανερώνει μεγαλείο και περισσή μεγαλοπρέπεια.
|