"ΠΗΓΕΣ" ΕΓΓΡΑΦΗΣ

 

Στην ενότητα αυτή γίνεται αναφορά στο σύστημα που περιλαμβάνει τον  τρόπο διάταξης των προς εγγραφή δεδομένων και στο μέσο από όπου  αυτά ξεκινούν, το οποίο συχνά αναφέρεται ως "πηγή". Οι γνωστές "πηγές" που χρησιμοποιούνται, κατ' επιλογή του χρήστη, είναι:  η Virtual CD image και η Real CD image. Αν χρησιμοποιηθεί το Virtual CD image, το πρόγραμμα εγγραφής  δημιουργεί δείκτες οι οποίοι περιέχουν πληροφορίες για τη Θέση των  προς εγγραφή αρχείων (μέσο, υποκατάλογος, όνομα αρχείου). Μόλις  τελειώσει η διαδικασία δημιουργίας του καταλόγου δεικτών, το πρόγραμμα  αρχίζει να εντοπίζει τα αρχεία και να τα μεταφέρει οn-the-fly  ένα-ένα προς το CD Recorder. Η "πηγή" αυτή χρησιμοποιείται συνήθως  όταν τα αρχεία είναι λίγα σε αριθμό και μεγάλα σε μέγεθος και όταν το  μέσο από το οποίο ξεκινούν διαθέτει υψηλό ρυθμό μεταφοράς δεδομένων  και μικρό χρόνο προσπέλασης, όπως το CD-ROM drive και οι σκληροί δίσκοι. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της χρήσης αυτής της "πηγής" είναι  ο μικρός σε μέγεθος ελεύθερος χώρος που απαιτείται στο σκληρό δίσκο. Η "πηγή" αυτή παίρνει επίσης μέρος (αποτελεί το πρώτο στάδιο)  στη δημιουργία της δεύτερης "πηγής" που αναφέραμε, της Real ISO image

 Real ISO image

 Όταν χρησιμοποιείται ως πηγή" το Real ISO image (CD-ROM image, image, disc image), δημιουργείται εικονικά και προσωρινά πάνω  στο δίσκο ένα ακριβές αντίγραφό τους προς αντιγραφή CD. Αυτό το τεράστιο αρχείο (ανάλογο του συνολικού όγκου των δεδομένων) διαθέτει  όλα τα περιεχόμενα των προς εγγραφή αρχείων, τους υποκαταλόγους, καθώς και τη δομή που Θα έχουν στο CD. Η χρήση αυτής της "πηγής" συνιστάται όταν το σύστημα, και ιδιαίτερα ο δίσκος, παρουσιάζουν  χαμηλές επιδόσεις στη μεταφορά των δεδομένων (δεν απαιτείται υψηλό  transfer rate), όταν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε υψηλή ταχύτητα εγγραφής (τετραπλή), καθώς και όταν θέλουμε να δημιουργήσουμε πολλά  αντίγραφα. Ειδικά για τον τελευταίο λόγο, είναι η αρτιότερη λύση για  τους χρήστες που διαθέτουν μόνο ένα recorder. Μάλιστα, το αρχείο που  δημιουργείται στο δίσκο μπορεί να παραμείνει εκεί, εφόσον ο χρήστης  το θέλει, ώστε να μπορεί να δημιουργήσει και άλλα αντίγραφα του ίδιου  CD αργότερα

 ΤΡΟΠΟΙ ΕΓΓΡΑΦΗΣ

 Η εγγραφή μπορεί να πραγματοποιηθεί με τέσσερις τρόπους: track-at once, track multisession, disk-at-once και incremental (packet)writing. 0 τρόπος που Θα χρησιμοποιηθεί επιλέγεται με βάση τις δυνατότητες του  προγράμματος εγγραφής καθώς και τις ανάγκες του ίδιου του χρήστη. 0 μόνος τρόπος που παρουσιάζει μεγάλες διαφορές από τους άλλους τρεις είναι o incremental (packet) writing, στις ιδιαιτερότητες του οποίου Θα αναφερθούμε στη συνέχεια.

 Track-at-once

0 περισσότερο διαδομένος τρόπος εγγραφής είναι ο track-at-once Από το όνομά του φαίνεται ότι χρησιμοποιείται για την εγγραφή ενός track οποιουδήποτε τύπου. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι περιορισμοί κατά την εγγραφή με τον τρόπο αυτό. Έτσι, δεν είναι δυνατό να γραφεί ένα track το οποίο έχει μέγεθος μικρότερο από 4 δευτερόλεπτα. Επίσης, δεν είναι δυνατό να γραφούν σε ένα CD-R περισσότερα από 99 tracks. Πρέπει επίσης, για να μπορεί να διαβαστεί κάθε track, στο τέλος της εγγραφής του να γίνει κλείσιμο του.

 Track multisession

 0 παρών τρόπος Θυμίζει τον track-at-once και επιτρέπει τη δημιουργία sessions που περιέχουν tracks. Και εδώ, όμως, υπάρχουν σημαντικοί περιορισμοί. Κάθε session που γράφεται πρέπει να περιέχει τουλάχιστον ένα track. Το όριο των 99 εγγραφών υπάρχει κι εδώ. Πρέπει να σημειώσουμε ότι κάθε session περιέχει και τις περιοχές lead-in και lead-out που  μας "κοστίζουν" σε χώρο κάθε φορά που γράφεται ένα session. 0 χώρος  αυτός είναι περίπου 13,5Μ8. Αν γράφουμε πολλά sessions σε ένα CD, χάνουμε πολύτιμο χώρο. Για παράδειγμα, έχοντας επτά sessions, έχει χαθεί χώρος της τάξεως των 95ΜΒ σε ένα CD που χωρά 650. Σίγουρα, λοιπόν, δεν είναι συμφέρον να γράφονται πολλά sessions σε ένα CD. Επίσης ένα κενό δημιουργείται μεταξύ των tracks ενός session και έχει μέγεθος 350ΚΒ. Οι περιορισμοί τελειώνουν με την αποφυγή της μείξης των τύπων CD-ROM και CD-ROM ΧΑ στον ίδιο δίσκο. Αν και μερικά προγράμματα υποστηρίζουν αυτό το συνδυασμό, παρουσιάζονται προβλήματα κατά την ανάγνωση του δίσκου.Πρέπει να σημειώσουμε ότι τα CDs που δημιουργούνται με τον παραπάνω  τρόπο δεν διαβάζονται πάντα από όλα τα CD drives, ειδικά από παλαιότερα μοντέλα. Πολλές είναι οι περιπτώσεις που διαβάζεται μόνο το πρώτο ή το τελευταίο session.

 Disc-at-once

 0 disc-at-once τρόπος εγγραφής χρησιμοποιείται κατά κόρον  για αντιγραφή ολόκληρων CDs ή γενικά για εγγραφές που θέλουμε να ολοκληρωθούν χωρίς να είναι απαραίτητο να γράψουμε ξανά στο ίδιο CD. Διαφέρει αρκετά από τους πρώτους δύο τρόπους, καθώς η εγγραφή όλου του δίσκου (lead-in περιοχή, περιοχή δεδομένων, lead-out περιοχή) γίνεται μονομιάς, με την ακτίνα laser να λειτουργεί αδιάκοπα. Ο τρόπος αυτός Θεωρείται ιδανικός για τη δημιουργία ενός master disc που Θα  τοποθετηθεί σε μία συσκευή replicator για μαζική παραγωγή. Η ουσιαστική διαφορά σε σχέση με τους πρώτους δύο τρόπους εγγραφής έχει να κάνει  με το γεγονός ότι η εγγραφή σε αυτούς τους δύο τρόπους ξεκινά με τα δεδομένα, ακολουθεί η εγγραφή της lead-out περιοχής και όλα τελειώνουν με την εγγραφή της lead-in περιοχής, η οποία περιέχει και τον TOC (Table Of Contents), δηλαδή, τον πίνακα περιεχομένων. Όταν τελειώνει η εγγραφή κάθε περιοχής, η ακτίνα laser σταματά για να μετακινηθεί στην επόμενη και σε κάθε τέτοια μετακίνηση δημιουργούνται link blocks. Όταν, λοιπόν, ένα master disc που έχει γραφτεί με τέτοια μέθοδο τοποθετηθεί σε replicator, τα link blocks αναγνωρίζονται ως λάθη, με αποτέλεσμα να μην ολοκληρώνεται η εγγραφή. Οταν χρησιμοποιείται γία εγγραφή η μέθοδος disc-at-once δεν δημιουργούνται τα link blocks, καθώς το laser δεν σταματά σε κανένα σημείο την εγγραφή. Γι' αυτό θεωρείται ο ιδανικός τρόπος για τη δημιουργία master disc.Oταν η εγγραφή γίνεται με τη μέθοδο disc-at-once, ακολουθείται η ακόλουθη διαδικασία εγγραφής. Το CD Recorder δέχεται τα δεδομένα και αρχίζει η εγγραφή της περιοχής lead-in με τον πίνακα περιεχομένων (TOC). Ακολουθεί η εγγραφή των ίδιων των δεδομένων και στο τέλος γράφεται το lead-out. Πρέπει να σημειώσουμε ότι με τον τρόπο αυτό μπορούν να δημιουργηθούν CDs που περιέχουν μόνο ένα session. Ένας τύπος εγγραφής που λειτουργεί όπως ο disc-at-once είναι ο session-at-once και χρησιμοποιείται αποκλειστικό στον τύπο CD Extra. Όπως έχουμε  αναφέρει, ο τύπος CD Extra χρησιμοποιείται για τη δημιουργία CDs που διαθέτουν τόσο audio tracks, τα οποία γράφονται στο πρώτο session, όσο και ένα data session. Χρησιμοποιώντας τον τρόπο session-at-once, το πρώτο session που περιλαμβάνει πολλά tracks ήχου γράφεται με ένα πέρασμα (disk-at-once), στη συνέχεια η ακτίνα laser σταματά, χωρίς να κλείσει ο δίσκος και στο τέλος εκτελείται η εγγραφή του δεύτερου session με τα δεδομένα και κλείνει το CD.

 Incremental (packet) writing

0 Incremental (packet) writing τρόπος εγγραφής αποτελεί και τον απλούστερο τρόπο, καθώς ο χρήστης μπορεί να εκμεταλλευτεί κάθε CD-R σαν να χρησιμοποιεί  έναν σκληρό δίσκο. Κάθε πρόγραμμα packet writing λειτουργεί στο background και προσφέρει τη δυνατότητα εγγραφής των αρχείων με ένα απλό drag'η'drop. Το σύστημα αρχείων που χρησιμοποιείται ονομάζεται ECMA 168, το οποίο επιτρέπει την προσθήκη ενός και μόνο αρχείου χωρίς την επανεγγραφή του συστήματος αρχείων. Για να μπορέσουν να διαβαστούν τα CDs που δημιουργούνται με αυτό τον τρόπο από οποιοδήποτε CD-ROM drive, πρέπει να εγκατασταθεί ειδικός driver, ο οποίος θα δίνει  τη δυνατότητα στο CD-ROM drive να αντιληφθεί το ειδικό format. Πρέπει  να σημειώσουμε ότι τα προγράμματα αυτά χρησιμοποιούνται για packet writing εγγραφές μόνο, δεν δίνουν τη δυνατότητα εγγραφής με άλλον τρόπο και χρειάζεται άλλο πρόγραμμα. Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφέρουμε ακόμα ότι αυτά τα προγράμματα εγγραφής δεν είναι πλήρως  συμβατά με κάθε συμβατικό πρόγραμμα εγγραφής. Καλό είναι να  χρησιμοποιούνται προγράμματα από τον ίδιο κατασκευαστή. Επίσης, δεν υπάρχει πλήρης συμβατότητα με τις συσκευές εγγραφής, γι' αυτό χρειάζεται προσοχή.

ΕΠΙΛΕΓΟΝΤΑΣ ΣΥΣΚΕΥΗ

Η επιλογή μίας συσκευής εγγραφής πρέπει να γίνεται βάσει πολλών χαρακτηριστικών. Κάθε συσκευή διαφοροποιείται σε πολλά σημεία, τα περισσότερα από τα οποία είναι εξίσου σημαντικά, γι' αυτό χρήζουν της αντίστοιχης προσοχής.

 Η ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΕΓΓΡΑΦΗΣ

 Το πρώτο χαρακτηριστικό που προσέχει ο χρήστης σε ένα CD Recorder είναι η ταχύτητά του. Οι πρώτες συσκευές του είδους χρησιμοποιούσαν μονή ή το πολύ διπλή ταχύτητα εγγραφής και ανάγνωσης. Δηλαδή για την εγγραφή ενός γεμάτου CD ήταν απαραίτητα 74 ή 37 λεπτά αντίστοιχα. Σήμερα, οι ταχύτητες που χρησιμοποιούνται είναι κατά πολύ μεγαλύτερες  και αυξάνονται συνεχώς καθώς η τεχνολογία εξελίσσεται. Και  δεν μιλάμε μόνο για την ταχύτητα εγγραφής, αλλά και γι' αυτή της ανάγνωσης, καθώς κάθε σύγχρονο recorder διαθέτει ονομαστική ταχύτητα  24 και 32x. Έτσι, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως συσκευή για ανάγνωση CD  χωρίς προβλήματα .Η μικρή μέχρι σήμερα ταχύτητα ανάγνωσης των CD Recorders οδηγούσε τους περισσότερους χρήστες στην επιπλέον αγορά ενός ταχύτερου CD-ROM drive. Η αύξηση της ταχύτητας ανάγνωσης των CD Recorders, όμως, τείνει να οδηγήσει το φαινόμενο αυτό στην εξαφάνιοή του. Βέβαια, η ανάγκη για δεύτερη συσκευή εξακολουθεί να υπάρχει, καθώς τα CD-ROM drives έχουν αντικατασταθεί πλήρως από τα DVD-ROM drives, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αναπαραγωγή DVD. Και αυτή η ανάγκη, όμως, σιγά σιγά θα εξαλειφθεί, καθώς παρουσιάζονται συσκευές εγγραφής που διαθέτουν ικανότητα ανάγνωσης DVD-ROM. Η ταχύτητα εγγραφής είναι ο σημαντικότερος παράγοντας στον καθορισμό της τιμής ενός CD Recorder. Αυτή τη στιγμή οι συσκευές που κατά βάση χρησιμοποιούνται είναι αυτές που γράφουν σε ταχύτητα 8x & 12x.  Καθώς αυτές έχουν καθιερωθεί, έχει μειωθεί σημαντικά η τιμή των μικρότερων μοντέλων, τα οποία μπορούν εξίσου καλά να δημιουργήσουν δισκάκια σε  ταχύτητες 4x και 6x. Αν δεν υπάρχουν ιδιαίτεροι λόγοι για ταχεία εγγραφή, η 4 x είναι μία ταχύτητα  ικανοποιητική, καθώς όσο πιο υψηλή ταχύτητα απαιτούμε  τόσο περισσότερο πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη κάποιους παράγοντες που επηρεάζουν την εγγραφή και τους οποίους Θα δούμε αναλυτικά στη συνέχεια. Η επιλογή ενός CD Recorder ως προς τις δύο ταχύτητες πρέπει να γίνει με βάση τον αριθμό των CDs που Θα παράγει και την ύπαρξη ή μη ενός γρήγορου CD-ROM drive.

 ΤΟ BUFFER

 Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των CD Recorders είναι το buffer. Πρόκειται  για μία ποσότητα μνήμης που βρίσκεται εγκατεστημένη σε κάθε συσκευή. 0 ρόλος της είναι να τροφοδοτεί συνεχώς το μηχανισμό εγγραφής με  δεδομένα, τα οποία με τη σειρά του λαμβάνει από το υπόλοιπο  σύστημα.  Η διαμεσολάβηση του buffer είναι απαραίτητη, καθώς κάθε διακοπή στη  ροή των δεδομένων αποδεικνύεται καταστροφική για το δίσκο  CD-R. Χάρη στο buffer, μία ποσότητα δεδομένων, η οποία συνεχώς ανανεώνεται, υπάρχει αποθηκευμένη έτσι ώστε, αν για κάποιον λόγο προκληθεί μικρή διακοπή στη ροή δεδομένων, να συνεχιστεί η εγγραφή. Οι μικρές αυτές διακοπές προξενούνται συχνά και μπορεί να προέρχονται  από πολλές διαφορετικές "πηγές". Το τυπικό μέγεθος του buffer είναι 2  ΜΒ. Ωστόσο, ήδη οι κατασκευαστές έχουν αρχίσει να δείχνουν την προτίμησή τους στο μέγεθος των 4ΜΒ , ειδικά στις συσκευές που  χρησιμοποιούν υψηλές ταχύτητες εγγραφής. Μάλιστα, πολλές εταιρίες  έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούν buffer των 8ΜΒ, καθώς το κόστος της μνήμης έχει μειωθεί σημαντικά και δεν αυξάνεται το συνολικό κόστος του recorder. Παλιότερα  το buffer ήταν κατά πολύ μικρότερο στις συσκευές που προορίζονταν για το σπίτι, ενώ στις περισσότερο επαγγελματικές λύσεις υπήρχε δυνατότητα για αύξηση  του ποσού της μνήμης με τη χρήση SIMM. Σήμερα το  buffer είναι σταθερό και δεν  αναβαθμίζεται. Η ύπαρξη ενός μεγάλου buffer, σε συνδυασμό με έναν ισχυρό υπολογιστή, επιτρέπει την εκτέλεση και χρήση άλλων εφαρμογών κατά τη διάρκεια της εγγραφής, γεγονός που μπορεί να Θεωρηθεί πολύ σημαντικό, αν ο υπολογιστής δεν χρησιμοποιείται μόνο για  εγγραφές CDs.Επίσης σήμερα υπάρχει και η τεχνολογία Burn Proof που καθιστά αδύνατο το καταστροφικό κάψιμο η το περιβόητο buffer underun οπότε ακόμα και ο πιό άπειρος χρήστης δέν θα δυσκολευτεί να γράψει σε μεγάλες ταχύτητες σωστά.

 INTERFACE

 Το interface που χρησιμοποιεί μία συσκευή CD-R είναι αρκετά σημαντικό.  Παλαιότερα, τα CD Recorders χρησιμοποιούσαν ως μέσο επικοινωνίας  με τον υπολογιστή το SCSI-2. 0 λόγος είχε να κάνει με τη σταθερότητα  του συστήματος, καθώς το ΑΤΑΡΙ δεν ήταν αρκετό για επιτυχημένες εγγραφές. Με την εξέλιξη των υπολογιστών και την αύξηση της ισχύος  τους, το SCSI πρότυπο άρχισε να μη χρησιμοποιείται τόσο συχνά, με  αποτέλεσμα σήμερα οι περισσότερες συσκευές εγγραφής να χρησιμοποιούν το ΑΤΑΡΙ πρότυπο, με αυτές του SCSI να απευθύνονται περισσότερο στον επαγγελματία. Τα δύο αυτά πρότυπα επικοινωνίας είναι τα βασικά που χρησιμοποιούνται από τα περισσότερα CD Recorders. Ωστόσο,  υπάρχουν ορισμένοι ακόμα τρόποι σύνδεσης μιας συσκευής με τον υπολογιστή, οι οποίοι αφορούν σε συσκευές που συνδέονται εξωτερικά με τον υπολογιστή. Το interface που αρχικά χρησιμοποιήθηκε ήταν η παράλληλη Θύρα. Τα CD Recorders που χρησιμοποιούσαν τη Θύρα αυτή για τη σύνδεση δεν έγραφαν σε μεγάλες ταχύτητες, ενώ η υψηλή χρήση του  επεξεργαστή δεν έδινε τη δυνατότητα στο χρήση να χρησιμοποιήσει τον υπολογιστή για κάποια άλλη εργασία. Το επόμενο βήμα ήταν η χρήση του SCSI για τη σύνδεση των εξωτερικών συσκευών, λύση η οποία ήταν πολυέξοδη. Πρόσφατα, έχει αρχίσει να χρησιμοποιείται το USB Χάρη σε αυτό, οι εξωτερικές συσκευές αύξησαν την ταχύτητα εγγραφής, ενώ έγινε ευκολότερη η εγκατάσταση και λειτουργία τους. Ακόμα ένα interface που χρησιμοποιείται είναι το PC Card. Οι συσκευές που το ακολουθούν προορίζονται για χρήση σε φορητούς υπολογιστές και είναι αρκετά ακριβότερες από τις υπόλοιπες εξωτερικές συσκευές.

  ΛΟΙΠΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

 Πέρα από την ταχύτητα εγγραφής και το bufter, υπάρχουν μερικά ακόμα χαρακτηριστικά που πρέπει να προσεχθούν κατά την επιλογή ενός CD  Recorder, τα οποία δεν είναι τόσο σημαντικά, αλλά αξίζουν της προσοχής  του χρήστη. Κάποια από αυτά καθορίζουν το ποσοστό επιτυχίας της  εγγραφής, τη δυνατότητα εγγραφής συγκεκριμένων τύπων CDs ή τη δυνατότητα χρήσης συγκεκριμένης μεθόδου εγγραφής.

 Μέθοδοι εγγραφής

Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι εγγραφής, οι οποίοι δεν υποστηρίζονται  από όλα τα recorders. Οι βασικότεροι τρόποι, που χρησιμοποιούνται κατά κόρον και είναι οι περισσότερο διαδεδομένοι, υποστηρίζονται από το σύνολο της αγοράς. Καλό Θα είναι η συσκευή να υποστηρίζει και τους τέσσερις γνωστούς τρόπους εγγραφής: track-at-once, disc-at-once, multisession (track multisession) και incremental (packet) writing. Οι προαναφερόμενες μέθοδοι εγγραφής είναι οι συνηθισμένες και συναντώνται σε όλα τα μοντέλα. Ακόμα και η μέθοδος του packet writing, που παλαιότερα δημιουργούσε απορίες, υποστηρίζεται από κάθε συσκευή. Ωστοσο, υπάρχουν μέθοδοι, όπως το over-burning ή το CD-Text, που δεν υποστηρίζονται ευρέως. 0 χρήστης θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός, ώστε να επιλέξει CD Recorder που να υποστηρίζει όλους τους τρόπους εγγραφής, προκειμένου να μην υπάρχει πρόβλημα στο μέλλον.

 Τύποι CDs

 Οι τύποι CDs που υποστηρίζει ένα CD Recorder δεν αποτελούν πρόβλημα. Όλες οι σύγχρονες συσκευές υποστηρίζουν όλους τους γνωστούς  τύπους. Μερικοί από αυτούς που πρέπει να υποστηρίζονται είναι οι: CD-ROM, CD-ROM ΧΑ, Audio CD, CD-i και mixed-mode .

 Τρόποι εισαγωγής CD

 Τα πρώτα CD Recorders χρησιμοποιούσαν διαφορετικό τρόπο εισαγωγής  του CD-R στη συσκευή. Πρώτα έπρεπε να τοποθετηθούν σε μία διάφανη  πλαστική Θήκη, γνωστή ως caddy, την οποία στη συνέχεια τοποθετούσαν  στο recorder. Ο βασικός λόγος της κατά το παρελθόν επικράτησης του caddy  ήταν η προστασία από τη σκόνη. Ο τρόπος αυτός εγκαταλείφθηκε αρκετά γρήγορα και σήμερα το δισκάκι τοποθετείται στο ειδικό  συρτάρι, γνωστό ως tray, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα CD-ROM  drives.

 Επιπλέον χαρακτηριστικά

 Τα ανωτέρω στοιχεία είναι τα σημαντικότερα. Κάποιες μικρές λεπτομέρειες,  που δεν παρατηρούν όλοι οι χρήστες, είναι τα jumpers καθορισμών, οι ενδεικτικές λυχνίες, η emergency hole, τα πλήκτρα και το σημαντικότερο όλων- MTBF. Το MTBF είναι ο εκτιμώμενος χρόνος χρήσης  που μεσολαβεί από την κατασκευή της συσκευής μέχρι την πρώτη βλάβη και συνήθως μετριέται σε ώρες. Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός  που δίνει η κατασκευάστρια τόσο περισσότερο Θα αντέξει η συσκευή. Τα  jumpers, στο πίσω μέρος της συσκευής, καθορίζουν το αν η συσκευή Θα  εγκατασταθεί ως master ή slave, οταν χρησιμοποιεί το ΑΤΑΡΙ interface, ή  τον αριθμό (ID) που θα έχει η συσκευή στη SCSI αλυσίδα. Πλήκτρα πέρα  από το eject δεν χρησιμοποιούνται σήμερα. Το μοναδικό που συναντά  κάποιος στο μπροστινό μέρος ενός recorder είναι τα ενδεικτικά LEDs και  η emergency hole. Τα LEDs ειδοποιούν το χρήστη για την εξέλιξη της εγγραφής, ενώ η emergency hole είναι μία μικρή τρύπα που χρησιμοποιείται για την εξαγωγή του δίσκου, αν, για οποιονδήποτε λόγο, αδυνατεί  να "υπακούσει" η συσκευή.