@
Filoxenia.gr
Κοίταζα γύρω μου
κι έβλεπα «νέα» πρόσωπα. Πρόσωπα παράξενα.
Πρόσωπα που δεν συναντώ στα βιβλιοπωλεία,
στις εκθέσεις, στα μουσεία, στις συναυλίες.
Πρόσωπα που δεν συναντώ στους περιπάτους
μου, στα καφενεία, στις ταβέρνες…
Κοίταζα γύρω μου
κι έβλεπα «άγνωστα» πρόσωπα. Κι όμως
πρόσωπα τόσο γνωστά. Πρόσωπα άγνωστα αλλά
και τόσο οικεία… Και δεν ήμουν εγώ στη
χώρα τους. Εκείνα ήταν στη δική τους. Κι
εκείνα τα πρόσωπα ήταν η χώρα μου.
Δεν θύμωσα. Δεν
εκνευρίστηκα. Δεν ντράπηκα γι’ αυτούς που
ήταν στη χώρα τους, γι’ αυτούς που ήταν η
χώρα μου. Δεν ντράπηκα, δεν ένιωσα «ρεζίλης»,
ούτε «ξεφτιλισμένος». Άλλωστε η συλλογική
ευθύνη δεν συνάδει με τις αρχές των
προγόνων τους, των ανθρώπων που
κατοικούσαν πριν από χιλιάδες χρόνια στη
χώρα τους, στη δική μου χώρα…
Πέμπτη. 26
Αυγούστου 2004. Λίγο πριν από τις έντεκα το
βράδυ. Ολυμπιακό Στάδιο Αθηνών.
Κοιτούσα γύρω
μου κι έβλεπα πρόσωπα, άγνωστα και τόσο
οικεία. Κι άκουγα τις κραυγές τους: «Κε-ντέ-ρης,
Κε-ντέ-ρης!», «Ελ-λάς, Ελ-λάς!» Τις
αποδοκιμασίες και τα γιουχαΐσματά τους.
Στην άλλη άκρη του
Σταδίου ο γερόλυκος Φράνκι Φρέντερικς
προσπαθούσε να ηρεμήσει τα πλήθη. Φωνή
λαού; Χα!
Ο 200ρης Φρέντερικς,
και πριν απ’ αυτόν ο ακοντιστής Γιαν
Ζελέζνυ (στην τελευταία τους εμφάνιση σε
αγώνες) κι ο άλτης Ιβάν Πεδρόσο κι ο μέγας
Αλμπέρτο Χουαντορένα που είχε επιδώσει τα
μετάλλια στους νικητές δεν-θυμάμαι-ποιου-αγωνίσματος.
Δεν ντράπηκα, δεν
θύμωσα, δεν «έπαθα καμιά ψυχολογία».
Γιατί άλλωστε;
Αλλά να… Πίσω μου
τα τυπικά βλαστάρια μιας τυπικής
νεοελληναράδικης οικογένειας κραύγαζαν
και αποδοκίμαζαν συνεχώς κι οι γονείς τους
καμάρωναν σα γύφτικα σκεπάρνια για τα
παιδιά τους που είχαν ήδη δική «τους»
άποψη και «πρότυπα»…
Και στη
μπροστινή σειρά η τυπική βρετανίδα με τα
σφιγμένα χείλη και τα κενά μάτια που ’θελε
να πετάξει στα μούτρα αυτών που
αποδοκίμαζαν ένα μεγαλοπρεπές «shut up!»,
αλλά που μόλις κατάφερνε να το ψελλίσει
στη διπλανή συμπατριώτισσά της. Ίσως κι
από τον φόβο των απολίτιστων ιθαγενών…
Μπρος Ευρώπη και
πίσω Ελλάδα… Στα γήπεδα ο πλανήτης
αναστενάζει…
Όχι, δεν «έπαθα
καμιά ψυχολογία».
Αλλά να…
Σκεφτόμουν ότι η λέξη «φιλοξενία»
προϋπήρξε ως έννοια και ως περιεχόμενο της
λέξης «ολυμπι-κάτι». Και ότι οι όποιες
ασχημίες –πραγματικές ή φανταστικές ή
συνωμοσιολογικές – των φιλοξενουμένων
δεν δικαιολογούν σε καμία περίπτωση όχι
μόνον τις ασχήμιες αλλά ούτε καν την
αγένεια των φιλοξενούντων. Και να ’ταν
μόνον εκείνο το βράδυ…
@
Μη μου τους –ολυμπιακούς– κύκλους
τάραττε.gr
Αλλά έτσι
συμβαίνει με εκείνους που είναι «γεννημένοι
πρώτοι» και το αποδεικνύουν «εδώ και
χιλιάδες χρόνια σε όλον τον κόσμο», αφού το
έχουν «στα κύτταρά τους» και «είναι κρίμα
να το αμφισβητούμε» γιατί «όταν υπάρχει
ελληνική ψυχή και πίστη στον Θεό, μπορείς
να κατακτήσεις την κορυφή του κόσμου». Και
τι χρειάζεται για να κατακτήσεις την
κορυφή του κόσμου; «Ψυχή! Ελληνικό Ψυχή!»,
καταπώς δήλωσε και ο παλιννοστήσας
προπονητής του ελληνοποιηθέντος
ολυμπιονίκη.
Και σκεφτόμουν
επίσης, χαζεύοντας το υπέροχο
αρχιτεκτόνημα του Σαντιάγο Καλατράβα, πως
δεν χρειάζεται κάποιος να τηρεί συμφωνίες
που δεν έχει προσυπογράψει, που δεν έχει
αποδεχθεί. Και πως όταν συναγελάζεσαι με
τους Ζακ Ρογκ και τους Χουάν Αντόνιο
Σάμαρανκ και τους ντε Κουμπερτέν και τους
Βικελάδες καλό είναι να τηρείς και τους
κανόνες του παιχνιδιού που εκείνοι έχουν
καθορίσει και καθορίζουν. Και πως όταν
πρόκειται για business οι πάντες και τα πάντα
είναι αναλώσιμα, πλην της μεγάλης «ιδέας».
Και πως τα φληναφήματα για «αθλητικά
ιδεώδη» προορίζονται για τους
κουτόφραγκους.
Ενώ «εμείς», που το
’χουμε στα κύτταρά μας, ίσως κάποτε
μάθουμε αυτό που…
@ Η
πόρνη η ιστορία.gr
... πετάει στα
μούτρα όσων επιμένουν να την αγνοούν.
«Αναβάπτιση
των Αγώνων στα αρχαία ολυμπιακά ιδεώδη»,
είχαν υποσχεθεί οι ταγοί του έθνους και οι
συν αυτοίς μεγαλοεργολάβοι και λαμόγια,
εκδότες και δημοσιογράφοι, οικονομικοί
και πολιτιστικοί και αθλητικοί παράγοντες
της χώρας.
Και τα κατάφεραν,
οι μπαγάσηδες, με τον καλύτερο τρόπο!
Λες και διαβάζεις
Ευρυπίδη – εκείνος δεν «το ’χε στα
κύτταρά του»: «Από τα μύρια δεινά στην
Ελλάδα δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το
γένος των αθλητών». Ή Φιλόστρατο – ούτε κι
αυτός…: «Ο τρυφηλός βίος έγινε αιτία να
αρχίσουν να παρανομούν οι αθλητές για ν’
αποκτήσουν χρήματα και να προβαίνουν σε
αγοραπωλησίες της νίκης». Για τον Γαληνό ο
πρωταθλητισμός είναι άσκηση νόσου και όχι
υγείας. Και άλλα πολλά, από άλλους πολλούς,
που δεν «το’χαν».
Όπως δεν «το ’χε»
και ο συγγραφέας των παρακάτω γραμμών:
«Τα αποκαλούμενα
“ολυμπιακό πνεύμα” και “ολυμπιακό
ιδεώδες”, αποτελούν μύθο. […] Πολλοί
αρχαίοι συγγραφείς ισχυρίζονται ότι ο
αθλητής δεν αγωνιζόταν για υλικό κέρδος
αλλά για την τιμή και τη δόξα της
ολυμπιακής νίκης που βραβευόταν με “κότινον”,
στεφάνι αγριελιάς. Πρόκειται για
κραυγαλέο ψεύδος. Στην Ολυμπία, στόχος των
αθλητών ήταν ο πλούτος και τα αξιώματα […]
Νεκροί και ανάπηροι στους αποτρόπαιους
αγώνες».
Είχα παραθέσει
τις παραπάνω φράσεις σε
τούτη εδώ τη στήλη, πριν από τέσσερα χρόνια,
με την ευκαιρία των Ολυμπιακών Παιχνιδιών
του Σίδνεϋ. Ήλπιζα τους τελευταίους μήνες
ότι όλο και κάποιος θα «ανακάλυπτε» το
εξαιρετικό βιβλίο του αείμνηστου Κυριάκου
Σιμόπουλου Μύθος, Απάτη και
Βαρβαρότητα οι Ολυμπιάδες (εκδ. Στάχυ,
Αθήνα, 1998). Αλλά πού… Η –κατά Κ. Λαλιώτη– «νέα
μεγάλη ιδέα του έθνους» απαιτούσε τη
μέγιστη δυνατή εθνική ομοψυχία – τόσο γι’
αυτούς που «το ’χουν» όσο και γι’ αυτούς
που «τα ’πιασαν».
@
Υδροπέπονες.gr
Ήταν μια ωραία
γιορτή. Γιορτή ανθρώπων. Όχι υπερανθρώπων
και προτύπων. Έξω από τα γήπεδα…
Τα χαράματα της
Κυριακής, τελευταίας ημέρας των αγώνων,
κοιμήθηκα μεθυσμένος κι ευτυχισμένος μετά
την –σχεδόν– ολονύκτια ουζοποσία, κάπου Επί
της Πανόρμου, με παλιούς και νέους
φίλους, Έλληνες και ξένους. Και την ώρα των
αποχαιρετισμών, «Άξιον εστί το αναίτιο
δάκρυ / ανατέλλοντας αργά στα ωραία μάτια…»
Κι αν είχα
ονειρευτεί εκείνο το πρωινό, θα ήθελα να
είχα δει έναν κάμπο σπαρμένο με στάρια, την
ώρα του θερισμού, κι ένα Ντάτσουν γεμάτο
καρπούζια και γύρω του να χορεύουν όμορφες
τσιγγάνες.
Εικόνες αυτής της
–μικρούλας– χώρας, εικόνες αυτού του
κόσμου του μικρού, του Μέγα!
«Και τον κόσμο
αυτόν ανάγκη να τον βλέπεις και να τον
λαβαίνεις…»
|