Σελίδα 5

ΑΜΑΛIΑΔΙΤΙΚΑ ΠΑΛΙΑ

  Κατά την πρώτη εικοσιπενταετία του παρόντος αιώνα, κύρια απασχόληση των κατοίκων της πόλης μας και της περιφέρειας ήταν η σταφιδοκαλλιέργεια. Δουλειά σκληρή και συνεχής και τα κέρδη της πάντα λίγα.
  Κάθε Ιούνιο και με τις εξετάσεις των παιδιών, οι κάτοικοι εγκατέλειπαν την πόλη κι έφευγαν για τα κτήματα. Η πόλη ερήμωνε τελείως αλλά κλεψιά καμία.
  Η παραγωγή έμενε από την Πολιτεία απροστάτευτη και συνεπώς στο έλεος του Θεού. Πολλές φορές πάθαινε σημαντικές ζημιές από τις βροχές. Η προστασία της με πανιά έγινε αργότερα.
  Την αγορά της σταφίδας την υπολόγιζε το εμπόριο με το χιλιόλιτρο, δηλαδή τις 375 οκάδες. Η μικρότερη τιμή που θυμάμαι ήταν 85-90 δραχμές η χιλιάδα, δηλαδή, όπως είπαμε, οι 375 οκάδες.
  Οι δανειστές χρημάτων έπαιρναν τόκο 20% και εθεωρείτο κατ' εξοχήν υπερβολικός. Ο νόμιμος ήταν αρχικά 7% και σιγά -σιγά αυξήθηκε με την πάροδο του χρόνου κι έφτασε το 12%.
  Αγροτική Τράπεζα δεν υπήρχε. Ο αγρότης εδανείζετο από τους εμπόρους ή και φίλους, πάντα με καταβολή τόκου 20%.
  Πρώτη τράπεζα στην Αμαλιάδα έγινε η Εθνική, που είχε απ' έξω σκοπιά χωροφύλακα κάθε βράδυ.
  Με το άνοιγμα των σχολείων η πόλη γέμιζε πάλι. Τότε άνοιγαν λέσχες και καφέ-σαντάν. Δυο -τρεις λέσχες ήταν μόνιμες. Η δικιά μου γενιά σύχναζε στη λέσχη του Χαρ. Ροκανά -ανθρώπου καλού και λογικού. Την διατηρούσε πάντα στο σπίτι των Καραγιανναίων , στην πλατεία Α γ .Αθανασίου αλλά κάποτε και σε άλλα μέρη.
  Τους παλαιότερους λεσχιάρχες δεν τους πρόλαβα, όπως λ.χ. τον Τάση
Κορίζη.Είχαμε στη λέσχη αυτή αξιοπρεπή παρέα και περνούσαμε ωραία τον χειμώνα μας. Μετά τα Χριστούγεννα, η παρέα έσπαγε και πιάναμε τα καφενεία, εγώ δε πάντα του Κοτρώτσου, όπως κι οι στενότεροι φίλοι μου. Παιγνίδι μας η πρέφα και το διασκεδαστικό και τεχνικό σόλο.
Από τη μόνιμη συντροφιά της λέσχης μέχρι το 1925, θα αναφέρω μερικά ονόματα που θυμάμαι. Απ' αυτούς ζει μόνον ένας, στον οποίο εύχομαι, όπως εγώ και αυτός, να πατήσουμε το 2000, οπότε θάχουμε τρεις αιώνες και είμαστε οι μεγαλύτεροι ίσως στην πόλη. Ο φίλος μου αυτός είναι ο Γιάννης Σπυρόπουλος*, οινολόγος, καθ' όλα σεβαστός στη φιλία και στην κοινωνία.
  Λοιπόν, μόνιμη παρέα μας ήταν οι Σόφος Σοφιανός, συμβολαιογράφος, Νικ. Νικολόπουλος, συμβολαιογράφος, Νικ. Σιγαλός, δικηγόρος, Διον. Φάσος, τραπεζίτης, Πάνος Μαρίτσας, ταμίας Εθνικής Τράπεζας, Κων. Κωνσταντινόπουλος, οδοντίατρος, Ανδρ. Παπαποστόλου, οδοντίατρος, Χρήστος Παυλόπουλος, έμπορος, Βασ. Ηρ. Τσαπαλήρας, κτηματίας, Θανάσης Ξυλόκοτας, ξυλέμπορος, Τρύφωνας Βουρλούμης, Αντ. Μαθωναίος και Νιόνιος Βουρλούμης. Υπήρχαν και άλλοι, αλλά όλοι τους, όπως είπαμε, εξαιρετικοί άνθρωποι.
  Κάθε Αγίου Βασιλείου ερχότανε και ο φίλος μου Μήτσος Παναγιωτόπουλος υφασματέμπορος και μας ανακάτευε μέχρι το πρωί με την πασέτα του. Ποντάριζε μόνο στο φύλλο εννέα.
  Το παιγνίδι μας ήταν πάντα μέτριο, χωρίς μεγάλες ζημίες, ούτε φυσικά και κέρδη. Άρχιζε στις έξη και μέχρι τις δέκα είχαμε φύγει όλοι.
  Παιγνίδια της εποχής πρώτα το πόκερ το κλειστό κι έπειτα η πόκα, η οποία και επεκράτησε μέχρι τέλους, χωρίς παρακλάδια. Αυτά προστέθηκαν αργότερα.


Θίασοι

Θίασοι στην Αμαλιάδα την εποχή εκείνη έρχονταν συχνά και καλοί. Μια δε ή δυο φορές ήρθε και η Μαρίκα Κοτοπούλη. Η πόλη τους υποστήριζε πολύ. Έπαιζαν στην αίθουσα του Γεωργ .Θεοφιλόπουλου, στο "Πάνθεο" ή στο καφενείο "Παράδεισος", που το είχαν τότε ανοίξει οι Γεώργ. Παπαδόπουλος και Θεοδ. Παπαδόπουλος από το Γεράκι.
  Το εισιτήριο ήταν δρχ. 25 και αν ο Γιώργης Θεοφιλόπουλος δεν εξασφάλιζε 100 εισιτήρια προπληρωμένα, δεν έφερνε θίασο.
  Ακόμα παλαιότερα, δηλαδή προ του 1915 , θυμάμαι για πρόχειρη αίθουσα θεάτρου και την αποθήκη όπου ο Μάντζαρης είχε το μύλο, δηλαδή απέναντι από το υποθηκοφυλακείο, στην οδό Καλαβρύτων .


Πετροπόλεμος

  Προ του 1912, κάθε Ιούνιο με τη λήξη των μαθημάτων των σχολείων γινόταν μεγάλος πετροπόλεμος στο χώρο της Μεγάλης Ελιάς του Συρίμπεη, μεταξύ μαθητών και άλλων νεαρών , με αντιπάλους τους εκείθεν και δώθε της Σοχιάς.
   Όπλο οι σφεντόνες. Ήταν φτιαγμένες από κανάβι και στην άκρη βάζαμε μετάξι για να σκάει σαν πιστόλι, όπως και πράγματι γινότανε.
Μετά τον πόλεμο όμως του 12, έληξε τελείως αυτό το κάπως κακό έθιμο και οι νέοι έπεσαν στα καφενεία σαν κοινωνικότεροι...

Β ' Παγκόσμιος Πόλεμος. Τα καταφύγια

  Από τις αρχές του Ελληνοϊταλικού πολέμου είχαν κατασκευαστεί στους κεντρικούς ακάλυπτους χώρους της πόλης διάφορα ορύγματα για να χρησιμοποιούνται από τους πολίτες σαν καταφύγια, σε ώρα επιδρομής εχθρικών αεροπλάνων.
  Τα ορύγματα αυτά αποτελούνταν από δύο ή περισσότερες ευθείες που σχημάτιζαν γωνία ή τεθλασμένη και είχαν βάθος δύο περίπου μέτρα και πλάτος μέχρι ενός μέτρου.
  Τα καταφύγια αυτά θεωρούνταν ασφαλή διότι, για να διατρέξουν σοβαρό κίνδυνο αυτοί που είχαν καταφύγει μέσα, έπρεπε η βόμβα που θα έπεφτε από τα αεροπλάνα να πέσει μέσα σ' αυτά, πράγμα που ήταν κάπως δύσκολο.
  Μόλις δινόταν το σύνθημα του συναγερμού από το παρατηρητήριο, όλοι οι ευρισκόμενοι στην αγορά, ήμασταν υποχρεωμένοι να τρέχουμε αμέσως στα καταφύγια, και η κυκλοφορία απαγορευόταν στην πόλη.
  Πολλά καταστήματα εγκαταλείπονταν ανοιχτά σε όλη τη διάρκεια του συναγερμού και επιτηρούνταν από την Αστυνομία, η οποία, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι έπαιξε άριστα τον ρόλο της στο σημείο αυτό, διότι δε σημειώθηκε καμιά κλοπή ή αρπαγή. Ειδικοί νόμοι πρόβλεπαν την επιβολή αυστηρότατων ποινών στους κλέφτες, ειδικά κατά τη διάρκεια του συναγερμού, χωρίς να αποκλείουν και την ποινή του θανάτου σε περίπτωση υποτροπής.
  Πολλοί όμως από τους πολίτες παρέμεναν στα σπίτια τους, πράγμα που επιτρεπόταν, διότι κυρίως η προσπάθεια της Αστυνομίας και των διατάξεων περί συναγερμού στρεφόταν στο να μη σημειώνεται καμιά απολύτως κίνηση ατόμου μέσα στην πόλη και δινόταν στόχος στα εχθρικά αεροπλάνα.
  Εκτός όμως από τα δημόσια αυτά καταφύγια, είχαν κατασκευαστεί και πολλά ιδιωτικά και μάλιστα με μεγάλη επιμέλεια. Αυτά είχαν διαμορφωθεί είτε μέσα στα σπίτια είτε έξω από αυτά, στις αυλές ή στους κήπους και σύμφωνα με την μηχανική κρίση του καθενός. Την εποχή της κατασκευής των καταφυγίων η πόλη εστερείτο μηχανικών για να ακολουθηθούν οι οδηγίες τους. Πάντως όμως, οι μηχανικοί που ήρθαν μεταγενέστερα για επιθεώρηση των καταφυγίων τα ενέκριναν , διότι, όπως είπαν , σκοπός είναι να προφυλασσόμεθα από τα βλήματα των βομβών και όχι από τις βόμβες, αφού, σε περίπτωση που εκείνες έπεφταν πάνω στα καταφύγια, κανένα απολύτως μέσον δεν θα μπορούσε να τις αναχαιτίσει.
  Στις εισόδους των καταφυγίων ετοποθετούντο σάκοι γεμάτοι με άμμο για να προφυλάσσουν αυτούς που ήταν μέσα από τα βλήματα των βομβών, πολλές φορές όμως ετοποθετούντο σάκοι κι επάνω στα καταφύγια, για να μην μπορούν εύκολα οι βόμβες να τα τρυπήσουν. Παρ' όλα αυτά, όταν η πόλη βομβαρδίστηκε, σχεδόν κανείς από τους πολίτες δεν βρέθηκε στα καταφύγια.
  Ο συναγερμός διαρκούσε πολλές φορές αρκετά και κάποτε -κάποτε μόλις έληγε ο ένας, επακολουθούσε άλλος, οπότε η παραμονή μας στα καταφύγια ήταν μαρτυρική και προπαντός στα δημόσια και γι ' αυτό σιγά -σιγά τα αποφεύγαμε, προτιμώντας τα υπαίθρια που μας έδιναν ψυχική ηρεμία διότι βλέπαμε τα διερχόμενα αεροπλάνα και συνεπώς κρίναμε αν υπήρχε ή όχι κίνδυνος.
  Εκτός αυτού, στα υπαίθρια αυτά χαρακώματα, τα λεγόμενα καταφύγια, δεν υπήρχε όργανο της τάξεως, για να μας επιβάλλει την απόλυτη σιωπή, όπως συνέβαινε σε κείνα των υπογείων των σπιτιών κι έτσι είχαμε την ελευθερία της συζήτησης που διασκέδαζε την ανία μας. Τα υπαίθρια καταφύγια τον χειμώνα είχαν πλημμυρίσει από νερά και έμεναν αχρησιμοποίητα.

Συσκότιση

  Κατά τις βραδινές και νυχτερινές ώρες, η πόλη έπλεε στο σκοτάδι. Τα δημοτικά φώτα των δρόμων και πλατειών ήταν σβηστά. Τα φώτα των σπιτιών και των καταστημάτων ήταν καμουφλαρισμένα με τέτοιο τρόπο ώστε ούτε η ελάχιστη ακτίδα φωτός να μη φαίνεται από το δρόμο. Στις πόρτες και τα παράθυρα είχαν τοποθετηθεί κουβέρτες ή άλλα υφάσματα για τον ίδιο λόγο. Στα τζάμια είχαν κολληθεί μπλε χαρτιά και προπαντός σ' εκείνα που μπορούσε να περάσει το φως. Η πόλη ήταν βουτηγμένη στο σκοτάδι, η δε αστυνομία επέβλεπε για την αυστηρή εφαρμογή της συσκότισης.
  Το μέτρο αυτό διατηρήθηκε ακόμη αυστηρότερα από τα ιταλικά στρατεύματα κατοχής, που βρίσκανε πρόφαση συχνά ότι η συσκότιση δεν ήταν κανονική, παραβίαζαν μέσα στη νύχτα το οικογενειακό άσυλο και μας κακοποιούσαν.
  Αντίθετα όμως, οι Γερμανοί δεν έδιναν μεγάλη σημασία στη συσκότιση ούτε και ποτέ μας ενόχλησαν για το ζήτημα αυτό.

Η κίνηση από κάθε πλευρά

  Κατά τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου είχε συρρεύσει πολύς ξένος κόσμος στην πόλη μας, ο οποίος πριν κατοικούσε σε άλλες πόλεις και τις εγκατέλειψε επειδή φοβόταν τις αεροπορικές επιδρομές.
  Προ πάντων είχαν επιστρέψει πολλές οικογένειες που από χρόνια είχαν εγκαταλείψει την πόλη και είχαν εγκατασταθεί στα μεγάλα κέντρα ή σε άλλους τόπους οι οποίοι λόγω της στρατηγικής θέσης τους βομβαρδίζονταν συνεχώς ή υπήρχε πρόβλεψη να βομβαρδιστούν.
  Η αγορά μας την εποχή του ελληνοϊταλικού πολέμου δεν παρουσίαζε σημαντική κίνηση παρά το ότι τα κάθε είδους καταστήματα ήταν γεμάτα από εμπορεύματα, ούτε παρατηρήθηκε ανατίμηση ή πρόθεση να αποκρύψουν τα είδη, διότι κανείς δεν υποψιαζόταν ότι μας περίμεναν μαύρα και σκοτεινά χρόνια δουλείας κατά τα οποία θα στερούμεθα τα πάντα.
  Η κυβέρνηση μας συνιστούσε μέσω των εφημερίδων να επιδοθούμε σε εντατική καλλιέργεια της γης, να μην αφήσουμε ούτε σπιθαμή τόπο ακαλλιέργητο, και να μην εξαιρέσουμε όχι μόνο τους κήπους αλλά και τις αυλές μας, πράγμα που κάναμε με μεγάλη επιμέλεια, αλλά όλα αυτά δεν στάθηκαν ικανά να μας σώσουν από την πείνα του 1941 , κατά την εποχή της κατοχής.
  Εμείς στα μετόπισθεν ήμασταν εντελώς ξένοιαστοι και κανένας, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν έπαιρνε μέτρα για εφόδια.
  Πιστεύαμε το Αλβανικό Μέτωπο σαν μόνιμο και αρραγές και ούτε καν υποπτευόμαστε την γερμανική εισβολή από τα νώτα, που μας ήρθε εντελώς ξαφνικά και απροσδόκητα, σαν περαστικός σίφουνας που ξεριζώνει τα πάντα.
  Την εποχή του ελληνοϊταλικού πολέμου, ο στρατός μας κατά την προέλαση του στα αλβανικά βουνά, αντιμετώπιζε με δυσκολία το φοβερό κρύο και έτσι υπέφερε πολύ, διότι εστερείτο των πρόσθετων μέσων, κουβερτών και ειδών ιματισμού που θα του μετρίαζαν το κακό αυτό.
  Για να αντιμετωπισθούν λοιπόν αυτές οι ελλείψεις, συνεστήθησαν αμέσως στις μεγάλες πόλεις καθώς και στην Αμαλιάδα, μικτές, από άνδρες και γυναίκες επιτροπές, που με θερμή πατριωτική έκκληση καλούσαν το Λαό να προσφέρει είδη ρουχισμού, προ παντός κουβέρτες για τους μαχόμενους στρατιώτες και επιπλέον καλούσαν τις Ελληνίδες να πλέκουν πουλόβερ και μάλλινες κάλτσες και να τα στέλνουν με ταχυδρομικά δέματα στο μέτωπο.
  Η έκκληση αυτή των επιτροπών είχε μεγάλη απήχηση στα πατριωτικά αισθήματα των Ελλήνων και Ελληνίδων και πήρε τη μορφή του εθνικού συναγερμού.
  Οι μεγάλες νίκες του στρατού μας είχαν προκαλέσει τον θαυμασμό όλου του κόσμου. Το Λονδίνο μετέδιδε ραδιοφωνικά κάθε βράδυ τα νέα του και πάντα μας έλεγε ότι οι θυσίες της Ελλάδας αναγνωρίζονται και ότι θα έχουμε τιμητική θέση στο τραπέζι της Ειρήνης.


Προηγούμενη     Περιεχόμενα     Επόμενη