@
Καλά Χριστούγεννα και ευτυχές το νέον έτος
2004 μ.Χ.
Φτάσαμε ήδη στο «Έτος
του Κυρίου μας» [anno Domini] 2004;
Καθόλου σίγουρο.
Κάποια στιγμή,
στο πρώτο ήμισυ του έκτου αιώνα, ο
ελληνόφωνος –σκυθικής καταγωγής–
μοναχός Διονύσιος ο Μικρός [Exiguus], που
ζούσε τότε στη Ρώμη, υπολόγισε ότι ο Ιησούς
«γεννήθηκε» [αν και μάλλον «ποιήθηκε»,
αργότερα, στα πολιτικο-θεολογικά
εργαστήρια της Ρώμης], το έτος 754 από
κτίσεως Ρώμης [ab urbe condita], που ήταν και το
πρώτο έτος της 195ης Ολυμπιάδας.
Ο Διονύσιος
υπέπεσε σε ένα «μικρό λαθάκι». Σύμφωνα με
το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, όταν
γεννήθηκε ο Ιησούς βασίλευε ακόμα ο Ηρώδης
ο «Μέγας» [που διέταξε τη σφαγή των
νηπίων στη Βηθλεέμ, όταν πληροφορήθηκε από
τους τρεις Μάγους ότι στη Βηθλεέμ είχε
γεννηθεί ο βασιλιάς των Ιουδαίων]. Το
πρόβλημα είναι ότι ο Ηρώδης πέθανε το 4 π.Χ…
Από την άλλη,
σύμφωνα με το Κατά Λουκάν, ο Ιησούς
γεννήθηκε κατά τη διάρκεια μιας απογραφής
στην Ιουδαία [«εν ταις ημέραις εκείναις
εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου
απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην», Λκ. 2:1],
την εποχή που διοικητής της Συρίας ήταν ο
Κυρήνιος. Κι εδώ ανακύπτει ένα νέο
πρόβλημα: η περί ου ο λόγος απογραφή έλαβε
χώρα το 6 ή 7 μ.Χ…
Άρα ο Ιησούς
γεννήθηκε το 4 [ή 5 ή 6] π.Χ. ή το 6/7 μ.Χ.
Συνεπώς, το anno Domini
2004 θα έπρεπε να είναι το 2008 μ.Χ. [ή 2009 ή
2010], ενώ αν λάβουμε υπόψη μας το Κατά
Λουκάν, δεν έχουμε ακόμα μπει στον 21ο μεταχριστιανικό
αιώνα.
@
Anno Domini 2004 ή 1707;
Η χριστιανική
χρονολόγηση του Διονυσίου, ωστόσο, άρχισε
να χρησιμοποιείται στην Ευρώπη αρκετούς
αιώνες μετά την εποχή του [μόνον μετά τον 11ο
αιώνα, κι αυτό έχει τη σημασία του, όπως θα
δούμε], και έγινε καθολικά αποδεκτή μόνον
μετά τη μεταρρύθμιση του Ιουλιανού [εκ του
Ιουλίου Καίσαρος] Ημερολογίου σε
Γρηγοριανό [εκ του Πάπα Γρηγορίου ΙΓ΄], το
1582. [Εκλεκτός ιερωμένος ο Γρηγόριος.
Κατεδίωξε συστηματικά τους «αιρετικούς»,
βάσει των αποφάσεων της Συνόδου του Τρέντο
(Τριδέντο), που ούτε λίγο ούτε πολύ είχε
διαρκέσει 18 ολόκληρα χρόνια (1545-1563) και
στις εργασίες της οποίας είχε συμμετάσχει
για δύο χρόνια και ο ίδιος. Ήταν επίσης ο
πρώτος πάπας που συνέταξε τον περίφημο Index,
τον Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων της
Καθολικής Εκκλησίας.]
Και με τη
μεταρρύθμιση, όμως, του Ιουλιανού
Ημερολογίου υπάρχει κάποιο πρόβλημα.
Στις 4 Οκτωβρίου 1582
«προστέθηκαν» δέκα ημέρες κι έτσι η
επόμενη ημέρα ήταν η 15η Οκτωβρίου.
Έτσι κατέστη δυνατός ο συγχρονισμός της
εαρινής ισημερίας με το ημερολόγιο. Η
διόρθωση, ωστόσο, δεν έλαβε υπόψη της το
συσσωρευμένο πρόβλημα του Ιουλιανού
Ημερολογίου, από την εφαρμογή του το 45 π.Χ.,
αλλά διόρθωσε το ημερολόγιο μόνον για το
διάστημα μετά τη Σύνοδο της Νίκαιας το 325 μ.Χ.
[Αν η διόρθωση γινόταν από το 45 π.Χ. θα
έπρεπε να είχαν προστεθεί 13 ημέρες.] Οι
ειδικοί ισχυρίζονται σήμερα, ότι αυτό
έγινε επειδή στη Σύνοδο της Νίκαιας είχε
ήδη διορθωθεί το ημερολόγιο ή ότι η εαρινή
ισημερία είχε τότε οριστεί στις 21 Μαρτίου.
Όμως δεν υπάρχει το παραμικρό ιστορικό
στοιχείο που να δείχνει ότι το ημερολόγιο
είχε απασχολήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο
τους Άγιους Πατέρες στη Σύνοδο της Νίκαιας.
Αν πράγματι η
Σύνοδος της Νίκαιας δεν είχε
μεταρρυθμίσει το ημερολόγιο, τότε υπάρχει
ένα «κενό» μεγαλύτερο των τριών αιώνων,
από το 45 π.Χ. ως το 325 μ.Χ.
Αυτό το κενό
ισχυρίζεται ότι ανακάλυψε ο Γερμανός Heribert
Illig.
Σύμφωνα με τον
Ίλλιγκ, η περίοδος που ονομάζεται «Μεσαίωνας»
[600-900 μ.Χ.] δεν υπήρξε ποτέ! Για την περίοδο
614-911 μ.Χ., πάντα σύμφωνα με τον Ίλλιγκ, δεν
υπάρχει κανένα αυθεντικό αρχαιολογικό ή
άλλο εύρημα. Αυτά τα 297 χρόνια φανταστικής
ιστορίας προστέθηκαν εκ των υστέρων! Ο
Ίλλιγκ μάλιστα ορίζει επακριβώς αυτή την
περίοδο: από τον Σεπτέμβριο του 614 ώς τον
Αύγουστο του 911! [Ο Ίλλιγκ αναφέρει γι’
αυτήν την περίοδο τα όσα αναφέραμε ήδη στο
προηγούμενο τεύχος για τον άλλο «Μεσαίωνα»,
τον αρχαίο, της περιόδου 1200-800 π.Χ. Λέει,
μεταξύ άλλων, ο Ίλλιγκ, για τον «σύγχρονο»
Μεσαίωνα, ότι ξαφνικά στην Ευρώπη
σημειώθηκε μία εντυπωσιακή μείωση του
πληθυσμού περί το 600 και μία εντυπωσιακή
αύξησή του γύρω στο 900. Λες και οι κάτοικοι
εγκατέλειψαν για τρεις αιώνες τις εστίες
τους και, όταν επανήλθαν σ’ αυτές,
συνέχισαν από το σημείο στο οποίο είχαν
σταματήσει… Εκείνη την περίοδο δεν
υπάρχει ίχνος εξέλιξης των πρώην ρωμαϊκών
πόλεων στη Δύση, εκατοντάδες πόλεις του
Βυζαντίου δείχνουν πως ήταν ακατοίκητες,
τα ευρήματα της ισλαμικής κατάκτησης της
Ισπανίας δεν είναι προγενέστερα των αρχών
του 10ου αιώνα…]
Προτρέχουμε όμως.
Η πρώτη
παρατήρηση του Ίλλιγκ, που τελικά τον
οδήγησε στη διατύπωση της θεωρίας του,
αφορούσε το αυτοκρατορικό παρεκκλήσι του
Άαχεν –που αποτελεί σήμερα μέρος του
καθεδρικού ναού της πόλης– και είχε
χτιστεί από τον Καρλομάγνο περί το 800. Το
παρεκκλήσι του Άαχεν αποτελεί ένα
εξαιρετικό δείγμα αρχιτεκτονικής «από το
πουθενά». Δεν υπάρχει κανένα προγενέστερο
δείγμα τέτοιας μορφής αρχιτεκτονικής. Και
τα μεταγενέστερα, εμφανίζονται μόνον μετά
από δύο και πλέον αιώνες και μάλιστα ως «κακά
αντίγραφα» των επιμέρους στοιχείων τους [στο
ναό του Σπέγιερ, στον πρόναο του Τούρνους,
στο αββαείο του Ότμαρσχάιμ]. Άρα, σύμφωνα
με τον Ίλλιγκ, το παρεκκλήσι του Άαχεν θα
πρέπει να χτίστηκε στο δεύτερο ήμισυ του 11ου
αιώνα…
Ο Ίλλιγκ
δημιούργησε ολόκληρη Σχολή στη Γερμανία [Uwe
Topper, Hans-Ulrich Niemitz, Manfred Zeller, Gunnar Heinsohn …]. Έτσι
άλλοι ερευνητές εντόπισαν παρόμοια
χρονολογικά χάσματα σε πλείστους όσους
ευρω-ασιατικούς πολιτισμούς – του
Βυζαντίου μη εξαιρουμένου.
Αλλά περί αυτών
στο επόμενο τεύχος.
Καλό και
ευτυχισμένο το 1707!
Σ' αυτό
το τεύχος φιλοξενήθηκε το πόνημά μου, "Καίσαρ
και Ιησούς: Οι Δύο Όψεις του Ιδίου
Νομίσματος" ή "Τα του Καίσαρος τω
Ιησού και τα του Ιησού τω Καίσαρι",
σχετικά με τη λατρεία του Divus Iulius, του Θεού
Ιουλίου [Καίσαρα], που μεταλλάχτηκε στη
λατρεία του -μηδέποτε υπάρξαντος- Ιησού. Δυστυχώς
δεν ήταν δυνατόν να δημοσιευθούν [οικονομία
χώρου] στο περιοδικό οι 69 σημειώσεις, κυρίως
βιβλιογραφικές παραπομπές στα έργα των
ιστορικών Πλούταρχου, Αππιανού, Δίωνα και
Σουητώνιου. Το άρθρο με τις σημειώσεις του
υπάρχει εδώ.
|