Τρίτο Μάτι, Φεβρουάριος 2004, Τεύχος 120

 

@ Hellas.2004

«Ώδινεν όρος και έτεκε μυν» [για εντυπωσιακές προσπάθειες που καταλήγουν σε ασήμαντο αποτέλεσμα], ή επί το σαιξπηρικότερον «πολύ κακό για το τίποτα», ενώ ως προς το παλαιο-νεοελληνικότερον καταλληλότερη θα ήταν η απάντηση στο ερώτημα: «Τι έπραξεν η φορβάς στ’ αλώνι;»

Ήγουν, η «Εξιστόρησις των Θαυμαστών Συμβάντων που Ωδήγησαν εις την Αντικατάστασιν του Καταλληλοτέρου Κωστακίου από τον Καταλληλότατον Γεωργάκιον ή Πώς το Έθνος Επέρασεν από την Εποχήν του Εκσυγχρονισμού εις Εκείνην της Συμμετοχικής Δημοκρατίας» ελάχιστα απασχόλησε τους ιθαγενείς, πλήν βεβαίως-βεβαίως των της «ημετέρας» αρετής και συμφέροντος μετέχοντας.

Όταν εις την πεφιλημένη χώρα μας η αντιπολίτευση κάνει συμπολίτευση στη συμπολίτευση και η συμπολίτευση αντιπολιτεύεται τον εαυτό της, τότε ο ιθαγενής, ο αυτόχθων, ο γηγενής δεν έχει έμπροσθέν του παρά μόνον δύο διεξόδους: ή θα ακολουθήσει τον δρόμο της αρετής, δηλαδή θα take the mountains –κάτι ανέφικτον, όμως, λόγω της συνεχούς και αδιαλείπτου απουσίας του από τα γυμναστήρια της Νέας Ερυθραίας και της Νέας Μάκρης– είτε θα ακολουθήσει την πονηράν ατραπόν, «που πάει ντουγρού στην κατηφόρα τη μεγάλη», και οδηγεί μετά μαθηματικής τε και αστρονομικής βεβαιότητος εις τας σφαλεράς λεωφόρους της πληροφορίας, ένθα…

 

@ Καταιγίδες.cosmos

Η προβολή από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της αντικατάστασης του εξοχοτάτου κυρίου καταλληλοτέρου υπό του εκλαμπροτάτου κυρίου καταλληλοτάτου χαρακτηρίστηκε, και σωστά, ως επικοινωνιακή καταιγίδα, δηλαδή ως στυγνή και χυδαία προπαγάνδα. Φυσικά, ελάχιστοι θυμήθηκαν ότι και της, προ ετών, ανάδειξης στην εξουσία του κ. καταλληλοτέρου είχε προηγηθεί ανάλογου ύφους και ήθους καταιγίδα. Τα «χρονικά» και η «ιστορία» της εποχής μας γράφονται, όπως πάντα, από τους έχοντες και τους κατέχοντες, δηλαδή από τους «νικητές».

Ανάλογες επικοινωνιακές καταιγίδες έχουν πλήξει και τον πλανήτη τα τελευταία χρόνια, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα εκείνα της «Καταιγίδας της Ερήμου», του πολέμου κατά της Γιουγκοσλαβίας , της περυσινής επιχείρησης «Σοκ και Δέος». Διότι, σε τελική ανάλυση, δεν έχουν σημασία τα επιχειρήματα των «νικητών». Αυτό που μετρά είναι να μιλούν ακατάπαυστά πνίγοντας οποιοδήποτε ενάντιο επιχείρημα.

Και αν αυτό συμβαίνει στην εποχή μας, στην εποχή της πληροφορίας και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, φανταστείτε τι συνέβαινε σε εποχές για τις οποίες δεν διαθέτουμε καμία πληροφορία ή διαθέτουμε ελάχιστες, καταγραμμένες σε κάποιο ανούσιο χρονικό.

Όταν, λοιπόν, μπροστά στα μάτια μας εκτυλίσσονται τέτοιου είδους καταιγίδες, με πόση βεβαιότητα μπορούμε να μιλήσουμε για όσα «θαυμαστά» συνέβαιναν πριν από δέκα, είκοσι ή σαράντα αιώνες;

Εξαρτάται από την «οπτική γωνία» εκείνου που μιλά, δηλαδή από τα συμφέροντά του και τη θέση του μέσα στους εκάστοτε «μηχανισμούς».

 

@ Χρονολόγηση. Επιστήμη (;)

Ως ιδρυτές της σύγχρονης χρονολόγησης ως «επιστήμης» θεωρούνται ο Ιωσήφ Ιούστος Σκάλιγκερ (1540-1609) και ο Διονύσιος Πετάβιος (1583-1652), που συνέγραψαν έργα στα οποία παρουσιάζουν πίνακες με ημερομηνίες για ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο, χωρίς την παραμικρή –επιστημονική– αιτιολόγηση για το πώς κατέληξαν σ’ αυτές. Δηλώνεται, άλλωστε, ότι βασίστηκαν στην εκκλησιαστική παράδοση, κυρίως στα έργα του Ευσέβιου Καισαρείας και του Ιερώνυμου. Γεγονός που ελάχιστη έκπληξη προκαλεί αφού, επί αιώνες, η ιστορία εκυριαρχείτο από την Εκκλησία και, σε μεγάλο βαθμό, εγράφετο από κληρικούς.

Αυτό που, ωστόσο, προκαλεί έκπληξη είναι το γεγονός ότι, ακόμα και σήμερα, οι χρονολογήσεις των Σκάλιγκερ (βιογραφικό του «Φοίνικα της Ευρώπης», του «Φωτός του Κόσμου», του «Πελάγους των Επιστημών» στην ακόλουθη διεύθυνση του Ιδρύματος Χριστιανικής Ιστορίας: http://www.gospelcom.net/chi/DAILYF/2003/08/daily-08-05-2003.shtml) και Πετάβιου (βιβλίο του: http://hbar.phys.msu.su/gorm/fomenko/petavius.htm) είναι αποδεκτές και χρησιμοποιούνται «χωρίς δεύτερη κουβέντα», παρά τις τεράστιες προόδους της επιστήμης τους τελευταίους αιώνες. Αν και, για να είμαστε δίκαιοι, σήμερα χρησιμοποιούνται απλώς τα έτη τα οποία είχαν προτείνει οι Σκάλιγκερ-Πετάβιος, και όχι οι μήνες, οι ημέρες και πολλές φορές οι ώρες κατά τα οποία είχαν συμβεί τα διάφορα «θαυμαστά συμβάντα» του αρχαίου μας παρελθόντος.

Επί αιώνες, η αμφισβήτηση των «επιστημονικών» συμπερασμάτων των Σκάλιγκερ-Πετάβιου σήμαινε την αμφισβήτηση της ίδιας της εκκλησιαστικής παράδοσης, δηλαδή την αμφισβήτηση της ίδιας της Εκκλησίας. Κι αυτό δεν ήταν κάτι που μπορούσε κάποιος να κάνει «ελαφρά τη καρδία» στις εποχές της Ιεράς Εξέτασης και των αγώνων κατά των αιρετικών, παρότι υπήρξαν μερικοί που το έκαναν.

Το χρονολογικό σύστημα των Σκάλιγκερ-Πετάβιου παγιώθηκε με το πέρασμα των χρόνων, αφού έγινε αποδεκτό από ολόκληρο τον –χριστιανικό– κόσμο.

Σήμερα, το να αμφισβητήσει κάποιος αυτό το σύστημα δεν σημαίνει απλά την αμφισβήτηση του αλάνθαστου της εκκλησιαστικής παράδοσης, αλλά και την αμφισβήτηση όλων των θεσφάτων της αρχαιολογίας ή της επιστήμης ή των κοινά αποδεκτών απόψεων ολόκληρης της κοινωνίας.

Ωστόσο, κι αυτό συμβαίνει, όπως συνέβη και στο παρελθόν.

 

@ Jean Hardouin

Ο Γάλλος Ζαν Αρντουέν (1646-1729), γιος ενός βιβλιοπώλη από τη Βρεττάνη, έγινε μέλος του Τάγματος των Ιησουϊτών σε ηλικία περίπου δεκαέξι ετών και μετά το 1683, και ως το τέλος της ζωής του, ήταν βιβλιοθηκάριος του ιησουΐτικου Κολλεγίου Κλερμόν στο Παρίσι. Ο Αρντουέν (πληροφορίες σε διάφορες σελίδες του www.christianism.com) που διακρίθηκε ως ιστορικός και νομισματολόγος, επιμελήθηκε την έκδοση αρκετών κλασικών κειμένων της αρχαιότητας, μιας έκδοσης για τις αποφάσεις των Συνόδων της Εκκλησίας, που αποτελεί ακόμα και σήμερα έργο αναφοράς, και εξέδωσε και αρκετά δικά του έργα, αρκετά εκ των οποίων συμπεριλήφθηκαν, αμέσως μετά την έκδοσή τους, στον Index, τον Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων της Καθολικής Εκκλησίας. Ανάμεσα σ’ αυτά, τα «Σχόλια Στην Καινή Διαθήκη» (εκδόθηκε μετά το θάνατό του στο Άμστερνταμ το 1741), και τα «Διαλεχτά Έργα» (1709).

Ο Αρντουέν είχε περίεργες –τουλάχιστον– απόψεις. Θεωρούσε, για παράδειγμα, ότι η Καινή Διαθήκη γράφτηκε αρχικά στα λατινικά, και κατόπιν μεταφράστηκε στα ελληνικά. Θεωρούσε επίσης ότι η μεγάλη πλειονότητα των αρχαίων κλασικών έργων είχε γραφεί από Βενεδικτίνους μοναχούς τον 13ο αιώνα. Σύμφωνα με τον Αρντουέν τα έργα του Τερέντιου, η «Αινειάδα» του Βιργίλιου, οι «Ωδές» του Οράτιου και οι «Ιστορίες» του Λίβιου και του Τάκιτου ήταν όλα πλαστά έργα του 13ου αιώνα. Δεχόταν ως αυθεντικά μόνον όλα τα έργα του Κικέρωνα, του Πλίνιου, τις «Σάτιρες» και τις «Επιστολές» του Οράτιου καθώς και τα «Γεωργικά» του Βιργίλιου. Από τους αρχαίους Έλληνες δεχόταν μόνον τους Όμηρο και Ηρόδοτο.

Ο Αρντουέν απέρριπτε τους αρχαίους κλασικούς επειδή τους θεωρούσε «άθεους». Λογικό για έναν κληρικό. Το περίεργο είναι ότι θεωρούσε ως άθεο και τον «Άγιο» Αυγουστίνο, τα έργα του οποίου θεωρούσε ότι γράφτηκαν τον 13ο αιώνα, αλλά και τους περισσότερους Πατέρες της Εκκλησίας («Ρουφίνο», «Κύριλλο», «Αμβρόσιο», «Χρυσόστομο», «Βασίλειο» κ.ά.) τα έργα των οποίων ήταν επίσης πλαστά.

Δυστυχώς ο Αρντουέν δεν εξήγησε ποτέ τους λόγους για τους οποίους συνέβησαν όλες αυτές οι πλαστογραφίες. Όταν είχε ερωτηθεί σχετικά, απάντησε ότι η εξήγηση θα βρισκόταν, μετά το θάνατό του, γραμμένη σε ένα χαρτί, όχι μεγαλύτερο από την παλάμη του χεριού του. Δεν βρέθηκε ποτέ.

@ Σημείωση

Το άρθρο μου «Καίσαρ και Ιησούς» δημοσιεύτηκε στο περασμένο τεύχος του περιοδικού χωρίς τις σημειώσεις, λόγω έλλειψης χώρου. Μπορείτε να διαβάσετε το πλήρες άρθρο με τις 70 σημειώσεις του (κυρίως βιβλιογραφικές παραπομπές στα έργα της Καινής Διαθήκης, του Σουητώνιου, του Πλούταρχου, του Αππιανού και του Δίωνα) στη διεύθυνση: www.oocities.org/xmorfos/caesar.htm. 

Τεύχος 120 - Εξώφυλλο