|
Οι ποταμοί εντάσσονται στους υγροτόπους, σύμφωνα και με τον ευρύτερα αποδεκτό ορισμό της "Σύμβασης για τους Υγροτόπους Διεθνούς Σημασίας Ειδικά ως Ενδιαιτημάτων για Υδρόβια Πουλιά" (1971), γνωστής απλώς και ως Σύμβασης Ραμσάρ. Η σύμβαση αυτή που υπεγράφη το 1971 στην πόλη Ραμσάρ της Περσίας και άρχισε να ισχύει το 1975, ορίζει ως υγροτόπους "περιοχές φυσικές ή μη, που κατακλύζονται από νερό μόνιμα ή περιοδικά. Το νερό αυτό είναι επιφανειακό ή υπόγειο, στάσιμο ή τρεχούμενο, γλυκό, υφάλμυρο ή αλμυρό, ή ακόμη και θαλασσινό νερό, το βάθος του οποίου δεν ξεπερνά τα 6 μέτρα κατά την αμπώτιδα. Οι υγρότοποι μπορεί να είναι παράκτιοι, εσωτερικοί ή τεχνητοί."
Τα ποτάμια ή οι σχηματισμοί που δημιουργούνται από τα νερά των ποταμών συμμετέχουν και στις τρείς κατηγορίες. Έτσι στους παράκτιους υγροτόπους περιλαμβάνονται οι εκβολές και τα Δέλτα ποταμών, στους εσωτερικούς κατατάσσονται τα ρυάκια και ο κύριος ρούς των ποταμών καθώς και υγρότοποι που μπορεί να σχηματίζονται παράπλευρα, λόγω της υπερχειλίσεώς τους (υγρολίβαδα, καλαμώνες, παραποτάμια δάση, έλη ή βάλτοι). Τεχνητοί υγρότοποι δημιουργούνται κατά την κατασκευή φραγμάτων (ταμιευτήρες νερού, τεχνητές λίμνες) αλλά και από άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες μέσα στα ποτάμια, όπως ριζοκαλλιέργειες, ιχθυοκαλλιέργειες, στραγγιστικές τάφροι κλπ (WWF-Ελλάς, 1993). Η Σύμβαση Ραμσάρ καλεί τις υπογράφουσες χώρες (το 1992 ήταν 66) να συντηρούν τους υγροτόπους τους, να τους διαχειρίζονται ορθολογικά (αειφορικά) και να κηρύξουν ειδικές υγροτοπικές περιοχές ως προστατευόμενες. Οι χώρες που την υπογράφουν συμφωνούν πρώτα απ' όλα στα ακόλουθα:
Αναγνωρίζουν την αλληλοεξάρτηση του Ανθρώπου με το περιβάλλον του.
Θεωρούν ότι οι θεμελιώδεις λειτουργίες των υγροτόπων είναι ρυθμιστικές των υδατικών καθεστώτων και ότι οι υγρότοποι είναι ενδιαιτήματα χαρακτηριστικής χλωρίδας και πανίδας, ειδικά δε υδρόβιας ορνιθοπανίδας.
Έχουν την πεποίθηση ότι οι υγρότοποι είναι πόρος με μεγάλη αξία από άποψη οικονομική, πολιτιστική, επιστημονική και αναψυχής, η απώλεια των οποίων δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθεί.
Επιθυμούν να αναχαιτίσουν την καταπάτηση και απώλεια υγροτόπων τώρα και στο μέλλον.
Αναγνωρίζουν ότι τα υδρόβια πουλιά, επειδή κατά τις εποχιακές μετανασεύσεις τους είναι δυνατόν να περνούν σύνορα κρατών, πρέπει να θεωρούνται ως διεθνής πόρος.
Έχουν την πεποίθηση ότι η προστασία των υγροτόπων και της υγροτοπικής χλωρίδας και πανίδας μπορεί να διασφαλιστεί με συνδυασμό μακρόπνοης εθνικής πολιτικής και διεθνούς δράσης.
Το Δέλτα του Έβρου, του Νέστου, του Αξιού, του Λουδία και του Αλιάκμονα ανήκουν στον κατάλογο Ραμσάρ των ειδικών προστατευόμενων περιοχών της Ελλάδας, σύμφωνα με την Οδηγία 79/409 της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η έμφαση που δίνει η Σύμβαση Ραμσάρ και η Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην άγρια ορνιθοπανίδα δεν σημαίνει ότι η βιολογική ποικιλότητα είναι η μοναδική αξία των υγροτόπων. Υπάρχουν και άλλες σπουδαίες αξίες όπως θα συζητηθεί αμέσως στη συνέχεια. Απλά η διατήρηση των υδρόβιων και παρυδάτιων πουλιών σημαίνει ουσιαστικά προστασία και αειφορική διαχείριση των υγροτοπικών ενδιαιτημάτων. Πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα ότι η σύμβαση Ραμσάρ αναφέρεται στην προστασία όχι μόνον των υγροτόπων του Καταλόγου, αλλά όλων ανεξαιρέτως των υγροτόπων του συμβαλλόμενου κράτους. Ωστόσο πολύ λίγα έχουν γίνει μέχρι σήμερα ακόμη για τις περιοχές που έχουν κηρυχθεί ως προστατευόμενες (Τσιούρης & Γεράκης, 1991).
1.1. Λειτουργίες και αξίες των ποταμών ως υγροτοπικά συστήματα.
Ανάλογα με τη δομή τους και το γύρω από αυτούς περιβάλλον, οι ποταμοί ως υγρότοποι μπορεί να επιτελούν ποικίλες φυσικές λειτουργίες. Από τις λειτουργίες αυτές απορρέουν για τον άνθρωπο αξίες. Πολλές φορές συγχέονται οι έννοιες "λειτουργία" και "αξία", τόσο ώστε να θεωρούνται ταυτόσημες. Αυτό συμβαίνει ίσως επειδή ορισμένες λειτουργίες ωφελούν τον άνθρωπο χωρίς ο ίδιος να χρειάζεται να καταβάλει προσπάθεια, ενώ άλλες προσδίδουν οφέλη μόνο μετά από προσπάθεια. Έτσι π.χ. η απορρόφηση του διοξείδιου του άνθρακα της ατμόσφαιρας από το νερό έχει αξία (κλιματική, υγιεινή) που δεν χρειάζεται προσπάθεια για να ωφεληθούμε απ' αυτήν, ενώ η στήριξη τροφικών αλυσίδων έχει αξία (π.χ. ιχθυοπονική), που αποκτάται μόνον εφ' όσον αναπτύξουμε ειδική δραστηριότητα.
Μιά λειτουργία μπορεί να ωφελεί τον άνθρωπο με πολλούς τρόπους, δηλ. να έχει γι' αυτόν περισσότερες από μία αξίες, αλλά και μια αξία μπορεί να οφείλεται σε συνδυασμό λειτουργιών.
1.2. Λειτουργίες των υγροτόπων.
1.2.1. Εμπλουτισμός υπόγειων υδροφορέων.
Οι υγρότοποι επαναπληρώνουν τα πορώδη υπόγεια στρώματα που είναι γνωστά ως υδροφορείς, στέλνοντας νερό από την επιφάνεια προς τα χαμηλότερα γεωλογικά στρώματα. Ο εφοδιασμός των υπόγειων υδροφορέων εξαρτάται από τη διαπερατότητα του εδάφους ή του ιζήματος στο νερό (π.χ. αργιλικά εδάφη είναι μη διαπερατά), και από την ποσότητα των επιφανειακών νερών.
Από μελέτες (Shultz, 1976) βρέθηκε ότι η αναπλήρωση των υπόγειων υδροφορέων είναι η μέγιστη, μόνον όταν οι ποταμοί έχουν τη μέγιστη παροχή και οι υγρότοποι των πλημμυρικών πεδιάδων είναι κατακλυσμένοι.
Η συγκέντρωση γενικά επιφανειακών νερών δε μπορεί κανονικά να θεωρηθεί ως λειτουργία του ποταμού με τη στενή έννοια, αλλά της λεκάνης απορροής του, δηλαδή της περιοχής που προμηθεύει με επιφανειακά κυρίως νερά τον ποταμό. Οι διεργασίες που επιτρέπουν τη συγκέντρωση των νερών και ρυθμίζουν την εξέλιξη ενός υγροτοπικού συστήματος, έχουν μεγάλο πρακτικό ενδιαφέρον και αποτελούν το πρώτο θέμα κατά τη μελέτη και διαχείριση ενός υγροτόπου (Hollis, 1990).
Η λειτουργία αυτή θα γίνεται τόσο πολυτιμότερη όσο η υπερθέρμανση του πλανήτη θα αυξάνει την εξάτμιση, θα μειώνει το νερό των ταμιευτήρων άρδευσης, και θα αυξάνει την αλατότητά τους.
1.2.2. Τροποποίηση πλημμυρικών φαινομένων.
Οι υγρότοποι απαλύνουν τις πλημμύρες, επειδή δρούν ως αποθήκες νερού του υδρολογικού κύκλου.
Ο κύριος τρόπος με τον οποίο μπορούν να μεταβάλουν τα πλημμυρικά φαινόμενα είναι η αποθήκευση νερού των πλημμυρών και η απόδοσή του βαθμιαία μετά το τέλος της πλημμύρας, με αποτέλεσμα τη μείωση της αιχμής της πλημμύρας. Άλλοι τρόποι είναι η διοχέτευση μέρους του πλημμυρικού νερού προς τα υπόγεια στρώματα, η εξασφάλιση μεγάλης επιφάνειας ρηχού νερού κατά τις υπερχειλίσεις που διευκολύνει την εξάτμιση και πιθανώς η διαπνοή των υδρόβιων υπερυδατικών μακροφύτων (Hollis, 1990). Επίσης η παρόχθια βλάστηση μειώνει την ορμή του νερού.
Οι αλλοιώσεις των παρόχθιων περιοχών από την κατασκευή δρόμων, οικισμών και άλλων έργων, επιτείνουν τα πλημμυρικά φαινόμενα και δυσκολεύουν την αντιπλημμυρική δράση.
1.2.3. Παγίδευση ιζημάτων.
Τα υλικά που παρασέρνει το νερό της βροχής από τη λεκάνη απορροής αιχμαλωτίζονται και εναποτίθενται στον πυθμένα ως ίζημα. Τα υλικά αυτά είναι αιωρούμενα στερεά σωματίδια που έχουν προσροφήσει θρεπτικά συστατικά αλλά και τοξικές ουσίες όπως γεωργικά φάρμακα και βαρέα μέταλλα.
Εκτός από αυτά που εισρέουν μέσω των απορρεόντων υδάτων, υπάρχουν και εκείνα που πέφτουν κατ' ευθείαν από την ατμόσφαιρα, παρασυρόμενα από τον άνεμο, τη βροχή και το χιόνι. Οι ουσίες αυτές τελικά απομακρύνονται μέσω αποικοδόμησης, νιτροποίησης, χημικής κατακρήμνισης και άλλων διεργασιών ή επικαλύπτονται από αυτόχθονα οργανικά ιζήματα του πυθμένα, ή προσλαμβάνονται με τη μορφή ανόργανων θρεπτικών από την υδρόβια βλάστηση. Ο υψηλός ρυθμός πρόσληψής τους από τη βλάστηση (λόγω υψηλής παραγωγικότητας) οδηγεί σε ταχύτερη μείωση της συγκέντρωσής τους στο νερό, στο οποίο όμως ξαναγυρίζουν με το θάνατο των φυτών και την αποικοδόμησή τους.
Πάντως μιά ποσότητά τους φαίνεται να παραχώνεται μέσα στα ιζήματα μετά το θάνατο των φυτών από τα οποία ήταν αφομοιωμένη (Mitsch & Gosselink, 1986). Υδρόβια φυτά βρέθηκε ότι έχουν δυνατότητα απορρόφησης όχι μόνο αζώτου και φωσφόρου (ανόργανων θρεπτικών) από το νερό, αλλά και βαρέων μετάλλων, όπως μολύβδου, καδμίου, νικελίου, χρωμίου, ψευδαργύρου, σιδήρου κλπ. Πολλά είδη υδροβίων φυτών (καλάμι, βούρλο) απορροφούν βαριά μέταλλα σε σημείο που η συγκέντρωση των μετάλλων στους ιστούς τους να ξεπερνά κατά πολλές φορές τη συγκέντρωσή τους στο νερό (WWF-Ελλάς, 1994).
Η ικανότητα παγίδευσης ιζημάτων έως την τελική πλήρωσή τους είναι μιά από τις κύριες αιτίες της πεπερασμένης ζωής των λιμνών που δημιουργούνται με την κατασκευή φραγμάτων στους ποταμούς.
1.2.4. Απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα.
Η υδρόσφαιρα γενικά, τμήμα της οποίας αποτελούν και οι ποταμοί, είναι ο σπουδαιότερος ρυθμιστής της περιεκτικότητας της ατμόσφαιρας σε διοξείδιο του άνθρακα.
Οι υδάτινες μάζες μπορούν να απορροφήσουν (προσωρινά ή και μόνιμα) μεγάλη ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα, η οποία μπορεί να δεσμευθεί από τους υδρόβιους αυτότροφους οργανισμούς και από τα ιζήματα.
1.2.5. Αποθήκευση και ελευθέρωση θερμότητας.
Οι υγρότοποι απαλύνουν τις θερμοκρασιακές μεταβολές στην περιοχή τους.
Λόγω της γνωστής μεγάλης θερμοχωρητικότητας που χαρακτηρίζει το νερό και το κάνει ικανό να "φρενάρει" την τάση αύξησης όσο και μείωσης της θερμοκρασίας, το κλίμα της περιοχής γίνεται ηπιότερο.
1.2.6. Δέσμευση ηλιακής ακτινοβολίας και στήριξη τροφικών αλυσίδων.
Τα εκβολικά οικοσυστήματα έχουν πολύ υψηλή παραγωγικότητα εξ αιτίας του διαρκούς εμπλουτισμού τους με άφθονα θρεπτικά στοιχεία από τον ποταμό και από τη θάλασσα.
Η πολύ πλούσια βλάστηση καθώς και οι μικροσκοπικοί αυτότροφοι οργανισμοί εμπλουτίζουν το έδαφος, τα ιζήματα και γενικά το περιβάλλον τους με οξυγόνο, δεσμεύοντας ηλιακή ακτινοβολία κατά τη λειτουργία της φωτοσύνθεσης.
Η βλάστηση αυτή παρέχει στους ετερότροφους οργανισμούς (ασπόνδυλα, ψάρια, πουλιά, θηλαστικά) όχι μόνο τροφή, αλλά και ποικίλα ενδιαιτήματα για αναπαραγωγή, φώλιασμα, ανάπαυση, καταφύγιο (Verhoeven, 1990). Άλλα ζώα συμπληρώνουν εκεί το βιολογικό τους κύκλο, άλλα επισκέπτονται τον υγρότοπο μόνο σε ορισμένες περιόδους της ημέρας για τροφοληψία ή καταφύγιο, ενώ άλλα τον χρησιμοποιούν ως σταθμό μετανάστευσης για ξεκούραση, τροφοληψία ή αναπαραγωγή ή συνδυασμό όλων αυτών.
Οι υγρότοποι στηρίζουν μακρές τροφικές αλυσίδες οι οποίες σχηματίζουν πολύπλοκα τροφικά πλέγματα. Αυτό είναι πολύ πιό έκδηλο όταν υπάρχει "σύμπλεγμα" υγροτόπων όπως για παράδειγμα στο Δέλτα του Νέστου (Τσιούρης & Γεράκης, 1991).
Η ενέργεια από τη συγκέντρωση μεγάλων ποσοτήτων θρεπτικών συστατικών διασκορπίζεται σε άλλες λιγότερο παραγωγικές περιοχές, με τις μεταναστευτικές κινήσεις των ειδών της πανίδας, και εφ' όσον αυτές δεν περιορίζονται (Goldsmith et al, 1990). Ειδικότερα αναφέρεται πως ένα μεγάλο ποσοστό αλιευμάτων σε παγκόσμια κλίμακα εξαρτάται από την υγεία των παράκτιων υγροτόπων.
1.3. Αξίες για τον άνθρωπο που απορρέουν από τις λειτουργίες των ποταμών.
1.3.1. Βιολογική ποικιλότητα.
Η αξία της βιολογικής ποικιλότητας η οποία μπορεί να σημαίνει είτε γενετική (γονιδίων και χρωματοσωμάτων), είτε ειδών, είτε οικολογική ποικιλότητα (μεγάλος αριθμός φυτοκοινοτήτων, ζωοκοινοτήτων και οικοσυστημάτων) (Hoyt, 1988), έχει αναγνωρισθεί τόσο από τα κράτη όσο και από διεθνείς οργανισμούς όπως ο ΟΗΕ. Από τη βιολογική ποικιλότητα εξαρτώνται:
Πολλές οικολογικές διεργασίες και συστήματα που στηρίζουν τη ζωή.
Τα προγράμματα γενετικής βελτίωσης που είναι απαραίτητα για τη δημιουργία ανθεκτικών και υψηλοαποδοτικών γενότυπων καλλιεργούμενων φυτών, αγροτικών ζώων και μικροοργανισμών: Ένα άγριο είδος φυτού της Μ. Ασίας, συγγενικό με το σιτάρι, προμήθευσε γονίδια που προσδίδουν αντοχή στις ασθένειες του σιταριού, γεγονός που εξοικονομεί 50 εκατομ. δολλάρια/έτος μόνο στις ΗΠΑ.
Μέρος της επιστημονικής προόδου ιδιαίτερα στην ιατρική: Από ένα άγριο φυτό της Μαδαγασκάρης (Digitalis spp) παραλαμβάνεται ουσία γνωστή με το όνομα "rincristine" που χρησιμοποιείται εναντίον της λευχαιμίας.
Πολλές τεχνολογικές καινοτομίες και η ομαλή λειτουργία πολλών οικονομικών δραστηριοτήτων στις οποίες χρησιμοποιούνται ζωντανοί οργανισμοί.
 Εικ-4.1. Φώλιασμα πουλιού ανάμεσα στα καλάμια.
Fig-4.1. Bird's nestle down, among the reeds.
(Laxroix, 1991)
Απώλεια ενός είδους δεν σημαίνει απώλεια μόνο για τους επιστήμονες και τους φυσιολάτρες, αλλά και ελάττωση της προσαρμοστικής ικανότητας του εμβίου κόσμου. Ο άνθρωπος χρειάζεται συνεχώς αυξανόμενο δυναμικό προσαρμογής για να αντιμετωπίσει τις ανάγκες επισιτισμού του κάτω από τις αυξανόμενες περιβαλλοντικές καταπονήσεις (Hoffmann, 1990).
Στον κατάλογο Απειλουμένων Ειδών Φυτών της IUCN υπάρχουν 13 υδρόβια μακρόφυτα που καταχωρούνται ως σπάνια, ευάλωτα ή κινδυνεύοντα (Verhoeven, 1990). Η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρεί 1069 είδη φυτών, 210 είδη ασπονδύλων ζώων και 252 σπονδυλωτών ως έχοντα ανάγκη ιδιαίτερης προστασίας. Ειδικά για τα σπονδυλωτά, αναφέρεται ότι το 61% των ειδών που χρειάζονται προστασία εξαρτώνται από τους υγροτόπους για ένα μέρος τουλάχιστον του βιολογικού τους κύκλου (Hoffmann, 1990), ενώ από τα 100 είδη πουλιών που καταχωρήθηκαν στο Κόκκινο Βιβλίο της Ελληνικής Πανίδας (Κατάλογος Απειλουμένων Ειδών), τα 59 ζούν σε υγροτόπους ή εξαρτώνται από αυτούς (Χανδρινός, προσωπική επικοινωνία, 1990). Πολλά από τα υδρόβια και παρυδάτια πουλιά βρίσκονται στους ανώτερους κρίκους των τροφικών αλυσίδων οι οποίες είναι ιδιαίτερα μακριές στα υγροτοπικά συστήματα, και είναι γι' αυτό το λόγο πολύ ευάλωτα στις διαταράξεις των ενδιαιτημάτων. Αρα τα πουλιά αυτά είναι και οικολογικοί ενδείκτες της κατάστασης του υγροτόπου.
1.3.2. Αποθήκευση πόσιμου νερού.
Ο πληθυσμός της Ελλάδας αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα πόσιμου νερού που θα οξύνεται από έτος σε έτος. Έτσι αποτελεί αφροσύνη κάθε πράξη αποξήρανσης ή ακόμη και υποβάθμισης των υγροτοπικών πόρων που έχουν απομείνει και οι οποίοι τροφοδοτούν με νερό τους υπόγειους υδροφορείς. Άλλες χώρες ακόμη και υγρότερες από την Ελλάδα, προσέχουν ιδιαίτερα τους περιαστικούς κυρίως υγροτόπους, εκείνους ακριβώς που εμείς απειλούμε περισσότερο.
1.3.3. Αποθήκευση αρδευτικού νερού.
Όλοι σχεδόν οι ελληνικοί φυσικοί υγρότοποι, αλλά και πολλοί τεχνητοί που δημιουργήθηκαν με την κατασκευή φραγμάτων σε ποταμούς ή χειμάρρους, χρησιμοποιήθηκαν είτε για αποθήκευση αρδευτικού νερού, ή και για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Όμως ενώ θα περίμενε κανείς ότι οι απαιτήσεις σε αρδευτικό νερό θα οδηγούσαν στη διατήρηση και συνετή χρήση των ποταμών και των υγροτόπων γενικότερα, οδήγησαν αντίθετα, σε πολλές περιπτώσεις, στην υποβάθμισή τους (π.χ. Λουδίας) ή και στην ολοκληρωτική εξαφάνιση πολλών από αυτούς. Η αποξήρανση υγροτόπων μπορεί να προκαλέσει μερική εξάντληση των υπόγειων υδροφορέων που κυρίως χρησιμοποιούνται ως πηγή πόσιμου ή και αρδευτικού νερού (λόγω μικρότερης συγκέντρωσης ρύπων) ή να υποβαθμίσει την ποιότητα των νερών στις περιπτώσεις που οι υδροφορείς γειτνιάζουν με θάλασσες. Η ροή των γλυκών νερών διά μέσου των υγροτόπων δημιουργεί πίεση στα γλυκά νερά, η οποία εμποδίζει το αλμυρό νερό να εισβάλει στους υδροφόρους ορίζοντες (Πυροβέτση, 1996).
1.3.4. Προστασία από τις επιπτώσεις του ανθρωπογενούς εμπλουτισμού της ατμόσφαιρας με διοξείδιο του άνθρακα.
Κατά τους τελευταίους 2 αιώνες οι ανθρώπινες δραστηριότητες (καύση ορυκτών καυσίμων, εκχερσώσεις κλπ) έχουν προκαλέσει την εκπομπή μεγάλων ποσοτήτων διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Μικρό ποσοστό των ποσοτήτων αυτών έχει μείνει στην ατμόσφαιρα ανεβάζοντας κατά τι τη φυσική περιεκτικότητα αυτής της ουσίας. Το μεγαλύτερο ποσοστό έχει δεσμευθεί από τη βλάστηση, από τα πετρώματα και την υδρόσφαιρα.
Υπάρχει διεθνώς εντεινόμενη ανησυχία για τη μικρή έστω ύψωση της περιεκτικότητας της ατμόσφαιρας σε διοξείδιο του άνθρακα, διότι η ύψωση αυτή εξακολουθεί, οπότε υπάρχει το ενδεχόμενο να επιφέρει ύψωση της μέσης θερμοκρασίας της Γής. Τυχόν ύψωση της μέσης θερμοκρασίας της Γής ακόμη και κατά 0.5oC θα επιφέρει βαθιές μεταβολές στη ζωή του πλανήτη, οι οποίες θα είναι κατά το πλείστον δυσμενείς.
1.3.5. Βελτίωση του μικροκλίματος.
Η θερμορυθμιστική λειτουργία του υγροτόπου ωφελεί άμεσα και έμμεσα τον ανθρώπινο πληθυσμό της γύρω περιοχής. Άμεσα επειδή απουσιάζουν ή σπανίζουν οι παγωνιές και τα χιόνια του χειμώνα και οι καύσωνες το θέρος. Έμμεσα διότι διευρύνεται η αυξητική περίοδος των φυτών, μειώνονται οι κίνδυνοι των ζημιών στα καλλιεργούμενα φυτά από τις καταπονήσεις ακραίων θερμοκρασιών, και γίνεται δυνατή η καλλιέργεια περισσοτέρων ειδών και ποικιλιών. Ωφέλειες υπάρχουν επίσης και για την κτηνοτροφία. Όλα αυτά βέβαια σε σύγκριση με περιοχές ομοίων συνθηκών, εκτός της γειτνιάσεως με υγρότοπο.
1.3.6. Προστασία από πλημμύρες.
Πολλοί υγρότοποι προσφέρουν προστασία από πλημμύρες σε κατοικημένες και γεωργικές περιοχές, με διαδικασίες που αναφέρθηκαν κατά την ανάπτυξη της αντίστοιχης λειτουργίας. Οι πλημμύρες μπορεί να προέρχονται είτε από το νερό του άνω ρού του ποταμού και των χειμάρρων, είτε από θαλάσσιο νερό, όταν αυτό υψώνεται κατά τη διάρκεια πολύ σφοδρών ανέμων ή πλημμυρίδων. Η μετατροπή υγροτοπικών παρόχθιων περιοχών σε αγρούς και κατοικίες συνεπάγεται περισσότερες ζημιές κατά τις πλημμυρικές αιχμές σε άλλους αγρούς και κατοικίες που βρίσκονται πέραν της παρόχθιας ζώνης (Τσιούρης & Γεράκης, 1991).
1.3.7. Βελτίωση της ποιότητας του νερού.
Όπως αναφέρθηκε προηγούμενα στην ανάπτυξη της αντίστοιχης αξίας, χάρη και στην υδρόβια βλάστηση, οι υγρότοποι αποτελούν πολλές φορές φυσικούς ηθμούς (φίλτρα) καθαρισμού του νερού. Η ικανότητα αυτή των υγροτόπων έχει γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης κατά τη χρησιμοποίηση κάποιων απ' αυτούς για τριτογενή επεξεργασία αστικών αποβλήτων (Maltby, 1990), δηλ. την απομάκρυνση του αζώτου και του φωσφόρου μετά το βιολογικό καθαρισμό. Οικονομολόγοι στις Η.Π.Α. υπολόγισαν πως αυτού του είδους βιολογική επεξεργασία από υγροτόπους (που τώρα παρέχεται δωρεάν), αξίζει περίπου 400,000 δολάρια ανά εκτάριο υγροτόπου. Δηλαδή τόσα χρήματα θα κόστιζε η υπηρεσία αυτή, αν αναλαμβανόταν από μιά εταιρία που θα μετασκεύαζε και θα λειτουργούσε ένα αντίστοιχο εργοστάσιο τριτογενούς επεξεργασίας λυμάτων (Γεωργόπουλος, 1996).
 Εικ-4.2. Καλάμια στις όχθες του ποταμού Αξιού.
Fig-4.2. Reeds along the banks of Axios river.
Πρέπει να τονισθεί ότι η αξία αυτή ενός φυσικού υγροτόπου, η οποία συντελεί στην αύξηση και άλλων αξιών του, δεν προσφέρεται για χρήση προκειμένου να απαλλαγούμε από μέρος των αστικών και άλλων λυμάτων μας. Εξ αιτίας της μείωσης των υγροτοπικών πόρων αυτής της χώρας, κανείς φυσικός ελληνικός υγρότοπος δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τέτοιο σκοπό. Ο λόγος που αναφέρεται εδώ αυτή η λειτουργία και αξία είναι για να φανούν οι αρνητικές συνέπειες της αποξήρανσης υγροτόπων στην ποιότητα του νερού γενικά και οι δυνατότητες που έχει η δημιουργία τεχνητών υγροτόπων ειδικά για καθαρισμό λυμάτων. Στην Ελλάδα η δυνατότητα αυτή δεν έχει προωθηθεί, παρ' ότι θα μπορούσε να αμβλύνει το πρόβλημα της διαθέσεως οικιακών λυμάτων από μικρούς οικισμούς και ιδίως από παραθεριστικούς.
1.3.8. Παραγωγή αλιευμάτων.
Μία από τις κυριότερες αξίες των υγροτόπων είναι η αλιευτική. Η αλιεία στους παράκτιους υγροτόπους βασίζεται στο γεγονός ότι πολλά είδη ψαριών μεταναστεύουν από τη θάλασσα στα υφάλμυρα νερά των εκβολών για να περάσουν ένα μέρος της ζωής τους. Οι παράκτιοι υγρότοποι χρησιμοποιούνται επίσης για συλλογή και καλλιέργεια οστράκων.
Κέφαλοι, λαυράκια, τσιπούρες, χέλια, είναι τα σημαντικότερα εμπορεύσιμα είδη που αλιεύονται στους παράκτιους υγρότοπους της χώρας μας. Στις μυδοκαλλιέργειες του Δέλτα του Αξιού παράγεται το 90% περίπου της συνολικής παραγωγής μυδιών στην Ελλάδα, ενώ η συλλογή άλλων οστράκων (π.χ. χάβαρα), αντιπροσωπεύει το σύνολο σχεδόν της εθνικής παραγωγής. Στα ποτάμια αλιεύονται ο κυπρίνος (γριβάδι), το τσιρόνι, το χέλι, η πέστροφα και πολλά άλλα είδη.
Η αειφορική εκμετάλλευση των υγροτόπων ως φυσικών ιχθυοτροφείων θεωρείται δραστηριότητα συμβατή με τη διατήρηση των σημαντικών αυτών οικοσυστημάτων της χώρας μας και μάλιστα:
Εξασφαλίζει τροφή μεγάλης διαιτητικής αξίας.
Εξασφαλίζει απασχόληση (κύρια ή συμπληρωματική) και εισόδημα σε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού (WWF-Ελλάς, 1995).
Για να συντηρήσει ένας υγρότοπος ικανοποιητικούς πληθυσμούς ψαριών πρέπει να ισχύουν τρείς θεμελιώδεις προϋποθέσεις:
Επάρκεια χώρων αναπαραγωγής.
Ύπαρξη περιοχών που να προσφέρουν προστασία κατά τη διαχείμανση.
Ελευθερία μετακινήσεως καθ' όλο το έτος (Crivelli, 1990).
Η παραγωγή αλιευμάτων στους ποταμούς είναι σήμερα πολύ μικρότερη από αυτήν που ήταν εδώ και μερικές δεκαετίες, ίσως γιατί το ενδιαφέρον της πολιτείας συγκεντρώνεται περισσότερο στη θαλάσια ιχθυοπονία. Οι κυριώτερες αιτίες της μείωσης της αλιευτικής παραγωγής των υγροτόπων είναι:
Η ρύπανση των νερών από οικιστικά και γεωργικά λύματα και βιομηχανικά απόβλητα.
Η χρήση του νερού για άλλους σκοπούς (άρδευση, ύδρευση, παραγωγή ενέργειας) που προκαλεί μείωση της στάθμης των νερών με συνέπεια τη συρρίκνωση ή την εξαφάνιση των χώρων αναπαραγωγής των ψαριών και διαβίωσης του γόνου τους.
Η κατασκευή υδροηλεκτρικών φραγμάτων και αρδευτικών καναλιών που εμποδίζει τη μετανάστευση ορισμένων ειδών ψαριών.
Η υπεραλίευση ορισμένων ειδών και η παράνομη αλιεία που ελαττώνουν τα αποθέματα των ψαριών.
Η καταπάτηση των παραποτάμιων εκτάσεων από άλλες δραστηριότητες που μειώνει χώρους ζωτικούς για τη βιολογία των ψαριών.
Τέλος φυσικά η αποξήρανσή τους.
Η μουρούνα που αλιευόταν παλαιότερα στον Έβρο και εξασφάλιζε ένα σημαντικό εισόδημα στους αλιείς της περιοχής, αφού από το είδος αυτό παραγόταν εξαιρετικής ποιότητας χαβιάρι, σήμερα έχει σχεδόν εξαφανιστεί (WWF-Ελλάς, 1995).
Οι υγρότοποι είναι φυσικά ιχθυοτροφεία (εκτατική εκμετάλλευση). Με επεμβάσεις διαμόρφωσης του χώρου (όπως εκσκαφή λεκανών, καναλιών, κλπ), διαχείρισης της υδρολογίας ή της αλατότητας, μπορεί να αυξηθεί η φυσική παραγωγή του υγροτόπου (ημιεντατική εκμετάλλευση). Τόσο η εκτατική όσο και η ημιεντατική αλιευτική εκμετάλλευση των υγροτόπων είναι συμβατές με την προστασία των περιοχών αυτών, εφ' όσον δεν επιφέρουν αλλαγές οι οποίες να αποβαίνουν σε βάρος άλλων αξιών. Όμως υπάρχουν δραστηριόητες στους ελληνικούς υγροτόπους που είναι επιβλαβείς, όπως η υπεραλίευση, η χρήση δικτύων μικρού ανοίγματος, και ο εμπλουτισμός με ξενόφερτα είδη. Από την άλλη πλευρά, οι εγκαταστάσεις εντατικών ιχθυοκαλλιεργειών, (η εκτροφή των ψαριών στην περίπτωση αυτή γίνεται σε τεχνητές δεξαμενές ή κλωβούς με παροχή τροφής, και τα είδη που κυρίως καλλιεργούνται στην Ελλάδα είναι: η πέστροφα, ο κυπρίνος (γριβάδι) και το χέλι σε γλυκά νερά) και ημι-εντατικών υδατοκαλλιεργειών είναι ασυμβίβαστες με τους υγροτόπους (Klein, 1988), κυρίως όταν χωροθετούνται στον πυρήνα τους, επειδή, παρ' όλο που οι μονάδες αυτές χρειάζονται καθαρά νερά για να λειτουργήσουν, οι ίδιες, όταν βρίσκονται μέσα σ' έναν υγρότοπο, δημιουργούν μιά σειρά από προβλήματα με σημαντικότερα αυτά της ρύπανσης, των απαιτήσεων σε νερό, των επεμβάσεων με κατασκευές (κτίρια, εγκαταστάσεις) και του ανταγωνισμού με ψαροφάγα πουλιά.
Παρ' όλα αυτά κατασκευάσθηκαν με επιδοτήσεις των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων (Μ.Ο.Π.) μονάδες εντατικών υδατοκαλλιεργειών στην περιοχή των πυρήνων των μεγαλύτερων υγροτόπων της Ελλάδας, από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς (κυρίως στον Έβρο, στο Πόρτο Λάγος, στον Αχελώο και στον Αμβρακικό, όπου ένα σημαντικό τμήμα της περιοχής του πυρήνα καταστρέφεται από εγκαταστάσεις υδατοκαλλιεργειών, παρά το γεγονός ότι το 1982 μια Κοινοτική μελέτη (Mercier, 1982) είχε προειδοποιήσει για τις μελλοντικές ζημιές). Πολλές από αυτές εκτελέσθηκαν χωρίς Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.) και έχουν ήδη υποβληθεί τρείς επίσημες καταγγελίες στην Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το θέμα αυτό.
Μιά σωστή Μ.Π.Ε. σε συνδυασμό με τακτικούς ελέγχους τήρησης των προδιαγραφών λειτουργίας της μονάδας από τις αρμόδιες υπηρεσίες, μπορεί να μειώσει σημαντικά τα προβλήματα υποβάθμισης που προκύπτουν από τη λειτουργία των εντατικών ιχθυοκαλλιεργειών. Θα ήταν επίσης χρήσιμο να γνωρίζει ο κάθε πολίτης αν στη μελέτη κόστους-ωφέλειας ενός σχεδιαζόμενου έργου εντατικής υδατοκαλλιέργειας (όπως φυσικά και κάθε άλλου αναπτυξιακού έργου) υπολογίζεται και η ζημία σε άλλες αξίες του υγροτόπου.
1.3.9. Βόσκηση αγροτικών ζώων.
Η αφθονία του νερού η οποία συμβάλλει στη δημιουργία της πλούσιας βλάστησης των υγρολίβαδων, των παρόχθιων δασών και θαμνώνων, το ομαλό έδαφος και το ήπιο κλίμα κάνουν τους υγρότοπους ιδανικούς γιά βόσκηση, όταν στα χερσαία λιβάδια η εδαφική υγρασία δεν επαρκεί κατά το θέρος (Παπαναστάσης, 1990).
Η βλάστηση των υγροτόπων στις χώρες της Μεσογείου βόσκεται από τα αγροτικά ζώα εδώ και 8,000 - 10,000 χρόνια. Οι Μεσογειακοί υγρότοποι έχουν εξελιχθεί με την παρουσία όχι μόνο των αγρίων ζώων αλλά και των αγροτικών, ιδίως των αιγοπροβάτων. Τα καλάμια και οι αλμυρίθρες που βρίσκονται στους υγροτόπους αλλά και πολλά άλλα φυτά, είναι τροφή με υψηλή πρωτεϊνική αξία για τα ζώα. Οι αγελάδες τρέφονται με ευκολία μέσα σε νερό βάθους ενός μέτρου, ενώ τα πρόβατα και τα κατσίκια βόσκουν στις ξηρότερες περιοχές των υγροτόπων. Έτσι τα ζώα βρίσκουν τροφή όλο το χρόνο, ενώ στις περιόδους της μεγάλης καλοκαιρινής ζέστης βρίσκουν καταφύγιο κάτω από τη σκιά των δένδρων. Από μελέτες που έχουν γίνει στις εκβολές του Ροδανού ποταμού στη Ν. Γαλλία έχει βρεθεί ότι στα ορεινά βοσκοτόπια τους τα ζώα χρειάζονται 10 φορές περισσότερη τροφή για να τραφούν, απ' ό,τι στις εκτάσεις των υγροτόπων.
Τις τελευταίες δεκαετίες η ισορροπία ανάμεσα στην κτηνοτροφία και τους υγροτόπους άρχισε να διαταράσσεται. Η αποξήρανση μεγάλων εκτάσεων και η απόδοσή τους στη γεωργία είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί αισθητά η έκταση των βοσκοτόπων. Κατά τη δεκαετία του '70 οι περισσότεροι αγρότες πουλούν τα κοπάδια τους για να στραφούν προς τη γεωργία, ενώ όλο και λιγότεροι νέοι άνθρωποι ασχολούνται με την κτηνοτροφία. Οι ντόπιες φυλές ζώων (που σε πολλές περιοχές της χώρας χρησιμοποιούνταν για βόσκηση) αρχίζουν να εξαφανίζονται, π.χ. τα βουβάλια που βόσκουν στις παρόχθιες ζώνες του Γαλλικού, του Αξιού και του Στρυμώνα, ενώ στις περιορισμένες και κατάλληλες για βόσκηση εκτάσεις που παρέμειναν, άρχισαν να γίνονται φανερά πιά τα σημάδια της υπερβόσκησης. Οι επιπτώσεις της υπερβόσκησης στα παρόχθια ενδιαιτήματα, όπως υγρολίβαδα και θαμνώνες, είναι πολλές και διαφορετικές. Είναι:
η αλλοίωση της σύνθεσης των ειδών, καθώς μειώνονται τα φυτά με τα οποία προτιμούν να τρέφονται τα ζώα, ώστε να ευνοούνται άλλα είδη τα οποία δεν αποτελούν τροφή για τα ζώα.
η αποσταθεροποίηση του εδάφους των οχθών και η αύξηση της διάβρωσης.
η διατάραξη των χώρων ωοτοκίας των ψαριών (μειώνοντας τη σκίαση της παραλιακής ζώνης).
η διατάραξη της ανακύκλωσης των στοιχείων και η θραύση των τροφικών αλυσίδων (μείωση πληθυσμού ασπονδύλων).
η καταστροφή των φωλεών πολλών πουλιών κλπ.
Η υπερβόσκηση είναι ιδιαίτερα έντονη σε μερικούς υγροτόπους όπως στο Δέλτα του Έβρου (link1, link2) (Μαλάκου et al., 1988), αλλά και στο Δέλτα του Αξιού και στον Αμβρακικό (Παπαγιάννης et al., 1986), όπου κοπάδια ζώων κατά την αναπαραγωγική περίοδο των πουλιών υποβαθμίζουν τη βλάστηση και ποδοπατούν φωλιές και νεοσσούς σπάνιων ειδών πουλιών που φωλιάζουν στο έδαφος (καλαμοκανάς, αβοκέτα). Επίσης τα σκυλιά που συνοδεύουν τα κοπάδια των ζώων συνήθως προξενούν μεγάλες ζημιές στα νεογνά των πουλιών.
Οι αρνητικές επιπτώσεις της κτηνοτροφίας μπορούν εύκολα να αποφευχθούν με απλά μέτρα ελέγχου της βόσκησης (WWF-Ελλάς, 1995 - Τσιούρης & Γεράκης, 1991).
 Εικ-4.3. Βόσκηση νεροβούβαλων στις όχθες της λίμνης Κερκίνης.
Fig-4.3. Pasture of water buffaloes at the banks of Kerkini lake.
Όμως και η εξαφάνιση των ζώων από τα παρόχθια ενδιαιτήματα θα είχε πιθανόν δυσμενείς συνέπειες στο όλο οικοσύστημα, μεταβάλλοντας τη σύνθεση των φυτικών ειδών. Αυτή καθ' αυτή η εξαφάνιση ντόπιων φυλών αγροτικών ζώων θα ήταν πλήγμα για τη βιολογική ποικιλότητα της χώρας, ως συνόλου. Το βουβάλι πριν από μερικές δεκαετίες αποτελούσε μέρος της βιοποικιλότητας πολλών ελληνικών υγροτόπων και παραγωγικό ζώο του έλληνα αγρότη, προσφέροντας ανεκτίμητες υπηρεσίες και προϊόντα. Πριν από τη δεκαετία του '50 ο πληθυσμός των βουβαλιών αριθμούσε 100,000 ζώα περίπου. Δυστυχώς σήμερα αυτά τα είδη τείνουν να χαθούν. Η διατήρηση των ντόπιων φυλών έχει ιδιαίτερη σημασία για τη διαφύλαξη τόσο της γενετικής βιοποικιλότητας όσο και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, αφού τα ζώα αυτά συνδέονται με τις παραδόσεις και τα έθιμα της κάθε περιοχής (Γεωργούδης, 1993).
Η βόσκηση ζώων στους υγροτόπους μπορεί να είναι ένα θετικό διαχειριστικό μέτρο, αλλά μόνο σε αυστηρά ελεγχόμενο αριθμό και σε ορισμένες εποχές του έτους (Παπαναστάσης, 1990).
Η ενσταβλισμένη κτηνοτροφία και κυρίως τα χοιροτροφεία που βρίσκονται κοντά στους υγρότοπους, προκαλούν σοβαρά προβλήματα ρύπανσης του νερού (Παπαϊωάννου et al., 1988), όπως π.χ. κατά μήκος του ποταμού Λούρου οι περισσότερες από τις 75 χοιροτροφικές μονάδες που λειτουργούν δεν διαθέτουν ή δεν θέτουν σε λειτουργία τις εγκαταστάσεις καθαρισμού των λυμάτων τους, με αποτέλεσμα τα λύματα να διοχετεύονται σε χωράφια, αποστραγγιστικές τάφρους, ή απ' ευθείας στον Λούρο. Η λειτουργία και συντήρηση εγκαταστάσεων επεξεργασίας αποβλήτων θα αποτελούσε ένα σημαντικό βήμα στην αντιμετώπιση της ρύπανσης που παράγεται από τις κτηνοτροφικές μονάδες (WWF-Ελλάς, 1995).
1.3.10. Κυνήγι.
Ανάμεσα στην πλούσια άγρια πανίδα που στηρίζουν οι υγρότοποι υπάρχουν πολλά είδη, ιδίως πουλιών, που θεωρούνται "θηράματα". Οι υγρότοποι της χώρας μας ήταν ανέκαθεν και εξακολουθούν να είναι ισχυροί πόλοι έλξης για τους κυνηγούς. Δεν είναι κατανοητό, ωστόσο, πώς ο φόνος αγρίων ζώων μπορεί να χαρακτηρισθεί ως άθλημα ή ψυχαγωγία. Ειδικά η άγρια ορνιθοπανίδα προσφέρει όχι μόνο οπτική, αλλά και ακουστική απόλαυση. Από την άλλη πλευρά, η αντίθεση στο κυνήγι αν δεν συνοδεύεται από ταυτόχρονη αντίθεση σε άλλες καταστροφικές δραστηριότητες (π.χ. υπερβόσκηση από αγροτικά ζώα, κατάχρηση των γεωργικών πόρων και μέσων με τα οποία παράγονται φυτικά και ζωϊκά προϊόντα, εκτροφή αγροτικών ζώων με τρόπους βάναυσους, υπερκατανάλωση ζωικών προϊόντων) και από ορθή και ολοκληρωμένη θεώρηση των σχέσεων του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον, δεν οδηγεί πουθενά.

Στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου 300,000 κυνηγοί με άδεια και ένας άγνωστος αριθμός λαθροκυνηγών (συντριπτική αντίθεση με την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία που έχει 300 μέλη). Έχουν παρατηρηθεί συγκεντρώσεις μέχρι και 5000 κυνηγών σε μια περιοχή (Έβρος) (Maltby et al., 1988). Eίναι λοιπόν βέβαιο ότι αποτελούν μια πραγματική απειλή για την άγρια πανίδα, και κυρίως για την ορνιθοπανίδα, και ότι παράλληλα ασκούν πολύ ισχυρές πολιτικές πιέσεις.

Όπως και πολλές άλλες δραστηριότητες, το κυνήγι στην Ελλάδα γίνεται με άναρχο τρόπο. Οι ζώνες όπου το κυνήγι απαγορεύεται δεν τηρούνται, και η φύλαξη από τις Δασικές Υπηρεσίες είναι ανεπαρκής. Στις λιμνοθάλασσες Τσουκαλιού και Ροδιάς στον Αμβρακικό δεν επιτρέπεται το κυνήγι, όμως οι φύλακες περιπολούν μόνον ώρες γραφείου, επειδή δεν υπάρχουν πιστώσεις για υπερωρίες. Δυστυχώς οι λαθροκυνηγοί που μπαίνουν στις λιμνοθάλασσες με βάρκες, είναι συνήθως εκεί σε υψηλούς αριθμούς τα Σαββατοκύριακα. (Ωστόσο ένας αρκετός αριθμός θηροφυλάκων έχει χτυπηθεί από κυνηγούς). Λίγοι κυνηγοί υπακούουν στα όρια επιτρεπόμενου αριθμού θηραμάτων. Τα πουλιά πυροβολούνται ακόμη και σε πολύ ψυχρές περιόδους, όταν δεν μπορούν να πετάξουν (Υπάρχουν πολλές δημοσιεύσεις για τις χειμωνιάτικες σφαγές στον Έβρο). Κάποιοι κυνηγοί πυροβολούν οτιδήποτε πετάει, μη μπορώντας να διακρίνουν τα είδη των πουλιών, συμπεριλαμβανομένων των αρπακτικών πουλιών, των πελεκάνων, των κύκνων και άλλων σπάνιων και μη-βρώσιμων ειδών.

H κυνηγετική πιεστική δραστηριότητα όχι μόνον επηρεάζει άμεσα τη θνησιμότητα των πουλιών, αλλά επίσης τα παρενοχλεί διακόπτοντας βίαια την καθημερινή τους ρουτίνα. Η καταπάτηση των υγροτόπων από ένα μεγάλο αριθμό κυνηγών και των σκύλων τους, και η απρόσεκτη καταστροφή φωλεών και ενδιαιτημάτων, επιφέρουν χειρότερες επιπτώσεις στην άγρια πανίδα. Τέλος, η δηλητηρίαση από μόλυβδο των υγροτόπων και της πανίδας τους από τα χρησιμοποιούμενα σκάγια, δεν έχει μελετηθεί ακόμη λεπτομερώς, αλλά από ξένες εμπειρίες, πρέπει να είναι αρκετά υψηλή (Fog et al., 1982).

Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις αξιοπρόσεκτες, που ενημερωμένοι και ευσυνείδητοι κυνηγοί όχι μόνο πέτυχαν να κηρυχθεί μιά μεγάλη παραποτάμια περιοχή καταφύγιο θηραμάτων (οι κυνηγοί βορείως του Δέλτα του Αξιού), αλλά προσπάθησαν να τη φυλάξουν οι ίδιοι από τους λαθροκυνηγούς. Η διάσωση πολλών υγροτόπων της Β. Αμερικής οφείλεται στη δράση της κυνηγετικής οργάνωσης "Ducks Unlimited". Τα, λίγα έστω, θετικά παραδείγματα στην Ελλάδα, δείχνουν ότι τίποτε δεν εμποδίζει τους έλληνες κυνηγούς να αναλάβουν παρόμοιες δράσεις. (Τσιούρης & Γεράκης, 1991).
1.3.11. Αναψυχή.
 Εικ-4.4. Ο ποταμός Αώος.
Fig-4.4. Aoos river.
Οι υγρότοποι προσφέρουν ευκαιρίες τόσο για παθητική όσο και για ενεργητική αναψυχή. Η παθητική αναψυχή περιλαμβάνει κυρίως την απόλαυση του τοπίου και την παρατήρηση των αγρίων ζώων και φυτών. Πολλοί ξένοι έρχονται συνήθως κάθε άνοιξη να παρατηρήσουν πουλιά. Η παρόχθια βλάστηση προσφέρει χώρους εκδρομών και περιπάτου. Η ενεργητική αναψυχή περιλαμβάνει την πεζοπορία και αθλήματα όπως η κολύμβηση, η ιστιοπλοΐα, η κωπηλασία (καγιάκ και ράφτινγκ) και το ερασιτεχνικό ψάρεμα. Δυσμενείς επιπτώσεις, που μπορούν όμως να αποφευχθούν χωρίς μεγάλες οικονομικές δαπάνες, είναι η ρύπανση με απορρίμματα και η παρενόχληση και συλλογή ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας. Το ερασιτεχνικό ψάρεμα έχει αρχίσει να δημιουργεί προβλήματα, είτε λόγω επιπτώσεων στους πληθυσμούς των ψαριών, είτε λόγω παρενόχλησης αποικιών σπάνιων ειδών πουλιών, στις περιπτώσεις που έχουν κατασκευαστεί δρόμοι για την εύκολη πρόσβαση σε υγροτόπους.
Η πίεση από άλλα αθλήματα στους υγροτόπους είναι περιορισμένη, καθώς η Ελλάδα έχει πάρα πολλές ακτές που παρέχουν άλλες ευκαιρίες αναψυχής, πιο προσφιλείς στους Έλληνες.
Ο τουρισμός και οι εγκαταστάσεις αναψυχής έχουν αρχίσει να αυξάνουν και να ασκούν πιέσεις σ' εκείνους κυρίως τους υγροτόπους που συνορεύουν με τη θάλασσα. Η δύναμη του τουρισμού ήταν εκείνη που προκάλεσε την αποξήρανση πολλών παράκτιων ελωδών εκτάσεων (π.χ. Νότια Χαλκιδική, Νησιά Αιγαίου, Κρήτη), για την απαλλαγή των τουριστών από τα ενοχλητικά κουνούπια, για τη διάνοιξη παραλιακών δρόμων και την κατασκευή αεροδρομίων και τουριστικών εγκαταστάσεων. Στο Μεσολόγγι κτίστηκαν τρία παράνομα χωριά αναψυχής, ένα από τα οποία είναι στην περιοχή του πυρήνα του υγροβιότοπου. Στο Νέστο έχουν γίνει παράνομες εγκαταστάσεις αναψυχής, και υπάρχουν ισχυρές απαιτήσεις για την τουριστική ανάπτυξη των παραλίων, ενώ στον Έβρο κυνηγετικά καταφύγια έχουν σταδιακά μετατραπεί σε άνετους ξενώνες.
Καθώς οι υγρότοποι αρχίζουν να γίνονται περισσότερο γνωστοί μέσω των προσπαθειών των μη κρατικών οργανώσεων που ασχολούνται με τη Φύση, και καθώς η προστασία τους αρχίζει να βελτιώνεται και η υποβάθμισή τους να ελέγχεται, θα ελκύουν περισσότερους επισκέπτες, όπως έχει αποδειχθεί σε άλλες χώρες (Tiner, 1984). Μόνο μια ισχυρή επιτόπια διαχείριση των ευαίσθητων περιοχών μπορεί να δώσει σωστή καθοδήγηση και να αποτρέψει ζημιές.

Η μορφή του τουρισμού που γίνεται γενικά αποδεκτή, αλλά υπό όρους, είναι ο λεγόμενος οικολογικός τουρισμός, δηλαδή η επίσκεψη των υγροτόπων από εκείνους που αγαπούν την ενασχόληση με τη φύση, φροντίζοντας να μη διαταράσσονται καθόλου, ή σχεδόν καθόλου, οι φυσικές, κοινωνικές και πολιτιστικές αξίες της περιοχής. Οι όροι, υπό τους οποίους θα αποφευχθούν οι δυσμενείς συνέπειες που μπορεί να έχει και αυτή η μορφή του τουρισμού, είναι ο αυστηρός έλεγχος του αριθμού των επισκεπτών και των επί μέρους δραστηριοτήτων (π.χ. πεζοπορία, χρήση οχημάτων και σκαφών, κατασκήνωση), σύμφωνα πάντοτε με το διαχειριστικό σχέδιο του υγροτόπου.
Ο οικολογικός τουρισμός είναι επίσης θεμιτό μέσον αύξησης του εισοδήματος των ανθρώπων που ζουν κοντά σε υγροτόπους, και δύναμη που μπορεί ν' αντισταθμίσει άλλες δυνάμεις καταστρεπτικές για τους υγροτόπους, αλλά μόνον υπό τους όρους που αναφέρθηκαν. Επίσης η ανάπτυξη του οικολογικού τουρισμού δεν πρέπει να επιφέρει αλλοίωση του δασικού, γεωργικού και κτηνοτροφικού χαρακτήρα της λεκάνης απορροής και παραμέληση των ιχθυοπονικών αξιών του υγροτόπου. Απεναντίας, οι γεωργικές, κτηνοτροφικές, ιχθυοπονικές και δασοπονικές δραστηριότητες πρέπει να καθοδηγούνται, ώστε να ασκούνται αειφορικά, οι δε οικοδομικές κατασκευές, ιδίως εκείνες που εξυπηρετούν τους επισκέπτες, να μην αλλοιώνουν το χαρακτήρα των παλιών οικισμών και το τοπίο.
Οπωσδήποτε οι δραστηριότητες αναψυχής στους υγροβιοτόπους πρέπει να ασκούνται μόνο προγραμματισμένα και υπό αυστηρό έλεγχο.
1.3.12. Πολιτισμός.
Με όλα αυτά που έχουν να προσφέρουν οι υγρότοποι (νερό, επικοινωνία, μεταφορές, επάρκεια τροφής) δεν είναι περίεργο που τόσοι πολιτισμοί αναπτύχθηκαν κοντά σε υγροτόπους (Μεσοποταμία, Αίγυπτος, Αρχαία Πέλλα). Σε όλους σχεδόν τους υγροτόπους θα βρεί κανείς τα σημάδια ανθρώπων που έζησαν εκεί αιώνες πριν.
 Υδρόβια πουλιά δίπλα στο ποτάμι. Μινωική τοιχογραφία της Κνωσσού
Οι υγρότοποι έπαιξαν πάντα αξιοπρόσεκτο ρόλο στην καθημερινή ζωή και στην φαντασία του ελληνικού κόσμου (Παπαγιάννης, 1990α). Βωμοί της Αρτέμιδας βρέθηκαν σε πηγές και όχθες ποταμών. Ο Ποσειδώνας είχε στην κυριαρχία του και τις λίμνες και τους ποταμούς, λεγόταν μάλιστα ότι είχε κατοικία του τον Αλφειό, και θεωρούνταν υπεύθυνος για τις πλημμύρες. Από τους θεούς των ποταμών, ο Αλφειός και ο Αχελώος λατρεύονταν σ' όλη την Ελλάδα, ενώ η λατρεία άλλων ποτάμιων θεών ήταν τοπική. Οι Νύμφες ήταν κόρες των θεών των ποταμών και τις λάτρευαν σε συγκεκριμένα μέρη κοντά σε γλυκά νερά (Νηρέας, Νηρηίδες, νεράϊδες). Ο Ηρακλής συνέδεσε τρείς άθλους του με υγροτόπους: Η Λερναία Ύδρα, οι Όρνιθες της Στυμφαλίας, ο καθαρισμός των Στάβλων του Αυγεία με εκτροπή ποταμών.
Υπάρχουν αρκετές φιλοσοφικές αναφορές για το υγρό στοιχείο. Ενδιαφέρουσες είναι οι αντιλήψεις του Δημόκριτου, Θαλή, Ησιόδου, Πλάτωνα. Διά μέσου των αιώνων η οικεία σχέση του ανθρώπου με τους υγροτόπους διαμόρφωσε τρόπους ζωής που εκφράζονται στην αρχιτεκτονική, στην κατασκευή αλιευτικών σκαφών, στις τεχνικές αλιείας, στα ήθη και έθιμα και στην τέχνη (Παπαγιάννης, 1990α).
Ο Ηρόδοτος περιγράφει αρκετά έργα μεγάλης κλίμακας σε ποταμούς, που πραγματικά εντυπωσιάζουν, όπως η εκτροπή του Νείλου και η δημιουργία τεχνητής λίμνης στην Μέμφιδα της Αιγύπτου, η τεράστια τεχνητή λίμνη Μοίριδα στην Αίγυπτο για τον έλεγχο των πλημμυρών του Νείλου, τα έργα στον Ευφράτη στην περιοχή της Βαβυλώνας ή η εκτροπή του ποταμού Άλυ για τη διέλευση του στρατού του Κροίσσου (βασιλέα των Περσών). (link).
Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο μεγάλος αυτός καλλιτέχνης και μηχανικός της Ευρωπαϊκής Αναγένννησης, έχει αφήσει πίσω του, μεταξύ των άλλων, και ένα σύγγραμμα με μελέτες για τη ροή και τα τεχνικά έργα σε ποταμούς.

__ Leonardo da Vinci: Σελίδες από τον λεγόμενο "Κώδικα του Leicester"
Τα προβλήματα, παντού και πάντοτε, ήταν παρόμοια με τα σημερινά: πλημμύρες, εκχερσώσεις, άρδευση, γεφύρωση, προστασία από επιδρομείς, πολεμικές επιχειρήσεις, πάλη με αρρώστειες, ενεργειακή εκμετάλλευση (π.χ. νερόμυλοι). Οι σύγχρονοι Έλληνες πρόσθεσαν βέβαια και άλλα (π.χ. ρύπανση).
Η πολιτιστική αξία ελάχιστα έχει εκτιμηθεί και μελετηθεί έως τώρα. Πολλές όψεις της αξίας αυτής απειλούνται από αλλοίωση και λησμονιά.
1.3.13. Επιστημονική έρευνα και εκπαίδευση.
Λίγοι χώροι είναι πιό πρόσφοροι από τους υγροτόπους για πρακτική άσκηση στα μαθήματα της Οικολογίας και της Επιστήμης του Περιβάλλοντος, που διδάσκονται σήμερα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Λίγοι χώροι προσφέρουν τόσες ευκαιρίες για να σπουδάσει κανείς τον όμορφο κόσμο των φυτών, των ζώων και των υδάτων, και την εκπληκτική πολυπλοκότητα των αλληλεπιδράσεων και των τροφικών πλεγμάτων. Η ποικιλότητα του βιοτόπου, της βιοκοινότητας και του τοπίου καθιστά τους υγροτόπους ελκυστικούς χώρους για έρευνα και εκπαίδευση σε πολλούς κλάδους όπως η Βιολογία, η Γεωπονία, η Δασολογία, η Κτηνιατρική, η Υδρολογία, η Γεωλογία κ.ά., αλλά και για Περιβαλλοντική Εκπαίδευση των μαθητών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της χώρας μας.
1.4. H πολυπλοκότητα των λειτουργιών και αξιών.
Οι λειτουργίες των υγροτόπων συνδέονται στενά μεταξύ τους. Μεταβολή της μιας μεταβάλλει και τις περισσότερες, αν όχι όλες τις άλλες. Οι αξίες των υγροτόπων απορρέουν από τις λειτουργίες, άρα υπάρχει αλληλεξάρτηση, ή μάλλον ένα πλέγμα αλληλεξαρτήσεων και ανάμεσα στις αξίες. Έτσι, η χρήση ή κατάχρηση μιας αξίας από τον άνθρωπο είναι ενδεχόμενο να μεταβάλει μια ή περισσότερες λειτουργίες του υγροτόπου, ή ακόμη και να προκαλέσει υπέρμετρη διατάραξη των λειτουργιών του. Σαν συνέπεια θα υποβαθμιστούν ή θα χαθούν άλλες αξίες, ιδίως εκείνες που δεν μεταφράζονται άμεσα σε χρήμα, ή που είναι άγνωστες ακόμη και στους κατοίκους που ζουν κοντά στον υγρότοπο, ή που δεν έχει γίνει αντιληπτή η μεγάλη σημασία τους, ή που η οικονομική τους σημασία είναι μακροπρόθεσμη, ή συνδυασμός των προηγούμενων. Για παράδειγμα, η κατάχρηση της αρδευτικής αξίας ενός ποταμού, με την υπερβολική άντληση, μπορεί να προκαλέσει μείωση της ιχθυοπονικής του αξίας (αλλοίωση των τόπων ωοτοκίας των ψαριών), της αξίας του ως αποθήκης πόσιμου νερού (ρύπανση μέσω του στραγγιστικού δικτύου), της λιβαδοπονικής του αξίας (αλλοίωση της βλάστησης των υγρολίβαδων) κλπ. Εάν η άντληση ξεπεράσει κάποιο κρίσιμο όριο, είναι ενδεχόμενο να υποβαθμιστεί αυτή καθ' εαυτή η αρδευτική αξία του συστήματος, εξαιτίας υπερβολικής αλλοίωσης της ποιότητας ή/και της ποσότητας του νερού (είσοδος πολλών γεωργικών ρύπων από το στραγγιστικό δίκτυο, πιθανώς και εισροή αλμυρού νερού). Αυτό θυμίζει το δράκο του παραμυθιού, που αφού καταβρόχθισε όλα τα ζώα με τα οποία συμβίωνε, άρχισε να τρώει την ουρά του και συνεχίζοντας προς τα πάνω έφαγε τελικά το ίδιο του το κεφάλι.
Αντίστροφα, υπάρχουν παραδείγματα κατά τα οποία η λογική χρήση μιας αξίας βελτιώνει τις άλλες, π.χ. η σωστή χρήση της παρόχθιας βλάστησης ενός ποταμού μπορεί να βελτιώσει την ιχθυοπονική αξία και την αξία του συστήματος από άποψη βιολογικής ποικιλότητας. (Τσιούρης & Γεράκης, 1991).
Πολλές από τις φυσικές λειτουργίες των υγροτόπων εξαρτώνται απόλυτα ή σε μεγάλο βαθμό από το μέγεθος του υγροτόπου: αποξηραίνοντας έναν υγρότοπο χάνουμε το σύνολο των αξιών που διέθετε, μειώνοντας όμως την έκταση ενός υγροτόπου, δεν μειώνουμε μόνον την αξία του υγροτόπου στο αντίστοιχο ποσοστό, αλλά μερικές αξίες μπορεί να χαθούν τελείως. Μειώνοντας την έκταση ενός υγροτόπου, μπορεί στο τέλος να έχουμε ένα σύστημα το οποίο να μη διαθέτει καμία από τις αξίες που είχε πριν από την παρέμβαση.
Ποιοτική υποβάθμιση υφίσταται ένας υγρότοπος και εξ αιτίας αλλοιώσεων και καταστροφών που συμβαίνουν στη λεκάνη απορροής του. Η ρύπανση, που μπορεί να είναι αστική, γεωργική ή βιομηχανική, μεταφέρεται μέσω του νερού και επηρεάζει την ποιότητά του. Οι ανθρώπινες κατασκευές και παρεμβάσεις (φράγματα, έργα εκτροπής ποταμών, εκχερσώσεις, πυρκαγιές) έχουν άμεση επίπτωση στην ποσότητα του νερού και των φερτών υλικών που καταλήγουν σ' έναν υγρότοπο. Αλλά και διάφορες δραστηριότητες όπως παράνομο κυνήγι, λαθροϋλοτομία, αυθαίρετη δόμηση, υπεράντληση, κόψιμο των καλαμώνων κλπ που συμβαίνουν μέσα στην έκταση των υγροτόπων, συμβάλλουν στη υποβάθμισή τους.
Σήμερα ανακαλύπτουμε πως οι βιότοποι πρέπει να χρησιμοποιούνται με σύνεση. Με τέτοιο δηλαδή τρόπο που να αποφέρει το μεγαλύτερο δυνατό όφελος σε μας σήμερα, χωρίς να στερήσει από τις μελλοντικές γενιές τη δυνατότητα να απολαύσουν εξίσου τα οφέλη που έχουν να τους προσφέρουν οι υγρότοποι. (WWF - Ελλάς, 1993).
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
Οι σημαντικές λειτουργίες που επιτελεί ένα ποτάμιο οικοσύστημα προσφέρουν πλήθος αξιών που χρησιμοποιεί προς όφελός του ο άνθρωπος. Η αποτίμηση αυτών των αξιών είναι πολύ δύσκολο να αποδοθεί ποσοτικά γιατί έχει να κάνει και με τα ανθρώπινα συναισθήματα και την ανάγκη του να προσεγγίσει τη φύση, αλλά ακόμη έχει να κάνει και με την ίδια την επιβίωση του ανθρώπου.
|
Ίσως κανένα άλλο οικοσύστημα να μην τροποποιήθηκε τόσο πολύ από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, όσο τα ποτάμια.
Πριν από 5,000 χρόνια έγιναν μεγάλης κλίμακας διευθετήσεις κατά μήκος της κοίτης του Νείλου ποταμού στην Αίγυπτο, του Τίγρη και του Ευφράτη στη Μεσσοποταμία και σε ποταμούς της Ινδίας. Οι μεγάλες αυτές επεμβάσεις οφείλονται στους μεγάλους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν εκεί.
Οι παλαιότερες γνωστές αρδευτικές τάφροι χρονολογούνται από το 3200 π.Χ. στον Νείλο ποταμό, και το πρώτο γνωστό φράγμα έγινε στο Sadd el Kafara το 2759 π.Χ. (Petts, 1989). Ο κώδικας του Ηammurabi στη Μεσοποταμία πριν 4,000 χρόνια περιείχε προειδοποιήσεις για το ενδεχόμενο ρήξης του φράγματος, ότι δηλαδή θα κινδύνευαν οι γύρω περιοχές από πλημμύρες.
Απομεινάρια τεχνικών επεμβάσεων που έγιναν κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο σε ποταμούς της Ιταλίας, προκαλούν ακόμη και σήμερα το θαυμασμό. Υπάρχουν ακόμη και σήμερα υδραγωγεία και μεγάλοι στραγγιστικοί αγωγοί που αποχέτευαν τα απόβλητα πόλεων κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. Στην υπόλοιπη Ευρώπη όμως, η τεχνολογία και η διαβάθμιση επεμβάσεων στους ποταμούς ήταν μέτρια ανεπτυγμένη, έως το 1750 περίπου, που η βιομηχανική επανάσταση και οι επιστημονικές ανακαλύψεις συνετέλεσαν στο ξεκίνημα μιας νέας εποχής. Αρχικά εφαρμόσθηκαν φιλόδοξα σχέδια στους περισσότερους μεγάλους ποταμούς της Ευρώπης, που σχετίζονταν με τη ναυσιπλοΐα, τον έλεγχο των πλημμυρών και τις χρήσεις των πλημμυρο-πεδιάδων. Μια δεύτερη φάση ακολούθησε μετά το 1900, με την ανάπτυξη της τεχνολογίας για την κατασκευή μεγάλων φραγμάτων (Petts, 1989). O μέγιστος ρυθμός κατασκευής φραγμάτων εμφανίσθηκε μεταξύ του 1950 και 1980, όταν 700 περίπου φράγματα το χρόνο κατασκευάζονταν παγκόσμια. Αυτός ο ρυθμός μειώθηκε μετά το 1980, αλλά η θέση κατασκευής μετατοπιζόταν σταδιακά προς το άνω μέρος των ποταμών. Η παραγωγή ενέργειας από τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια πολλαπλασιάστηκε απότομα μετά το 1970.
Σήμερα παρουσιάζονται αναπτυξιακά σχέδια που αποτελούν νέο κύμα διευθετήσεων και επεμβάσεων για μερικούς από τους τελευταίους μεγάλους ποταμούς, που έχουν μείνει ανεπηρέαστοι μέχρι σήμερα (Rosenberg & Bodaly, 1994). Εκτιμάται ότι μέχρι το έτος 2000 θα έχουν γίνει παρεμβάσεις στο 60% περίπου των ρευμάτων και ποταμών παγκοσμίως (Petts, 1989).
Αν και τα φράγματα αποτελούν τη μεγαλύτερη τεχνική ανθρώπινη επέμβαση στους ποταμούς, τα ποτάμια συστήματα απειλούνται και από διάφορες άλλες επεμβάσεις, όπως: άντληση νερού, αλλαγές στη μορφή της κοίτης τους, δημιουργία αρδευτικών καναλιών, ευθυγραμμίσεις, εκτροπές, κλπ. Όλες αυτές αλλοιώνουν τη ροή του ποταμού και μεταβάλλουν τα ενδοποτάμια αλλά και τα παραποτάμια ενδιαιτήματα. Παράλληλα:
Η εντατική χρήση γης με αποψιλώσεις, εντατικές καλλιέργειες και αύξηση των εγκαταστάσεων, επιδρά στα ποτάμια, συντελώντας και στη μεταβολή του τοπίου. Ορισμένες αλλαγές φαινομενικά μικρής σημασίας, θα πρέπει στο μέλλον να εξετασθούν με περισσότερη σοβαρότητα.
Οι ανάγκες για νερό στον 21ο αιώνα θα εντείνουν την πίεση για σχέδια μεταφοράς και λήψης νερού (Cleick, 1993).
Η μεταφορά και εξάπλωση ξενόφερτων ειδών, η οποία έχει ενταθεί κατά τον 20ο αιώνα, απειλεί να μεταβάλλει τη σύνθεση των ειδών ορισμένων περιοχών.
Η ρύπανση από οργανικές ουσίες και βιομηχανικά απόβλητα, αν και μειώθηκε κάπως τα τελευταία 20 χρόνια, αποτελεί μόνιμη απειλή για την ποιότητα του νερού των εντονότερα διαχειριζόμενων ποταμών της Ευρώπης και της Β. Αμερικής, αλλά και των ποταμών των υπό ανάπτυξη χωρών.
Τέλος, η επερχόμενη παγκόσμια αλλαγή του κλίματος της γης κατά τον 21ο αιώνα, η οποία οφείλεται στην ατμοσφαιρική μεταφορά ρύπανσης σε μεγάλες αποστάσεις, στο φαινόμενο θερμοκηπίου, στην "τρύπα" του όζοντος, στην υπερκατανάλωση των ορυκτών καυσίμων που ελευθερώνει στο περιβάλλον "ενταφιασμένη" ενέργεια, και επομένως στις μεταβολές της θερμοκρασίας και των βροχοπτώσεων, μεταβάλλει τη φυσική κατάσταση πολλών ποτάμιων συστημάτων.
Τα ποτάμια παγκοσμίως συνεχίζουν να αποτελούν αντικείμενο συνεχών παρεμβάσεων, με σοβαρές επιπτώσεις στη δομή και τη λειτουργία τους.
2.1. Πόσο άλλαξαν οι ελληνικοί υγρότοποι.
Οι υγρότοποι της Μακεδονίας κατείχαν άλλοτε μεγάλες εκτάσεις μέσα στα βυθίσματα και στις πεδιάδες της, και ήταν υπολείμματα ενός εκτεταμένου συστήματος λιμνών της Πλειστόκαινης περιόδου (πριν από 1,000,000 - 20,000 έτη). Το σύστημα αυτό μεταβαλλόταν ραγδαία κατά τη διάρκεια της επόμενης γεωλογικής περιόδου, δηλαδή της Ολόκαινης (τα τελευταία 20,000 έτη ζωής του πλανήτη μας). Αυτή η μεταβολή ήταν αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής που ακολουθούσε την τήξη των τελευταίων παγετώνων και των αλλαγών στο φλοιό της Γης (τεκτονικές αλλαγές) που συνέτειναν στην κατάκλυση της περιοχής που είναι σήμερα γνωστή ως Βόρειο Αιγαίο, από τη θάλασσα. Τεκτονικό ήταν επίσης το αίτιο που προκάλεσε τη διάνοιξη πολλών ποτάμιων κοιλάδων (Νέστου, Μαρμαρά, Αγγίτη, Στρυμώνα, Ρήχιου-Ρεντίνας, Αξιού, Αλιάκμονα, Πετριώτικου, Ζηλιάνας, Θεσσαλικού Πηνειού), μέσα από τις οποίες διοχετεύθηκαν τα ύδατα των μεγάλων εσωτερικών λιμνών προς τη θάλασσα.
 Πουλί σε υγρότοπο. Μινωική τοιχογραφία της Κνωσσού.
Από την ελληνική αρχαιότητα υπάρχουν αναφορές σε επεμβάσεις για τη βελτίωση του εδάφους και την αύξηση της απόδοσης των καλλιεργειών. Ο Όμηρος, ο Ησίοδος και ο Στράβων αναφέρουν αποστραγγιστικά έργα στους υγροτόπους της Κωπαΐδας (στη Βοιωτία, κοντά στον Ορχομενό), ενώ λέγεται ότι ο Φίλιππος της Μακεδονίας κατασκεύσε την τάφρο του Αγκίλου για να αποξηράνει τους Φιλιππικούς Βάλτους ΒΔ της Καβάλας (Σταματόπουλος, 1967). Παρόμοια έργα εκτελέστηκαν και από τους Ρωμαίους. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας όλα αυτά τα έργα εγκαταλείφθηκαν και πολλοί από τους αποξηραμένους υγροτόπους επανήλθαν στην αρχική τους κατάσταση. Μετά την απελευθέρωση, ξεκίνησαν πάλι τα αποστραγγιστικά έργα, με πρώτη τη λίμνη Κωπαΐδα το 1880.
Οι μεγαλύτερες επεμβάσεις στους υγροτόπους έγιναν μετά το 1930, χάρη στις μεγάλες πιστώσεις και στα τεχνικά μέσα που διατέθηκαν. Οι επεμβάσεις άρχισαν με αποξηράνσεις υγροτόπων (εσωτερικών και παράκτιων) για να αποκτηθούν νέες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, και για να απαλλαγούν οι κάτοικοι από την ελονοσία. Μέσα σε 15 χρόνια, αποξηράνθηκαν οι λίμνες των Γιαννιτσών, του Αρτζάν (δίπλα στον Αξιό), της Αμάτοβας (δίπλα στον Αξιό), του Αχινού (στον Στρυμώνα), όπως και τα έλη του Λουδία και τα τενάγη των Φιλίππων. Με όλα αυτά τα έργα στη Μακεδονία και τη Θράκη, μπόρεσαν να εγκατασταθούν εκεί οι χιλιάδες πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας.
Σημαντικά αποξηραντικά έργα ακολούθησαν σε όλη την Ελλάδα: στον Θεσσαλικό κάμπο, τον Βοιωτικό Κηφισό, τον Πάμισο στη Μεσσηνία, τη λίμνη Λυσιμαχία στην Αιτωλοκαρνανία, τη Λασσήνη στην Ξηρολίμνη Κοζάνης, τον Τρίνασσο στη Λακωνία (Ευελπίδης, 1956).
Οι μεγάλες επεμβάσεις συνεχίστηκαν με την κατασκευή διωρύγων σε κοίτες ποταμών, μετατόπιση του ρεύματος των ποταμών από τις φυσικές κοίτες σε τεχνητές, (όλοι σχεδόν οι μεγάλοι ποταμοί όπως ο Έβρος, ο Νέστος, ο Αξιός ο Αλιάκμονας, ο Στρυμώνας, ο Λούρος, ο Άραχθος, εγκιβωτίσθηκαν και ευθυγραμμίστηκαν) και την κατασκευή μικρών φραγμάτων και αρδευτικών δικτύων. Την ίδια περίοδο κατασκευάσθηκε και το μεγάλο σχετικά φράγμα στην περιοχή Κερκίνη του Στρυμώνα, με κύριο αρχικά σκοπό την αντιπλημμυρική προστασία. Κατά τον εμφύλιο, μεγάλες δασικές εκτάσεις καταστράφηκαν, στα πλαίσια πολεμικών επιχειρήσεων, και πολλές από αυτές ήταν παραποτάμιες δασικές εκτάσεις (π.χ. το μισό περίπου δάσος Κοτζά Ορμάν, στις εκβολές του Νέστου). (Τσιούρης & Γεράκης, 1991).
Τα περισσότερα μεγάλα φράγματα κατασκευάστηκαν πρόσφατα, μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο, και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της περιόδου 1948 - 1956, για σκοπούς αρδευτικούς ή και ηλεκτροπαραγωγικούς, καθώς τα εγγειοβελτιωτικά έργα (σύγχρονα αρδευτικά δίκτυα, αποξηραντικά, αντιπλημμυρικά) προωθήθηκαν πολύ με την οικονομική βοήθεια κυρίως των ΗΠΑ και ευρωπαϊκών κρατών και με την εφαρμογή της νέας τεχνολογίας. Οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ συνετέλεσαν στην εντατικοποίηση των εγγειοβελτιωτικών έργων, εξάγοντας στην Ελλάδα την καταστρεπτική τους πολιτική όσον αφορά τους υγροτόπους (NWF, 1987 - Maltby, 1986).
Μέσα στη δεκαετία του '50 υψώθηκαν φράγματα στον Αχελώο, Ταυρωπό (ή Μέγδοβα), Αλιάκμονα και Αξιό, ενώ κατασκευάστηκαν τρεις στραγγιστικές τάφροι (καταστρέφοντας την ανεκτίμητη λίμνη της Κάρλας στη Θεσσαλία, τη Λαψίστα και τη Λαγκάστα στην Ήπειρο. (Κοντογεωργάκης, 1978)
 Το φράγμα των Κρεμαστών Αχελώου.
Από το 1960 και μετά η πρόσκτηση γης με αποξήρανση υγροτόπων συνεχίστηκε σε όλα τα μέρη της Χώρας, αλλά σε μικρότερη κλίμακα, όπως έγινε στις λίμνες των Πρεσπών και της Βιστονίδας (Πόρτο Λάγο), στον Αμβρακικό και στον Έβρο. Κι αυτό γιατί η Κυβερνητική πολιτική στράφηκε περισσότερο στην επέκταση των παραδοσιακών αρδευτικών δικτύων, και μετά το 1969, στα συστήματα τεχνητής βροχής. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ζημιές ήταν μικρού μεγέθους. Μόνο στη Μακεδονία, κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα, από τα 1,101,800 εκτάρια υγροτόπων, μόνο τα 418,000 εκτάρια διασώθηκαν, δηλαδή το 38% (άρθρο Ψιλοβίκου στον Σταματόπουλο, 1967). Στο ίδιο διάστημα, αποξηράνθηκαν οι μισές από τις λίμνες της Μακεδονίας.
Παρόμοια κατάσταση, όσον αφορά τις απώλειες των υγροοτοπικών εκτάσεων, επικράτησε και στα υπόλοιπα γεωγραφικά διαμερίσματα της Ελλάδας, αν και δεν έχει ακόμη μελετηθεί λεπτομερώς. Αριθμητικά στοιχεία για τις μεταβολές που έχουν υποστεί οι υγρότοποί μας δεν υπάρχουν σε συνοπτική και εύχρηση μορφή, παρά μόνο για τη Μακεδονία (Ψιλοβίκος, 1990), που είναι το σπουδαιότερο γεωγραφικό διαμέρισμα της Ελλάδας από άποψη υγροτόπων.
Από υπολογισμούς του Υπουργείου Γεωργίας, αλλά και ερευνητών (Κοντογεωργάκης, 1978), είναι βέβαιο ότι μέσα σε μισόν αιώνα η Ελλάδα έχει χάσει το 60-70% των υγροτοπικών της πόρων. Έχασε όμως μεγαλύτερο ποσοστό του μεγέθους ορισμένων υγροτοπικών αξιών (π.χ. βιολογική ποικιλότητα, παραγωγή αλιευμάτων, κλπ).
Oι νέοι υγρότοποι που δημιουργήθηκαν, εκτός λίγων εξαιρέσεων (τεχνητή λίμνη Κερκίνης στον ποταμο Στρυμώνα - link1, link2), δε διαθέτουν το πλήθος των αξιών των φυσικών υγροτόπων, και κατά μεγάλο μέρος εξυπηρετούν μόνο την ανάγκη αποθήκευσης νερού (WWF-IUCN 1990).
Ουδέποτε, απ' όσο είναι γνωστό, ελήφθη πρόνοια κατά το σχεδιασμό και την κατασκευή των σημερινών τεχνητών υγροτόπων, είτε για να διατηρηθούν, έστω σε κάποιο βαθμό, αξίες που υπήρχαν στον παλιό φυσικό υγρότοπο, είτε για να δημιουργηθούν νέες. Το γεγονός ότι σε πολλούς τεχνητούς υγροτόπους διατηρήθηκαν ή και ενισχύθηκαν κάποιες άλλες αξίες, ήταν τυχαίο και όχι αποτέλεσμα κρατικού σχεδιασμού. Αντίθετα μάλιστα, η Πολιτεία δε βλέπει πάντα με ιδιαίτερη ευμένεια τη διατήρηση και επαύξηση όλων των άλλων αξιών, όπως τουλάχιστον φάνηκε στην περίπτωση της Κερκίνης. Το γεγονός ότι ο υγρότοπος αυτός απόκτησε διεθνή σημασία ως ενδιαίτημα άγριων πουλιών, προξενεί προβλήματα σε ορισμένες δημόσιες υπηρεσίες. (WWF-Ελλάς, 1993 - Τσιούρης & Γεράκης, 1991).
Θα ήταν πολύ χρήσιμο να γίνει μια ειδική μελέτη που να αξιολογεί τα σπουδαιότερα εγγειοβελτιωτικά έργα που έγιναν μετά το 1925, ως προς την τεχνική τους επιτυχία, τις πραγματικές οικονομικές ωφέλειες για τον αγρότη, την κατανομή των δαπανών κατασκευής στα διάφορα κοινωνικά στρώματα, τις αρνητικές τους συνέπειες για άλλες οικονομικές δραστηριότητες (π.χ. ιχθυοπονία, κοπαδιάρικη κτηνοτροφία, τουρισμός), και για το φυσικό περιβάλλον. Ίσως αυτό να βοηθούσε ώστε οι μελλοντικές μελέτες των εγγειοβελτιωτικών, υδροηλεκτρικών, υδρευτικών κλπ έργων να περιλαμβάνουν στον υπολογισμό κόστους - ωφέλειας και το κόστος από την υποβάθμιση άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων και την απώλεια έμβιου φυσικού πλούτου. (Τσιούρης & Γεράκης, 1991).
2.1.1. Μερικές καταστροφικές επεμβάσεις.
Η αποξήρανση της λίμνης Κάρλας.
Η αποξήρανση της λίμνης Κάρλας της Θεσσαλίας και η απόδοση των εδαφών που καταλάμβανε στη γεωργία, ανέτρεψε την υδρογεωλογική ισορροπία στο ανατολικό τμήμα της πεδιάδας και φτώχυνε τα υπόγεια νερά της. Μαζί χάθηκε φυσικά και το σύνολο της πανίδας της περιοχής, που ήταν από τις πιο πλούσιες της Ανατολικής Μεσογείου. Τα υπόγεια νερά σταμάτησαν να εμπλουτίζονται μετά την αποξήρανση. Παράλληλα, με τη μετατροπή της λίμνης σε γεωργική γη, αυξήθηκαν οι ανάγκες άρδευσης, που θα έπρεπε τώρα να ικανοποιηθούν από τα υπόγεια νερά, μια που τα επιφανειακά δεν αρκούσαν πια. Ο υδροφόρος ορίζοντας, από τα 0.5-3m που ήταν πριν από την αποξήρανση της λίμνης, σήμερα έχει πέσει χαμηλότερα από τα 150m, και οι γεωτρήσεις φτάνουν σε μερικές περιπτώσεις ακόμη και τα 300m για να αντλήσουν νερό για άρδευση. Η μεταβολή των κλιματικών συνθηκών της περιοχής είχε ως αποτέλεσμα τη συχνότερη εμφάνιση ζημιών από παγετό στους αμυγδαλεώνες των γειτονικών περιοχών. Ήδη μελετώνται τρόποι για την αναδημιουργία της λίμνης Κάρλας.
Ακόμη και λιμνοθάλασσες επιχωματώθηκαν για να γίνουν χωράφια, όπως η λιμνοθάλασσα του Κλειδίου στο Δέλτα του Αλιάκμονα.
Η εκχέρσωση του δάσους "Κοτζά Ορμάν"
Όμως ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα σε βάρος της ελληνικής φύσης ήταν η καταστροφή ενός από τα μεγαλύτερα παρόχθια δάση της Ευρώπης, του περίφημου δάσους "Κοτζά Ορμάν" (="Μεγάλο Δάσος"), στο Δέλτα του ποταμού Νέστου. Το δάσος αυτό, πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, εκτεινόταν σε 72,000 στρέματα, με δέντρα που έφταναν τα 40m ύψος (μια επταόροφη πολυκατοικία είναι γύρω στα 25m). Κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις του εμφύλιου, κάηκε περίπου το μισό.
Με σκοπό την καλλιέργεια της γης εκχερσώθηκε κατά τη δεκαετία του '50 και το υπόλοιπο μισό, ενώ περισώθηκαν μέχρι σήμερα περίπου 1,500 στρέματα, που δυστυχώς μόνο τα μισά ανήκουν σε προστατευόμενη περιοχή. Η υψηλή παραγωγικότητα του εδάφους χάθηκε πολύ γρήγορα μετά την εκχέρσωση του δάσους, με αποτέλεσμα οι αγροί που δημιουργήθηκαν στη θέση του να εγκαταλειφθούν σχεδόν από τους αγρότες. Το ίδιο συνέβη με τις λευκοκαλλιέργειες, αφού οι μεγάλες αποδόσεις που παρατηρήθηκαν το πρώτο έτος, έγιναν μικρότερες το δεύτερο και το τρίτο και τελικά τα δέντρα ξεράθηκαν μετά από 5-10 έτη. (link)
 Κοτζά Ορμάν
 Κέντρο Πληροφόρησης για το Δέλτα του Νέστου στην Κεραμωτή Ν.Καβάλας
Η καταστροφή των παραποτάμιων δασών.
Και άλλα παραποτάμια δάση έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Στενές λωρίδες δάσους που σώζονται κατά μήκος των ποταμών απειλούνται έντονα από παράνομες υλοτομίες (π.χ. Πηνειός, Κερκίνη κλπ). Καταστρέφοντας την παραποτάμια βλάστηση μειώνουμε τη δυνάτοτητα προστασίας που μας παρέχει ο υγρότοπος από τη διάβρωση και τις πλημμύρες, και επιδρούμε αρνητικά στην αξία του υγροτόπου ως καταφύγιου της άγριας ζωής. Οι αξίες αυτές του υγροτόπου χάνονται όταν η καταστροφή της παραποτάμιας βλάστησης πάρει μεγάλες διαστάσεις.
2.2. Η σημασία των μικρών υγροτόπων που διασώθηκαν.
Ένας μικρός υγρότοπος μπορεί να φαίνεται πως έχει, από άποψη βιολογικής ποικιλότητας, τοπική μόνο σημασία, γιατί απλώς θα βρέθηκε κάποιος να τον μελετήσει. Έτσι ο υγρότοπος αυτός μπορεί εύκολα να πέσει θύμα υποβάθμισης ή και εξαφάνισης.
Και όμως, σε χώρες όπως η Ελλάδα, οι μικροί υγρότοποι:
αποτελούν ζωτικούς σταθμούς των μεταναστευτικών πουλιών,
λειτουργούν ως βοηθητικά καταφύγια στην ευρύτερη περιφέρεια των μεγάλων υγροτόπων, ιδιαίτερα σε ορισμένες έκτακτες περιπτώσεις (βαρυχειμωνιά, ξηρασία, κλπ)
μερικοί έχουν μεγάλη σημασία για τους ντόπιους κατοίκους ως τόποι αναψυχής, αν και πολλοί είναι μικροί και άσημοι, ιδίως σε περιοχές που βρίσκονται μακριά από τη θάλασσα. Η αξία τους για αναψυχή μπορεί να βελτιωθεί με κατάλληλες ενέργειες.
μπορούν παράλληλα να προσφέρουν και άλλα αγαθά (π.χ ψάρια, πόσιμο νερό για ζώα), με προσεκτική, συντηρητική χρήση. (Τσιούρης & Γεράκης, 1991).
Αξίζει να γίνει μια ειδική προσπάθεια διατήρησης και αναβάθμισης των μικρών υγροτόπων, που αποτελούν οάσεις για μικρούς οικισμούς των οποίων το δομημένο περιβάλλον και γενικότερα η ανάπτυξη ακολουθεί σταθερά το κακό πρότυπο των μεγάλων πόλεων (Μοδινός, 1990). Η γνώμη ότι τα χωριά δεν έχουν ανάγκη από φυσικούς χώρους αναψυχής δεν φαίνεται να στηρίζεται σε πλήρη γνώση της σημερινής ελληνικής υπαίθρου.
|
Οι κυριώτεροι παράγοντες στους οποίους οφείλονται οι αλλαγές στους υγροτόπους είναι αυτοί που χαρακτηρίζονται ως οι "μεγαλύτεροι χρήστες" και "καταναλώτριες δυνάμεις" του νερού.
Προς το παρόν, η βιομηχανία απορροφά το 23% της παγκόσμιας κατανάλωσης νερού, η γεωργία το 69%, ενώ ένα 8% απορροφάται από αστικές χρήσεις (Livernash & Seligman, 1992).
Η κατανομή του νερού στις τρεις αυτές δραστηριότητες εξαρτάται από το βαθμό και το είδος της ανάπτυξης μιας χώρας. Στις βιομηχανικές χώρες, όπως η Αγγλία και η Γερμανία, το μεγαλύτερο ποσοστό του διαθέσιμου νερού διοχετεύεται στη βιομηχανία. Αντίθετα, στις γεωργικές χώρες που η γεωργία τους στηρίζεται στις αρδευόμενες καλλιέργειες, το περισσότερο νερό διοχετεύεται στη γεωργία.
Σύμφωνα με τα δεδομένα του Υ.Β.Ε.Τ. (Υπουργείο Βιομηχανίας, Έρευνας και Τεχνολογίας), η ετήσια κατανάλωση νερού στην Ελλάδα κατά το 1980 υπολογίστηκε σε 5,036.5 εκατομμύρια κυβικά μέτρα. Το 83.7% διατέθηκε για άρδευση, το 13.9% για οικιακή κατανάλωση και το 2.4% για βιομηχανικούς και ενεργειακούς σκοπούς. Το νερό το οποίο διατίθεται για αρδευτικούς σκοπούς συνήθως προέρχεται από εκτροπές ποταμών (Αξιός, Αλιάκμονας), από φράγματα και ταμιευτήρες (Πηνειός) ή από λίμνες και πηγές. Πρόσθετες ποσότητες παρέχονται με άντληση των υδροφόρων οριζόντων.
3.1. Γεωργία.
Θα περίμενε κανείς ότι οι πολλαπλές αξίες των υγροτόπων για τη γεωργία θα έκαναν τους αγρότες (και τους γεωπόνους) να είναι οι πιο δυναμικοί υποστηρικτές της προστασίας και διατήρησης των υγροτόπων. Παραδόξως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Όμως τα "παράδοξα" είναι συνηθισμένα στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Ο αγρότης είναι ο κύριος ρυπαντής των υγροτόπων, όπως ακριβώς ο αστός είναι ο κύριος ρυπαντής της ατμόσφαιρας της πόλης του, ο τουρίστας και ο ξενοδόχος οι κύριοι καταστροφείς των παραλιών κ.ο.κ. Τα δεινά των υγροτόπων προέρχονται κατά μεγάλο μέρος από την κακή άσκηση της γεωργίας, γεγονός που οφείλεται σε γενικότερα προβλήματα της κοινωνίας, όπως η επιδίωξη βραχυπρόθεσμου κέρδους, η κακή χρήση των φυσικών πόρων και της ενέργειας κλπ. Συνήθως η προστασία των υγροτόπων, μολονότι βασίζεται κατά ένα μεγάλο μέρος στον αειφορικό χειρισμό των αγρο-οικοσυστημάτων, αποτελεί τελικά κοινωνικό πρόβλημα. (WWF-IUCN, 1990).
Κυρίως με τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης (μέσω FEOGA, MOΠ και άλλων ταμείων ή προγραμμάτων), η γεωργία και άλλες σχετικές παραγωγικές δραστηριότητες (όπως η κτηνοτροφία και οι υδατοκαλλιέργειες) συνεχίζουν να εντατικοποιούνται γύρω ή ακόμη και μέσα στους υγροτόπους. Η εντατικοποίηση της γεωργίας έγινε μέσω αυξημένων δικτύων άρδευσης, αλόγιστης χρήσης λιπασμάτων και γεωργικών φαρμάκων, και μη ορθολογικών χειρισμών των λιγοστών υδάτινων πόρων.
Σε μιά συνάντηση στη Πρέβεζα στις 4-5.3.1989, που αφορούσε την προστασία και την ανάπτυξη του Αμβρακικού, ο διευθυντής της Διεύθυνσης Γεωργίας ανέφερε ότι οι αγρότες στην πεδιάδα της Άρτας χρησιμοποιούν 2,000 - 2,500kg λίπασμα ανά εκτάριο, αντί για 500kg που εθεωρείτο ορθό, οδηγώντας έτσι στην εγκατάλειψη των χωραφιών μέσα σε 4-5 χρόνια.
Αποτέλεσμα αυτής της κατάχρησης στις ποσότητες των χημικών προϊόντων από τους γεωργούς είναι να έχει ξεπεραστεί η ικανότητα αυτοκαθαρισμού των ποταμών και των υγροτόπων και να προκαλούνται συνθήκες σοβαρού ευτροφισμού σε πολλές υδάτινες μάζες. Μέχρι τώρα δεν έχουν παρθεί σοβαρά μέτρα για ν' αντιμετωπισθεί το πρόβλημα αυτό. Σε μερικές βέβαια περιπτώσεις έχουν κατασκευαστεί κλειστές τάφροι γύρω από τους υγροτόπους για να συλλέγουν την απορροή των ρυπασμένων επιφανειακών νερών. Αυτές όμως σταματούν παράλληλα και την εισροή γλυκού νερού και μετατρέπουν τους υγροτόπους σε μη ανανεούμενα τέλματα. Η δυσκολία είναι ότι μία ριζική λύση δε μπορεί να είναι μόνον τεχνική, αλλά προϋποθέτει την αναδιάρθρωση όλου του τομέα της αγροτικής παραγωγής.
Σε πολλές περιπτώσεις όμως η γεωργία ασκεί και θετικές επιδράσεις στην προστασία των υγροτόπων, όπως στην περίπτωση που τα παραποτάμια χωριά του Λουδία προβάλλουν την αρδευτική αξία του ποταμού ως επιχείρημα για να κρατηθεί ο ποταμός αυτός καθαρός από τα απόβλητα των εργοστασίων. Οι δυσμενείς συνέπειες για τους ποταμούς (και τελικά και για τη γεωργία) εμφανίζονται όταν οι αγρότες δεν κατανοούν πως οι αξίες των υγροτοπικών και των αγροτικών οικοσυστημάτων είναι στενά συνδεδεμένες. Η περίπτωση της λίμνης Κερκίνης, η οποία ξεκίνησε ως ταμιευτήρας νερού για αρδευτικούς σκοπούς και απέκτησε και οικολογική και ιχθυοπονική αξία, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Άλλο θετικό παράδειγμα αποτελούν οι οριζώνες, οι οποίοι θεωρούνται ως πολύτιμο ενδιαίτημα για την άγρια υγροτοπική πανίδα, ιδίως την ορνιθοπανίδα, αν και ορισμένοι καλλιεργητικοί χειρισμοί, όπως η χρήση πολύ τοξικών γεωργικών φαρμάκων, μπορούν να βλάψουν τα άγρια ζώα, είτε απ' ευθείας, είτε μέσω της τροφικής αλυσίδας. (WWF-IUCN, 1990). Πάντως οι ξερικές καλλιέργειες αρμόζουν καλύτερα στο ελληνικό κλίμα.
3.1.1. Άρδευση.
Από τον 4ο κιόλας αιώνα π.Χ. ο Πλάτων έγραψε ότι η διαχείριση των υδάτων θα πρέπει να γίνεται: "...έτσι ώστε να μην προκαλέσουν καταστροφές στη γή, αλλά αντίθετα να αποκομιστούν οφέλη από αυτά, τα νερά που έστειλε ο Δίας, καθώς κυλούν από τις υψηλές κοιλάδες ανάμεσα στα όρη, αφού η ροή τους περιοριστεί με φράγματα, που θα δέχονται και θα απορροφούν νερό από τον ουρανό, θα πρέπει να δημιουργηθούν πηγές και κρουνοί χαμηλότερα, έτσι ώστε τα ξερά μέρη να γίνουν μέρη με άφθονα και πανέμορφα νερά..." (Πλάτων: Νόμοι, 764Β).
Παγκόσμια, οι αρδεύομενες εκτάσεις αποτελούν το 12% των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Οι μεγαλύτερες αρδευόμενες εκτάσεις του κόσμου βρίσκονται στη Ασία (Κίνα, Ινδία, Πακιστάν) και τη Β. Αμερική (ΗΠΑ). Εκτιμάται πως γύρω στο έτος 2000 το ποσοστό του νερού που χρησιμοποιείται για άρδευση παγκόσμια θα μειωθεί από 63% σε 55%, κάτω από την πίεση των αυξανόμενων απαιτήσεων της βιομηχανίας, αλλά και της μη αειφορικής (μη βιώσιμης) εκμετάλλευσής του, η οποία και αποτελεί την πιο συνηθισμένη κατάσταση σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα (Belgger, 1990).
Kαι ενώ παγκόσμια επικρατεί τάση συρρίκνωσης των αρδευομένων εκτάσεων, το ελληνικό υπουργείο Γεωργίας εξακολουθεί να επιμένει πως "...ενώ οι δυνάμενες να αρδευθούν σήμερα εκτάσεις ανέρχονται σε 11 εκατομμύρια στρέμματα, ο στόχος είναι να αυξηθούν αυτές και να φθάσουν τα 16 εκατομμύρια στρέμματα, από τα 39.5 που αποτελούν την συνολική γεωργική γη της χώρας..." (Γεωργικό Πρόγραμμα '89).
Η αγροτική παραγωγή έχει αυξηθεί βέβαια κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα, και αυτό οφείλεται στην προφανή αύξηση της ποσότητας του νερού που χρησιμοποιείται για άρδευση. Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο ότι η αναδιάρθρωση (μέσω των ΜΟΠ) των καλλιεργειών, οδηγεί σε νέα είδη που απαιτούν μεγαλύτερες ποσότητες νερού (Λουλούδης, προσωπική επικοινωνία, 1998). Το 1929 αρδεύονταν 1.78 εκατομμύρια στρέμματα ενώ σήμερα υπολογίζεται η αρδευόμενη έκταση σε 12 εκατομμύρια στρέμματα που αντιστοιχούν στο 32% του συνόλου των καλλιεργούμενων εκτάσεων.
Η κατασκευή δικτύων άρδευσης, η εισαγωγή νέων μορφών τεχνολογίας στην άντληση και η έλλειψη συστήματος κοστολόγησης του αρδευτικού νερού έχουν δημιουργήσει την εντύπωση πως το νερό είναι ένας φυσικός πόρος χωρίς τέλος. Αυτή η αντίληψη δυστυχώς υπάρχει ακόμη στο αναπτυξιακό πρότυπο το οποίο ακολουθείται στην Ελλάδα. Τα συστήματα άρδευσης που χρησιμοποιούνται σήμερα στη χώρα μας είναι τα εξής τρία:
Επιφανειακή άρδευση.
Τεχνητή βροχή (σωλήνες και εκτοξευτήρες νερού).
Μικροάρδευση (στάγδην άρδευση, εκτοξευτήριο χαμηλής πίεσης) η οποία είναι η πιο οικονομική στην κατανάλωση νερού.
Τα δημόσια δίκτυα άρδευσης χρησιμοποιούν κυρίως τις δύο πρώτες μεθόδους και ελάχιστα την τρίτη, ενώ τα ιδιωτικά δίκτυα χρησιμοποιούν την τρίτη μέθοδο σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό (περίπου 90%). Αυτή η πρακτική φαίνεται να κερδίζει συνεχώς έδαφος (Κουβέλης et al., 1994).
Τα κυριότερα περιβαλλοντικά προβλήματα που συνδέονται με την εντατική χρήση νερού για αρδεύσεις είναι η υπεράντληση των υπόγειων αποθεμάτων (υδροφορείς) και των διαθέσιμων επιφανειακών νερών των ποταμών, η αλατοποίηση του εδάφους, και η υποχώρηση των υπόγειων υδροφόρων οριζόντων (Clarke, 1991).
Επίσης το αρδευτικό νερό που στραγγίζει επιφανειακά ή υπόγεια, όταν βέβαια συμβαίνει τέτοια στράγγιση, μπορεί να απειλήσει την ποιότητα του νερού των υγροτόπων, διότι ενδέχεται να μεταφέρει επιζήμια ιζήματα, θρεπτικά στοιχεία και τοξικές ουσίες. Σε ορθώς σχεδιασμένα, επαρκώς συντηρούμενα και διαχειριζόμενα αρδευτικά δίκτυα δεν πρέπει κανονικά να περισσεύει νερό ώστε να στραγγίζει (εκτός από την περίπτωση των ορυζώνων). Επειδή όμως τέτοια μελετημένα δίκτυα δεν υπάρχουν παντού, το πρόβλημα του στραγγίζοντος νερού είναι υπαρκτό. (WWF-IUCN, 1990).
3.1.2. Υπεράντληση των υπόγειων υδροφορέων.
Σύμφωνα με υπολογισμούς, οι επιφανειακοί υδατικοί πόροι συνεισφέρουν στο 65% της άρδευσης στην Ελλάδα, ενώ το υπόλοιπο πρόερχεται από υπόγεια νερά. Κάθε χρόνο:
η συνολική αρδευόμενη έκταση αυξάνεται και η ζήτηση για νερό γίνεται ολοένα και πιο πιεστική
οι νέες μορφές τεχνολογίας επιτρέπουν την άντληση νερού από υδροφόρους ορίζοντες σε μέγαλα βάθη
η έλλειψη επιφανειακών υδάτων αυξάνει τη ζήτηση για υπόγεια ύδατα, γεγονός το οποίο συχνά οδηγεί σε υπεράντληση σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Σε πολλές περιπτώσεις οι γεωτρήσεις για νερό είναι παράνομες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των τοπικών υπηρεσιών του υπουργείου Γεωργίας, στη Θεσσαλία υπάρχουν περίπου 20.000 παράνομα πηγάδια (Κουβέλης et al., 1994).
Οι ΗΠΑ, η πρώην Σοβιετική Ένωση και η Κίνα μείωσαν τις αρδεύομενες εκτάσεις τους μεταξύ 1980 και 1990. Ιδιαίτερα στην Κίνα η υπεράντληση των υπογείων νερών που βρίσκονται κάτω από τα δύο τεράστια αστικά κέντρα του Πεκίνου και του Τιεν - Τσιν, για αρδευτικούς, βιομηχανικούς αλλά και υδρευτικούς λόγους, υπολογίζεται πως θα οδηγήσει σε έλλειμμα της τάξης του 6% στο υδατικό ισοζύγιο μέχρι το τέλος του αιώνα. Με άλλα λόγια, οι ανθρώπινες ανάγκες θα υποχρεώσουν σε κατανάλωση 6% παραπάνω ποσότητας νερού απ' αυτήν που θα ξαναγυρίζει στη γη μέσω του υδρολογικού κύκλου. Στις πόλεις αυτές ο υπόγειος ορίζοντας έχει ήδη κατέβει μέχρι και 80m, ενώ σε μερικές περιοχές η υπερκείμενη γη έχει υποστεί καθίζηση έως και 0.5m (Livernash & Seligman, 1992).
Πραγματικά, ένα από τα πιο εμφανή αποτελέσματα της υπεράντλησης των υπογείων υδροφορέων είναι η καθίζηση που παρατηρείται σε διάφορες περιοχές της γής, όπου τα υπόγεια αποθέματα νερού για μεγάλο χρονικό διάστημα γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης, με ταχύτητα άντλησης μεγαλύτερη της φυσικής αναπλήρωσής τους.
Τέτοια φαινόμενα έχουν αναφερθεί στο Πεκίνο από τους Livernash & Seligman (1992), στην πόλη του Μεξικού από τον Postel (1993), όπου η καθίζηση συμπαρασύρει τον καθεδρικό ναό της πόλης, στο Δέλτα του Μισσισιπή, όπου η καθίζηση σε συνδυασμό με την άνοδο της στάθμης της θάλασσας προκαλεί την κατάκλυση πολλών τετραγωνικών χιλιόμετρων ξηράς ετησίως (Jacobson, 1990). Ακόμη και στην Ελλάδα, στο Καλοχώρι Θεσ/νίκης, παρατηρήθηκε καθίζηση 2,5m περίπου.
Τα γιγαντιαία υπόγεια υδροαποθέματα κάτω από την περιοχή του Τέξας και της Οκλαχόμα, υπολογίζεται ότι υπεραντλούνται με ρυθμούς μέχρι και 20 φορές ταχύτερους από το ρυθμό με τον οποίο αναπληρώνονται μέσω της κατείσδυσης των νερών της βροχής, με τελική συνέπεια μικρότερες αντλούμενες ποσότητες και αυξημένο ενεργειακό κόστος για την άντληση αυτή (Barkin & Kellev, 1987).
Στην Ελλάδα, σε πολλά σημεία της παράκτιας ζώνης της νότιας Χαλκιδικής έχει διαπιστωθεί ελαφρά υφαλμύρωση των υπογείων νερών, που οφείλεται στη διείσδυση θαλασσινού νερού προς την ενδοχώρα, λόγω της κάμψης του υπογείου υδατικού δυναμικού της περιοχής, ειδικότερα στην παραλιακή ζώνη που εκτείνεται από την Επανωμή μέχρι τα Ν. Μουδανιά και τη χερσόνησο της Κασσάνδρας.
Εκτός από την υφαλμύρωση, παρουσιάζεται και το φαινόμενο της ρύπανσης και μόλυνσης των υπογείων νερών από νιτρικά άλατα και παθογόνους μικροοργανισμούς αντιστοίχως. Τα αίτια φαίνεται πως είναι η υπέρμετρη λίπανση των αγρών και οι πολλοί βόθροι, ιδιαίτερα αυτοί των αυθαίρετων οικισμών. Όλ' αυτά συνοδεύονται από μία εξασθένηση του υπόγειου υδατικού δυναμικού της περιοχής (με άλλα λόγια, μείωση της ποσότητας των υπογείων νερών), που εκφράζεται με συνεχή πτώση της στάθμης των υπόγειων νερών, της τάξης του 0.5 - 1m ετησίως (Παπακωνσταντίνου, 1994).
Μία από τις χειρότερες περιπτώσεις αλόγιστης χρήσης υπόγειων υδατικών αποθεμάτων αποτελεί η εκμετάλλευση των λεγόμενων "ορυκτών" υδάτινων στρωμάτων. Αυτά είναι υπόγειες δεξαμενές που συγκρατούν νερό εκατοντάδων ή ακόμη και χιλιάδων ετών, το οποίο δεν ανανεώνεται μέσω των βροχοπτώσεων, λόγω της μη διαπερατότητας των πετρωμάτων που το περιβάλλουν. Το νερό αυτό εννοείται πως πρόκειται να εξαντληθεί με την ίδια μαθηματική βεβαιότητα που θα εξαντληθεί και το πετρέλαιο των πετρελαιοπηγών. Τέτοιο πρόβλημα προβλέπεται πως θα έχουν να αντιμετωπίσουν η Σαουδική Αραβία και η Λιβύη, τα επόμενα 50 χρόνια (Γεωργόπουλος, 1997).
Η υπερπληθώρα υδροληπτικών έργων, με το ήδη υπάρχον καθεστώς ανεξέλεγκτης εκμετάλλευσης (Postel, 1993) και τα φαινόμενα συνεχιζόμενης ανομβρίας στον ελλαδικό χώρο, προεξοφλούν τη συνεχή ποιοτική υποβάθμιση και εξάντληση των υπόγειων νερών της χώρας μας. Ο τεχνητός εμπλουτισμός των υπόγειων υδροφορέων, που γίνεται προσπάθεια να εφαρμοστεί, αποτελεί μια διαδικασία που σκοπό έχει να διευκολύνει τη διήθηση μεγαλύτερων ποσοτήτων νερού από την απορροή, προς τροφοδοσία των υπόγειων υδροφορέων, είτε με την αύξηση της επιφάνειας διήθησης, είτε με άλλες μεθόδους.
3.1.3. Aλάτωση.
Σε κάθε οικοσύστημα που δεν αρδεύεται, υπάρχει ισορροπία μεταξύ βροχοπτώσεων από τη μία και εξατμισοδιαπνοής, επιφανειακής απορροής και τροφοδότησης του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα από την άλλη. Αυτή η ισορροπία διαταράσσεται σοβαρά εάν προστεθεί στο οικοσύστημα η άρδευση.
Ως αποτέλεσμα της φυσικής διάβρωσης ή αποσάθρωσης, υπάρχουν στα εδάφη άλατα κάθε είδους, μεταφερόμενα με τα νερά της βροχής, και η ποσότητα των αλάτων εξαρτάται από τη σύσταση των αρχικών πετρωμάτων από τα οποία προέρχονται. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα μεγάλο στις ξηρές περιοχές με έντονη εξάτμιση, και όπου οι βροχοπτώσεις δεν είναι αρκετές ώστε να διαλύσουν και να παρασύρουν μεγάλο ποσοστό αλάτων, όπως γίνεται στις υγρότερες περιοχές. Με την άρδευση, συνεχίζουν να προστίθενται και να συσσωρεύοναι άλατα στο αρδευόμενο σύστημα λόγω της αύξησης της εξατμισοδιαπνοής, της ανεπάρκειας της στράγγισης (αποχεύτεσης) του συνήθως άσχημα σχεδιασμένου αρδευτικού συστήματος και της συνεχούς διήθησης του νερού που συντελεί στην ανύψωση του επιπέδου του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα. Τα εδάφη γίνονται τότε τοξικά για τα φυτά, όταν η συγκέντρωση άλατος φτάσει τα 0.5 - 1%. Σε ξηρές περιοχές το ποσοστό των αλάτων μπορεί να φτάσει έως και 12%.
3.1.4. Ανύψωση του υδροφόρου ορίζοντα.
Aνύψωση του υδροφόρου ορίζοντα έχουμε όταν εδάφη που δεν αποστραγγίζονται καλά, δέχονται περισσότερο νερό απ' όσο μπορούν να απορροφήσουν. Σε μερικές περιπτώσεις ο μισός όγκος του νερού άρδευσης χάνεται, μέσω διήθησης προς τα κάτω.
Όταν το επίπεδο του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα ανεβαίνοντας φθάσει κοντά στο επίπεδο του εδάφους, το νερό θα κατευθυνθεί προς τα επάνω με την επίδραση των τριχοειδών φαινομένων και θα εξατμισθεί γρήγορα, ενώ επιπλέον ποσότητες αλάτων θα συσσωρεύονται στην επιφάνεια του εδάφους κατά τη διάρκεια αυτών των διαδικασιών. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, μεγάλες περιοχές μπορεί να εμφανισθούν καλυμμένες με μιάν άσπρη αλατώδη κρούστα (UNESCO-UNEP, 1995). Τα νερά των ποταμών αυξάνουν την αλατότητά τους καθώς διέρχονται από αρδευόμενες εκτάσεις.
Οι ποταμοί γενικώς που περνούν από αρδευόμενα εδάφη πολλαπλασιάζουν την αλατότητά τους όσο πλησιάζουν προς τις εκβολές τους. (Γεωργόπουλος, 1997). H αλάτωση και η ανύψωση του υδροφόρου ορίζοντα είναι από τα πιο σοβαρά σημερινά περιβαλλοντικά προβλήματα, με άμεσες επιπτώσεις στην παγκόσμια παραγωγή τροφής και στην ποιότητα του νερού των ποταμών. Περισσότερο από το 50% της παγκόσμια αρδευόμενης γης εγκαταλείπεται κάθε χρόνο εξ αιτίας αυτών των προβλημάτων (UNESCO-UNEP, 1995).
Αναμένεται πως μετά το 2000, μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις που τώρα αρδεύονται θα επαναποδοθούν στις ξηρικές καλλιέργειες. Καθώς θα συρρικνώνονται τα διαθέσιμα αποθέματα γλυκού νερού για τη γεωργία, πιθανώς η καλλιέργεια ποικιλιών που θα είναι ανθεκτικότερα στο αλάτι και την ξηρασία θα κρατήσουν την παγκόσμια παραγωγή δημητριακών σταθερή. Στο Ισραήλ ήδη σήμερα, το βαμβάκι, το καλαμπόκι, οι ντομάτες και τα σπαράγγια αρδεύονται με νερό δύο φορές αλμυρότερο από αυτό που καθορίζεται ως πόσιμο στις ΗΠΑ (Postel, 1993).
Για ν' αποφευχθεί η αλάτωση των εδαφών, που οφείλεται στo συνεχώς αυξανόμενο αριθμό των αρδευόμενων περιοχών και στη μειωμένη ροή των ποταμών λόγω της κατασκευής υδατοδεξαμενών αποθήκευσης νερού, πρέπει να απομακρύνεται από το έδαφος μια ποσότητα αλάτων ίση με αυτή που προστίθεται με το νερό, κάτι που είναι πολύ δύσκολο να γίνει. Το σπουδαιότερο μέτρο που μπορεί να εφαρμοστεί, είναι η αρκετά γρήγορη αποστράγγιση του πλεονάζοντος νερού. Αυτό το μέτρο ωστόσο, για να επιτύχει το σκοπό του, θα πρέπει να εφαρμοστεί ταυτόχρονα σε όλες τις καλλιεργούμενες περιοχές, επειδή στην αντίθετη περίπτωση η αποστράγγιση στις ανάντι περιοχές θα αύξανε το περιεχόμενο σε άλατα του νερού των κατάντι περιοχών. Έτσι το κόστος για την παγκόσμια εφαρμογή αυτού του μέτρου είναι τεράστιο. Τελικά η άρδευση με το σύστημα στάγδην είναι η καλύτερη μέθοδος για την αποφυγή αυτών των φαινομένων, αλλά και για την εξοικονόμηση νερού (UNESCO-UNEP, 1995).
3.1.5. Τα διδάγματα του παρελθόντος.
Το γεωργικό θαύμα της μεταπολεμικής Ελλάδας είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Οι παλιοί ειδικοί όμως δεν υποψιάζονταν ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν και δυσμενείς συνέπειες στο φυσικό αλλά και στο γεωργικό περιβάλλον, εξαιτίας των αποξηράνσεων. Δεν ήξεραν το μέγεθος των πολλαπλών αξιών των υγροτόπων. Για παράδειγμα, δεν μπορούσαν να προβλέψουν ότι μετά από δύο γενιές θα χρειαζόταν η ίδια η γεωργία τμήματα των υγροτόπων που αποξηράνθηκαν, για να τα χρησιμοποιήσει ως ταμιευτήρες αρδευτικού νερού, που όσο πάει και σπανίζει, ή και αν το προέβλεπαν, η Πολιτεία αγνοούσε τις εισηγήσεις τους.
Δικαιολογείται επομένως από τη μια μεριά σεβασμός για το έργο των παλιών, αλλά από την άλλη, η κατάσταση των ελληνικών υγροτόπων σήμερα καταλογίζει μομφή στους σύγχρονους Έλληνες, γιατί, ενώ τώρα έχουμε τη γνώση, δεν διδαχθήκαμε από τα αναπόφευκτα σφάλματα του πρόσφατου παρελθόντος.
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ: Νο20 (Καλαϊτζίδης, 1997)
3.2. Η υδροηλεκτρική ενέργεια.
Η υδροηλεκτρική ενέργεια σήμερα καλύπτει το 1/5 της παραγόμενης ενέργειας παγκοσμίως. Τα μικρά έργα φαίνεται να καλύπτουν καλύτερα τις ενεργειακές ανάγκες, χωρίς να προκαλούν κοινωνική και οικολογική ενόχληση. Όσο μεγαλύτερα είναι τα φράγματα, τόσο μεγαλύτερες είναι οι εκτάσεις που θα κατακλύσουν με νερό και οι οχλήσεις που προκαλούν. Το ίδιο, όμως, μεγάλες θα είναι και οι ποσότητες των φερτών υλικών που θα παγιδευτούν εκεί, στερώντας τα κατάντι των ποταμών από τη "λιπαντική" τους επίδραση, αλλά, επίσης, ανάλογα μεγάλος θα είναι και ο πληθυσμός που θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει τα σπίτια του.
Οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί αντιπροσωπεύουν σήμερα στην Ελλάδα μόνο το 25% του τεχνικά και οικονομικά εκμεταλλεύσιμου υδατικού δυναμικού της. Είναι σημαντική η συνεισφορά των σταθμών αυτών στη μείωση της ρύπανσης (λόγω της μείωσης της ποσότητας συμβατικών καυσίμων που χρησιμοποιούνται από τους θερμοηλεκτρικούς σταθμούς) και στην εξοικονόμιση συναλλάγματος που θα δινόταν για την εισαγωγή πετρελαίου, ενώ κάποιοι από αυτούς εξυπηρετούν πολλαπλούς σκοπούς (Γεωργόπουλος, 1997).
Αυτό το είδος αξιοποίησης ενέργειας, και μάλιστα από μικρής δυναμικότητας σταθμούς, είναι ιδιαίτερα πρόσφορο για την ανάπτυξη ορεινών απομονωμένων περιοχών και για την οικονομικότερη παραγωγή ηλεκτρισμού χωρίς τις απώλειες λόγω μεταφοράς του.
Στις αναπτυσσόμενες χώρες δεν πραγματοποιήθηκαν μεγάλης κλίμακας υδροηλεκτρικά έργα, λόγω οικονομικών κυρίως δυσχερειών. Εξαίρεση, και με δυσμενέστατες επιπτώσεις, είναι το παρακάτω παράδειγμα.
Το φράγμα του Ασουάν στον ποταμό Νείλο, στην Αίγυπτο, δημιούργησε τη λίμνη Νάσερ, μια τεχνητή λίμνη μήκους 500 χιλιομέτρων και μέγιστου βάθους 70 μέτρων. Όμως, τα νερά κατέκλυσαν μια έκταση 5,000 km2 στερώντας την από καλλιέργειες. Η ποσότητα νερών που εξατμίζεται (10,000 δισεκατομμύρια m3) είναι πολύ μεγαλύτερη από πριν. Οι στερεές ύλες που έφταναν προηγουμένως στο Δέλτα του Νείλου σταμάτησαν, με αποτέλεσμα η θάλασσα να εισχωρεί στην ξηρά διαβρώνοντάς την. Η εύφορη ιλύς που μεταφερόταν από το ποτάμι και παρέμενε στα παραποτάμια χωράφια, τώρα παγιδεύεται στον πυθμένα της τεχνητής λίμνης και στερεί τα θαλάσσια λιβάδια κοντά στις εκβολές από τα θρεπτικά συστατικά που βοηθούσαν την ανάπτυξη της θαλάσσιας χλωρίδας και των ψαριών που τρέφονταν απ' αυτήν. Έτσι μεταξύ των αλιευμάτων που μειώθηκαν δραστικά ήταν οι σαρδέλλες. Τέλος ένα είδος σαλιγκαριού που ζει στο Νείλο, και είναι ξενιστής ενός παράσιτου που προκαλεί την λοιμώδη νόσο σχιστοσωμίαση, διαδόθηκε μέσω των αρδευτικών καναλιών. Η ασθένεια αυτή έχει προσβάλλει σχεδόν τα 3/4 των αγροτών της περιοχής του Ασουάν, γιατί αυτοί κυκλοφορούν ξυπόλυτοι μέσα στα αρδευτικά κανάλια (Simonnet, 1985).
 Το φράγμα του Ασουάν.
Ένα από τα κοινωνικά αποτελέσματα της κατασκευής των μεγάλων φραγμάτων είναι η μαζική μετεγκατάσταση δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που έμεναν στα μέρη όπου δημιουργούνται οι τεχνητές λίμνες. Περίπου 120,000 αγρότες του Ασουάν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις περιοχές όπου ζούσαν και να μετοικήσουν (Clarke, 1991).
Τα προβλήματα που συνδέονται με την κατασκευή μεγάλων φραγμάτων είναι:
(1) η μείωση του όγκου των αποθηκευόμενων υδάτων, λόγω διάβρωσης εδαφών στα ανάντι των ποταμών, και άρα αυξημένων φερτών υλικών, που εκτοπίζουν το νερό μειώνοντας την ποσότητά του, μειώνοντας έτσι δραστικά το χρόνο ζωής των φραγμάτων, και μαζί την αρδευτική αλλά και υδροηλεκτρική ικανότητά τους. Επίσης,
(2) η μείωση της γονιμότητας των καλλιεργούμενων εκτάσεων στα κατάντι των ποταμών, λόγω της παγίδευσης των θρεπτικών συστατικών στα φράγματα. Τα προηγούμενα, σε συνδυασμό με
(3) το υψηλό κόστος των αρδευτικών έργων, οδήγησαν στην όλο και επιβραδυνόμενη αύξηση των αρδευόμενων εδαφών παγκοσμίως. Από τα μέσα της δεκαετίας του '60 η ταχύτητα αύξησης των αρδευόμενων εδαφών μειώθηκε σε πλανητική κλίμακα.
Τέλος, τα μεγάλα φράγματα συνδέονται με τη σημαντικότερη ίσως ανθρωπογενή πρόκληση σεισμών. Σε μερικές δεκάδες περιπτώσεων παγκόσμια, η πλήρωση των τεχνητών λιμνών πίσω από φράγματα προκάλεσε σημαντική σεισμική δραστηριότητα. Διαπιστώθηκε πως συνέβαιναν περισσότερες δονήσεις και με μεγαλύτερη συχνότητα (που είχε μάλιστα σχέση με τη ποσότητα νερού του ταμιευτήρα) μετά την πλήρωση των τεχνητών λιμνών, παρά πριν απ' αυτήν (Goudie, 1990).
Υπάρχουν τουλάχιστον έξι περιπτώσεις σε παγκόσμια κλίμακα (Koyna - Iνδία, Hsin Feng Kiang - Κίνα, Kariba - Zιμπάμπουε, Hoover - ΗΠΑ, Kρεμαστά και Μαραθώνας) όπου σεισμοί με ένταση μαγαλύτερη των 5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, συνοδεύομενοι από σειρά προσεισμικών και μετασεισμικών δονήσεων, συσχετίστηκαν με την πλήρωση των υδάτινων ταμιευτήρων. Πρόσφατα είχαμε και τον σεισμό στα Γρεβενά.
Οι πιο σημαντικές επιπτώσεις είναι οι εξής:
- Αλλαγές στα μικρά και μεγάλα οικοσυστήματα.
- Εξάπλωση των ασθενειών που σχετίζονται με το νερό.
- Απότομες αυξομειώσεις της ροής των ποταμών.
- Αλλαγές στην ποιότητα του νερού και των ιζημάτων.
- Κίνδυνοι πλημμυρών.
- Αλλαγές συνθηκών για ψάρεμα, καλλιέργεια, μεταφορά και άλλες οικονομικές δραστηριότητες.
- Υποχρεωτική μεταφορά του πληθυσμού.
- Σεισμική δραστηριότητα.
- Παρεμπόδιση στις μετακινήσεις των πληθυσμών των ψαριών και άλλων οργανισμών.
Οι επιδράσεις του περιορισμού ή της απώλειας της γης, κύρια της καλλιεργήσιμης, αλλά και ο ευτροφισμός (βλέπε στο σχετικό κεφάλαιο) στα ποτάμια και τις δεξαμενές, προκάλεσαν αναστάτωση με αποτέλεσμα τη διακοπή ή διάλυση πολλών σχεδίων. Οι αλλαγές στη ροή και τη στάθμη του νερού έχουν συνδεθεί με πολλά προβλήματα που δημιουργήθηκαν από την ιζηματογένεση, τη διάβρωση, την αλάτωση κ.ά. και μπορεί να έχουν επίδραση στην αλιεία και τη γεωργία.
Με βάση όλα αυτά, είναι εμφανές πως η περαιτέρω ανάπτυξη της εκμετάλλευσης της ενέργειας του νερού πρέπει να βασιστεί σε μια προσεκτική εξισορρόπηση των θετικών και αρνητικών αποτελεσμάτων (UNESCO-UNEP, 1995).
Ο εξηλεκτρισμός στην Ελλάδα.
Το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε τη μικρή ελληνική βιομηχανία κατεστραμμένη. Μεταξύ των κύριων στόχων των μεταπολεμικών κυβερνήσεων, ιδίως μετά τον εμφύλιο, ήταν η εκβιομηχάνιση, η οποία προϋπέθετε ενεργειακή επάρκεια. Η απόκτηση νέων ενεργειακών πηγών δεν ήταν απαραίτητη μόνο για τη βιομηχανία, αλλά και για την ανάπτυξη της γεωργίας και των κατοικημένων περιοχών. Ας σημειωθεί ότι το 1950 μικρό ποσοστό των μικρών οικισμών είχε ηλεκτρικό ρεύμα.
Ο εξηλεκτρισμός της Χώρας βασίστηκε στα υδροηλεκτρικά και τα θερμοηλεκτρικά έργα.
Τα υδροηλεκτρικά έργα προκάλεσαν αύξηση των υγροτοπικών εκτάσεων και έχουν σοβαρά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τους θερμοηλεκτρικούς σταθμούς: αποφυγή ρύπανσης της ατμόσφαιρας και χρήση ανανεώσιμης πηγής ενέργειας. Όμως, όπως αναφέρθηκε, προκαλούν αλλοίωση των ποταμών καθώς και των δελταϊκών εκβολικών οικοσυστημάτων, γιατί ο ταμιευτήρας νερού που σχηματίζεται στο φράγμα χρησιμοποιείται και για άλλους σκοπούς π.χ αρδευτικούς. Υδροηλεκτρικά έργα έχουν κατασκευαστεί σε πολλούς μεγάλους ποταμούς της Ελλάδας (π.χ. Αλιάκμονας, Αχελώος, Άραχθος, Λούρος, Αλφειός) και κατασκευάζονται (Νέστος) η προγραμματίζονται (Αώος) καινούργια. Η ΔΕΗ ευνοεί πολλές φορές και την κατασκευή μικρών υδροηλεκτρικών έργων σε μικρούς ποταμούς π.χ. ποταμός Αγίου Γερμανού Πρεσπών (δεν πραγματοποιήθηκε ακόμη, αλλά υπάρχουν και σοβαρές αντιρρήσεις). (Τσιούρης & Γεράκης, 1991).
 Το υδροηλεκτρικό έργο Ασωμάτων στον Αλιάκμονα.
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ: Νο22 (Καλαϊτζίδης, 1997)
3.3. Το νερό στη Βιομηχανία.
Στις χρήσεις του νερού στη Βιομηχανία περιλαμβάνονται η ψύξη ή θέρμανση του νερού για την παραγωγή ενέργειας, η χρήση του ως διαλύτη πολλών ουσιών, μεταξύ των οποίων και πολλοί ρυπαντές, και στα ορυχεία ως βοήθημα για τις εξορύξεις. Η συνολική απαίτηση νερού των βιομηχανιών υπολογίζεται στο ποσοστό του 21% της συνολικής χρήσης, όμως οι απαιτήσεις αυτές αυξάνονται πολύ γρηγορότερα απ' ό,τι οι αντίστοιχες της γεωργίας.
Μια σοβαρή επίπτωση στο περιβάλλον είναι πως το μεγαλύτερο ποσοστό του νερού που χρησιμοποιείται από τη βιομηχανία επιστρέφει στη φύση και στον υδρολογικό κύκλο, συχνά μέσω ενός ποταμού ή λίμνης, δυστυχώς όμως αρκετά ρυπασμένο από χημικά ή βαριά μέταλλα, και συχνά θερμότερο. Συγχρόνως όμως, σε έναν αυξανόμενο αριθμό χωρών, οι τοπικές αρχές θέτουν αυστηρά μέτρα διαχείρισης των νερών που χρησιμοποιούνται από τη βιομηχανία, συνήθως με τη χρηματική επιβάρυνση των ίδιων των βιομηχανιών.
Από το 1970 η διαχείριση του νερού σε πολλές βιομηχανίες έχει αναπτυχθεί σημαντικά. Έτσι έχουμε μεγαλύτερη οικονομία νερού και μείωση του κόστους της διαχείρισης των αποβλήτων. Παρ' όλα αυτά, μελέτες γύρω από την όξινη και τοξική βροχή μας δείχνουν πως βιομηχανικά απόβλητα εισβάλλουν στον υδρολογικό κύκλο και με άλλους τρόπους, εκτός της εκροής υδατικών αποβλήτων.
Η εμφάνιση νέας, φιλικότερης προς το περιβάλλον τεχνολογίας είναι μια πολύ σημαντική πρόσφατη τάση της βιομηχανικής ανάπτυξης. Κάποια στοιχεία αυτής της τεχνολογίας βοηθούν στη μείωση των αποβλήτων, χρησιμοποιώντας πιο εποικοδομητικά τις πρώτες ύλες και την ενέργεια. Η ανάπτυξη της βιοτεχνολογίας οδήγησε στην αποτελεσματικότερη διαχείριση της εκροής των βιομηχανικών αποβλήτων.
Μερικές βιομηχανικές διαδικασίες είναι ιδιαίτερα υδροβόρες. Για την παραγωγή ενός τόνου χάλυβα, χαρτιού, σιταριού, αμμωνίας, χρησιμοποιούνται αρκετές εκατοντάδες τόνοι νερού, ενώ για την παραγωγή ενός τόνου πλαστικού, συνθετικών νημάτων, συνθετικού καουτσούκ ή νικελίου, χρειάζονται μερικές χιλιάδες τόνοι νερού.
Το μεγαλύτερο ποσοστό νερού βιομηχανικής χρήσης χρησιμοποιείται για ψύξη. Θερμά και υγρά απόβλητα, όμως, απορριπτόμενα σε υδάτινους αποδέκτες, αυξάνουν το μεταβολισμό των υδρόβιων οργανισμών και μειώνουν την ποσότητα του διαλυμένου οξυγόνου στα νερά. Γι' αυτό υπάρχει και η απαίτηση, οι βιομηχανίες να ψύχουν τα θερμά υδατικά τους απόβλητα πριν από την απόρριψή τους. Οι χώρες με τις μεγαλύτερες καταναλώσεις νερού για βιομηχανική χρήση είναι οι ΗΠΑ, η πρώην Σοβιετική Ένωση (οι δυό αυτές χώρες καταναλώνουν το 50% του νερού για βιομηχανική χρήση παγκόσμια), η Ιαπωνία, η πρώην Δυτική Γερμανία και η Κίνα. Η βιομηχανική κατανάλωση νερού αυξάνεται συνεχώς. Υπολογίζεται να φτάσει το 26% της παγκόσμιας κατανάλωσης κατά το έτος 2000. (Γεωργόπουλος, 1997)
Κατά τη βιομηχανική χρήση του νερού υπάρχουν οι δυνατότητες ανακύκλωσής του, δεδομένου πως δεν αναλίσκεται, αλλά μόνο θερμαίνεται ή ρυπαίνεται. Η τάση εξοικονόμησης νερού εμφανίστηκε εντυπωσιακά στην Ιαπωνία, στις ΗΠΑ, στην πρώην Δυτική Γερμανία και στη Σουηδία. Σε όλες αυτές τις χώρες η χρήση νερού από τις βιομηχανίες χημικών, χάλυβος, πετρελαιοειδών και χαρτιού, οι οποίες είναι από τις πιο υδροβόρες, μειώνεται συνεχώς κατά την τελευταία εικοσαετία, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται η παραγωγικότητα των βιομηχανιών αυτών, γεγονός που σημαίνει πως χρησιμοποιούν το νερό πολύ πιο αποτελεσματικά (Postel, 1993).
Έτσι στις ΗΠΑ οι κατασκευαστές ατσαλιού κατάφεραν να μειώσουν την κατανάλωση νερού σε μερικούς μόνο τόνους (αντί μερικές εκατοντάδες τόνους) ανά παραγόμενο τόνο ατσαλιού, εξοικονομώντας μέσω της ανακύκλωσης την υπόλοιπη ποσότητα νερού που χρειάζονται.
Παραδείγματα ρύπανσης υγροτόπων από βιομηχανίες υπάρχουν σε κάθε περιοχή της Ελλάδας, άρα η παράθεσή τους εδώ περιττεύει. Η Ελλάδα προσπαθεί κάτι να κάνει, χωρίς επιτυχία ως τώρα, για να μειώσει τη ρύπανση από τα απόβλητα των βιομηχανιών της. Διαμαρτύρεται επίσης, και δίκαια, για τη ρύπανση που προκαλούν όμορες χώρες στους διασυνοριακούς ποταμούς.
Ωστόσο, κάποιες κρατικές υπηρεσίες εξέταζαν με ενδιαφέρον την ιδέα να χρησιμοποιηθεί μια περιοχή κοντά στον σημαντικότατο, ακόμη και ιστορικά, υγρότοπο της Λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου, ως χώρος εναπόθεσης και επεξεργασίας τοξικών βιομηχανικών αποβλήτων, εισαγωμένων από βορειοευρωπαϊκές χώρες. Ανάλογη ιδέα ήταν να εγκατασταθεί το 1985 σ' έναν άλλο σημαντικό υγρότοπο (Δέλτα Νέστου) διαλυτήριο πλοίων, η οποία τελικά δεν υλοποιήθηκε, όχι γιατί η Ελληνική Κυβέρνηση αντιλήφθηκε το λάθος ξαφνικά, αλλά γιατί αντέδρασαν οι ντόπιοι ψαράδες και αγρότες και άλλαξαν οι οικονομικές συνθήκες. Οι δύο αυτές περιπτώσεις εικονογραφούν την πρόθεση μεταφοράς ρύπων από χώρα σε χώρα, που παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις σήμερα, αλλά και τη μεγάλη αποτελεσματικότητα της κοινωνικής πίεσης προς οποιαδήποτε οικονομικά συμφέροντα (Γεωργόπουλος, 1997).
3.4. Αστικοποίηση.
Οι οικισμοί ασκούν ισχυρές πιέσεις για ποσοτικές και ποιοτικές αλλαγές στους υγροτόπους. Οι αλλαγές αυτές στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αρνητικές.
Οι ποσοτικές και οι ποιοτικές αλλαγές επιφέρονται με άμεσους και έμμεσους τρόπους.
Ποσοτικές αλλαγές.
Άμεση ποσοτική αλλαγή είναι η επέκταση πολεοδομικών σχεδίων ακριβώς πάνω σε περιοχές υγροτόπων, στις οποίες, όχι σπάνια, προηγείται εκτεταμένη αυθαίρετη δόμηση.
Παράδειγμα η Δράμα (το αρχαίο Ύδραμα). Ως τα πρώτα μεταπολεμικά έτη υπήρχε στην πόλη αυτή σπάνιας αξίας περιαστικός πηγαίος υγρότοπος πολλών εκατοντάδων στρεμμάτων, από τον οποίο σήμερα μένουν μόνο 80 περίπου στρέμματα. Ο υπόλοιπος καλύφθηκε από πολυκατοικίες και από τεχνητό πάρκο, παράδειγμα για αποφυγή, αφού οι φυσικές κοίτες των ρυακιών εγκιβωτίσθηκαν με σκυρόδεμα, ξεριζώθηκε η φυσική βλάστηση και φυτεύθηκαν ξενόφερτα είδη. (Τσιούρης & Γεράκης, 1991) (link)
 Δράμα - ο υγρότοπος στην Αγία Βαρβάρα.
Η αστική οικοδόμηση έχει και άλλες συνέπειες στα αποθέματα νερού. Μιά από αυτές είναι η αύξηση του κινδύνου πλημμυρών. Όταν η βλάστηση αντικαθίσταται από σπίτια και μπετόν, το χώμα από δρόμους και πλακοστρώσεις, το νερό της βροχής, που στις αγροτικές περιοχές απορροφάται από το χώμα, τρέχει στους δρόμους των πόλεων. Κατασκευάζοντας υπονόμους και αποχετεύσεις οι κίνδυνοι πολλαπλασιάζονται. Το βρόχινο νερό που τρέχει στους δρόμους των πόλεων περιέχει πολλούς ρυπαντές, όπως πλαστικά και χάρτινα απόβλητα, λάδι και βενζίνη, απορρυπαντικά και άλλα χημικά.
Οι πολεοδόμοι είναι γνώστες αυτών των προβλημάτων και χρησιμοποιούν πρακτικές που μειώνουν την ταχύτητα με την οποία φεύγει το νερό, μετά από μία δυνατή βροχή, όμως οι κανόνες δεν τηρούνται πάντοτε. Η βλάστηση είναι πολύ σημαντική, γιατί τα φυτά και το χώμα γύρω τους απορροφούν το νερό. Δέντρα κατά μήκος των δρόμων, πάρκα και νησίδες με πρασινάδα, είναι πολύ σημαντικά βοηθήματα. Επίσης διάφορες τεχνικές κατασκευές, όπως επίπεδες ταράτσες με σωλήνες αποχέτευσης, αυλάκια και τεχνητές λιμνούλες, βοηθούν στο να μη φτάσει το ρυπασμένο νερό στους δρόμους.
Οι οικισμοί επιφέρουν στους υγροτόπους και έμμεσες ποσοτικές αλλαγές, στην προσπάθειά τους να καλύψουν τις αυξανόμενες ανάγκες τους σε πόσιμο νερό. Ο υδροδοτικός προγραμματισμός των οικισμών είναι σχεδόν πάντα βραχυπρόθεσμος και, μπροστά στην ανάγκη που δημιουργεί η έλλειψη πόσιμου νερού, δεν μπορεί να αντέξει κανένας υγρότοπος, έστω και αν είναι γνωστό ότι μακροπρόθεσμα προκαλείται καταστροφή των πηγών υδροδότησης για την επόμενη γενιά, εξαιτίας της υπερκατανάλωσης (αλάτωση, συνίζηση κλπ). Συχνά οι μεγάλοι οικισμοί, αντί να δρούν ως δυνάμεις προστασίας της έκτασης και ποιότητας των υγροτόπων (για μελλοντικά αποθέματα πόσιμου νερού), δρούν ως δυνάμεις υποβάθμισης ή και καταστροφής (π.χ υγρότοπος Αραβησσού - ύδρευση Θεσσαλονίκης). Ακόμη και ποταμοί μπορούν να εξαφανισθούν κατά την αγωνιώδη εξασφάλιση πόσιμου νερού.
Ο χρυσοφόρος ποταμός Εχέδωρος (ή Γαλλικός) δεν φθάνει πια στη θάλασσα, γιατί τα νερά του χρησιμοποιούνται (έμμεσα) κυρίως για την υδροδότηση της Θεσσαλονίκης.
Υπολογίζεται πως κατά το έτος 2000 το ποσοστό νερού για αστικές χρήσεις θα φτάσει το 12% (Belyaev, 1990). Η προσπάθεια εύρεσης όλο και καινούργιων υδατικών αποθεμάτων, ή χώρων που να χρησιμεύουν για ταμιευτήρες, η διαδικασία καθαρισμού του νερού πριν από την χρήση του από τον αστικό πληθυσμό, καθώς και η επεξεργασία των υγρών αποβλήτων μετά, είναι σημαντικά προβλήματα στα οποία δεν έχουν πάντα δοθεί οι σοφότερες λύσεις. Το αυξανόμενο οικονομικό κόστος όλων των παραπάνω διαδικασιών, οι απώλειες των δικτύων ύδρευσης που ανέρχονται (ανάλογα με την παλαιότητά τους) μερικές φορές στο 25% ή ακόμα και στο 35% του συνολικά μεταφερόμενου νερού και η μεγάλη συγκέντρωση ανθρώπων στα αστικά κέντρα, επιβαρύνει την κατάσταση.
Ποιοτικές μεταβολές.
Μια σοβαρή άμεση ποιοτική μεταβολή σε υγροτόπους είναι η ρίψη ανεπεξέργαστων αστικών λυμάτων σε υγροτόπους, μια πρακτική που είναι δυστυχώς ο κανόνας για την ελληνική πραγματικότητα (π.χ Λαγκαδάς στην Κορώνεια, Καστοριά στη λίμνη της, Ξάνθη στη Βιστονίδα, Γιαννιτσά και άλλοι οικισμοί στον Λουδία, Πτολεμαΐδα στη Βεγορίτιδα κλπ).
Ο ποταμός Πηνειός της Θεσσαλίας και οι παραπόταμοί του ελέγχονται από το 1988 μέχρι σήμερα από τα εργαστήρια της Δημόσιας Επιχείρησης Ύδρευσης-Αποχέτευσης Λάρισας. Η ρύπανση του ποταμού είναι σημαντική, ιδιαίτερα σε περιόδους χαμηλών παροχών. Τα τμήματα ανάντι της Λάρισας δεν εμφανίζονται ιδιαίτερα φορτισμένα, ενώ τα τμήματα του ποταμού κατάντι της πόλης παρουσιάζουν σημαντική ρύπανση, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες. Μετά την κοιλάδα των Τεμπών, λόγω εμπλουτισμού του νερού από πηγές μεγάλης παροχής, η κατάσταση είναι καλύτερη. Από τους παραπόταμους ιδιαίτερα ρυπασμένος εμφανίζεται ο Ληθαίος (Μπέλτσιος et al., 1990).
Αυτό δεν είναι παράδοξο, αν πάρει κανείς υπόψη του τις κοινωνικές συνθήκες του παρελθόντος. Είναι όμως απαράδεκτο το πόσο λίγοι οικισμοί στην Ελλάδα έχουν προγραμματίσει, έστω και για το απώτερο μέλλον, συστήματα επεξεργασίας των αστικών τους λυμάτων. Η Θεσσαλονίκη βέβαια έχει όχι μόνο προγραμματίσει, αλλά και σχεδόν ολοκληρώσει το έργο πρωτοβάθμιας επεξεργασίας των λυμάτων των υπονόμων της. Όμως ο σχεδιασμός του έργου δεν έλαβε καθόλου υπόψη τις επιπτώσεις στον υγρότοπο του Δέλτα Αξιού - Λουδία - Αλιάκμονα και στις ακτές της Πιερίας.
Έμμεσες αλλαγές στην ποιότητα των υγροτόπων μπορούν να προκληθούν από τα στερεά αστικά απορρίματα, που κατά συνήθεια εναποτίθενται σε υφέσεις του ανάγλυφου. Οι κοίτες των χειμάρρων είναι προσφιλείς χώροι "υγειονομικής" ταφής. Όμως ο τρόπος διαχείρισης των χώρων αυτών προκαλεί συνήθως ρύπανση των νερών του χειμάρρου, και πιθανώς των υπογείων νερών, με τα εκπλύματα των απορριμμάτων. Επίσης οι οικισμοί δεν μπορούν εύκολα να εμποδίζουν τις επιχωματώσεις χειμάρρων που προκαλούν οι καταπατητές δημοσίων εκτάσεων. Καμιά φορά επιχωματώνουν οι ίδιες οι δημοτικές αρχές τους χειμάρρους τους για να κατασκευάσουν δρόμους και άλλα έργα, παρόλο που είναι γνωστό ότι ο επιχωματωμένος χείμαρρος κάποτε θα εκδικηθεί με καταστροφές περιουσιών ή και με αφαίρεση ανθρωπίνων ζωών.
Και όμως οι μεγάλοι οικισμοί μπορούν, και κάποτε το κάνουν, να δράσουν θετικά στο να διατηρηθεί η έκταση και η ποιότητα μερικών υγροτόπων. Χρειάζονται τους υγροτόπους για καθαρό πόσιμο νερό και για αναψυχή. Π.χ. η Έδεσσα προστάτευσε τους καταρράκτες της από τα σχέδια "ανάπτυξης" της ΔΕΗ. Οπωσδήποτε η θετική αυτή δύναμη θα μπορούσε να ήταν πολύ μεγαλύτερη, ώστε να εξισορροπήσει τις αρνητικές δυνάμεις που περιγράφηκαν πιο πάνω, αν οι κάτοικοι των πόλεων ήταν ενημερωμένοι για τις δυσμενείς συνέπειες που μπορεί να επιφέρει στη φυσική κληρονομιά η διαχείριση των πηγών πόσιμου νερού με τρόπους μη αειφορικούς.
Κάποιοι οικισμοί δημιουργούν τεχνητούς υγροτόπους για υδροδότηση, και καμιά φορά για αναψυχή. Μεγάλος τεχνητός υγρότοπος για αναψυχή δεν γνωρίζουμε να έχει γίνει στην Ελλάδα. Μια ειδική περίπτωση αποτελεί η λίμνη Ν.Πλαστήρα, που αρχικά κατασκευάστηκε ως υδροηλεκτρικό έργο και έχει εξελιχθεί σε υγρότοπο και τουριστικό πόλο έλξης, με αρκετά όμως προβλήματα διαχείρησης, λόγω των πολλαπλών χρήσεων (link). Σκέψεις γίνονται σε μερικούς δήμους. Για παράδειγμα ο Δήμος Γιαννιτσών εξετάζει την ιδέα να δημιουργήσει τεχνητή λίμνη αναψυχής με τα νερά του Λουδία. Η πραγματοποίηση της ιδέας αυτής θα ενισχύσει τις πιέσεις για να προστατευθεί ο ποταμός αυτός από τη ρύπανση με αστικά και βιομηχανικά λύματα.
Η νέα αντίληψη στη διαχείριση αυτού του φυσικού πόρου - δηλαδή εξοικονόμηση μάλλον του νερού ύδρευσης, παρά προσπάθεια για συνεχή ικανοποίηση της αυξανόμενης ζήτησης - φαίνεται να κερδίζει συνεχώς έδαφος, ιδιαίτερα μπροστά στα ολοένα συρρικνούμενα αποθέματα των υδατικών πόρων.
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ: Νο19 (Καλαϊτζίδης, 1997)
3.5. Υλοτόμηση.
Το 95% της έκτασης της Ελλάδας βρίσκεται κάτω από τα φυσικά δασοόρια (υψόμετρο μικρότερο από 1,800 μέτρα) και άρα θα μπορούσε να καλύπτεται σχεδόν ολόκληρη από δάση. Αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί π.χ. στην Ιταλία, Γερμανία, Αυστρία, των οποίων μεγάλες περιοχές βρίσκονται πάνω από τα δασοόρια.
Τα μέρη της ελληνικής επικράτειας που δεν δασοκαλύπτονται, προκαλούν την επιφανειακή απορροή μεγάλης ποσότητας νερού (που δε διεισδύει στο έδαφος, άρα προκαλείται μείωση των υδάτων των υπογείων υδροφορέων) καθώς και την αύξηση της ταχύτητας με την οποία λαμβάνει χώρα αυτή η επιφανειακή απορροή. Το σημαντικότερο αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η εκεταμένη διάβρωση που χαρακτηρίζει τη χώρα μας.
 Παράνομη υλοτόμηση.
Υπολογίζεται πως κάθε χρόνο, περίπου 86,000,000 m3 φερτών υλών μεταφέρονται από τα ορεινά προς τη θάλασσα, όγκος που ισοδυναμεί σε έκταση με ένα μέσο ελληνικό νησί 35 km2 (όση η Πάτμος) και βάθος 2.5 μέτρα (Κωτούλας 1989β, Κωτούλας 1986). Τα φερτά αυτά υλικά αχρηστεύουν αντιπλημμυρικά και αρδευτικά έργα που κατασκευάζονται σε πεδινές περιοχές, καταστρέφουν γέφυρες και καταστρώματα οδών κατά την κίνησή τους, μετατοπίζουν κοίτες ποταμών, προσχώνουν τις τεχνητές λίμνες των υδροηλεκτρικών φραγμάτων μειώνοντας τη "ζωή" τους και επίσης προσχώνουν τις φυσικές λίμνες (Βιστωνίδα, Καστοριάς, Ιωαννίνων) απειλώντας να τις μετατρέψουν σε απλά έλη και να καταστρέψουν τους υγροβιοτόπους τους. Τέλος, επεκτείνουν τα Δέλτα κάποιων ποταμών προς τη θάλασσα όπως του Σπερχειού, του Αξιού, του Αλιάκμονα. Να σημειωθεί πως η συνδυασμένη δράση των δύο τελευταίων απειλεί με λιμνοποίηση τον κόλπο της Θεσσαλονίκης, κάποια στιγμή στο μέλλον. (Γεωργόπουλος, 1977).
3.6. Συνδυασμός και συγκρούσεις των δυνάμεων αλλαγής στην Ελλάδα.
Οι κύριες δυνάμεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω έδρασαν και δρούν άλλοτε σε συνδυασμό και άλλοτε ανταγωνιστικά. Ο εξηλεκτρισμός στην ανάπτυξή του είχε την πλήρη υποστήριξη και των υπολοίπων τεσσάρων. Συγκρούσεις έντονες δημιουργήθηκαν μεταξύ οικισμών και γεωργίας (π.χ. οι κάτοικοι του Βόλου εναντίον της ρύπανσης του Παγασητικού από γεωργικούς ρύπους και από απόβλητα των γεωργικών βιομηχανιών της Λάρισας). Η γεωργία και οι οικισμοί αντιδρούν στη χρήση υγροτόπων ως αποδεκτών βιομηχανικών αποβλήτων, παρόλο που οι δύο αυτές δυνάμεις δεν φροντίζουν όσο θάπρεπε για τη σωστή διάθεση των δικών τους λυμάτων. Ο ανταγωνισμός μεταξύ οικισμών και τουρισμού για την εξασφάλιση πόσιμου νερού μπορεί να οδηγήσει στην αλλοίωση υγροτόπων. Η γεωργία ήδη αντιδρά, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία, στην καταστροφή των γεωργικών εκτάσεων και των υγροτοπικών πόρων που προξενούν ο τουρισμός, η βιομηχανία και οι οικισμοί.
Οι συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες, αλλά ενισχύονται και γίνονται καταστρεπτικές μέσα σε μια κοινωνία που δεν ιεραρχεί τις αξίες της, και που θεωρεί ως πρότυπο ανάπτυξης αυτό που στην ουσία είναι υπο-ανάπτυξη. Κατά την τελευταία δεκαπενταετία προβλήθηκε πολύ, και μάλιστα ακόμη και από καλοπροαίρετους πολιτισμούς, το σύνθημα "ανάπτυξη με ταυτόχρονη προστασία του περιβάλλοντος". Σύνθημα καθησυχαστικό για το ευρύ κοινό, ίσως και πρόφαση για μείωση των αντιδράσεων σε εσκεμμένες οικολογικές υποβαθμίσεις. Όμως επιστημονικά εσφαλμένο, διότι αυτή καθ' εαυτή η έννοια της ορθολογικής ανάπτυξης περιέχει τις έννοιες της αειφορικής χρήσης των πόρων και της εξασφάλισης υψηλής ποιότητας περιβάλλοντος. Αλλιώς δεν πρόκειται για ανάπτυξη αλλά για υπανάπτυξη. (Τσιούρης & Γεράκης, 1991).
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
Κατά τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί μια εμφανής μείωση των βροχοπτώσεων. Επί πλέον η συνεχής μείωση της δασοκάλυψης λόγω των πυρκαϊών αυξάνει το συντελεστή απορροής και μειώνει το ετήσιο υδατικό δυναμικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Η κατάσταση αυτή έχει δημιουργήσει έντονο πρόβλημα λειψυδρίας, εξάντλησης και αλάτωσης των υδροφορέων σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Οι τοπικοί υδατικοί πόροι δεν είναι αρκετοί ώστε να ικανοποιήσουν τη ζήτηση σε νερό. Συχνά οι παράλληλες χρήσεις γίνονται ανταγωνιστικές. Η έλλειψη ορθολογικής διαχείρησης των υδατικών πόρων χειροτερεύει την κατάσταση. Το φαινόμενο της παράνομης ιδιωτικής άντλησης από τους υδροφορείς είναι εκτεταμένο, και ο έλεγχός του πολύ δύσκολος.
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ: Νο28 (Κυρίμης, 1999)
3.7. Ο ανταγωνισμός για τη χρήση του νερού.
Οι ανάγκες για νερό στο σύγχρονο κόσμο διαρκώς αυξάνονται, γεγονός που οδηγεί σε μια σειρά ανταγωνισμών. Είναι γεγονός ότι τα προβλήματα ανταγωνισμού αποκτούν ιδιαίτερη οξύτητα στις Μεσογειακές χώρες, όπου, εκτός από τις επικρατούσες φυσικές και οικονομικές συνθήκες, η κατάσταση περιπλέκεται από την υποβάθμιση των υδατικών πόρων που προέρχονται από μή-Μεσογειακές περιοχές, και από το μεγάλο αριθμό των κρατών που μοιράζονται τον ίδιο πόρο.
Όλες οι χρήσεις του νερού δεν είναι ισοδύναμες. Στην ενδοχώρα οι αγρότες καταναλώνουν το περισσότερο νερό. Η ανεπάρκεια ή η ακρίβεια του νερού μπορούν να συμπιέσουν τις αγροτικές χρήσεις προς όφελος άλλων προτεραιοτήτων (πχ του τουρισμού). Προβλήματα αυτού του τύπου τίθενται με οξύ τρόπο στα νησιά και γενικότερα στις περιοχές που τροφοδοτούνται με άντληση από τους υδροφόρους ορίζοντες, ενώ είναι ανύπαρκτο στις Μεσογειακές περιοχές με τα μεγάλα ποτάμια (Έβρος, Ροδανός, Πάδος, Νείλος, Γκουανταλκιβίρ), όπου τα άφθονα νερά μπορούν να διανεμηθούν με χαμηλό κόστος σε μεγάλες εκτάσεις καλλιεργούμενων γαιών.
Η προτεραιότητα στις προσωπικές και στις αστικές ανάγκες, που κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί, δείχνει ότι αυτό το πρόβλημα θα γίνει κανόνας στα επόμενα χρόνια για χώρες όπως το ανατολικό Μαρόκο, η Αλγερία και η Τυνησία, των οποίων ο αστικός πληθυσμός αυξάνει με ρυθμούς που φτάνουν στο διπλασιασμό κάθε 15 χρόνια. Σε ορισμένες περιοχές της Ισπανίας η επέκταση της αστικής ζήτησης δεν μπορεί να ικανοποιηθεί παρά μόνο με προσφυγή σε ταμιευτήρες που αρχικά προορίζονταν για τη γεωργία. Αυτά τα παραδείγματα δείχνουν τη σοβαρότητα των εντάσεων που αναμένεται να οξυνθούν.
Οι υπερβολικές απολήψεις στα ανάντι περιορίζουν την ικανοποίηση των αναγκών στα κατάντι, όπως συμβαίνει με τα διασυνοριακά ποτάμια της Β. Ελλάδας, με αποτέλεσμα νέες εστίες εντάσεων. Εκτός από την κατακράτηση, υπάρχει και η εκτροπή, που οδηγεί το νερό προς άλλες λεκάνες απορροής (π.χ. Εύηνος, Αχελώος) και αποτελεί μια σοβαρή προσβολή στα κεκτημένα δικαιώματα ή στην ανάπτυξη των περιοχών που βρίσκονται στα κατάντι της λήψης. Σ' αυτά προστίθενται και οι οικολογικές διαταραχές που συνδέονται με την ελάττωση της παροχής.
3.8. Oι συγκρούσεις μεταξύ κρατών για τη νομή του νερού.
Ο φυσικός πόρος που λέγεται νερό διαφέρει από τους υπόλοιπους φυσικούς πόρους, λόγω της κίνησής του. Αυτή η διαφορά συχνά κάνει τα ζητήματα διαχείρισής του εκρηκτικά. Σε παγκόσμιο επίπεδο, το 40% των ανθρώπων κατοικεί σε ποτάμιες λεκάνες, τις οποίες μοιράζονται περισσότερα από ένα κράτη (United Nations, 1978). Είναι προφανές πως σε περιοχές με έλλειψη τόσο νερού όσο και κανόνων που να ρυθμίζουν την εκμετάλλευσή του, η απειλή τοπικών αναφλέξεων είναι έντονη. Το μοίρασμα των υπόγειων νερών μπορεί επίσης να προκαλέσει διαμάχες, όπως αυτές που καταγράφηκαν στην Αίγυπτο, το Σουδάν, το Τσαντ.
Η οικοδόμηση από τη Βραζιλία και την Παραγουάη του διαβόητου φράγματος Ιταϊπού στον ποταμό Παρανά, όξυνε τις σχέσεις τους με τη γειτονική Αργεντινή, της οποίας δε ζητήθηκε η γνώμη. Οι υδροηλεκτρικές εγκαταστάσεις, το φράγμα και η τεράστια τεχνητή λίμνη μήκους 200 km που δημιουργήθηκε πίσω του, - λένε οι αντιτιθέμενοι σ' αυτό - δεν έχει σκοπό τόσο την παραγωγή ενέργειας, όσο το να τονίσει τη δύναμη της Βραζιλίας προς τους γείτονές της (Timberlake & Tinker, 1984).
Eπίσης η αυξανόμενη ρύπανση και αλατότητα των νερών του ποταμού Κολοράντο (που έχει σχέση με τα αρδευτικά συστήματα των ΗΠΑ) απειλεί τις μεξικάνικες καλλιέργειες που αρδεύονται απ' αυτά, αυξάνοντας τις τριβές ανάμεσα στις δύο χώρες.
Οι ειδικοί προειδοποιούν πως σύντομα τα προβλήματα ύδρευσης στη Μέση Ανατολή θα οδηγήσουν σε διαμάχες, αφού καμιά μορφή της τεχνολογίας δε μπορεί να προμηθεύσει αυτές τις χώρες με την απαιτούμενη ποσότητα πόσιμου νερού, εκτός αν σταματήσει αμέσως η αύξηση του πληθυσμού, το οποίο δεν είναι δυνατόν να συμβεί. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα υδατικά δικαιώματα πάνω στον Ευφράτη, που οι σχετικές διαμάχες ξεκινούν από την Τουρκία και φτάνουν στη Συρία, το Ιράκ και τον Περσικό κόλπο. (Karen Arms, 1994).
Το 1977 η Συρία ολοκλήρωνε το φράγμα της Αl-Thawra στον Ευφράτη. Το Ιράκ παραπονέθηκε για την μειωμένη ροή και τη ρύπανση του ποταμού, στη συνέχεια απείλησε πως θα ανατινάξει το φράγμα και συγκέντρωσε τα στρατεύματά του στα σύνορα. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών ανησύχησε βλέποντας τις διεθνείς διαμάχες που προκλήθηκαν σχετικά με το νερό στην Μέση Ανατολή και συγκέντρωσε χρήματα για να βοηθήσει την διεκπεραίωση του σχεδίου Αl-Thawra.
Το 1989 η Τουρκία ανακοίνωσε πως θα σταματούσε τη ροή του Ευφράτη για ένα μήνα, για να γεμίσει της δεξαμενές της. Η Τουρκία έχει σχέδια για 21 φράγματα στον Τίγρη και στον Ευφράτη, αλλά και τα υπάρχοντα φράγματα χρησιμοποιούνται συχνά εκβιαστικά ως πολιτικές πιέσεις. Αν τα νέα σχέδια πραγματοποιηθούν, τα νερά του Ευφράτη στη Συρία θα μειωθούν στο μισό. Η Συρία στηρίζεται στον Ευφράτη, αφού από αυτόν προέρχεται το νερό που καταναλώνει, και ήδη το νερό δεν επαρκεί για το συνεχώς αυξανόμενο πληθυσμό της. Η Συρία θα οδηγηθεί στην καταστροφή αν χάσει τη μισή ποσότητα του νερού της. (Γεωργόπουλος, 1995).
Τι έχει να πει το διεθνές δίκαιο για τη διαχείριση ενός ποταμού που διασχίζει τρεις χώρες; Η απάντηση δεν είναι ικανοποιητική: ισχύει το δίκαιο του ισχυρότερου και του γεωγραφικά ευνοούμενου. Οι διεθνείς διαμάχες γύρω από το νερό είναι ένα σχετικά καινούργιο φαινόμενο και δεν υπάρχουν κάποιοι αναγνωρισμένοι κανόνες γύρω από αυτό το θέμα. Η Τουρκία, το Ιράκ και η Συρία έχουν σχηματίσει μια επιτροπή με σκοπό να ρυθμίσει την χρήση του νερού, όμως χωρίς αποτέλεσμα. Πόλεμοι γύρω από το νερό προβλέπεται να εκραγούν στη Μέση Ανατολή μέσα στις επόμενες δυο δεκαετίες.
Οι ανάγκες της Αιγύπτου και του Σουδάν για νερό αυξάνονται ταυτόχρονα, όπως και οι ομόλογες ανάγκες της Αιθιοπίας, η οποία μάλιστα σχεδιάζει την εκτροπή ενός μεγάλου μέρους των νερών του Γαλάζιου Νείλου (που είναι παραπόταμος του Νείλου) για τα δικά της αρδευτικά έργα. Η αύξηση αυτή των αναγκών νερού θα μπορούσε, λόγω της έλλειψης των κατάλληλων συμφωνιών που να καθορίζουν το καθεστώς συνεκμετάλλευσης, να απειλήσει τη σταθερότητα στην περιοχή (Timberlake & Tinker 1984).
Άλλοι μεγάλοι ποταμοί, γύρω από τους οποίους κατά καιρούς έχουν απειληθεί (ή θα απειληθούν στο μέλλον) συγκρούσεις, είναι ο Μεκόνγκ (50 εκατομμύρια αγρότες του Βιετνάμ, της Καμπότζης, του Λάος και της Ταϊλάνδης εξαρτούν την επιβίωσή τους από αυτόν) και ο Ζαμβέζης (που περνά από οκτώ αφρικανικές χώρες με τεράστιες ανάγκες). Υπερεθνικοί οργανισμοί, αναγνωρισμένοι από όλες τις ενδιαφερόμενες χώρες, που θα αναλάβουν κοντοπρόθεσμα τη διευθέτηση των χρήσεων νερού όλης της ποτάμιας λεκάνης, και μακροπρόθεσμα θα εκπαιδεύσουν τους κατοίκους στην αειφορική χρήση των υδάτινων πόρων, φαίνεται να είναι η μοναδική λύση για την πρόληψη των προαναφερθεισών επαπειλούμενων συγκρούσεων (Clarke, 1991).
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
Ο άνθρωπος, στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει την όλο και ογκούμενη ποσότητα υδάτων που του χρειάζεται, έχει φτάσει σε σημείο σύγκρουσης με τα φυσικά οικοσυστήματα, με την έννοια πως, ενώ οι φυσικές διαδικασίες χρειάζονται κάποιες κατάλληλες συνθήκες για να συνεχίζουν να λειτουργούν, ο άνθρωπος με τις υπερβολικές απαιτήσεις του, παρεμβαίνοντας ανατρέπει τις συνθήκες αυτές, οδηγώντας τα φυσικά οικοσυστήματα σε υποβάθμιση ή και θάνατο. Να σημειωθεί πως η αλλοίωση των οικοσυστημάτων, σε οποιοδήποτε βαθμό, ακυρώνει (χωρίς εξαίρεση) τις ευεργετικές για τον άνθρωπο επιπτώσεις της εύρυθμης λειτουργίας της Φύσης. Το πιο συνηθισμένο πεδίο τέτοιας σύγκρουσης είναι τα υδάτινα οικοσυστήματα, τα οποία υποβαθμίζονται ταχύτατα, με την ασκούμενη από τον άνθρωπο υπερ-κατανάλωση νερού, με σκοπό την άρδευση ή την παραγωγή ενέργειας, τη βιομηχανική του χρήση και την ύδρευση των μεγάλων αστικών κέντρων (Γεωργόπουλος, 1997).
|
Οι ποταμοί υφίστανται ποικίλες επιδράσεις και απειλές, όπως είναι οι αμμοληψίες, οι απορρίψεις στερεών και υγρών απορριμάτων, οι τροποποιήσεις των οχθών τους, οι ευθυγραμμίσεις, κ.ά.
Αναπόσπαστα τμήματα των ποταμών αποτελούν οι παρόχθιες περιοχές, οι οποίες είναι δυνατό να λειτουργούν ως ζώνες εξυγίανσης και συγκράτησης ρυπογόνων ουσιών, καθώς και τα Δέλτα τους. Τα Δέλτα των ποταμών είναι συστήματα με πολύπλοκη, αλλά και λεπτή ισορροπία. Σ' αυτά ευνοούνται πολλά είδη υδρόβιων οργανισμών νεαρής κυρίως ηλικίας, γιατι εδώ βρίσκουν άφθονη τροφή. Οι περιοχές αυτές επίσης συμβάλλουν άμεσα στην αύξηση της παραγωγικότητας και της αλιευτικής παραγωγής. Η λειτουργικότητα των εκβολών και των Δέλτα βασίζεται στο ότι τα συστήματα αυτά λειτουργούν ως παγίδες τροφής, δημιουργώντας ένα είδος αυτο-εμπλουτιζόμενου οικολογικού συστήματος ανάμεσα στη θάλασσα και το γλυκό νερό του ποταμού.
Στην Ελλάδα, από τα οκτώ Δέλτα μεγάλων ποταμών, που βρίσκονται στον Έβρο, Νέστο, Αξιό, Αλιάκμονα, Πηνειό, Αχελώο, Άραχθο και Στρυμώνα, τα τέσσερα έχουν υποβαθμιστεί από τεχνικά έργα και καλλιέργειες, με αποτέλεσμα ο ζωτικός τους χώρος να έχει συρρικνωθεί.
4.1. Τεχνικές τροποποιήσεις των ποταμών.
Η ρύθμιση ενός ποταμού ελεύθερης ροής προκαλεί βασικές αλλαγές στη δομή και τη λειτουργία του. Μη τροποποιημένα οικοσυστήματα σχηματίζουν ένα συνεχόμενο "νήμα" από τις πηγές έως τις εκβολές, και οι διαδικασίες που γίνονται στα ανάντι του ποταμού επηρεάζουν ισχυρά τις δυναμικές των κάτω νερών και το αντίθετο. Ένα σημαντικό μέρος των συνιστωσών της ενεργειακής βάσης των ποταμών είναι αλλόχθονες, και προέρχονται από τις επιφανειακές και υπο-επιφανειακές εισόδους της. Η τριγύρω κοιλάδα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το τι συμβαίνει μέσα στον ποταμό. Με την συλλογιστική αυτή γίνονται κατανοητότερες οι συνέπειες από τα τεχνικά έργα που διακόπτουν τη φυσική συνέχεια των λειτουργιών στους ποταμούς και στο άμεσο περιβάλλον τους.
4.1.1. Παρακάμψεις.
Οι παρακάμψεις συνδέονται με εγκαταστάσεις και φράγματα: είτε φέρνουν νερό στα φράγματα, είτε εφοδιάζουν με νερό τα κανάλια για άρδευση ή άλλες χρήσεις. Όπως αναφέρουν οι Sedell & Troggatt (1984) για τον ποταμό Willanvette στο Όρεγκον, οι απώλειες από τις παρακάμψεις στη δομή του καναλιού ήταν μεγάλες. Η ποικιλία δομών της κοίτης ενός ποταμού και τα μικροεμπόδια παρέχουν σημαντικό περιβάλλον κυρίως για τα ασπόνδυλα, αλλά και για όλους τους άλλους οργανισμούς του ποταμού.
Οι παρακάμψεις διευκολύνουν επίσης την εισβολή των μη τοπικών ειδών και οργανισμών, με κίνδυνο διασταύρωσης με τα τοπικά είδη και ανάμιξης των γενετικών τους υλικών. Η ροή του νερού σε μερικά σημεία μειώνεται και σε κάποια άλλα αυξάνεται, προκαλώντας μια σειρά από φυσικές και χημικές αλλαγές στα οικοσυστήματα του ποταμού.
4.1.2. Εκτροπές.
Το πιο μεγάλο και πιο αμφισβητούμενο από τα έργα αυτού του είδους στην Ελλάδα είναι η εκτροπή του άνω ρου του Αχελώου ποταμού για να αρδευτεί ο θεσσαλικός κάμπος, ενώ παράλληλα θα στερηθούν την απαραίτητη παροχή γλυκού νερού σημαντικοί υγρότοποι της Δυτικής Ελλάδας. Η συνέπεια αυτή είχε ήδη επισημανθεί πριν από 25 χρόνια - όπως και ότι η κατασκευή των φραγμάτων στον Αχελώο είχε ήδη σοβαρές οικολογικές επιπτώσεις - αλλά χωρίς αποτέλεσμα (Environmetal Resources Limited, 1974). To επιχείρημα ότι η ροή του νερού θα ρυθμίζεται και ότι θα εξασφαλίζεται η ελάχιστη παροχή αποδείχτηκε οικολογικά ανεπαρκές (καθώς οι ρυθμοί ροής του νερού δεν διατηρούνται) και πολιτικά αφελές (σε περίπτωση ξηρασίας, ποια κυβέρνηση θα αφήσει να κινδυνεύει η αγροτική παραγωγή της Θεσσαλίας, για να διασφαλιστεί η παροχή νερού στους υγροτόπους;).
Μεταφορικά, και με ιατρικούς όρους, το πρόβλημα της εκτροπής του Αχελώου περιγράφτηκε ως εξής: "Η εκτροπή του συνόλου ή μέρους ενός ποταμού συνεπάγεται πάντοτε σοβαρά προβλήματα. Η μεταφορά νερού από μια υδρολογική λεκάνη, για την επίλυση των προβλημάτων μιας άλλης, ισοδυναμεί με την αφαίρεση ενός νεφρού από ένα υγιές άτομο, με σκοπό τη μεταμόσχευσή του σ' έναν άρρωστο. Ο δότης δε θα αντιμετωπίσει πρόβλημα, εκτός αν κάποιο περιστατικό διαταράξει τη λειτουργία του νεφρού που απομένει (στην περίπτωση του Αχελώου-δότη, αυτό το περιστατικό θα ήταν μια μακρά περίοδος ξηρασίας). Ο αποδέκτης θα ανακτήσει την υγεία του, εκτός αν η αιτία που κατέστρεψε τα δικά του νεφρά εξακολουθεί να υπάρχει, και προσβάλει το μόσχευμα (για τη Θεσσαλία-αποδέκτη το αίτιο αυτό θα ήταν η τάση της να πίνει υπερβολικά όταν αρδεύεται). Όμως, ούτως ή άλλως, η μεταμόσχευση οργάνων αποτελεί έσχατο μέσο, και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται παρά μόνον όταν έχουν αποτύχει όλες οι άλλες θεραπείες.". (Γεωργόπουλος 1996 από Heurteaux, 1993).
4.1.3. Εκσκαφές - Εκβαθύνσεις.
Με τις εκσκαφές και τις εκβαθύνσεις γίνεται μετακίνηση εδαφικού υλικού με σκοπό τη δημιουργία ή διατήρηση τάφρων ή αυλάκων, τη λήψη άμμου, χαλικιού και οστράκων, την κατασκευή μαρινών ή μικρών λιμανιών, τη διευκόλυνση της πλεύσης σκαφών και τη δημιουργία καναλιών ή λιμνοθαλασσών.
Το σοβαρότερο αποτέλεσμα της εκβάθυνσης των τάφρων είναι η καταστροφή της κοινότητας των οργανισμών που ζούν εκεί, χερσαίων ή υδρόβιων (βενθικών).
Πολλές σημαντικές λειτουργίες των ποταμών επηρεάζονται στις εκβαθυσμένες περιοχές, π.χ. τροποποιείται το φυσικό περιβάλλον και ιδίως η σύνθεση της επιφάνειας του βυθού, όπου πολλοί οργανισμοί εγκαθίστανται και αναπτύσσονται ή τρέφονται. Παράλληλα με την καταστροφή του βιοτόπου, η εκβάθυνση δημιουργεί νέα πρότυπα ροής καθώς εισάγεται περισσότερο νερό στις εκβαθυσμένες περιοχές. Συνήθως παραμένουν βαθειές τρύπες μετά την εκβάθυνση, όπου εκεί τείνει να συγκεντρώνεται οργανική ύλη. Επειδή το νερό δεν κυκλοφορεί σ' αυτές τις βαθειές τρύπες, η αποσύνθεση της ύλης χαρακτηρίζεται από αναερόβιες διεργασίες και γι αυτό αναδίδεται έντονη οσμή από υδρόθειο. Τέτοιες συνθήκες καθιστούν ακατοίκητη μια περιοχή για πολλές μορφές ζωής.
Άλλες ζημίες που προκαλούνται είναι η αυξημένη θολότητα, η καταστροφή του βιοτόπου από αποσύνθεση ιλύος, η αλλοίωση των προτύπων μίξης και κυκλοφορίας των υδάτων και η έντονη ρύπανση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα προς αποφυγή είναι η πρόταση που έγινε για εκβάθυνση και μετατροπή σε πλωτό για τουριστικά σκάφη του ποταμού Ενιππέα, δίπλα στο Λιτόχωρο, από τη θάλασσα και μέχρι τον αρχαιολογικό χώρο του Δίου, όπου προβλεπόταν και κατασκευή μαρίνας. Στο σημείο εκείνο υπάρχει υγρότοπος, και μέρος των αρχαιοτήτων του Δίου ανευρέθηκε μέσα στα νερά. Η πρόταση έγινε από αρχαιολόγους για την "ανάπτυξη" της περιοχής.
 Το αρχαίο Δίον στους πρόποδες του Ολύμπου. Ο ναός της Ίσιδας μέσα στα νερά του υγρότοπου.
4.1.4. Καναλοποίηση.
Καναλοποίηση είναι η πρακτική της ευθυγράμμισης των οχθών ενός ποταμού, κατασκευάζοντας αναχώματα, τοιχώματα, επιχωματώσεις ή ακόμα μεγαλώνοντας το βάθος και το πλάτος του. Έτσι μεγαλώνει η ικανότητα του ποταμού να συγκρατεί το περίσσιο νερό της πλημμύρας. Μια άλλη πρακτική που χρησιμοποιείται είναι η καθοδήγηση των ποταμών σε κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση, ώστε, καθώς περνούν μέσα από τις πόλεις, να δίνεται η δυνατότητα κατασκευής δρόμων και πάρκων στις όχθες τους, χωρίς να υπάρχει φόβος καταστροφής τους εξ αιτίας του ποταμού. Τα καναλοποιημένα ποτάμια συνήθως πετυχαίνουν το σκοπό για τον οποίο έχουν κατασκευαστεί, όμως πολλές φορές δημιουργούν νέα προβλήματα. Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα είναι ότι μειώνονται τα φυσικά καταφύγια ζωντανών οργανισμών μέσα στο ποτάμι, ή στις όχθες του, μειώνοντας έτσι την ποικιλία των οργανισμών που ζουν σ' αυτό. Ταυτόχρονα μειώνεται η δυνατότητα αυτοκαθαρισμού του νερού. (Karen Arms, 1994).
 Πέτρινο ανάχωμα στο Δέλτα του Νέστου.
Η ομοιομορφία που προκύπτει και η τακτική διακοπή του νερού για συντήρηση και καθαρισμό των καναλοποιημένων ποταμών είναι πιθανές αιτίες για την εξαφάνιση των τοπικών ειδών. Υπάρχει πιθανότητα η δομή της καναλοποιημένης κοίτης και το περιβάλλον μέσα στον ποταμό να αλλάξουν και εξ αιτίας των αλλαγών της ροής, όπως συμβαίνει και με τα φράγματα.
Οι Cross & Moss (1987) περιέγραψαν πώς οι υγρότοποι και η συγκέντρωση ψαριών άλλαξαν, εξ αιτίας της ποικιλότροπης ανθρώπινης επέμβασης, συμπεριλαμβάνοντας τις παρακάμψεις, και τις εγκαταστάσεις για καλλιέργεια. Οι παρακάμψεις και οι εγκαταστάσεις, εξολοθρεύοντας την αιχμή των πλημμυρών, έκαναν τα κανάλια πιο ρηχά, πιο ομοιόμορφα σε βάθος, πιο στερεά σε υπόστρωμα. Η απουσία αιχμής πλημμυρών εξολόθρευσε την εξάρτηση των ψαριών από τις πλημμύρες για την έναρξη της αναπαραγωγής τους.
Με τη δημιουργία φραγμάτων, επιχωματώσεων κλπ η πλημμύρα απλά αναβάλλεται ή μετατοπίζεται προς τα κατάντι του ποταμού, με μεγαλύτερη ισχύ αυτή τη φορά, προκαλώντας μεγαλύτερα προβλήματα εκεί όπου δεν έχουν ληφθεί τα απαραίτητα μέτρα. Όταν πλημμυρίζει το ποτάμι, μειώνεται η ορμή του. Όταν όμως το αναγκάζουμε να παραμείνει σε κάποια στενά όρια, τα νερά του επιταχύνονται, μεγαλώνει η ορμή του ποταμού και ξεσπά κάπου αλλού στο κατάντι.
Το 1952 έγιναν αντιπλημμυρικά και εγγειοβελτιωτικά έργα στην κοίτη του πεδινού Νέστου, που είχαν ως αποτέλεσμα τη συντόμευση της διαδρομής του και τις μεγαλύτερες κλίσεις (επιτάχυνση της ροής). Ταυτόχρονα εκχερσώθηκε και το δάσος Κοτζά Ορμάν στο Δέλτα.
Πριν τη "διευθέτηση":
Στην πεδινή περιοχή κατάντι της λεκάνης απορροής, όπου οι κλίσεις του εδάφους είναι μικρές, η κεντρική κοίτη διακλαδιζόταν σε πολλούς βραχίονες, και όταν ο ποταμός πλημμύριζε, τα νερά του απλώνονταν στο Δέλτα, τροφοδοτώντας τα υπόγεια νερά και δημιουργώντας έλη. Είχε δημιουργηθεί έτσι ένας εκτεταμένος υγροβιότοπος με ιδιότυπη χλωρίδα και πανίδα. Τα υλικά του ποταμού που έφταναν στο Δέλτα, επέκτειναν συμμετρικά και ομοιόμορφα τις ακτές προς το εσωτερικό της θάλασσας. Η έκταση του Δέλτα αυξανόταν και υπερυψωνόταν, ενώ οι αποθέσεις υλικών είχαν αρχίσει να εισέρχονται και στην περιοχή της λεκάνης απορροής.
Μετά τη "διευθέτηση" του 1952 οι συνέπειες ήταν:
Τα νερά δεν προλάβαιναν πλέον να διεισδύσουν και να διηθηθούν στο έδαφος, λόγω της μικρότερης εσωτερικής επιφάνειας της κοίτης και της μεγαλύτερης ταχύτητας, με αποτέλεσμα να πέσει η στάθμη του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα σ' όλη την περιοχή, με επιπτώσεις στη φυσική βλάστησή της.
Πριν τη διευθέτηση, το 70% των φερτών υλικών παρέμεναν στην επιφάνεια του εδάφους του Δέλτα, και μόνο το πιό λεπτόκοκκο, που αποτελούσε το 30%, εισερχόταν στη θάλασσα. Αυτή η ποσότητα, λόγω της ύπαρξης πολλών βραχιόνων, διασπειρόταν σε όλο το μήκος της ακτής του Δέλτα, με αποτέλεσμα αυτό να εξελίσσεται ομοιόμορφα.
Με την κατασκευή των έργων όμως, πάνω από το 80% των υλικών, χονδρών και λεπτών, εκφορτίζεται ταχύτατα και διασπείρεται στη θάλασσα, ενώ τα υπόλοιπα αποτίθενται στη θέση εκβολής της νέας κοίτης του ποταμού.
Συνέπεια όλων αυτών είναι, στη θέση εκβολής της νέας κοίτης να εξελίσσεται ταχύτατα ένα νέο Δέλτα, που προωθείται περίπου 80m/έτος μέσα στη θάλασσα. Τα αιωρούμενα υλικά που εκχύνονται, εξαπλώνονται με τον κυματισμό και τα ρεύματα προς τις γύρω ακτές (φθάνοντας ακόμη και μέχρι την Κεραμωτή του Ν.Καβάλας), τις οποίες και προσχώνουν με ιλύ με ταχύ ρυθμό. Ταυτόχρονα η νέα κοίτη του ποταμού προσχώνεται το ίδιο γρήγορα από αποθέσεις, μειώνεται το βάθος της και η περιοχή κινδυνεύει τώρα από ισχυρότερες πλημμύρες. Γενικά παρατηρείται τάση αναδημιουργίας της παλαιάς κατάστασης και ο επανασχηματισμός πολλών βραχιόνων. (Κωτούλας, 1991).
4.1.5. Διαχειριστικά μέτρα για την αποκατάσταση των ποταμών που έχουν υποστεί τεχνικές επεμβάσεις.
Ο Wesche (1985) περιγράφει έναν αριθμό φυσικών δομών σχεδιασμένων να βελτιώσουν τα ενδιαιτήματα των ψαριών και των εντόμων με τα οποία τρέφονται τα ψάρια. Η καθοδηγητική αρχή όλων αυτών των προσπαθειών είναι να μεταβάλουμε τα ποτάμια ενδιαιτήματα με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη ξεφύγουν κατά το δυνατόν από τις λειτουργίες ενός φυσικού ρεύματος, και αυτές οι προσπάθειες συνήθως έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της βιοποικιλότητας.
Μια ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση είναι, παρεμβαίνοντας σε ποταμούς των οποίων οι κοίτες τροποποιήθηκαν στο παρελθόν με αποξήρανση, αφαίρεση εμποδίων και άλλα σχέδια καναλοποίησης, να επιδράσουμε έμμεσα στη μεταβολή της ροής. Για το σκοπό αυτό, χρειαζόμαστε τεχνικές τροποποιήσεις του ποταμού έχοντας ως οδηγό γεωμορφολογικές και οικολογικές αρχές, ώστε το σχέδιο της κοίτης να γίνει όσο το δυνατόν περισσότερο φυσικό και να δημιουργηθεί μια ποικιλία μικρο-βιοτόπων. (Brookes, 1998, 1989).
4.2. Φράγματα.
Σήμερα, οι πολυάριθμες αρνητικές επιπτώσεις των ποικίλων τεχνικών παρεμβάσεων στους ποταμούς έχουν πλέον καταγραφεί, όμως απαιτείται μεγαλύτερη κατανόηση όσον αφορά τη σχέση των αιτιών με τα αποτελέσματα, ώστε να καθοριστεί σε κάθε περίπτωση η καλύτερη δυνατή διαχείριση και να ελαχιστοποιηθούν οι αρνητικές επιδράσεις, πάντοτε σε σχέση με το σκοπό που πρόκειται να εξυπηρετήσει το συγκεκριμένο έργο.
Τα φράγματα για άρδευση πρέπει να αποθηκεύουν όσο περισσότερο νερό γίνεται κατά τις βροχερές εποχές και να το ελευθερώνουν κατά τις περιόδους ανάπτυξης των φυτών.
Οι ταμιευτήρες ελέγχου των πλημμυρών κρατούν μόνο μια μικρή μόνιμη ποσότητα νερού, και μετατρέπονται σε μεγάλες αποθήκες κατά την απότομη αύξηση της ροής του ποταμού. Μετά την υποχώρηση της ροής αποδίδουν σταδιακά το νερό που αποθηκεύτηκε.
Τα υδροηλεκτρικά φράγματα αποθηκεύουν νερό για να καλύπτουν ενεργειακές ανάγκες, οι οποίες μπορεί να ποικίλουν εποχιακά ή μέσα στον κύκλο του 24ώρου. Τα φράγματα των υδροηλεκτρικών σταθμών "αιχμής" καλύπτουν τις ημερήσιες διακυμάνσεις των ενεργειακών απαιτήσεων, επιτρέποντας στο νερό να ρέει μέσω των τουρμπινών μόνο σε συγκεκριμένες ώρες, συνήθως από το πρωί έως νωρίς το απόγευμα, και επιδρούν σοβαρά στην υδρόβια ζωή.
Παράλληλα, οι περισσότεροι ταμιευτήρες μπορούν να εξυπηρετούν δευτερευόντως και σκοπούς αναψυχής, όπως το ψάρεμα.
Αναμφισβήτητα τα φράγματα προκαλούν θεμελιώδεις αλλαγές στη δομή των κοινωνιών και στη λειτουργία του οικοσυστήματος, από τη στιγμή που η φυσική, ελεύθερη ροή του ποταμού αλλάζει. Τα πλεονεκτήματα όμως για τον άνθρωπο και την οικονομία είναι σημαντικά, και αποτελούν τα επιχειρήματα υπέρ της κατασκευής των φραγμάτων. (Allan, 1996).
4.2.1. Φυσικές επιδράσεις των φραγμάτων.
Οι επιδράσεις των κατασκευών αυτών συμπεριλαμβάνουν μια σειρά αλλαγών στις φυσικές συνθήκες πέρα από το φράγμα, κυρίως τροποποιήσεις στη ροή, τη θερμοκρασία και συνήθως τη διαύγεια του νερού. Αυτές οι αλλαγές στην ποιότητα του νερού μπορεί να είναι ελάχιστες ή σημαντικές, ανάλογα με τον χρόνο παραμονής του νερού στον ταμιευτήρα και το αν ελευθερώνεται το νερό από την επιφάνεια ή από τον πυθμένα της τεχνητής λίμνης.
Σχεδόν όλα τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια περιλαμβάνουν ταμιευτήρες που ρυθμίζουν τη ροή του νερού. Το νερό παραμένει στους ταμιευτήρες όσο η ζήτηση για ενέργεια είναι χαμηλή και απελευθερώνεται όταν η ζήτηση αυξάνει, σε ημερήσια, εποχιακή ή ετήσια βάση. Είναι αποδεδειγμένο πως εξ αιτίας του ταμιευτήρα τα στοιχεία του υδρολογικού κύκλου του ποταμού θα αλλάξουν, προκαλώντας αξιοσημείωτες περιβαλλοντικές επιδράσεις. Η φυσική ποικιλία της ροής αλλάζει. Οι μεγάλοι ταμιευτήρες προκαλούν αυξημένη εξάτμιση και πιθανή αύξηση του πλαγκτού. Επηρεάζονται οι φυσικές δεξαμενές του εδάφους. Οι συνθήκες για διάβρωση και ιζηματογένεση αλλάζουν. Η ποιότητα του νερού αλλάζει. Οι περιβαλλοντικές αλλαγές εμφανίζονται ακόμη και στις εκβολές του ποταμού, μέσα στις θάλασσες.
Σε μερικά υδροηλεκτρικά έργα, κάποια μέρη ενός ποταμού μπορεί να χάσουν εντελώς το νερό τους. Μερικοί υποστηρίζουν πως η ξήρανση των οχθών ενός ποταμού είναι μία από τις πιο άσκημες αισθητικά επιδράσεις των τεχνικών αυτών έργων. Πιο σημαντικές είναι οι πιθανές διαμάχες με τους χρήστες νερού του ποταμού, που βρίσκονται στα κατάντι των φραγμάτων. Οι δυσμενείς αυτές επιπτώσεις μπορούν σε πολλές περιπτώσεις να μετριασθούν με ρυθμιζόμενη υπερχείλιση του φράγματος, η οποία θα ποικίλει ανάλογα με τις εποχιακές απαιτήσεις.
Εικ-4.5. Κατασκευή φράγματος στο Σιδηρόνερο του Ν. Δράμας.
Fig-4.5. Dam construction at Sidironero of Drama prefecture.
Οι τροποποιημένες φυσικoχημικές συνθήκες συμβάλλουν στις αλλαγές της ζωής των φυτικών και ζωϊκών οργανισμών του ποταμού. Επιπρόσθετα, οι ταμιευτήρες εμποδίζουν τη διάβαση των μικρών ψαριών, καθώς τα φράγματα είναι "κλειστά σύνορα" για τα αποδημητικά ψάρια. Τα φράγματα σπάζουν τη συνοχή του άνω και κάτω μέρος του ποταμού, η οποία είναι ένα φυσικό φαινόμενο άρρηκτα συνδεδεμένο με τον ίδιο τον ποταμό. Ποιά από αυτές τις επιδράσεις είναι η πιο επιζήμια, εξαρτάται από την τοποθεσία, τον τύπο και τη διαδικασία λειτουργίας του συγκεκριμένου φράγματος.
Η μεταφορά αιωρούμενων σωματιδίων και το ποσοστό ιζημάτων στην κοίτη επηρεάζεται από την τροποποιημένη ροή του ποταμού. Ιζήματα που παύουν να αιωρούνται και εγκαθίστανται μέσα στον ταμιευτήρα, μερικές φορές οδηγούν σε δραματική μείωση της ικανότητας αποθήκευσης νερού.
Μια σειρά από φράγματα μπορούν να αλλάξουν ολοκληρωτικά τη φυσική περιοδικότητα της ροής του ποταμού. Οι ταμιευτήρες που βρίσκονται πίσω από τα φράγματα έχουν μεγάλη επιφάνεια από την οποία εξατμίζονται σημαντικές ποσότητες νερού. Επιπλέον η μετρίαση της έντασης και της ποικιλίας της ροής, και οι παρακάμψεις σε συνδυασμό με τις απώλειες εξ αιτίας της εξάτμισης, μπορεί να οδηγήσουν σε μια συνολική μείωση στις εκβολές.
Για παράδειγμα η λίμνη Νάσερ, στην Αίγυπτο, χάνει το 10% του νερού της από εξάτμιση, και για το λόγο αυτό έχει λιγότερο νερό απ' αυτό που είχαν υπολογίσει οι κατασκευαστές της. Μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ο μεγάλος κίνδυνος ρήξης του φράγματος αυτού, εξ αιτίας της λάσπης που συγκεντρώνεται πίσω του, πολύ ταχύτερα απ' ό,τι ανέμεναν οι κατασκευαστές του. Χιλιάδες άνθρωποι στην Ινδία και στο Πακιστάν και εκατοντάδες στη Νότια Αμερική σκοτώθηκαν από φράγματα που έσπασαν. Ένα φράγμα στην Κολομβία έχει χάσει το 80% του ενεργού όγκου αποθήκευσης μέσα σε 12 χρόνια, παρά τις ακριβές επιχειρήσεις βυθοκορισμού.
Εξ αιτίας των μεγάλων κινδύνων, η εποχή κατασκευής μεγάλων φραγμάτων έχει ήδη τερματιστεί στη Βόρεια Αμερική. Μικρά όμως φράγματα, για την παροχή πόσιμου νερού ή για κάλυψη ενεργειακών αναγκών κατασκευάζονται ακόμη σε πολλές περιοχές. (Γεωργόπουλος, 1996).
Επειδή η μορφή και οι διαστάσεις της κοίτης τείνουν να προσαρμοστούν στο καθεστώς της τροποποιημένης ροής, η διάβρωση της κοίτης και των οχθών είναι πια πιθανό αποτέλεσμα μόνο της υπερβολικά υψηλής ροής, ενώ αντίθετα, όταν η ροή του νερού μετριάζεται, αποτίθενται ιζήματα.
Το θερμοκρασιακό καθεστώς ενός ποταμού τροποποιείται σε μικρό ή μεγάλο βαθμό από τις διάφορες εγκαταστάσεις. Επειδή ένα μεγάλο μέγεθος ταμιευτήρα έχει σημαντική θερμική αδράνεια, η διακύμανση της θερμοκρασίας του νερού στα κατάντι μειώνεται ή εξουδετερώνεται. Ως αποτέλεσμα, το εποχιακό πρότυπο για το νερό του ποταμού προς τα κατάντι είναι θερμότερο από το κανονικό κατά τη διάρκεια του χειμώνα και ψυχρότερο κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και με μειωμένο εποχιακό εύρος διακύμανσης.
Οι αλλαγές στην ποιότητα του νερού προς τα κατάντι του ποταμού εξαρτώνται από τις λιμνολογικές διαδικασίες μέσα στον ταμιευτήρα και από το βάθος της διεξόδου απελευθέρωσης του νερού. Φράγματα βαθειάς διεξόδου γενικά προκαλούν τις πιο αρνητικές επιδράσεις: η πιο σοβαρή αλλοίωση στην ποιότητα του νερού οφείλεται στην απελευθέρωση νερού με μειωμένα ποσοστά οξυγόνου από τον πυθμένα μιας βαθειάς δεξαμενής. Παρόλα αυτά, ο στροβιλισμός συνήθως επαναοξυγονώνει το νερό μέσα σε μικρή απόσταση, αλλά και ο τεχνητός αερισμός είναι μια σχετικά απλή λύση. (Allan, 1995).
4.2.2. Βιολογικές επιδράσεις των φραγμάτων.
Σε μερικές περιπτώσεις, τα φράγματα προκαλούν μόνιμες βιολογικές αλλαγές όπως π.χ. την εξαφάνιση κάποιου είδους αποδημητικού ψαριού.
Εξ αιτίας της μειωμένης και τροποποιημένης ροής που προκαλούν τα φράγματα, συντελούν στο διαχωρισμό της ιστορικής σύνδεσης των ποταμών από τις πλημμυρο-πεδιάδες τους, πράγμα που οδηγεί στη μειωμένη παραγωγικότητα και στα δύο περιβάλλοντα: και στον ποταμό και στις πλημμυρο-πεδιάδες.
Σύμφωνα με το επιχείρημα πως υψηλού βαθμού πλημμύρα, μεγάλης διάρκειας, έχει ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη παραγωγή ψαριών, ο Bayley προτείνει την αποκατάσταση της φυσικής περιοδικότητας των πλημμυρών στα εύκρατα ποτάμια, ένας στόχος που ίσως χρειαστεί έναν αιώνα, ή και περισσότερο, για να πραγματοποιηθεί.
Όταν τα φράγματα προκαλούν αυξημένη διαύγεια του νερού και μείωση της ροής, υπάρχει συνήθως μεγαλύτερη αφθονία από Periphyton ή ανώτερα υδρόβια μακρόφυτα φυτά, από αυτά που βρίσκονται οπουδήποτε αλλού στα ποτάμια. Αυτό το γεγονός με τη σειρά του φαίνεται ως υπεύθυνο για τις σταδιακές αλλαγές στη βενθική πανίδα. Αντίθετα, τα φράγματα που προκαλούν αύξηση της ροής σκάβουν την κοίτη του ποταμού, και επομένως έχουν μεγάλη πιθανότητα να εξολοθρεύσουν τα φυτά και μέρος της πανίδας. Σε μεγάλους ποταμούς με πολλά φράγματα, συχνά προκαλείται μεγάλη παραγωγή φυτοπλαγκτού, ως αποτέλεσμα της αργής ροής του νερού.
Στον ποταμό Γκάνισον, στο Κολοράντο των ΗΠΑ, ο μεγαλύτερος αριθμός ειδών, τριχοπτέρων και πλεκοπτέρων βρέθηκε σε μη ρυθμιζόμενα σημεία. Η χαμηλότερη αφθονία ειδών βρέθηκε κάτω από φράγματα βαθειάς διεξόδου.
Αυτές οι αλλαγές στην κοινότητα των ασπονδύλων οφείλονται στο τροποποιημένο φυσικό και χημικό περιβάλλον κάτω από τις εγκαταστάσεις. Μια συνολική μείωση στην ετερογένεια του περιβάλλοντος πιθανώς προμηνύει μείωση των ειδών σε ποικιλία και αύξηση πληθυσμού στα είδη που ευνοούνται από τις τροποποιημένες συνθήκες.
Οι αλλαγές στη θερμοκρασία των νερών κατάντι των φραγμάτων βαθειάς διεξόδου έχουν σημαντικές επιδράσεις στη βενθική πανίδα. Μια μείωση στην αφθονία των ειδών είναι πιθανή για πολλούς λόγους. Θερμότεροι από το συνηθισμένο χειμώνες καταστρέφουν τις θερμικές συνθήκες που απαιτούνται από πολλά είδη για τα αυγά τους. Τα ψυχρά καλοκαίρια έχουν επίσης αρνητικά αποτελέσματα για κάποια άλλα είδη, επειδή ο κύκλος ζωής, εξαρτώμενος από τις εποχιακές θερμοκρασιακές αλλαγές, χάνει το συγχρονισμό του. Οι μηχανισμοί αυτοί, με τους οποίους η τροποποιημένη θερμοκρασία επηρεάζει τα ασπόνδυλα, απαιτούν περισσότερη μελέτη, όμως οι συνολικές επιδράσεις μπορεί να είναι έντονες, αν και ίσως όχι άμεσα αντιληπτές.
Μόνο μία οικογένεια εντόμων, τα Chironomidae, απέμεινε σε έναν τομέα του ποταμού Saskatchewan, στον Καναδά, στον οποίο επιδρά ένα φράγμα βαθειάς διεξόδου, συγκρινόμενη με 30 οικογένειες εντόμων ενός μη τροποποιημένου ποταμού.
Τα φράγματα κλείνουν τις διόδους προς τα πάνω στα ανάδρομα ψάρια όπως ο σολωμός, ο γουλιανός, η πέστροφα και τα χέλια. Οι νεαροί σολωμοί που μεταναστεύουν προς τα κάτω, προς τη θάλασσα, ζημιώνονται από τις πιέσεις που αντιμετωπίζουν. Επιπρόσθετα, τα ρεύματα, που επιτάχυναν το ταξίδι τους προς τη θάλασσα, μειώνονται με τις εγκατάστασεις αυτές, κουράζοντας τα νεαρά ψάρια που τώρα είναι αναγκασμένα να ξοδεύουν πολλή ενέργεια κολυμπώντας. (Allan, 1995).
 Το φράγμα Ταυρωπού (Μέγδοβα) και η τεχνητή λίμνη Νικολάου Πλαστήρα
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα που δείχνουν ότι στην Ελλάδα, τουλάχιστον στις κρατικές αρχές, δεν έχει γίνει ακόμη συνείδηση το μέγεθος της οικολογικής καταστροφής από τα φράγματα. Ο Αμβρακικός υποφέρει από τη μείωση του γλυκού νερού, και κυρίως από τη μείωση των υδάτων του Άραχθου (Τζιαβός, 1989) και παρόλα αυτά, μέσω των ΜΟΠ ("Τα ΜΟΠ της Δυτικής Ελλάδος - Πελοποννήσου") ένας νέος ταμιευτήρας θα δημιουργηθεί στην κοίτη του ποταμού για παραπέρα άρδευση της πεδιάδας της Άρτας. Στην περιοχή του Εθνικού Δρυμού της Πρέσπας η ΔΕΗ προτείνει (και η Ευρωπαϊκή Ένωση το εξετάζει), την κατασκευή ενός μικρού υδροηλεκτρικού έργου 3,2 MW, που θα έχει τοπικά καταστρεπτικές επιπτώσεις, και ίσως μάλιστα αλλάξει το χαρακτήρα της περιοχής, ενώ οι παροχές του αντίστοιχου χειμάρρου είναι ανεπαρκείς.
4.3. Επιδράσεις από την υλοτομία.
Η ξύλευση πραγματικά αλλοιώνει το φυσικό περιβάλλον των ποταμών, εκτός αν γίνεται προσεκτική διαχείριση. Η αποψίλωση των οχθών εκθέτει την ποτάμια κοίτη σε αυξημένη ηλιακή ακτινοβολία, με αποτέλεσμα υψηλότερες θερμοκρασίες και μεγαλύτερη αυτοτροφική παραγωγή. Οι βιολογικές συνέπειες της εξάλειψης της σκίασης μπορεί να είναι σχετικά μικρής διάρκειας, χάρη στην αναβλάστηση φυτών. Με λιγότερη υψηλή βλάστηση, η σπουδαιότητα της πρόσληψης νερού και της εξατμισοδιαπνοής μειώνεται, με αποτέλεσμα υψηλότερα επίπεδα υγρασίας εδάφους σε σχέση με τις μη-αποψιλωμένες περιοχές, και υψηλότερες ποτάμιες ροές σε μερικές περιόδους του έτους. Επί πλέον οι χωματόδρομοι, οι αποβάθρες, το σύρσιμο των κορμών, προκαλούν θρυμματισμό του εδάφους και αυξάνουν έτσι την επιφανειακή διάβρωση. Η κατασκευή δρόμων επίσης μπορεί να δημιουργήσει κατάρρευση στις πλευρικές πλαγιές, αυξάνοντας την ποσότητα τριμμάτων που κατρακυλούν από διάβρωση. Οι μεγάλες πηγές ιζημάτων περιλαμβάνουν τις κατολισθήσεις σε αποψιλωμένες πλαγιές, τον επιφανειακό θρυμματισμό των δασικών δρόμων και τη διάβρωση ιζημάτων που έχουν αποτεθεί στις ποτάμιες όχθες ή στην ίδια την ποτάμια κοίτη, διάβρωση που οφείλεται σε υψηλότερη ροή (Scrivener & Brownlee, 1989).
Επιδράσεις στους ζωντανούς οργανισμούς.
Είναι προφανές ότι οι άσκημα οργανωμένες ξυλεύσεις έχουν προκαλέσει σταδιακή υποβάθμιση στους οικοτόπους και στους πληθυσμούς ψαριών (Bisson et al., 1992). Η απλούστευση της δομής της κοίτης και η μείωση της πολυπλοκότητας του οικοτόπου είναι κοινά χαρακτηριστικά στα δάση ξυλευτικής διαχείρισης. Καθώς όλο και περισσότερο μέρος της λεκάνης αποψιλώνεται:
το μέγεθος των ποτάμιων δεξαμενών ελαττώνεται με την παράχωση των δεξαμενών με ιζήματα και την απώλεια των μεγάλων θραυσμάτων που σχηματίζουν λιμνάζοντα νερά
τα σύνθετα άκρα της κοίτης, που παρέχουν σημαντικούς πλευρικούς οικοτόπους, επίσης απλουστεύονται με την απουσία μεγάλων εμποδίων ροής, όπως τα κούτσουρα και οι μεγάλες πέτρες
καταστροφικά γεγονότα, όπως πλημμύρες και κατολισθήσεις είναι πιθανότερα, ειδικά εκεί όπου οι πλαγιές είναι απότομες και ασταθείς.
Οι μετατοπίσεις μαζών εδάφους είναι πολύ πιο συχνές στις περιοχές με δρόμους, σε σύγκριση με εκείνες χωρίς δρόμους (Swanson et al., 1987), και επίσης σε περιοχές με πρόσφατες αποψιλώσεις, γιατί το ριζικό σύστημα του κομμένου δάσους αποσυντίθεται πριν να αντικατασταθεί πλήρως από το αναγεννώμενο δάσος (Franklin, 1992). Αυτές οι αλλαγές στον ποτάμιο οικότοπο προκαλούν πολλές και συχνά πολύπλοκες αλλαγές στην υδρόβια βιωτική. Γενικά παρατηρείται μια μείωση της ποικιλότητας των ειδών, που αποδίδεται στην απλούστευση του οικοτόπου, και μια αύξηση στη βιομάζα των καλαμιών, που αποδίδεται στη μεγαλύτερη διείσδυση φωτός και την αυτοτροφική παραγωγή.
Έρευνες σε ποταμούς με αποψιλωμένες και μη-αποψιλωμένες υδατο-λεκάνες αποκαλύπτουν ότι η ποικιλότητα στα σολωμοειδή είναι χαμηλότερη στις αποψιλωμένες περιοχές, ανέξαρτητα από τα γεωλογικά υποκείμενα στρώματα. Τα υδρόβια ασπόνδυλα επηρεάζονται επίσης αρνητικά από την ξυλευτική αποψίλωση. Σε ποταμούς της βόρειας Καλιφόρνιας (ΗΠΑ), η ποικιλότητα των βενθικών μακρο-ασπονδύλων ήταν χαμηλότερη, αν και η πυκνότητα ήταν μεγαλύτερη στους αποψιλωμένους, σε σύγκριση με τους μη-αποψιλωμένους ποταμούς.
Η παρόχθια βλάστηση επηρεάζει άμεσα την ενδοποτάμια ποιότητα νερού, προκαλώντας το μετριασμό της μεταβολής θερμοκρασίας.
Είδη πέστροφας προσαρμοσμένα σε κρύα νερά είναι πιθανό να εξολοθρεύονται με την αύξηση της θερμοκρασίας, που προκαλείται από την καταστροφή της βλάστησης και την έλλειψη σκίασης, όπως έδειξε η μελέτη καταλληλότητας 38 ποταμών του νότιου Oντάριο (Καναδάς) για την συντήρηση του πληθυσμού πέστροφας (Barton, Taylor & Biette, 1985).
Μια αυξημένη ποσότητα λεπτών ιζημάτων μέσα στην ποτάμια κοίτη, μειώνει την κινητικότητα του νερού, επηρεάζοντας την πρόσληψη και αποβολή αερίων, θρεπτικών και μεταβολιτών και περιορίζοντας τη δυνατότητα κίνησης των υδρόβιων ζωικών οργανισμών. Αυτές οι μεταβολές έχουν ιδιαίτερα σοβαρές συνέπειες στην επιτυχή απόθεση των αυγών των σολωμοειδών ψαριών και χωρίς αμφιβολία επηρεάζουν επίσης και άλλα ζώα. (Beschta, 1978 - Cederholm, Reid & Salo, 1981 - Everest et al., 1987).
Όταν τα ιζήματα αυξήθηκαν περίπου 5% μετά από αποψίλωση, η θνησιμότητα του γόνου των σολωμών έφθασε περίπου στο 50 % (Scrivener & Brownlee, 1989).
H αφαίρεση πάντως της επικρεμάμενης σκιάζουσας βλάστησης από μια άποψη φαίνεται επιθυμητή, τουλάχιστον σε κάποιο μέτρο: Αμέσως μετά την αποψίλωση, η αυξανόμενη ηλιακή έκθεση και οι ψηλότερες θερμοκρασίες των υδάτων συχνά έχουν ως αποτέλεσμα αυξημένη βιομάζα σε όλα τα τροφικά επίπεδα.
4.4. Επιδράσεις από τη Γεωργία.
Οι επιδράσεις της αντικατάστασης της αυτοφυούς βλάστησης από καλλιέργειες είναι παρόμοιες με τις επιδράσεις από την υλοτομία. Μια επίδραση που μπορούμε να προβλέψουμε είναι μιά συνολική μετατόπιση από την ετεροτροφία στην αυτοτροφία. Αυτές οι αλλαγές μπορεί να είναι λιγότερο δραματικές όταν οι όχθες μένουν αναλλοίωτες (Gregory et al., 1991) ή όταν οι καλλιέργειες αντικαθιστούν μάλλον λιβάδια παρά δάση. Οι ποταμοί στις αγροτικές και στις αστικές περιοχές υποφέρουν βέβαια από πρόσθετα προβλήματα. Η αγροτική δραστηριότητα αλλάζει την υδρολογία των τρεχούμενων υδάτων μέσα από ένα συνδυασμό από ταμιευτήρες άρδευσης και καναλιζαρίσματα. Τα νερά των πλημμυρών, που φυσιολογικά επαναφορτίζουν τα εδάφη και τους υδροφόρους ορίζοντες, εκδιώκονται γρήγορα ή αποθηκεύονται πίσω από φράγματα για μελλοντική χρήση. Σαν συνέπεια, οι υδροφόροι ορίζοντες χαμηλώνουν και η θερινή βασική απορροή μειώνεται. Έτσι οι μόνιμοι ποταμοί μπορεί να γίνουν διακοπτόμενοι (Trautman, 1981). H διακοπτόμενη υδατική φόρτιση εξασθενίζει την παρόχθια βλάστηση που απαιτεί πρόσβαση σε μόνιμη παροχή νερού, ειδικά κάτω από την υψηλή εξάτμιση των θερμών καλοκαιρινών ημερών. Η συρρίκνωση της παρόχθιας λωρίδας και οι αλλαγές σύνθεσης της παρόχθιας βλάστησης είναι πιθανές συνέπειες (Smith et al., 1991).
Oι πλημμυρο-πεδιάδες είναι φυσικό χαρακτηριστικό των μεγάλων πεδινών ποταμών, ένα γεγονός ήδη ξεχασμένο στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, όπου κατασκευάζονται φράγματα, αναχώματα και τεχνητές όχθες για να ελέγχουν τις πλημμύρες και να επιτρέπουν την αγροτική χρήση και την ανθρώπινη εγκατάσταση (οικισμούς).
Η βιολογική παραγωγικότητα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις πλευρικές ανταλλαγές μεταξύ ποταμού και πλημμυρο-πεδιάδας. Καθώς ο αριθμός των ειδών στα ποτάμια συστήματα αυξάνεται προς την κατεύθυνση της ροής, είναι προφανές πως οι άθικτες πλημμυρο-πεδιάδες είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας (Welcomme, 1979 - Lowe & McConnell, 1987).
Ένα αυξανόμενο φορτίο λάσπης και ιζημάτων είναι τυπικό γεγονός για ποταμούς που αποστραγγίζουν αγροτικές και αστικές περιοχές. Τα ιζήματα επηρεάζουν την κατανομή ειδών των ψαριών, τα οποία διαφέρουν πολύ ως προς την ανοχή τους σε συνθήκες λάσπης. Η ποικιλότητα και η αφθονία των ειδών που σχετίζεται με τους κυματισμούς, το λίμνασμα και τις ροές αλλάζει σημαντικά, καθώς οι αποθέσεις λεπτών ιζημάτων περιορίζουν τη διάκριση ανάμεσα στους τύπους αυτούς των οικοτόπων (Berkman & Rabeni, 1987). Τα λιγότερο ανθεκτικά είδη εξαφανίζονται, καθώς η εντατική χρήση γης φέρνει μαζί της την υποβάθμιση των οικοτόπων.
Οι αυξανόμενες συγκεντρώσεις θρεπτικών είναι μία σοβαρή και πολύ γνωστή συνέπεια μιάς έντονης ανθρώπινης παρουσίας μέσα σε μία υδατο-λεκάνη. Η γεωργία αυξάνει τα επίπεδα θρεπτικών που οφείλονται στα λιπάσματα και στα ζωϊκά απόβλητα, αυξάνοντας επίσης τη διάβρωση, που επηρεάζει ιδιαίτερα τη μεταφορά του φωσφόρου. Τα αστικά απόβλητα και τα λιπάσματα είναι σημαντικές πηγές θρεπτικών από τις αστικές περιοχές. Μελέτες των θρεπτικών σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, έδειξαν ότι η αστικοποίηση ήταν τουλάχιστον τόσο υπεύθυνη, όσο και η γεωργία, στον καθορισμό των ενδοποτάμιων συγκεντρώσεων (Osborne & Wiley, 1988). Oι μετρήσεις της ποσότητας οργανικής ύλης που εμφανίζεται επάνω και μέσα στην ποτάμια κοίτη στοιχειοθετούν μια μείωση στις αλλόχθονες εισόδους ενέργειας στους ποταμούς που περιβάλλονται από καλλιέργειες.
Πουθενά αλλού δεν είναι τόσο εμφανές το πρόβλημα των συνδυασμένων δυσμενών επιδράσεων, όσο στους υγροτόπους του βόρειου Αμβρακικού κόλπου. Ένα δυναμικό σύστημα, που δημιουργήθηκε περίπου πριν από 2,500 χρόνια με τη ροή των ποταμών Άραχθου (κυρίως) και Λούρου, και τη δράση των κυμάτων του κόλπου (Τζιάβος, 1989), ανέπτυξε μοναδικά οικολογικά χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένης της διαμόρφωσης τριών αβαθών λιμνοθαλασσών (Τσουκαλιό, Ροδιά, Λογαρού), αμμωδών προσχώσεων από σπασμένα κοχύλια, και μιας πολύ πλούσιας ορνιθοπανίδας, που περιλαμβάνει μία από τις δυο αναπαραγωγικές αποικίες του Pelecanus crispus στην Ελλάδα. Το σύστημα ανανεώνεται περιοδικά από τη μια πλευρά από τη δράση των χειμάρρων και των πλημμυρών και από την άλλη από τις καταιγίδες.
 Πελεκάνοι στον Αμβρακικό.
Η κατασκευή των υδροηλεκτρικών έργων στο Λούρο και τον Άραχθο, οι αλλαγές και ο σχηματισμός αναχωμάτων στις όχθες των ποταμών, η άρδευση της πεδιάδας της Άρτας, μείωσαν τη ροή του γλυκού νερού στις λιμνοθάλασσες, ενώ τις επιβάρυναν με περισσότερες θρεπτικές ουσίες, λόγω των λιπασμάτων. Αποτελέσματα ήταν η απαρχή ευτροφισμού, η έντονη μείωση της ιχθυοπαραγωγής των ψαριών και η σταδιακή καταστροφή στοιχείων της διαμόρφωσης των υγροτόπων, λόγω της εξαφάνισης της ιλύος, που τώρα κατακρατείται στα φράγματα. Σήμερα οι υγρότοποι του βόρειου Αμβρακικού, που προστατεύονται θεωρητικά με τη Σύμβαση Ραμσάρ και την Κοινοτική Οδηγία 79/409/EC, απειλούνται σοβαρά, καθώς τα προβλήματα που υπάρχουν είναι σύνθετα και περιλαμβάνουν: βαριά ρύπανση, υπέρμετρη επέκταση των εγκαταστάσεων υδατοκαλλιεργειών (ακόμη και σε περιοχές μέσα στον πυρήνα του υγροτόπου), εξάντληση και αλάτωση των υδροφόρων στρωμάτων, λόγω της υπεράντλησης γαι αρδεύσεις και υδατοκαλλιέργειες. Σ' αυτά προστίθεται και η πίεση από τον τριγύρω πληθυσμό περίπου 100,000 κατοίκων.
Το πρόβλημα της επαρκούς φυσικής υδροδότησης των υγροτόπων θα μπορούσε να λυθεί με τη σωστή διαχείριση των υδάτων, μια πρακτική που δυστυχώς δεν εφαρμόζεται στην Ελλάδα.
ΘΕΜΑΤΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ:
Υποθέστε ότι σας ανέθεσαν να ερευνήσετε τα αίτια των πλημμυρών που παρουσιάζονται στην περιοχή σας. Απαριθμήστε μερικούς λόγους για τους οποίους νομίζετε ότι συμβαίνουν. Μήπως μπορείτε να βρείτε τρόπους που πιθανόν θα βοηθούσαν στο να τις αποτρέψουμε;
|
Η απροσεξία του ανθρώπου για το περιβάλλον του επί σειρά ετών που κατοικεί στη Γη, και ιδιαίτερα κατά τον τελευταίο αιώνα, οδήγησε σε σοβαρές μεταβολές στο περιβάλλον, συχνά επικίνδυνες. Επειδή κάθε μέρος του περιβάλλοντος συνδέεται με τα υπόλοιπα μέσω του υδρολογικού κύκλου και των τροφικών αλυσίδων, οι αλλαγές σε ένα μέρος επιφέρουν αλλαγές και στα άλλα. Έτσι λοιπόν, η ατμοσφαιρική ρύπανση ελέγχει την κατάσταση του νερού, το νερό ελέγχει την κατάσταση του εδάφους, το έδαφος ελέγχει το φυτικό βασίλειο κλπ.
Σε ένα ισορροπημένο οικοσύστημα τα απόβλητα ενός οργανισμού είναι η τροφή κάποιου άλλου. Ρύπανση δημιουργείται όταν τα απόβλητα αυτά δεν αποσυντίθενται ή δεν χρησιμοποιούνται τόσο γρήγορα όσο παράγονται, οπότε δημιουργείται συσσώρευση.
Η ρύπανση δεν είναι το μοναδικό μας πρόβλημα. Περισσότερο μας απασχολεί ο βαθμός. Ο πρώτος που διατύπωσε την άποψη ότι "αυτό που αρρωσταίνει τον άθρωπο, σε μικρές δόσεις τον ευεργετεί", ήταν ο Paracelsus, ένας Ελβετός φυσικός και αλχημιστής που ζούσε στη Γερμανία. Το ίδιο ισχύει και για το περιβάλλον. Για παράδειγμα, μικρές δόσεις μετάλλων είναι χρήσιμες για την ανάπτυξη των οργανισμών, όμως σε μεγαλύτερη ποσότητα μπορεί να μετατραπούν σε δηλητήρια και να προκαλέσουν περιβαλλοντική ζημιά. Κάποιες φορές και μόνο η μείωση της ποσότητας των επιφανειακών νερών μειώνει το βαθμό αραίωσης που υφίστανται τα απορριπτόμενα λύματα και απόβλητα. Το αποτέλεσμα είναι οι περιεχόμενοι στους υδροταμιευτήρες ρύποι να γίνονται όλο και πυκνότεροι (μεγαλύτερης συγκέντρωσης), άρα και πιο δηλητηριώδεις. (UNESCO-UNEP, 1995)

Για παράδειγμα, κατά την περίοδο μεταξύ 1987 και 1990, η περιεκτικότητα του Μόρνου σε αμμωνιακά άλατα και μικροοργανισμούς αυξήθηκε υπερβολικά (1,500-2,000%), όπως επίσης και της λίμνης Υλίκης, ενώ οι αντίστοιχες αλλαγές στη λίμνη του Μαραθώνα ήταν πολύ μικρότερες (Παπαϊωάννου, 1992).
Η προστασία της ποιότητας των υδατικών αποθεμάτων γίνεται ολοένα και πιο σημαντική. Σε γενικές γραμμές, η ποιότητα του επιφανειακού νερού είναι καλή. Όμως οι ανθρώπινες δραστηριότητες και η μείωση των υδατικών πόρων επιφέρουν την αυξημένη συγκέντρωση ρύπων στα υδατικά αποθέματα. Η διεθνής συνεργασία στη διαχείριση των διασυνοριακών ποταμών προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία, καθώς αυτοί οι ποταμοί, λόγω και του μεγάλου μήκους τους, αλλά και της αδιαφορίας των "επάνω" για τους "κάτω", φαίνεται να αντιμετωπίζουν μεγάλο πρόβλημα ρύπανσης. Τέτοια παραδείγματα μπορούν να αναζητηθούν στις περιπτώσεις των ποταμών Στρυμώνα, Αξιού και Έβρου. (Κουβέλης et al., 1994).
Η ρύπανση του νερού αναφέρεται στην υποβάθμιση της ποιότητάς του από χημική, φυσική ή βιολογική άποψη. Παρακάτω θα δούμε ένα παράδειγμα βιολογικής ρύπανσης και ένα φυσικής ρύπανσης, πριν προχωρήσουμε στις περιπτώσεις χημικής ρύπανσης από μέταλλα, οξέα ή άλλες χημικές ουσίες, που χρειάζονται πολύ αναλυτικότερη συζήτηση.
5.1. Βιολογική ρύπανση.
Παράδειγμα: Οι παθογόνοι μικροοργανισμοί.
Με τον όρο μόλυνση του νερού, εννούμε την ύπαρξη παθογόνων μικροοργανισμών ή ιών στο νερό, οι οποίοι μπορούν να προκαλέσουν αρρώστιες στον άνθρωπο ή τα ζώα. Ένας από τους σημαντικότερους φορείς ασθενειών ήταν πάντα το νερό, μέσω του οποίου μπορούν να μεταδίδονται: α) βακτήρια (σαλμονέλα του τύφου, σιγκέλα, δονάκιο της χολέρας), β) ιοί που προκαλούν ηπατίτιδα, πολυομυελίτιδα, εντεροϊοί κλπ., γ) εντερικά παράσιτα όπως οι αμοιβάδες.
 Υδραγωγείο πόσιμου νερού στην Υεμένη.
Ως δείκτης της μικροβιακής μόλυνσης χρησιμοποιείται η συγκέντρωση κολοβακτηριδίων. Επιλέχτηκαν ως δείκτης, διότι ενώ αυτά καθ' εαυτά δεν προκαλούν νόσο, βρίσκονται πάντα στον εντερικό σωλήνα του ανθρώπου, αποβάλλονται καθημερινά σε συγκεντρώσεις εκατοντάδων δισεκατομμυρίων κατ' άτομο, η δε πιστοποίηση της παρουσίας τους είναι σχετικά εύκολη και γρήγορη. Η ύπαρξη κολοβακτηριδίων, λοιπόν, υποδηλοί πιθανότατη μόλυνση του νερού και από άλλους μικροοργανισμούς, ευρισκόμενους στα κόπρανα και τα ούρα.
5.2 Φυσική ρύπανση.
Παράδειγμα: Θερμορύπανση.
Η ρύπανση του νερού μέσω αύξησης της θερμοκρασίας του αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή ρύπανσης, τη θερμική ρύπανση. Η κυριότερη αιτία αυτού του είδους ρύπανσης πιθανότατα είναι οι ενεργειακοί σταθμοί των οποίων το νερό που απελευθερώνεται μετά τη χρήση του ως ψυκτικό μέσο, ρυπαίνει θερμικά τους αποδέκτες στους οποίους καταλήγει, ανυψώνοντας τη θερμοκρασία τους. Πολλά είδη πανίδας και χλωρίδας επηρεάζονται από τη θερμοκρασιακή αυτή αύξηση. Παρ' όλο που σε παγκόσμιο επίπεδο οι βελτιώσεις στη θερμική αποτελεσματικότητα των ενεργοπαραγωγών εργοστασίων μείωσαν την σχετική ποσότητα θερμότητας που εκλύεται, σε σχέση με την ποσότητα νερού προς ψύξη ανά μονάδα παραγόμενης ενέργειας, η συνολικά παραγόμενη ποσότητα ενέργειας αυξήθηκε τόσο, ώστε το συνολικό ποσό εκλυόμενης θερμότητας σε παγκόσμιο επίπεδο αυξήθηκε.
Θερμική ρύπανση ποταμών μπορεί να προκληθεί με την κατασκευή μεγάλων ταμιευτήρων νερού, ή λόγω της αστικής θερμικής νησίδας και της αποδάσωσης (Goudie, 1990). Η αύξηση της θερμοκρασίας των υδάτινων αποδεκτών προκαλεί μείωση της διαλυτότητας του οξυγόνου, που είναι απαραίτητο για να βιοαποικοδομηθούν τα απόβλητα. Ταυτόχρονα, σε θερμό περιβάλλον η ταχύτητα βιοαποικοδόμησης αυξάνεται, επιβάλλοντας μια ταχύτερη απαίτηση οξυγόνου, ενώ συνολικά υπάρχει μικρότερη διαθεσιμότητα, κάνοντας τα πράγματα δυσκολότερα. Από την άλλη μεριά, προσωρινή παύση λειτουργίας των ενεργοπαραγωγών εργοστασίων, μπορεί να προκαλέσει μέχρι και θανατηφόρο σοκ ψύξης σε ψάρια των υδάτινων αποδεκτών. (Γεωργόπουλος, 1996)
5.3. Τα βαρέα μέταλλα.
Αυτά συνήθως εναποτίθενται στον πυθμένα ποταμών, θαλασσών ή λιμνών μαζί με τα υπόλοιπα φερτά υλικά. Μελέτη που έγινε για τη Μεσόγειο κατέληξε στο συμπέρασμα πως παραπάνω από τη μισή ποσότητα των βαρέων μετάλλων (όπως ο υδράργυρος, το χρώμιο, ο μόλυβδος, ο ψευδάργυρος) που περιέχονται σ' αυτήν, (μαζί με φυτοφάρμακα και ραδιενεργά υλικά) προέρχονται όχι από τις ανθρώπινες δραστηριότητες των ακτών της Μεσογείου, αλλά μεταφέρονται από τις λεκάνες απορροής ποταμών που έρχονται από πολύ μακρύτερα (UNEP, 1989).
Οι ποταμοί που διέρχονται μέσα από βιομηχανικές περιοχές και δέχονται τα απόβλητά τους, γίνονται αγωγοί μεταφοράς μετάλλων από τη βιομηχανική περιοχή προς τη θάλασσα. Έρευνα στη θαλάσσια περιοχή που εκβάλλει ο ποταμός Ασωπός (Αγγελίδης & Αλούπης, 1996) έδειξε υψηλές συγκεντρώσεις μετάλλων που είναι σνδεδεμένα με τη βιομηχανική δραστηριότητα της περιοχής.
Στις 1.10.1998 στην εφημερίδα "Μακεδονία" ο καθηγητής τοξικολογίας κ. Κοβάτσης αναφέρει ότι η υδροδότηση της Θεσσαλονίκης δεν πρέπει να γίνει από τον Αλιάκμονα, γιατί η περιεκτικότητά του σε ίνες αμιάντου ανέρχεται σε 3,000/l, τιμή πολύ υψηλή για την υγεία των κατοίκων. Επίσης αναφέρει ότι ο καθαρισμός το νερού με τις συνήθεις μεθόδους δεν θα μειώσει πολύ τον αριθμό αυτό. Αντίθετα προτείνει την υδροδότηση ης πόλης από τον ποταμό Αλμωπαίο, το οποίου τα νερά είναι καθαρά. Ο αμίαντος είναι σύμπλοκο ένυδρο πυριτικό άλας ασβεστίου και μαγνησίου.
Παρακάτω φαίνεται ο βαθμός τοξικότητας μερικών από τα πιο κοινά μέταλλα, που μειώνεται από πάνω προς τα κάτω:
Υδράργυρος | (Ηg) |
Χαλκός | (Cu) |
Ψευδάργυρος | (Zn) |
Μόλυβδος | (Pb) |
Κάδμιο | (Cd) |
Χρώμιο | (Cr) |
Μαγγάνιο | (Μn) |
Κάποιες μικρές ποσότητες βαρέων μετάλλων είναι απαραίτητες στους οργανισμούς. Αν υπάρχει πλεόνασμα των αναγκαίων βαρέων μετάλλων, η περιεκτικότητα στο εσωτερικό του οργανισμού ρυθμίζεται με τους ομοιοστατικούς μηχανισμούς ελέγχου. Όμως, αν η συγκέντρωση των βαρέων μετάλλων είναι πολύ μεγάλη, ο ομοιοστατικός μηχανισμός παύει να λειτουργεί και τα βαρέα μέταλλα αντιδρούν με χρόνιο τοξικό τρόπο. Στον άνθρωπο η τοξικολογία μοιάζει για όλα τα βαρέα μέταλλα, που φθάνουν στο στομάχι, αλλά ο οργανισμός δεν μπορεί να τα αποβάλει. Η απορρόφησή τους οδηγεί:
Σε παράλυση των τριχοειδών αγγείων.
Στον εκφυλισμό της καρδιάς, των κυττάρων, των ερυθρών αιμοσφαιρίων, του ήπατος και μερικές φορές του περιφερειακού και του κεντρικού νευρικού συστήματος.
Κατά την αποβολή μπορεί να υποστούν ζημιά οι νεφροί και το παχύ έντερο.
Επίσης τα βαρέα μέταλλα προκαλούν καρκινογενέσεις, μεταλλάξεις στο γενετικό υλικό, επιδράσεις στην ορμονική και ενζυμική δραστηριότητα (Φυτιάνος & Σαμανίδου, 1988).
Οι πληθυσμοί των γλυκών νερών υφίστανται ζημία από ορυχεία μετάλλου που παράγουν τοξικά απόβλητα με υψηλή συγκέντρωση ψευδαργύρου, κασσιτέρου και μολύβδου. Το αλουμίνιο (Al) μπορεί επίσης να δράσει τοξικά, απορροφούμενο άμεσα από τη μεγάλη επιφάνεια των βραγχίων των προνυμφών των εφημεροπτέρων ή των ψαριών, εμποδίζοντας έτσι τη ρύθμιση της αλατότητας του σώματός τους, σε σχέση με το περιβάλλον, η οποία πραγματοποιείται από τα βράγχια.
Τα τελευταίο σημαντικό πρόβλημα είναι ότι αυτοί οι ρυπογόνοι παράγοντες δεν θα αποδομηθούν εύκολα (Γεωργόπουλος, 1996). Παρακάτω θα ασχοληθούμε αναλυτικά με τον υδράργυρο και το μόλυβδο.
5.3.1. O υδράργυρος (Ηg)
Ο υδράργυρος είναι ευρύτατα χρησιμοποιούμενος αλλά και τοξικός. Έχει πολλές εφαρμογές στη χρωματουργία, τη γεωργία (ως μυκητοκτόνο), σε ηλεκτρικές συσκευές, λαμπτήρες και λυχνίες, στη βιομηχανία χάρτου και κυρίως στην παραγωγή χλωρίου και καυστικού νατρίου.
Οι οργανικές ενώσεις του υδραργύρου είναι τοξικότερες από τις ανόργανες επειδή έχουν τη δυνατότητα να διαπερνούν τη διαχωριστική μεμβράνη μεταξύ αιμοφόρων αγγείων και εγκεφάλου, να διέρχονται μέσα από τον πλακούντα της μήτρας προσβάλλοντας το έμβρυο, και να παρεμποδίζουν αντιδράσεις των αμινοξέων του οργανισμού (Βασιλικιώτης, 1981).
Χαρακτηριστική και σοβαρότερη από τις περιπτώσεις ρύπανσης λόγω υδραργύρου ήταν η περίπτωση του Μινιμάτα, ενός μικρού χωριού ψαράδων στην Ιαπωνία. Η απόρριψη ανόργανων ενώσεων του υδραργύρου στη θάλασσα κατά το 1953-60 από μια βιομηχανία παραγωγής πλαστικών, η μετατροπή τους σε οργανικές και η μεταφορά τους μέσω των τροφικών αλυσίδων στους ιστούς των ψαριών, είχε ως αποτέλεσμα τη δηλητηρίαση και το θάνατο πολλών κατοίκων του χωριού, οι οποίοι τρέφονταν με ψάρια.
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός πως ο υδράργυρος μπορεί να προσβάλλει και τα έμβρυα, διαπερνώντας τον πλακούντα και συσσωρευόμενος στο νευρικό σύστημα, και μάλιστα αρκετές φορές σε συγκεντρώσεις ίσες εκείνων των αντίστοιχων μητρικών οργανισμών (Σμοκοβίτης, 1985).
Μια πολύ σημαντική επίδραση του υδραργύρου αφορά το πλαγκτόν. Όταν η συγκέντρωση του υδραργύρου φτάσει το 1ppb αναφέρεται ελάττωση της ανάπτυξης του πλαγκτού κατά 50%.
Ο υδράργυρος αποθηκεύεται συνήθως στους λιπαρούς ιστούς. Το φαινόμενο της βιοσυσσώρευσης φαίνεται να ισχύει τουλάχιστο για τους ανώτερους οργανισμούς. Η συγκέντρωση υδραργύρου σαφέστατα αυξάνεται ανεβαίνοντας την τροφική αλυσίδα.
Να σημειωθεί πως δείγματα φτερώματος ψαροφάγων αετών (Haliaetus albicilla) της Σουηδίας της περιόδου 1880 μέχρι 1940 που υπήρχαν στα μουσεία και αναλύθηκαν, βρέθηκαν να περιέχουν 6-7ppm υδραργύρου, ενώ ίδιες αναλύσεις σε φτέρωμα σημερινών αετών της ίδιας χώρας, κατά το 1965, έδειξαν περιεκτικότητα σε υδράργυρο περίπου 50ppm (Clark, 1986).
5.3.2. Ο Μόλυβδος (Pb).
Ο μόλυβδος έχει ευρύτατες χρήσεις γιατί πλάθεται εύκολα, έχει ηλεκτροχημικές ιδιότητες τέτοιες που τον καθιστούν καταλληλότατο για την παραγωγή συσσωρευτών (μπαταριών), ενώ οι ενώσεις του με οργανικές ουσίες (π.χ. τετρα-αιθυλιούχος μόλυβδος) χρησιμοποιήθηκαν ως αντικροτικά πρόσθετα στην βενζίνη τύπου Super.
Η χρήση του τετρα-αιθυλιούχου μολύβδου έχει ήδη απαγορευθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη θέση του στην βενζίνη τύπου Super έχει πάρει κάποιο άλλο χημικό υποκατάστατο, ενώ παράλληλα τα τελευταία χρόνια προωθήθηκε η αμόλυβδη βενζίνη που απαιτεί κινητήρες διαφορετικής τεχνολογίας. Όμως νέο τεράστιο πρόβλημα παρουσιάστηκε, που δεν έχει επιλυθεί ακόμη: Οι κινητήρες αμόλυβδης βενζίνης για τη λειτουργία τους απαιτούν τη χρήση ραδιενεργού καταλύτη, ο οποίος χρειάζεται περιοδική αντικατάσταση. Συνεπώς παρουσιάζεται το πρόβλημα της απόρριψης των χρησιμοποιημένων ραδιενεργών καταλυτών.
Το ερυθρό χρώμα που λέγεται "μίνιο", που η επάλειψή του προφυλάσσει τις μεταλλικές επιφάνειες από την οξείδωση, είναι οξείδιο του μολύβδου. Επίσης χρησιμοποιείται στην υάλωση των ειδών υγιεινής και στα κράματα συγκολλήσεων.
Ρύπανση του πόσιμου νερού από μόλυβδο συμβαίνει με τη χρήση μολύβδινων σωλήνων ύδρευσης. Κίνδυνος μολυβδίασης υπάρχει επίσης από τα υαλωμένα πήλινα σκεύη, ιδιαίτερα αν περιέχουν όξινα υγρά. Από τις ανόργανες και οργανικές ενώσεις του μολύβδου, μέσω της αναπνοής και του πεπτικού συστήματος, μεταφέρεται ο μόλυβδος στον οργανισμό, όπου και εναποτίθεται κυρίως στα οστά (Βασιλικιώτης, 1981).
5.4. Οξίνιση των νερών.
Σοβαρό είναι το πρόβλημα της οξίνισης των νερών. Η όξινη βροχή αποτελεί σήμερα σημαντική πηγή χημικής ρύπανσης στη Β. Ευρώπη και Β. Αμερική.
Η οξίνιση προέρχεται από μεγάλα ποσοστά οξέων στο περιβάλλον, που προξενούν καταστροφή στους οργανισμούς. Τέτοια οξίνιση μπορεί να επέλθει και με φυσικό τρόπο: τα ηφαίστεια για παράδειγμα, παράγουν μεγάλα ποσά οξέων. Όμως συνήθως η οξύτητα της ατμόσφαιρας αυξάνει από ανθρώπινες δραστηριότητες. Η οξύτητα μετράται με την κλίμακα pH.
Η οξίνιση του οικοσυστήματος έγινε σοβαρό μέλημα στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Η όξινη βροχή δημιουργείται όταν θείο και άζωτο ενώνονται με μόρια νερού στην ατμόσφαιρα. Τέτοιου είδους ρύπανση μπορεί να εξαπλωθεί σε μεγάλες αποστάσεις στην ατμόσφαιρα, περνώντας τα σύνορα των χωρών, και να γίνει απειλή για το περιβάλλον σε περιοχές που βρίσκονται μακριά από την πηγή της ρύπανσης.
Τα υδρόβια οικοσυστήματα είναι πολύ ευπαθή στην όξινη προσβολή. Επηρεάζει τα εδάφη, τα ποτάμια, τις λίμνες, τις θάλασσες και τα υπόγεια νερά. Η επίδραση εξαρτάται από την ικανότητα αυτο-προφύλαξης του οικοσυστήματος, και ειδικά από την παρουσία ασβεστόλιθου, που μπορεί να εξισορροπήσει και να εξουδετερώσει την οξίνιση. Η προσθήκη ασβεστόλιθου στα νερά έχει δοκιμαστεί με ευνοϊκά τοπικά αποτελέσματα. Όμως ο μόνος τρόπος ριζικής καταπολέμησης του προβλήματος σε παγκόσμια κλίμακα είναι η μείωση της ρύπανσης της ατμόσφαιρας, ελέγχοντας και περιορίζοντας τα ρυπαντικά στοιχεία και ειδικά τις αέριες ενώσεις του θείου.
Αύξηση της οξίνισης στο νερό σκοτώνει όλους τους ευαίσθητους οργανισμούς, που δεν αντέχουν στην αλλαγή του pH. Τα μέρη αυτά αποικίζονται κατόπιν από οργανισμούς που μπορούν να επιβιώσουν σε συνθήκες αυξημένης οξύτητας. Η ποικιλία ειδών μειώνεται, αλλά με τη σειρά του μειώνεται και ο συνολικός αριθμός των οργανισμών στο νερό.
Μερικές φορές οι μικρού μεγέθους οργανισμοί, όπως π.χ. τα μικροασπόνδυλα, είναι οι πρώτοι που επηρεάζονται από αυτές τις αλλαγές. Ο τεμαχισμός του οργανικού υλικού επιβραδύνεται, λόγω της μείωσης του πληθυσμού των μικροασπονδύλων-τεμαχιστών. Έτσι τα βακτήρια δυσκολεύονται να συνεχίσουν την αποικοδόμηση και έχουμε ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση οργανικού υλικού που δεν διασπάται πλέον σε θρεπτικά άλατα (νιτρικά και φωσφορικά). Έτσι το περιβάλλον εκεί γίνεται ολιγοτροφικό (μικρή περιεκτικότητα σε θρεπτικά άλατα). Εάν η ρύπανση του νερού με οξέα είναι περιορισμένης έκτασης (σημειακή πηγή ρύπανσης), τότε ο ποταμός είναι ικανός να αυτοκαθαριστεί καθώς προχωρά προς τα κατάντι μέρη του. Ο βαθμός επανάκαμψης εξαρτάται από το μέγεθος της ανατάραξης του νερού, καθώς και από την περιεκτικότητα σε CaCO3 λόγω του γνωστού ρόλου του ασβεστίου στο σύστημα εξισορρόπησης της οξύτητας του νερού.
 Εικ-4.6. Πώς η οξίνιση σκοτώνει τους οργανισμούς.
Εξαφανίζεται ο αστακός και η γαριδούλα του γλυκού νερού.
Εξαφανίζονται τα σαλιγκάρια και οι ευαίσθητες προνύμφες εφημεροπτέρων.
Εξαφανίζεται ο φοξίνος, ο σολωμός και ο λευκίσκος.
Εξαφανίζεται η πέστροφα.
Εξαφανίζονται πολλά έντομα.
Εξαφανίζεται η πέρκα και η τούρνα.
Αυξάνονται τα ανθεκτικά έντομα και η τύρφη
Fig-4.6. How acidity kills organisms.
(UNESCO-UNEP, 1995)
Μερικές φορές όμως από την οξίνιση των νερών επηρεάζονται πρώτα οι μεγαλύτεροι οργανισμοί, όπως π.χ. το τσιρώνι (Rutilus rutilus), είδος συγγενικό του κυπρίνου, του οποίου τα αυγά δε δίνουν γόνο σε νερό μεγαλύτερης οξύτητας, ή όπως η προνύμφη ενός τριχοπτέρου, που αδυνατεί να κατασκευάσει την θήκη που χρησιμοποιεί ως καταφύγιο κατά το προνυμφικό της στάδιο.
Μερικές φορές αυξημένη οξύτητα έχει έμμεσα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, μπορεί να καταστήσει τα τοξικά μέταλλα (Al, Cu, Hg, Zn) πιο διαλυτά, έτσι ώστε μέσω των τροφικών αλυσίδων οι οργανισμοί να δηλητηριάζονται από αυτά.
Τα ποτάμια που επανακάμπτουν ταχύτερα από τις επιδράσεις της αυξημένης οξύτητας, είναι αυτά με νερά αυξημένης σκληρότητας, και ειδικότερα με άλατα ασβεστίου, έτσι ώστε η προσθήκη ασβεστόλιθου στο νερό να χρησιμοποιείται ως μέθοδος για την πρόληψη των δυσάρεστων αποτελεσμάτων της οξίνισης. (UNESCO-UNEP, 1995).
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ: Νο23β (Κυρίμης, 1999)
5.5. Οργανο-χλωριωμένες ενώσεις.
Οργανο-χλωριωμένες ενώσεις αποκαλούνται οι ουσίες στη δομή των οποίων άτομα χλωρίου συνδέονται χημικά με υδρογονάνθρακες. Είναι σταθερές ουσίες, τοξικές και βιοσυσσωρεύονται στους ζωντανούς οργανισμούς, τρεις ιδιότητες που τις κάνουν από τις πιο επιβλαβείς ενώσεις. Σήμερα έχουν κατασκευαστεί πάνω από 11,000 τέτοιες ενώσεις, η πλειοψηφία των οποίων δεν απαντάται στη φύση, η οποία και δεν μπορεί να τις αποικοδομήσει. Η βιομηχανία παράγει σήμερα 40 εκατομμύρια τόνους χλώριο το χρόνο, και το γεγονός αυτό θεωρείται ως ένα αποφασιστικής σημασίας λάθος στη βιομηχανική ανάπτυξη του 20ου αιώνα (Thorpe, 1993). To 80% της παραγωγής αυτής στη Δυτική Ευρώπη χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την παραγωγή φυτοφαρμάκων (όπως aldrin, dieldrin, λινδάνιο), χλωροφθορανθράκων (CFC), πλαστικών όπως το πολυβινυλοχλωρίδιο (PVC). Το υπόλοιπο 20% χρησιμοποιείται για λεύκανση ξυλοπολτού και χαρτιού και για την απολύμανση του πόσιμου νερού (Shelley, 1990). Επίσης χρησιμοποιείται για την παραγωγή των πολυχλωριωμένων διφαινυλίων (PCB), ενώσεις που είναι πολύ ισχυροί ρύποι. Εκτιμάται πως πάνω από 370,000 τόνοι PCB βρίσκονται σήμερα στα ιζήματα και στα νερά των θαλασσών καθώς και στον αέρα πάνω από τις βιομηχανικές χώρες του βορείου ημισφαιρίου.
Η σταθερότητα των ουσιών αυτών, καθώς και το γεγονός πως δεν υπάρχουν στη φύση (άρα οι ζωντανοί οργανισμοί δεν τις γνωρίζουν και δεν έχουν αναπτύξει μηχανισμούς αντίστασης απέναντί τους, συντελούν στη διατήρησή τους στο περιβάλλον για αρκετές εκατοντάδες χρόνια μετά την απόρριψή τους σ' αυτό. Κατά συνέπεια, η ποσότητά τους αυξάνει συνεχώς, δεδομένου του υψηλού ρυθμού παραγωγής τους σήμερα.
Οργανοχλωριωμένες ενώσεις έχουν βρεθεί σε μεγάλες συγκεντρώσεις στα ζώα που βρίσκονται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας (δελφίνια, φώκιες, πολικές αρκούδες, πιγκουίνοι, καθώς και σε ανθρώπους που τρέφονται πολύ με ψάρια) λόγω του φαινομένου της βιοσυσσώρευσης.
Έρευνα του καθηγητή Ουζούνη (1990) στους νομούς Ξάνθης και Καβάλας έδειξε επιβάρυνση του μητρικού γάλακτος με χλωριωμένους υδρογονάνθρακες.
Οι βλάβες οι οποίες έχουν διαπιστωθεί πως προκαλούνται στους ζωντανούς οργανισμούς από τις οργανοχλωριωμένες ενώσεις είναι οι εξής (Johnston & McCrea, 1993):
- Μείωση της φωτοσύνθεσης τους φυτοπλαγκτού (που αποτελεί τη βάση της υδάτινης τροφικής πυραμίδας).
- Αυξημένη θνησιμότητα και δυσμορφίες σε μικρά ψάρια.
- Λέπτυνση του κελύφους των αυγών και ανωμαλίες στα νεογνά πολλών ειδών πουλιών.
- Θηλυκοποίηση και στειρότητα των αρσενικών οργανισμών.
- Όγκοι και αλλοιώσεις σε κάποια είδη φαλαινών.
- Ανωμαλίες του κρανίου και άλλα προβλήματα ανάπτυξης στις φώκιες της Βαλτικής.
- Βλάβες στο ανοσοποιητικό σύστημα ζωικών οργανισμών (άρα μείωση των φυσικών τους αντιστάσεων).
- Μείωση της ποσότητας σπέρματος σε άντρες.
- Καρκίνος του στήθους στις γυναίκες.
- Προβλήματα ανάπτυξης (μειωμένο μέγεθος εγκεφάλου) σε παιδιά, αλλά και πρόωρος τοκετός ή αποβολή εμβρύων.
- Εξασθένηση του ανοσοποιητικού συστήματος των Ινδιάνων Ινουίτ των αρκτικών περιοχών του Καναδά. (Γεωργόπουλος, 1996)
Υπάρχουν πλέον αρκετά στοιχεία που συνηγορούν με την άποψη πως η λύση του προβλήματος των οργανοχλωριωμένων ενώσεων, δεν μπορεί να είναι καμιά άλλη, πέρα από την άμεση απαγόρευση της απελευθέρωσής τους στο περιβάλλον.
5.6. Η ρύπανση με φυτοφάρμακα.
Επιπτώσεις στη βιόσφαιρα.
Τα γεωργικά φάρμακα είτε τοποθετούνται κατ' ευθείαν στο έδαφος, είτε καταλήγουν σ' αυτό αφού πρώτα ψεκαστούν τα υπέργεια τμήματα των φυτών. Όπως και τα λιπάσματα, έτσι και τα γεωργικά φάρμακα ξεφεύγουν από τα όρια των αγρο-οικοσυστημάτων που εφαρμόζονται και ρυπαίνουν ευρύτερα το φυσικό περιβάλλον. Υπάρχουν διάφορες οδοί που μπορεί να ακολουθήσουν μετά την εφαρμογή τους. Είσοδος των γεωργικών φαρμάκων στα ύδατα μπορεί να γίνει με την έκπλυσή τους από το αγρο-οικοσύστημα λόγω βροχής ή άρδευσης, με εξάτμιση από το έδαφος του νερού της βροχής που περιέχει φάρμακα, ή με απ' ευθείας εφαρμογή των φυτοφαρμάκων στά νερά. Γεωργικά φάρμακα και ουσίες προερχόμενες από την αποικοδόμησή τους ανιχνεύονται σήμερα σε ποτάμια, λίμνες, θάλασσες, υπόγεια νερά, στο νερό της βροχής και το χιόνι και μάλιστα σε μέρη πολύ μακριά από τα σημεία στα οποία είχαν χρησιμοποιηθεί (πχ στην Αρκτική και στην Ανταρκτική). Ανιχνεύονται επίσης και στον αέρα, μιας και έχει βρεθεί ότι μέσα σε 24 ώρες από την εφαρμογή τους, οι δραστικές ουσίες πολλών φαρμάκων μπορεί να έχουν απολύτως εξαερωθεί ή μεταφερθεί από τον άνεμο με μορφή σταγονιδίων στην ατμόσφαιρα. Μέσω των ποταμών κυρίως, η ρύπανση με φυτοφάρμακα φθάνει και στη θάλασσα.
Τα μισά περιστατικά θανάτου ψαριών στις ακτές της Ν. Καρολίνας των ΗΠΑ μεταξύ 1977 και 1984 αποδόθηκαν στα φυτοφάρμακα (Weber, 1992).
Μερικοί όμως οργανισμοί (ιδίως έντομα) έχουν αναπτύξει ποικιλίες ανθεκτικές στα ήδη γνωστά φάρμακα. Το 1954 ο αριθμός των ανθεκτικών στα εντομοκτόνα παρασίτων και εντόμων ήταν 24, ενώ το 1984 ήταν 448 (Αλμπάνης, 1988α) και το 1990 είχε φτάσει τα 504 (Georghiou, 1990). Ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα αποτελούν οι κατσαρίδες.
Αυτό επιβάλλει τη χρήση μεγαλύτερων δόσεων ή την ανακάλυψη νέων, περισσότερο δραστικών φαρμάκων. Πολλά γεωργικά φάρμακα διασπώνται μέσα στο έδαφος, αλλά έχει βρεθεί ότι τα προϊόντα αποικοδόμησής τους μπορεί να έχουν ακόμη πιο δυσμενείς επιδράσεις από τις αρχικές δραστικές ουσίες. Κάποια άλλα γεωργικά φάρμακα δεν διασπώνται εύκολα, με αποτέλεσμα να παραμένουν για πολλά χρόνια στο περιβάλλον.
Πάρα πολλά είδη της άγριας ζωής πέφτουν θύματα φυτοφαρμάκων, όπως αβλαβή έντομα. πεταλούδες, μέλισσες, ψάρια, λαγοί, πουλιά. Σε έρευνα των Αντωνίου et al. (1992-97), σε 615 περιπτώσεις δηλητηρίασης ζώων προέκυψε ότι στο 37.5% των εξετασθέντων δειγμάτων, ανιχνεύτηκαν τοξικές ουσίες της κατηγορίας των παρασιτοκτόνων.
Οι οργανισμοί που βρίσκονται στα ανώτερα τροφικά επίπεδα είναι περισσότερο ευαίσθητοι στους ρυπαντές, λόγω του φαινομένου της βιοσυσσώρευσης. Άλλωστε, όσο υψηλότερη θέση καταλαμβάνει ένας οργανισμός στην τροφική πυραμίδα, τόσο μικρότερος είναι και ο πληθυσμός του, τόσο λιγότερα άτομα δηλαδή τον συναπαρτίζουν. Αυτό έχει ως συνέπεια πως, αν ένας ρυπαντής, που θα μπορούσε να δηλητηριάσει τους φυτοφάγους οργανισμούς και τους αντίστοιχους σαρκοφάγους οργανισμούς-ελεγκτές των φυτοφάγων, διαχυθεί στο περιβάλλον αυτό, οι πιθανότητες είναι παρά πολλές να εξαλειφθούν όλα τα άτομα της δεύτερης κατηγορίας (ελεγκτές-σαρκοφάγoι), απλούστατα, επειδή ο αριθμός τους είναι μικρότερος. Σημειωτέον πως δε χρειάζεται να πεθάνουν από τις άμεσες συνέπειες όλα τα άτομα ενός είδους για να εξαλειφθεί το είδος αυτό. Αν ο αποδεκατισμός των ατόμων του είδους αυτού συμβεί έτσι, ώστε τα εναπομείναντα να είναι πολύ αραιά διασκορπισμένα στο χώρο, τότε τα αρσενικά και θηλυκά άτομα δυσκολεύονται να συναντηθούν και άρα και να αναπαραχθούν. Επίσης αν τα επιζήσαντα άτομα είναι λίγα, μπορεί να εμφανιστούν γενετικά προβλήματα στους απογόνους τους, λόγω αναγκαστικού ζευγαρώματος μεταξύ συγγενικών ατόμων, και άρα να προκληθεί γενετική υποβάθμιση και εκφυλισμός του είδους, που οδηγεί τελικά στην εξάλειψη.
Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση θανάτου ερωδιών σε ένα ποτάμιο οικοσύστημα λόγω της χρήσης Dieldrin, όπως περιγράφεται από τους "Φίλους της Γης" (FOE, 1987): Ενώ η συγκέντρωση του παραπάνω φυτοφαρμάκου στα νερά του ποταμού Avon της Αγγλίας, τον Απρίλιο του 1985 ήταν ελάχιστη, το φαινόμενο της βιοσυσσώρευσης οδηγούσε στην αύξηση της συγκέντρωσης αυτής στους ιστούς κάποιων ψαριών κατά 35,000 φορές. Τα ψάρια αυτά αποτελούσαν τροφή των ερωδιών, στους ιστούς των οποίων η συγκέντρωση Dieldrin διπλασιαζόταν. Παρ' όλα αυτά, οι τεράστιες αυτές ποσότητες, όντας λιποδιαλυτές, έμεναν ανενεργές στο λίπος των πουλιών. Μόνο όταν αυτά, κατά τη χειμερινή περίοδο, άρχισαν να καταναλώνουν το λίπος που είχαν αποθηκεύσει, το Dieldrin πέρασε μέσω του αίματος στο συκώτι και στον εγκέφαλό τους θανατώνοντάς τα.
Στη Μεσαρά της Κρήτης, μετά από αεροψεκασμούς, εξαφανίστηκαν από την περιοχή τα γεράκια μαυροπετρίτης και βραχοκιρκίνεζο, ο γκιώνης και το αηδόνι, που όλα είναι εντομοφάγα πουλιά, ενώ αντίθετα η ποντικοβαρβακίνα, γεράκι που τρώει ποντίκια, δεν παρουσίασε μείωση του πληθυσμού της (Μπουλταδάκης, 1988α).
Επειδή το έδαφος περιέχει μεγάλο πλήθος οργανισμών και μικροοργανισμών, τα γεωργικά φάρμακα που τοποθετούνται ή φτάνουν στο έδαφος θανατώνουν παράλληλα με τους "επιβλαβείς" και ένα μεγάλο εύρος ωφέλιμων στο περιβάλλον οργανισμών. Άλλωστε, οι όροι "παράσιτα", "βλαβερά" και "ωφέλιμα" ζώα ή φυτά δεν έχουν κανένα νόημα μέσα στις φυσικές διαδικασίες ενός οικοσυστήματος, όπου όλοι οι οργανισμοί ανεξαιρέτως είναι ωφέλιμοι. Μόνο εκεί που παρεμβαίνει ο άνθρωπος, ευνοώντας κάποιους οργανισμούς που αυτός ονομάζει "ωφέλιμους", και λειτουργώντας σε βάρος κάποιων άλλων (έντομα, τρωκτικά, ζιζάνια), αποκτούν νόημα οι παραπάνω όροι, εξ αιτίας της προσπάθειας του ανθρώπου να ανακόψει την εξέλιξη κάποιων φυσικών διαδικασιών, όπως π.χ. την οικολογική διαδοχή, ή να ματαιώσει κάποιες φυσικές σχέσεις μεταξύ οργανισμών, όπως τη διατροφή, τον ανταγωνισμό, τον παρασιτισμό κλπ.
Πολλά γεωργικά φάρμακα βρέθηκαν να έχουν δυσμενείς επιδράσεις:
στη σύνθεση και στο ύψος των μικροβιακών πληθυσμών του εδάφους,
στη δράση των μικροβίων,
στην ταχύτητα διάσπασης των οργανικών ουσιών,
στους κύκλους του αζώτου, του θείου και του φωσφόρου και
στη μικροβιακή σύνθεση της περιοχής των ριζών.
Όλες οι παραπάνω βιολογικές διεργασίες συμβάλλουν στη διατήρηση της γονιμότητας του εδάφους και οι δυσμενείς επιδράσεις των γεωργικών φαρμάκων σ' αυτές μπορούν να προκαλέσουν μείωση της παραγωγικότητάς του.
Η κυριότερη αμφισβήτηση όσον αφορά τη χρήση των εντομοκτόνων, βασίζεται στη χημική αποσταθεροποίηση που προκαλούν, σ' ένα περιβάλλον του οποίου οι ισορροπίες στηρίζονταν μέχρι πρόσφατα σε βιολογικούς ελέγχους, που είχαν αναπτυχθεί μέσα από έναν "συνεξελικτικό πόλεμο" (coevolutionary war) μεταξύ φυτών και εντόμων, διάρκειας εκατομμυρίων χρόνων. Τα φυτά είχαν αναπτύξει μεθόδους "άμυνας" ενάντια στους εχθρούς τους, όπως αγκάθια, χοντρά φύλλα, ρετσίνι, δηλητηριώδεις ουσίες όπως η νικοτίνη (καπνός), η πυρεθρίνη (χρυσάνθεμο), η καφεΐνη, η ατροπίνη, η μορφίνη, η κωδεΐνη, η μεσκαλίνη, η κινίνη κλπ, και τα έντομα αντίστοιχα είχαν αναπτύξει όργανα και μεθόδους "επίθεσης" (Παζάρας, 1988), διαμορφώνοντας το εξής σχήμα ισορροπιών, που αποτελεί ταυτόχρονα και μια τροφική αλυσίδα:
-------------------------------- παράσιτο φυτοφάγου εντόμου
φυτό φυτοφάγο έντομο 
-------------------------------- αρπακτικό σαρκοφάγο έντομο
Τα φυτοφάγα έντομα τρέφονταν από τα φυτά, αλλά ταυτόχρονα ελέγχονταν τόσο από παράσιτα, όσο και από τα σαρκοφάγα έντομα (ελεγκτές), ώστε όλο το σύστημα βρισκόταν σε ισορροπία, μέσα από αρνητικές αναδράσεις. Με την εισαγωγή των εντομοκτόνων, οι λεπτότατες αυτές ισορροπίες, που χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να δημιουργηθούν, συντρίβονται κυριολεκτικά, οπότε και εμφανίζονται πολλές περιπτώσεις "βλαβερών" εντόμων, είτε γιατί οι φυσικοί ελεγκτές των πληθυσμών των εντόμων αυτών δηλητηριάστηκαν και εξέλιπαν, είτε διότι έμμεσα εμποδίζεται η ελεγκτική τους ικανότητα.
Έρευνες έδειξαν πως το DDT επηρεάζει αρνητικά την ικανότητα μεταβολισμού του ασβεστίου στον οργανισμό ορισμένων πουλιών, με αποτέλεσμα την ξαφνική και σημαντική μείωση του πάχους του κελύφους των αυγών τους, μετά το 1946, οπότε άρχισε η ευρεία χρήση του εντομοκτόνου αυτού. Συνηθισμένη συνέπεια ήταν το σπάσιμο των αυγών, κάτω από το βάρος του πουλιού που προσπαθούσε να τα επωάσει, και άρα ακύρωση της αναπαραγωγικής του ικανότητας.
Παρ΄ όλη την ευρεία διάδοση των εντομοκτόνων, υπολογισμοί για τις ΗΠΑ έδειξαν πως ακόμη και μετά από υπερ-εικοσαετή χρήση τους, "βλαβερά" έντομα εξακολουθούσαν να καταστρέφουν ένα υψηλό ποσοστό γεωργικής παραγωγής ετησίως, περίπου το 10%.
Στην κοιλάδα Ganete του Περού, από το 1949 μέχρι το 1954 η βαμβακοπαραγωγή αρχικά αυξήθηκε εντυπωσιακά με τη χρήση φυτοφαρμάκων. Παρά την εισαγωγή οργανοφωσφορικών εντομοκτόνων που αντικατέστησαν τους χλωριωμένους υδρογονάνθρακες, και παρά την βράχυνση του διαστήματος μεταξύ δύο ραντισμάτων της βαμβακοπαραγωγής, το 1955-56 η απόδοση έπεσε, ώσπου το 1957 επικράτησαν πιο οικολογικές μέθοδοι ελέγχου των εντόμων και οι αποδόσεις αυξήθηκαν πάλι, σώζοντας την κοιλάδα από βέβαιο οικολογικό και οικονομικό θάνατο (Ehrlich et al., 1973).
Παρόμοια πορεία είχε η καλλιέργεια ρυζιού στην Ινδονησία, στη δεκαετία 1980-1990. Το 1989 η Ινδονησιακή κυβέρνηση σταμάτησε να επιδοτεί τη χρήση φυτοφαρμάκων και εκπαίδευσε γεωργούς στη βιολογική καταπολέμηση, με αποτέλεσμα λιγότερη χρήση φυτοφαρμάκων, αύξηση της παραγωγής ρυζιού και εξοικονόμηση 100 εκατομμυρίων δολαρίων ετησίως (Starke, 1992).
Πολλά φυτοφάρμακα θεωρούνται υπεύθυνα για την καταστροφή της στοιβάδας του όζοντος. Το βρωμιούχο μεθύλιο προκαλεί το 5-10% της συνολικής καταστροφής του όζοντος στη Γη. Το μόριό του είναι 30 φορές πιο καταστροφικό για το όζον, σε σχέση με τα μόρια των χλωροφθορανθράκων που μέχρι πρόσφατα τους χρησιμοποιούσαν και ως προωθητικά αέρια στους ψεκαστήρες (spray) (από Γεωργόπουλο, 1996).
Έρευνα έδειξε ότι η προσρόφηση και απομάκρυνση ενός μεγάλου μέρους των παρασιτοκτόνων alaclor και PCP είναι δυνατό να γίνει σε μίγματα αμμο-αργιλο-πηλωδών εδαφών με οργανικό αργιλλώδες έδαφος και ιπτάμενη τέφρα (Δάνη et al., 1993).
Επιπτώσεις στην υγεία του ανθρώπου.
Υπολείμματα γεωργικών φαρμάκων φτάνουν στον άνθρωπο μέσω της τροφής, του ρυπασμένου νερού ή και του αέρα.
Υπάρχει ένας τεράστιος κατάλογος περιπτώσεων ανίχνευσης φυτοφαρμάκων όλων των ειδών σε τρόφιμα. Φρούτα, λαχανικά, γάλα και γαλακτοκομικά είδη, αυγά, κτηνοτροφικά προϊόντα, δημητριακά, ψάρια, σχεδόν όλα αυτά που αποτελούν το καθημερινό μας διαιτολόγιο, βρέθηκαν να περιέχουν υπολείμματα πολλών δεκάδων φυτοφαρμάκων, πάρα πολλά των οποίων έχουν μακρόχρονη υπολειμματική δράση (Nriagu & Simmons, 1990).
Τα φυτοφάρμακα ευθύνονται, επίσης, για ρύπανση και του πόσιμου νερού. Από έρευνα (Hallberg, 1989) που έγινε στη Μινεσότα και Αϊόβα των ΗΠΑ διαπιστώθηκε πως το νερό μεγάλου αριθμού γεωτρήσεων για ύδρευση περιείχε φυτοφάρμακα σε υψηλές συγκεντρώσεις.
Ίδιας φύσης ρύπανση απειλεί σοβαρότατα την Ταϊβάν και τη Ν. Κορέα (Starke, 1992), κράτη με πολύ μεγάλη κατανάλωση φυτοφαρμάκων ανά στρέμμα.
Πολύ συχνά, οξέα ιατρικά περιστατικά (δηλητηριάσεις, εγκαύματα, κ.ά.) οφείλονται στην επαφή με γεωργικά φάρμακα.
Τα φυτοφάρμακα, σύμφωνα με έρευνες της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (WHO, 1990) προκαλούν δηλητηρίαση σε 1 με 1.5 εκατομμύριο ανθρώπους παγκοσμίως κάθε χρόνο, οι οποίοι είτε είναι αγρότες που τα χρησιμοποιούν, είτε εργάτες που τα παρασκευάζουν, είτε καταναλωτές αγροτικών προϊόντων πρόσφατα ραντισμένων με φυτοφάρμακα, είτε χρήστες από λάθος.
Yπάρχουν όμως και χρόνιες επιδράσεις στην υγεία. Σ' αυτές συμπεριλαμβάνονται αλλαγές στους εγκεφαλικούς κύκλους και νευρολογικές ανωμαλίες, επίδραση στη συμπεριφορά, ανωμαλίες στη γονιμότητα, στειρότητα, διαταραχές στον έμμηνο κύκλο, επίδραση στον μυελό των οστών, γεννήσεις παιδιών με ανωμαλίες, καρκινογένεση, εκφυλισμός της άμυνας του οργανισμού και αλλεργικές ή φλεγμονώδεις αντιδράσεις στους ιστούς.
Ένα σύνολο οικολογικών και επιστημονικών οργανώσεων διεξάγει εκστρατεία για την παντελή απαγόρευση της παραγωγής και χρήσης σε πλανητικό επίπεδο των παραπάνω ουσιών (Φίλης, 1987). Η απάντηση των πολυεθνικών εταιριών, που παράγουν όχι μόνο τα παραπάνω, αλλά και ίσου ή και μεγαλύτερου βαθμού επικινδυνότητας προϊόντα, συνήθως είναι η απόσυρση των προϊόντων αυτών από τις αγορές των χωρών όπου υπάρχει αντίδραση, και η εξαγωγή τους σε άλλες χώρες (Μπουγκέρα, 1994) για όσο διαρκούν τα αποθέματά τους, ενώ συχνά συνεχίζουν και την παραγωγή τους. Ακόμη και σήμερα μεταφέρεται DDT στον Τρίτο κόσμο. Εταιρείες όπως η Union Carbide, η Bayer και η ICI κατασκευάζουν νέες βιομηχανικές παραγωγικές μονάδες στις ίδιες τις τρικοσμικές χώρες, εκμεταλλευόμενες όχι μόνο τους φθηνούς μισθούς και το χαμηλότερο μεταφορικό κόστος, αλλά και την άγνοια των κατοίκων όσον αφορά τις επικίνδυνες συνέπειες των φυτοφαρμάκων και την ανυπαρξία ελέγχων ασφάλειας στους χώρους εργασίας (Μοδινός, 1988). Και ενώ πέντε πολυεθνικές εταιρίες (Bayer, Ciba-Geigy, Shell, Monsanto και ICI) ελέγχουν ουσιαστικά το 50% της παγκόσμιας αγοράς φυτοφαρμάκων, η Ελλάδα με τη σειρά της, αφ' ενός εισάγει, αφ' ετέρου εξάγει κυρίως στον Τρίτο Κόσμο (Νιγηρία, Σαουδική Αραβία, Ιράν, Ιράκ, Συρία, Κένυα, Κουβέιτ, Αιθιοπία, Βουλγαρία, Πολωνία κλπ) φυτοφάρμακα, ακόμη και απαγορευμένα σε χώρες του Βορρά (Χρυσόγελος, 1988 από Γεωργόπουλο, 1996).
5.7. Λιπάσματα.
Τα λιπάσματα περιέχουν κυρίως άζωτο, φωσφόρο και κάλιο. Λόγω της υπερβολικής χρήσης, κάποιες σημαντικές ποσότητες ενώσεων των στοιχείων αυτών που δεν μπορούν να συγκρατηθούν από το έδαφος, παρασύρονται από τα νερά διήθησης και απορροής, παράλληλα με τη διάβρωση των επικλινών εκτάσεων, και συσσωρεύονται στα επιφανειακά νερά.
Έχει αναφερθεί πως τα σιτηρά (σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι) αξιοποιούν κατά μέσο όρο μόνο το 30% της αζωτούχου λίπανσης (Σιμώνας & Κακοτζάκης, 1989).
Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η κατείσδυση αζώτου με τη μορφή των νιτρικών αλάτων προς τους υπόγειους υδροφορείς, οι οποίοι εφοδιάζουν μέσω γεωτρήσεων με πόσιμο νερό ανθρώπινες κοινωνίες.
Κάθε χρόνο η χρήση λιπασμάτων αυξάνεται ολοένα και περισσότερο, καθώς η αύξηση στις αποδόσεις των αγρών περιορίζεται συνεχώς (Κόμονερ, 1980). Αυτό το γεγονός συντελεί ώστε το 25% των λιπασμάτων που καταναλώνονται στην Ευρώπη και τη Β. Αμερική να μη χρησιμοποιείται καθόλου από τα φυτά, αλλά να τροφοδοτεί απευθείας τα υπόγεια νερά. Τα νιτρικά μπορεί να φθάσουν σε πολύ υψηλές συγκεντρώσεις, μεγαλύτερες των 50mg/l που θεωρείται το ασφαλές ανώτατο όριο για την ύδρευση, και να τα καταστήσουν ακατάλληλα.
Η συγκέντρωση των νιτρικών που ανιχνεύεται στα υπόγεια νερά αυξάνει συνέχεια. Σύμφωνα με τη θεωρία πως η κατείσδυση του νερού που τα περιέχει διαρκεί αρκετά χρόνια, ώσπου το νερό αυτό να φτάσει στους υπόγειους ορίζοντες, πρέπει να αναμένεται περαιτέρω αύξηση της συγκέντρωσης των νιτρικών, αφού οι ποσότητες που ανιχνεύονται σήμερα αντιστοιχούν στις απορροές από τα καλλιεργούμενα χωράφια των δεκαετιών του '70 και του '80, όταν η γεωργία ήταν λιγότερο εντατική (Dudley, 1990). Παρόμοια είναι τα αποτελέσματα της εντατικής κτηνοτροφίας: μια αγελάδα παράγει ετησίως περίπου 16m3 κοπριά η οποία περιέχει 50kg νιτρικών.
Τα νιτρικά μέσα στο σώμα μετατρέπονται σε νιτρώδη, και αυτά σε νιτροζαμίνες που εντάσσονται στις καρκινογόνες ενώσεις. Η υπερβολική αζωτούχος λίπανση μπορεί να δημιουργήσει συσσώρευση νιτρικών κυρίως στα φυλλώδη λαχανικά, αλλά και στα κονδυλόρριζα, σε βαθμό τέτοιο, που γίνονται επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία. Το 20-30% των νιτρικών μπορεί να εισέλθει στον ανθρώπινο οργανισμό με το πόσιμο νερό. Το υπόλοιπο 70-80% εισέρχεται με την κατανάλωση λαχανικών και κρέατος (το οποίο έχει υποστεί επεξεργασία με συντηρητικές ουσίες που περιέχουν νιτρικά. Τα νιτρικά άλατα καθώς και τα νιτρώδη χρησιμοποιούνται για την αντιβακτηριακή τους δράση ως πρόσθετα στα αλλαντικά, με τα σύμβολα Ε-249 και Ε-252 αντίστοιχα.)
Δυσμενείς επιπτώσεις από την υπερβολική λίπανση παρατηρούνται και στο έδαφος. Η μακροχρόνια λίπανση με αζωτούχα λιπάσματα κάνει τα εδάφη πιο όξινα. Οι μεταβολές της οξύτητας του εδάφους επηρεάζουν τη διαθεσιμότητα των θρεπτικών στοιχείων του εδάφους προς τα φυτά. Επηρεάζουν επίσης τη δράση μικροοργανισμών που δρουν μέσα στο έδαφος, όπως είναι τα βακτήρια και οι μύκητες, και κατ' επέκταση τις λειτουργίες των φυτών που στηρίζονται στη συμβίωση με τους μικροοργανισμούς αυτούς. Τα λιπάσματα με την εφαρμογή τους στο έδαφος μπορούν να αυξήσουν και τη συγκέντρωση των αλάτων στο εδαφικό διάλυμα.
Δυσμενείς επιπτώσεις από την αλόγιστη χρήση λιπασμάτων παρατηρούνται και στην ατμόσφαιρα. Μεγάλες ποσότητες αζώτου εκλύονται από τα λιπάσματα με τη μορφή αερίων, κυρίως στοιχειακού αζώτου, υποξειδίου του αζώτου και αμμωνίας (Ν2, Ν2Ο, ΝΗ3). Το υποξείδιο του αζώτου (Ν2Ο) παίζει σημαντικό ρόλο στην καταστροφή της στοιβάδας του όζοντος της στρατόσφαιρας και συμβάλλει στη διαταραχή των κλιματικών συνθηκών του πλανήτη μας, εφ' όσον εκφράζονται φόβοι ότι το Ν2Ο συμμετέχει στη δημιουργία του "φαινομένου του θερμοκηπίου". Η αμμωνία, μαζί με άλλες ενώσεις που ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα, συμβάλλει στο φαινόμενο της "όξινης βροχής". Έχει διαπιστωθεί ότι η βιομηχανοποιημένη γεωργία παίζει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του τελευταίου αυτού φαινομένου.
5.8. Τα απορρυπαντικά.
Τα σύγχρονα απορρυπαντικά είναι βιοαποικοδομήσιμα, αλλά προκύπτουν προβλήματα λόγω των πρόσθετων ουσιών που τα συνοδεύουν.
Οι πρόσθετες ουσίες είναι πολυφωσφορικά άλατα, που συνοδεύουν τα δραστικά συστατικά κυρίως για να δεσμεύουν τα στοιχεία που έχουν σχέση με τη σκληρότητα του νερού (ασβέστιο, μαγνήσιο). Στα εμπορικά απορρυπαντικά, το μεν δραστικό συστατικό περιέχεται σε ποσοστό έως και 50%, τα δε πρόσθετα περιέχονται σε ποσοστό έως και 40% γιατί έτσι επιτυγχάνονται φθηνότερα τελικά προϊόντα. Όμως, αυτές ακριβώς οι ποσότητες των πρόσθετων ουσιών, δηλαδή των φωσφορικών αλάτων, συντελούν στην ιδιαίτερη μορφή ρύπανσης των νερών που ονομάζεται ευτροφισμός (Βασιλικιώτης, 1981 - Σημαντώνη-Γκενάκου, 1982).
Η ρύπανση του νερού από φωσφορικά ή νιτρικά άλατα (θρεπτικά) και από οργανικές ουσίες, παρεμβαίνει άμεσα, μέσω του τροφικού πλέγματος, στη δομή των βιολογικών κοινοτήτων, επηρεάζοντας την αφθονία και την ποικιλία των ειδών που απαρτίζουν μια βιοκοινότητα.
5.9. Ευτροφισμός.
Ευτροφισμός προκαλείται όταν πάρα πολλά θρεπτικά εμπλουτίζουν το νερό και οδηγούν στην υπερ-αύξηση των αυτότροφων οργανισμών.
Πηγές θρεπτικών είναι:
1) τα λιπάσματα, λόγω την ποσοτήτων αζώτου, φωσφόρου και καλίου που περιέχουν,
2) τα απορρυπαντικά, λόγω των ποσοτήτων φωσφόρου, και
3) οι οργανικές ύλες των αστικών λυμάτων και των κτηνοτροφικών αποβλήτων. Οι οργανικές αυτές ύλες (υδατάνθρακες, λίπη, πρωτεΐνες κλπ), οξειδούμενες από μικροοργανισμούς των γλυκών νερών, μετατρέπουν τον άνθρακα σε CO2, τον φωσφόρο σε ΡΟ4---, το θείο σε SO4-- και το άζωτο σε ΝΟ3-.
 Εικ-4.7. Απλουστευμένο διάγραμμα αλληλεπίδρασης οργανισμών μέσα στο νερό. Τα προβλήματα ευτροφισμού αρχίζουν όταν αυξηθούν υπέρμετρα τα θρεπτικά N και P.
(Σημαντώνη-Γκενάκου, 1982 από Γεωργόπουλο, 1996).
Fig-4.7. Simplified diagram of aquatic organism interaction. Eutrophic problems start by excessive increase of the nutrients N and P.
Οι μεγάλες αυτές εισροές θρεπτικών και ενέργειας έχουν μετατρέψει τις τελευταίες δεκαετίες πολλά υδάτινα περιβάλλοντα από ολιγότροφα, σε εύτροφα. Ο ευτροφισμός δεν είναι μια απλή διαδικασία, που να οδηγεί απλώς σε υψηλή πρωτογενή παραγωγικότητα, αλλά ένα σύνθετο φαινόμενο όπου ένας αριθμός παραγόντων αλληλεπιδρούν και τελικά μεταβάλλουν τη δομή των βιοκοινωνιών.
Η πρώτη αλλαγή στο περιβάλλον φαίνεται με την ανάπτυξη μπλε-πράσινων φυκών στην επιφάνεια του νερού (κυανόφυτα, κυανοβακτήρια), που ήταν πάντα η πιο διαδεδομένη ομάδα φωτοσυνθετικών κυττάρων. Οι συναθροίσεις αυτών των οργανισμών ονομάστηκαν "water blooms" και είναι το αποτέλεσμα ανακατανομής των πληθυσμών μιας υδρο-βιοκοινότητας, σε περίπτωση ασθενούς ανατάραξης των νερών (Reynolds, 1972).
Παρόμοιες συναθροίσεις χρωματίζουν τα νερά από πράσινα έως καφέ, ως αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης της μορφολογίας, της φυσιολογίας και της ηθολογίας αυτών των οργανισμών με το περιβάλλον τους. Θερμοκρασίες ανώτερες των 20oC, pH > 8 και υψηλά επίπεδα θρεπτικών φωσφορικών αλάτων συνήθως προεξοφλούν τη δημιουργία μπλε-πράσινων "water blooms" που μειώνουν και τη διαύγεια του νερού. Πολλά είδη κυανοφύτων που συμμετέχουν, βρέθηκε ότι είναι τοξικά.
Eάν η ροή του νερού είναι αρκετά ισχυρή, τότε ένας ποταμός μπορεί να επανακάμψει αρκετά γρήγορα από το φαινόμενο του ευτροφισμού. Η ταχύτητα επαναφοράς εξαρτάται:
από την έκταση της πηγής ρύπανσης (σημειακή ή διάχυτη),
από τη χρονική διάρκεια της ρύπανσης,
από το μέγεθος του ποταμού που σχετίζεται με τη ροή και την παροχή του, καθώς και
από τις αποθηκευμένες ποσότητες θρεπτικών στη λάσπη του πυθμένα του.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες η παγκόσμια κατανομή και συχνότητα των συναθροίσεων αυτών των φυκών αυξήθηκε, ως αποτέλεσμα του ευτροφισμού. Ίσως αυτό να σχετίζεται και με την τάση του ανθρώπου να χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο τα νερά των ποταμών για τις διάφορες δραστηριότητές του, με αποτέλεσμα οι ποταμοί να μετατρέπονται σε υδατοσυλλογές πίσω από φράγματα, ή σε αρδευτικά κανάλια πολύ μικρή ροής.
5.9.1. Επίδραση του ευτροφισμού στη δομή μιας βιοκοινότητας.
Ο ευτροφισμός δεν οδηγεί απλά στην αύξηση της φυτοπλαγκτονικής βιομάζας, αλλά επηρεάζει τη δομή όλης της βιοκοινότητας, καθώς η ανάπτυξη αυτών των μπλε-πράσινων φυκών, που είναι καλύτερα προσαρμοσμένα στα γλυκά νερά (Sommer, 1996α), συνεπάγεται τον περιορισμό άλλων φυτοπλαγκτονικών ειδών όπως π.χ. των διατόμων. Όμως τα διάτομα είναι μια από τις περισσότερο προτιμώμενες και πλούσιες πηγές άνθρακα για τους ζωοπλαγκτονικούς οργανισμούς και για τα ψάρια.
Έτσι βλέπουμε πως ο ευτροφισμός, μέσω του τροφικού πλέγματος, μπορεί να επηρεάσει τη δομή της βιοκοινότητας και να μειώσει τη βιοποικιλότητα.
5.9.2. Επιπτώσεις από τον ευτροφισμό.
Οι μικροοργανισμοί οξειδώνουν τις οργανικές ενώσεις που περιέχονται στα λύματα και στα απόβλητα, και τις μετατρέπουν σε άλατα, (μεταξύ των οποίων είναι και τα θρεπτικά άλατα του φωσφόρου και του αζώτου) καταναλώνοντας το οξυγόνο του υδρόβιου περιβάλλοντός τους. Αλλά και με την υπερ-αύξηση της φυτοπλαγκτονικής βιομάζας λόγω του ευτροφισμού, συσσωρεύονται ακόμη μεγαλύτερες ποσότητες οργανικής ύλης, τις οποίες αποικοδομώντας οι μικροοργανισμοί καταναλώνουν ακόμη περισσότερο το διαλυμένο οξυγόνο και απελευθερώνουν εκ νέου θρεπτικά συστατικά στο υδρόβιο περιβάλλον τους. Το αποτέλεσμα είναι μειωμένη ποσότητα οξυγόνου για τη διατήρηση της υπάρχουσας βιοκοινότητας του υδάτινου αποδέκτη, που μπορεί να καταλήξει και σε συνθήκες ανοξίας. Τότε η αποσύνθεση των οργανικών ενώσεων συνεχίζεται από αναερόβιους μικροοργανισμούς με την παραγωγή διαφορετικών προϊόντων, όπως μεθανίου (CH4), υδρογόνου (Η2), αμμωνίας (ΝΗ3), υδρόθειου (Η2S) και φωσφίνης (ΡΗ3) που είναι όλες ουσίες τοξικές (Ζαφειρόπουλος, 1982). Από τους υπόλοιπους οργανισμούς, τα ψάρια έχουν την υψηλότερη ανάγκη σε οξυγόνο, ενώ τα βακτηρίδια τη χαμηλότερη. Η περιεκτικότητα του νερού σε οξυγόνο ποικίλλει και εξαρτάται πολύ και από άλλους παράγοντες, όπως η ροή, η θερμοκρασία κλπ, όπως αναφέρεται σε άλλα κεφάλαια.
Στη λίμνη Μητρικού Ροδόπης, το 1980, ο ευτροφισμός προκάλεσε μια τεράστια αύξηση των κυανοφυκών (του στρώματος των φυκών στην επιφάνεια της λίμνης), η σήψη των οποίων δημιούργησε αναερόβιες και τοξικές συνθήκες, δηλαδή έλλειψη οξυγόνου και παραγωγή υδροθείου, αμμωνίας και μεθανίου. Σαν συνέπεια προκλήθηκε ο θάνατος 18 τόνων εμπορεύσιμων ψαριών (γριβάδια, χέλια, κέφαλοι) αλλά και πολλών τόνων μη εμπορεύσιμων ψαριών και γόνου, με αποτέλεσμα την καταστροφή του ιχθυοπληθυσμού της λίμνης (Κιλικίδης et al., 1982). (link)
Στη λίμνη του Αγ. Βασιλείου (του Λαγκαδά) εμφανίζεται συχνά το φαινόμενο της ανοξίας, ιδιαίτερα κατά το καλοκαίρι, όταν η περιεκτικότητα οξυγόνου σε βάθος μεγαλύτερο των 2,5 μέτρων μειώνεται κάτω του 1ppm, γίνεται δηλαδή πολύ μικρότερη από την περιεκτικότητα την αναγκαία για τη ζωή των ψαριών. Αυτό αποδίδεται στη μεταφορά ανεπεξέργαστων οικιακών και κτηνοτροφικών λυμάτων καθώς και υπολειμμάτων λιπασμάτων από τις γύρω περιοχές (Ζαρκανέλλα, 1989α). Περιφερειακά της λίμνης υπάρχουν επίσης ρυπογόνες βιομηχανικές μονάδες (π.χ. βαφεία υφασμάτων) που ο ρόλος τους είναι επίσης επιβαρυντικός για τη λίμνη. Πάντως κάποια από τα εργοστάσια (π.χ. η γαλακτοκομία ΑΓΝΟ) διαθέτουν βιολογικό καθαρισμό των αποβλήτων τους, ο έλεγχος όμως της ορθής λειτουργίας τους είναι αμφίβολος. Γενικά, η λίμνη "πεθαίνει" και ήδη είναι υπό συζήτηση η τεχνητή τροφοδότησή της με νερά των ποταμών του κάμπου της Θεσσαλονίκης, μιά παρέμβαση που απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. (link)
 Η στάθμη των νερών της λίμνης Αγίου Βασιλείου συνεχώς κατεβαίνει. Εδώ, το κουφάρι μιας πλάβας στην όχθη της λίμνης.
Το ίδιο φαινόμενο ανοξίας εμφανίζεται περιοδικά και στον ποταμό Λουδία και αποδίδεται στα οργανικά φορτία από τις βιομηχανικές επεξεργασίες φρούτων και λαχανικών της περιοχής (Ζαρκανέλλα, 1989β).
5.10. Μέθοδοι παρακολούθησης της ποιότητας του νερού.
Δυστυχώς η περισσότερο διαδεδομένη άποψη πως τα ρέοντα ύδατα είναι βιολογικά υποβαθμισμένα, δεν οδήγησε στην εφαρμογή ομοιόμορφου αναλυτικού ελέγχου των νερών των ποταμών. Αντ' αυτού, η σχετική ευκολία της μέτρησης και τυποποίησης των φυσικών και χημικών μεταβλητών οδήγησε στη χρήση της μεθόδου της "βιοχημικής απαίτησης οξυγόνου" και άλλων χημικών δεικτών, με την παραδοχή πως είναι χρήσιμα υποκατάστατα των βιολογικών μεθόδων (Karr, 1991).
5.10.1. Βιοχημική απαίτηση οξυγόνου.
Οι αερόβιοι μικροοργανισμοί, όπως δηλώνει και το όνομά τους, είναι απαραίτητο να αναπνέουν, για να μπορούν να επιτελέσουν τη διάσπαση των οργανικών ουσιών. Έτσι το ποσοστό των θρεπτικών που παράγουν οι οργανισμοί αυτοί μπορεί να μετρηθεί έμμεσα, μετρώντας την ταχύτητα κατανάλωσης του οξυγόνου που είναι διαλελυμένο στο νερό. Η βιοχημική απαίτηση οξυγόνου (Biochemical oxygen demand, B.O.D.) ορίζεται ως το ποσοστό του οξυγόνου που καταναλώνεται κατά τη βιοαποικοδόμηση οργανικών ενώσεων ενός δείγματος νερού (ή αποβλήτων) που περιέχει αερόβιους οργανισμούς.
Η BOD μετριέται με την εξής μέθοδο: Παίρνουμε ένα δείγμα του υπό εξέταση νερού, μετρούμε το οξυγόνο και το κρατάμε κλειστό σ' ένα δοχείο για 5 ημέρες, σε θερμοκρασία 20oC. Οι αποσυνθέτες-οργανισμοί καταναλώνουν οξυγόνο καθώς διασπούν τις οργανικές ουσίες, και όσο περισσότερες τέτοιες υπάρχουν στο δείγμα, τόσο γρηγορότερα καταναλώνεται το οξυγόνο. Στο τέλος της περιόδου μετράμε το ποσοστό του οξυγόνου που έχει απομείνει στο νερό. Η μείωση του οξυγόνου, δηλαδή η διαφορά σε σχέση με την αρχική μέτρηση, εκφράζεται ως BOD.
Όσο μεγαλύτερο εμφανίζεται το BOD, τόσο υψηλότερη είναι η περιεκτικότητα του νερού σε οργανικές ουσίες. Τα νερά των υπονόμων έχουν BOD (κατανάλωση οξυγόνου) 40-150mg/l. Το καθαρό πόσιμο νερό για τον άνθρωπο πρέπει να έχει BOD μικρότερο του 0.5mg/l.
5.10.2. Βιολογικοί δείκτες της καθαρότητας των νερών.
Σήμερα υπάρχει αυξανόμενο ενδιαφέρον για έναν αριθμό βιολογικών μετρήσεων, που περιλαμβάνει δείκτες βασισμένους στα ασπόνδυλα (Plafkin et al., 1989) και στα ψάρια (Karr, 1991).
Η έννοια του Βιολογικού δείκτη (Β.Δ., Biotic Index, B.I.), στηρίζεται στον προσδιορισμό της καθαρότητας του νερού (και αντίστοιχα του επιπέδου ευτροφισμού ή του βαθμού ρύπανσης) με βάση τους οργανισμούς που ζουν σ' αυτό.
Οι βιολογικοί δείκτες που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της ποιότητας των ρεόντων υδάτων χρησιμοποιούν ως βιοδείκτες τα βενθικά μακροασπόνδυλα για τους παρακάτω λόγους:
Αυτά είναι ζώα που έχουν σχέση με το βυθό, μετακινούνται λίγο και δεν μεταφέρονται παθητικά όπως το πλαγκτόν, επομένως δέχονται και αντιδρούν στις τοπικές συνθήκες των σταθμών στους οποίους ανήκουν αλλά και σε ρύπους που προέρχονται από απομακρυσμένες σημειακές πηγές ρύπανσης.
Το γεγονός αυτό τα κάνει μοναδικά και η σύνθεση των βιοκοινωνιών τους μας πληροφορεί για αλλαγές που έχουν συμβεί στο οικοσύστημα, εφόσον όμως γνωρίζουμε καλά ποιά είναι αυτή η σύνθεση σε αδιατάρακτη και μη επιβαρυμένη από οποιουσδήποτε ρύπους κατάσταση. Αυτό συμβαίνει γιατί οι βιοκοινωνίες τους απαρτίζονται από πολλά είδη τα οποία, άλλα λιγότερο και άλλα περισσότερο, είναι ευαίσθητα στους ρύπους και κυρίως στη μείωση του διαλυμένου οξυγόνου που προκαλούν αυτοί.
Συγχρόνως όμως, για να είμαστε σίγουροι ότι η εξαφάνιση ορισμένων ειδών από αυτά οφείλεται στη ρύπανση και σε άλλες φυσικοχημικές παραμέτρους, θα πρέπει να γνωρίζουμε μερικά παραπάνω χαρακτηριστικά για το βιολογικό κύκλο και τις προτιμήσεις τους. Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να αναφέρουμε μερικές από αυτές:
Οι νύμφες των Plecoptera εντόμων, που θεωρούνται από τα πλέον ευαίσθητα μακροασπόνδυλα στη ρύπανση, είναι τα πρώτα που εξαφανίζονται. Αυτές ζουν και αγαπούν κροκαλοειδή υποστρώματα και χαμηλές θερμοκρασίες. Αυτό σημαίνει πως αναμένουμε να τα βρούμε στις πηγές ενός ποτάμιου συστήματος ή και στο ανάντι τμήμα αυτού, όχι όμως κατά το τέλος του καλοκαιριού και το φθινόπωρο, γιατί τότε επικρατούν υψηλές θερμοκρασίες στο νερό. Κατά τους μήνες αυτούς, έχει ήδη γίνει η εκκόλαψη και τα έντομα πετούν στον αέρα ως ενήλικα.
Οι προνύμφες των Trichoptera εντόμων, τόσο αυτές με θήκες όσο και αυτές χωρίς θήκες, αγαπούν κροκαλοειδή υποστρώματα και αντέχουν στη μεγάλη ροή.
Οι προνύμφες των Διπτέρων εντόμων (που είναι ουσιαστικά οι μύγες, τα κουνούπια και οι σκνίπες) και ειδικά αυτές της οικογένειας Chironomidae (μερικές έχουν κόκκινο χρώμα γιατί στο πλάσμα του αίματός τους έχουν αιμοσφαιρίνη, μια χρωστική που παρουσιάζει μεγάλη χημική συγγένεια προς το οξυγόνο οπότε έχει την ικανότητα να εκμεταλλεύεται ακόμη και πολύ χαμηλά ποσοστά από το διαλυμένο στο νερό οξυγόνο, κάτι που συμβαίνει σε ρυπασμένους σταθμούς). θεωρούνται από τα πλέον ανθεκτικά μακροασπόνδυλα στη ρύπανση. Αυτά συναντώνται σε αργιλοαμμώδη υποστρώματα. Ποσοστά μικρά όμως τέτοιων υποστρωμάτων υπάρχουν και στις πηγές ενός ποταμού. Επομένως είναι δυνατόν να βρούμε Chironomidae και στα πολύ καθαρά νερά, αλλά ποτέ σε μεγάλους αριθμούς.
Το ίδιο που συμβαίνει με τις προνύμφες των Διπτέρων συμβαίνει και με τους Ολιγόχαιτους, που είναι τα σκουλήκια του γλυκού νερού. Αυτά συναντώνται σε αργιλοαμμώδη υποστρώματα. Όταν ένας σταθμός είναι ρυπασμένος τότε βρίσκονται σε μεγάλους αριθμούς.
Σε ρυπασμένους σταθμούς αναμένεται να βρεθούν γαστερόποδα (σαλιγκάρια) με επίπωμα (μια τάπα που φράζει το άνοιγμα του κελύφους τους). Αυτά, ενώ αναπνέουν με βράγχια, όταν το νερό είναι ρυπασμένο κλείνουν το άνοιγμα του κελύφους τους με το επίπωμα, και απομονώνονται από τις δυσμενείς συνθήκες.
Είναι δυνατόν εντούτοις να βρούμε και σαλιγκάρια χωρίς επίπωμα σε ρυπασμένους σταθμούς. Αυτά αναπνέουν με πνεύμονα και επειδή κολλούν πάνω στα υδρόφυτα, δεν εξαρτώνται άμεσα από το υδρόβιο περιβάλλον.
Οι προνύμφες των ομάδων Plecoptera και Trichoptera (ιδίως όταν απαντώνται σε μεγάλους αριθμούς) αναμένεται να βρεθούν σε νερά με εξαιρετική ποιότητα νερών. Τα Chironomidae όμως, όταν υπάρχουν σε μεγάλους αριθμούς, όπως και τα Oligochaeta συναντώνται σε νερά με κακή ή πολύ κακή ποιότητα.
Για να προσδιοριστεί ένας Β.Δ., βαθμολογείται η παρουσία οργανισμών διαφορετικής αντοχής και ευαισθησίας στη συγκέντρωση του οξυγόνου, και η τελική τιμή υπολογίζεται ανάλογα με το δείκτη που χρησιμοποιείται. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι είναι δύσκολο να συγκριθούν περιοχές με διαφορετικά χαρακτηριστικά (υπόστρωμα, κλίμα κτλ) ακόμη και με βάση την τιμή του ίδιου δείκτη (Λαζαρίδου-Δημητριάδου, 1998). Σύμφωνα με έρευνα της ίδιας, οι βιολογικοί δείκτες λειτούργησαν ικανοποιητικά για τον προσδιορισμό της ποιότητας των νερών του ποταμού Αλιάκμονα, το 1995. Ένας δείκτης απλός για τις ανάγκες της Π.Ε. των μαθητών (Α'/βάθμιας και Β'/βάθμιας Εκπαίδευσης) είναι ο Βιολογικός Δείκτης κατά Trent (Τrent Biotic Index). Αυτός, αν και παρουσιάζει αρκετές αδυναμίες, είναι ευκολότερα κατανοητός και δίνει μια αρκετά καλή προσέγγιση της ποιότητας των νερών.
Ο ΒΔ κατά Trent δε λαμβάνει υπόψη του την πληθυσμιακή πυκνότητα των ειδών αλλά μόνο τον αριθμό των υπαρχόντων ταξινομικών ομάδων. Έτσι για να υπολογίσουμε το ΒΔ κατά Trent μιάς βιοκοινότητας, προσθέτουμε μια μονάδα (+1) για κάθε ασπόνδυλο του δείγματός μας, σε επίπεδο είδους, οικογένειας ή προνύμφης, βάση του ΠΙΝΑΚΑ Ι. Το άθροισμα θα μας δώσει τον συνολικό αριθμό των ταξινομικών ομάδων (taxa) που εμφανίζονται στο δείγμα και που αναφέρονται στην πρώτη γραμμή του ΠΙΝΑΚΑ ΙΙ. Έτσι προσδιορίζεται η στήλη τιμών στην οποία θα δουλέψουμε. Κατόπιν βρίσκουμε το πιό ευαίσθητο από τα είδη που υπάρχουν στο δείγμα μας, σύμφωνα με την πρώτη στήλη του ΠΙΝΑΚΑ ΙΙ και στην ίδια σειρά βρίσκουμε την τελική τιμή του δείκτη, που κυμαίνεται μεταξύ 0 και 10, αριθμοί που αντιστοιχούν στα ρυπαρά και στα καθαρά νερά. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι δείκτες:
10, 9, 8, αντιπροσωπεύουν πολύ καλή ποιότητα νερού,
7, 6, καλή ποιότητα νερού,
5, 4, μέτρια ποιότητα,
3, 2, κακή ποιότητα και
1, 0, πολύ κακή ποιότητα νερού
(Λαζαρίδου-Δημητριάδου, 1998).
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι
Κάθε είδος Στροβιλιστικού Πλατυέλμινθα (Turbellaria, Platyelminthes)
Κάθε είδος Ολιγόχαιτου Δακτυλιοσκώληκα (Oligochaeta, Annelida)
Κάθε είδος Βδέλλας (Hirudinea, Annelida)
Κάθε είδος Μαλακίου (Gastropoda και Bivalvia Mollusca)
Κάθε είδος Καρκινοειδούς (Crustacea, Arthropda)
Κάθε οικογένεια νύμφης εφημεροπτέρου εντόμου (Ephemeroptera Insecta)
Κάθε είδος νύμφης πλεκοπτέρου εντόμου (Plecoptera Insecta)
Προνύμφες νευροπτέρου (Neuroptera Insecta)
Προνύμφες οικογένειας Chironomidae (μικρά κουνούπια) (Diptera)
Κόκκινες προνύμφες οικογένειας Chironomidae
Κάθε είδος προνύμφης της οικογένειας Simuliidae
Κάθε είδος προνύμφης από τα υπόλοιπα δίπτερα (Diptera Insecta)
Κάθε είδος από προνύμφες και ώριμα άτομα κολεοπτέρων (Coleoptera Insecta)
Κάθε είδος υδρόβιων ακάρεων
|
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ
Είδη σύμφωνα με την ευαισθησία τους ως προς το Ο2 | Συνολικός αριθμός taxa (ταξινομικές ομάδες) |
| Περιγραφή κατηγορίας | αριθμός ειδών | 0-1 | 2-5 | 6-10 | 11-15 | 15+ |
1 | Νύμφες από Plecoptera. |
> 1 | - | 7 | 8 | 9 | 10 |
= 1 | - | 6 | 7 | 8 | 9 |
2 | Νύμφες από Ephemeroptera εκτός από το Baetis rhodani. |
> 1 | - | 6 | 7 | 8 | 9 |
= 1 | - | 5 | 6 | 7 | 8 |
3 | Προνύμφες από Trichoptera και η νύμφη Baetis rhodani. |
> 1 | - | 6 | 7 | 8 | 9 |
= 1 | 4 | 4 | 5 | 6 | 7 |
4 | Απουσία των παραπάνω ειδών. Οικογένεια Gammaridae (καρκινοειδή, αμφίποδα του γλυκού νερού) |
= 1 | 3 | 4 | 5 | 6 | 7 |
5 | Απουσία των παραπάνω ειδών. Οικογένεια Asellidae (καρκινοειδή, ισόποδα του γλυκού νερού) |
= 1 | 2 | 3 | 4 | 5 | 6 |
6 | Απουσία των παραπάνω ειδών. Προνύμφες της οικογένειας Chironomidae (Diptera). |
= 1 | 1 | 2 | 3 | 4 | 5 |
7 | Απουσία όλων σχεδόν των μορφών. Παρουσία μερικών ανθεκτικών προνυμφών της τάξης Diptera πχ του γένους Eristalis. |
= 1 | 0 | 1 | 2 | - | - |
Σημείωση: Το Baetis rhodani είναι η κοινότερη νύμφη των εφημεροπτέρων. Αυτή όμως δεν είναι τόσο ευαίσθητη στη ρύπανση όσο οι άλλες νύμφες.
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ: Νο24γ (Κυρίμης, 1999)
ΠΙΝΑΚΑΣ
5.11. Τι είναι η Οργανική Γεωργία;
Η εφαρμογή της Οργανικής Γεωργίας ξεκινάει με την αποφυγή της χρήσης συνθετικών λιπασμάτων και γεωργικών φαρμάκων. Η Οργανική Γεωργία, όμως, δεν ταυτίζεται με τα Παραδοσιακά Αγροτικά Συστήματα, παρ' όλο που στηρίζεται κατά πολύ στην παραδοσιακή αγροτική γνώση και την τεχνολογία κάθε περιοχής. Εκμεταλλεύεται όλες τις κατακτήσεις της μοντέρνας τεχνολογίας και της επιστήμης που δε θέτουν σε κίνδυνο το περιβάλλον. Οι μέθοδοι αυτές είναι λιγότερο εντατικές από άποψη εξωτερικών εισροών με τη μορφή συνθετικών προϊόντων - σε σύγκριση με τις συνηθισμένες αγροτικές μεθόδους της βιομηχανικής γεωργίας - αλλά μπορεί να είναι πιο εντατικές όσον αφορά στο επίπεδο της εργασιακής απασχόλησης και της δράσης των φυσικών διεργασιών μέσα στο αγροοικοσύστημα (ζωής στο έδαφος, τροφικές αλυσίδες, κλπ).
Τα Οργανικά Αγροτικά Συστήματα διαχειρίζονται το αγροοικοσύστημα ως ζωντανό οργανισμό (απ' όπου και η λέξη "οργανικά"), στηρίζοντας με ήπιες μεθόδους το δυναμικό του για την παραγωγή φυτικής και ζωικής βιομάζας και τους βιολογικούς του μηχανισμούς για την ανακύκλωση και την εξισορρόπηση των θρεπτικών στοιχείων, τη βελτίωση του εδάφους και τον έλεγχο των παρασίτων.
Το 1972 ιδρύθηκε η IFOAM (Διεθνής Ομοσπονδία Κινημάτων Βιολογικής Γεωργίας) που εκπροσωπεί πάνω από 40,000 άτομα από 30 χώρες. Η ομοσπονδία αυτή προωθεί την επικοινωνία μεταξύ των ατόμων αυτών, παρουσιάζει τη δουλειά τους στο ευρύτερο κοινό, οργανώνει τακτικές επιστημονικές συναντήσεις και εκδίδει έντυπο υλικό που περιέχει πληροφορίες για την Οργανική Γεωργία.
Η IFOAM (1986) έχει καθορίσει τους βασικούς στόχους της Οργανικής Γεωργίας ως εξής:
Συντήρηση της γονιμότητας των εδαφών.
Αποφυγή όλων των μορφών ρύπανσης του περιβάλλοντος.
Παραγωγή τροφών με υψηλή θρεπτική αξία σε επαρκή ποσότητα.
Μείωση στο ελάχιστο της χρήσης ενέργειας από μη ανανεώσιμους πόρους (πετρέλαιο, άνθρακας) στη γεωργική παραγωγή.
Προσφορά στα αγροτικά ζώα συνθηκών ζωής σύμφωνα με τις ψυχολογικές τους ανάγκες και τις επιταγές της ηθικής.
Πιο σωστή λειτουργία των βιολογικών κύκλων μέσα σ' ένα αγροοικοσύστημα, με την ταυτόχρονη συμμετοχή μικροοργανισμών, εδαφικής πανίδας και χλωρίδας, φυτών και ζώων.
Εξασφάλιση στους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων ικανού εισοδήματος και ικανοποίησης από τη δουλειά τους.
Προστασία της γενετικής ποικιλότητας στο αγροοικοσύστημα και στον περιβάλλοντα χώρο.
ΘΕΜΑΤΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ:
Πού νομίζετε ότι καταλήγει το νερό που κυλά στους δρόμους της γειτονιάς σας μετά από μια καταιγίδα; Ποιές διαφορετικές ουσίες νομίζετε ότι παρασέρνει και ξεπλένει το νερό μετά από μια δυνατή βροχή;
Μερικά επικίνδυνα απόβλητα θάβονται σε κοιλότητες και πηγάδια κάτω από το έδαφος. Ποιά είναι τα πιθανά μειονεκτήματα αυτού του συστήματος;
Μήπως υπάρχουν λίμνες ή ποτάμια στην περιοχή σας που να υποφέρουν από βιομηχανική ρύπανση; Ποιές ήταν οι συνέπειες; Έχει γίνει κάτι για την αντιμετώπισή της;
Από που τροφοδοτείται με πόσιμο νερό η περιοχή σας; Από πού συγκεντρώνεται το νερό αυτής της πηγής, ή του ποταμού; Μήπως οι απορροές αυτές είναι ρυπασμένες;
Ποιός είναι ο πλησιέστερος υγρότοπος της περιοχής σας; Τί είδος υγροτόπου είναι; Τί ζώα και φυτά υπάρχουν εκεί; Είναι σε καλή κατάσταση ή μήπως είναι υποβαθμισμένος από τη ρύπανση ή τις προσχώσεις;
|
6.1. Διαχείριση λυμάτων και αποβλήτων.
6.1.1. Με τη βοήθεια της τεχνολογίας.
Βιολογικός καθαρισμός
Συνήθως η ποιότητα του νερού, που χρησιμοποιείται για διάφορες αστικές και βιομηχανικές χρήσεις, υποβαθμίζεται. Το νερό αυτό μετατρέπεται σε λύματα οικισμών, απόβλητα διαφόρων βιομηχανιών κλπ. Προκύπτει, λοιπόν, η ανάγκη επεξεργασίας του, ώστε να αποδοθεί στο περιβάλλον σε όσο το δυνατόν ανώτερη ποιότητα. Οι παραδοσιακές μέθοδοι των σπιτικών βόθρων δεν είναι πλέον αποτελεσματικές για τις πόλεις του σήμερα, οι οποίες όλο και συχνότερα πλέον κατασκευάζουν μονάδες συλλογής βοθρολυμάτων και συνολικής επεξεργασίας τους σε εργοστάσια βιολογικού καθορισμού.
Αυτά τα εργοστάσια βασίζονται στην ιδιότητα ορισμένων μικροοργανισμών που ζουν στο νερό, να τρέφονται με τα οργανικά συστατικά των αστικών λυμάτων, αποικοδομώντας τα με σχετική ευκολία. Πολύ πιο δύσκολα στην επεξεργασία είναι τα βιομηχανικά απόβλητα που μπορεί να είναι μη βιοαποικοδομήσιμα, να μην περιέχουν τους απαιτούμενους μικροοργανισμούς, να είναι ελλειμματικά σε θρεπτικές ουσίες, να είναι αλκαλικά ή όξινα, ή τέλος να περιέχουν ουσίες δηλητηριώδεις για τους μικροοργανισμούς όπως τα βαρέα μέταλλα, οι οποίες τους εμποδίζουν να δράσουν.
Οι εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισμού διακρίνονται σε πρωτοβάθμιες, δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες.
Στον πρωτοβάθμιο καθαρισμό γίνεται μηχανική απομάκρυνση των αιωρούμενων στερεών υλικών του νερού μέσω καθίζησης, επίπλευσης, εσχαρισμού, διέλευσης μέσα από σύστημα κοσκίνων και ακολουθεί κατάλληλη ρύθμιση του pH. Αν, μετά τον πρωτοβάθμιο καθαρισμό, τα απόβλητα περιέχουν βαρέα μέταλλα, προστίθενται χημικά κροκιδωτικά υλικά (ασβέστης, άλατα αργιλίου και σιδήρου κλπ), ώστε να γίνει δυνατός ο διαχωρισμός των μετάλλων αυτών (Λιαλιάρης & Ουζούνης, 1992).
Στο δευτεροβάθμιο - τον κυρίως βιολογικό καθαρισμό - γίνεται προσπάθεια να επιταχυνθεί η φυσιολογική διαδικασία οξείδωσης και αποικοδόμησης των οργανικών ρύπων, ώστε τα επεξεργασμένα απόβλητα να μπορούν να διατεθούν σε αποδέκτες όπως λίμνες, ποτάμια, θάλασσες, χωρίς να προξενήσουν βλάβη. Συνήθως τα απόβλητα φέρουν μαζί τους τους μικροοργανισμούς που τα βιοαποικοδομούν. Αυτοί απαιτούν χώρο για να αναπτυχθούν, τροφή (που την παρέχουν τα ίδια τα απόβλητα) και οξυγόνο για να μπορούν να αναπνέουν.
Τα συστήματα που χρησιμοποιούνται είναι διαφόρων ειδών (Μπακάλης, 1982). Τα περισσότερο καθιερωμένα διεθνώς συστήματα είναι τα συστήματα ενεργού ιλύος, στα οποία η βιολογική μάζα δεν είναι προσκολλημένη σε κάποιο υπόστρωμα, αλλά αιωρείται μέσα στο σώμα των υγρών αποβλήτων, χάρη στη συνεχή ανάδευση που εξυπηρετεί και τον αερισμό. Μετά τη δευτεροβάθμια καθίζηση, η οποία γίνεται ακολούθως σε μια επόμενη δεξαμενή, τα μεν διαυγή νερά πλέον οδηγούνται στον τριτοβάθμιο καθαρισμό, η δε ενεργός ιλύς (λάσπη) που καθιζάνει, επαναδιοχετεύεται στην προηγούμενη δεξαμενή.
Πριν τον τριτοβάθμιο καθαρισμό, γίνεται απολύμανση του νερού με χλώριο. Η χλωρίωση του νερού μηδενίζει πρακτικά τη μικροβιολογική μόλυνση, αφήνει όμως άθικτους τους ιούς, καθώς και κάποιες τοξικές ουσίες όπως τα φυτοφάρμακα. Επιπλέον, το ίδιο το χλώριο είναι τοξικό, λόγω της αντίδρασής του με οργανικές ουσίες οπότε παράγονται οργανοχλωριωμένες καρκινογόνες ενώσεις.
Ο τριτοβάθμιος καθαρισμός συνίσταται στην απομάκρυνση των φωσφορικών και των νιτρικών αλάτων τα οποία πιθανό να προξενήσουν ευτροφισμό κατά τη διοχέτευσή τους σε ευαίσθητους υδάτινους αποδέκτες. Το στάδιο αυτό είναι οικονομικά το πιο ακριβό, γι' αυτό συχνά οι εγκαταστάσεις βιολογικής επεξεργασίας δεν το προβλέπουν.
Τα τελευταία χρόνια, η ανάπτυξη της γενετικής μηχανικής υπόσχεται είδη μικροοργανισμών που θα μπορούν, μέσω του βιολογικού καθαρισμού, να αποικοδομήσουν ρύπους όπως τα φωσφορικά άλατα των απορρυπαντικών ή τα νιτρικά άλατα των λιπασμάτων (Bebin, 1989), αλλά φαίνεται πως τα προβλήματα, που αντιμετωπίζουν προς το παρόν οι ερευνητές που ασχολούνται με το ζήτημα αυτό, είναι αρκετά δύσκολα.
Εννοείται πως ο βιολογικός καθαρισμός των αστικών λυμάτων, ως σχετικά καινούρια μέθοδος, πρόκειται να αντιμετωπίσει αρκετά προβλήματα στην εφαρμογή του. Λαθεμένοι υπολογισμοί στις μελέτες, η απειρία και η έλλειψη εξειδικευμένων επιστημόνων με γνώσεις διαχείρισης σταθμών βιολογικού καθαρισμού, έχουν συντελέσει στην κακή λειτουργία πολλών απ' αυτούς στην Ελλάδα. Τελευταίες έρευνες π.χ. δείχνουν σημαντικές διακυμάνσεις της ποιότητας των αστικών λυμάτων διαφόρων πόλεων της Ελλάδας (Μπακάλης et al., 1993) οι οποίες εξαρτώνται από την περιοχή, τις δραστηριότητες, την κατανάλωση νερού και το διαιτολόγιο των κατοίκων. Για παράδειγμα, στα αστικά λύματα της Θεσσαλονίκης οι συγκεντρώσεις των βασικών ρύπων είναι πολύ υψηλότερες από τις συγκεντρώσεις των ρύπων άλλων δυτικοευρωπαϊκών και βορειοαμερικανικών πόλεων. Ο κύριος λόγος γι' αυτό είναι η χαμηλότερη κατά κεφαλήν κατανάλωση νερού στην Ελλάδα (Διαμαντόπουλος et al., 1989). Εννοείται πως αυτό το γεγονός έχει ιδιαίτερη σημασία για το σχεδιασμό μονάδων βιολογικής επεξεργασίας αστικών λυμάτων στη χώρα μας. Αν οι ιδιαιτερότητες τέτοιου τύπου δεν ληφθούν υπόψη, τότε οι εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων θα σχεδιαστούν με λάθος προδιαγραφές, που συνεπάγονται προβλήματα λειτουργίας, οικολογική και οικονομική ζημιά.
Ένα τελευταίο πρόβλημα φαίνεται να είναι η ιλύς (λάσπη) που απομένει, η οποία σε κάποια μέρη χρησιμοποιείται ως οργανικό λίπασμα και βελτιωτικό έδαφους σε αγροτικές καλλιέργειες, χάρη στα θρεπτικά συστατικά που περιέχει (Χαρδάς et al., 1989). Αναφέρεται πως στην Αγγλία και Ουαλία το 1990 παρήχθησαν περίπου 1,000,000 τόνοι τέτοιας λάσπης, οι μισοί των οποίων χρησιμοποιήθηκαν στις αγροτικές καλλιέργειες. Επίσης 200,000 απορρίφθηκαν στη θάλασσα, πρακτική που καταργήθηκε το 1998 με οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως το γεγονός πως μαζί με τα θρεπτικά συστατικά περιέχονται στη λάσπη αυτή και βαρέα μέταλλα, που δεν επιτρέπουν την αέναη χρήση της ως λίπασμα, προσανατόλισε πολλές εταιρίες προς τη λύση της αποτέφρωσης. Ήδη αποτεφρώνονται περίπου 100,000 τόνοι ετησίως.
Όσον αφορά την επεξεργασία των αστικών λυμάτων, υπολογίζεται πως το 1990 μόνο το 72% της ποσότητας που παρήχθη στην Ευρώπη υπέστη κάποια κατεργασία. Το αντίστοιχο ποσοστό για τις αναπτυσσόμενες χώρες είναι αξιοδάκρυτο: λιγότερο από 5%. (από Γεωργόπουλο, 1996).
6.1.2. Με τη γνώση της Οικολογίας.
Τεχνητοί υγρότοποι.
Ευτυχώς, πολλά μπορούν να γίνουν για να αντιμετωπίσουμε τα αρνητικά αποτελέσματα των αγροτικών μεθόδων και της ξύλευσης. Χρησιμοποιώντας ρυθμιστικές παραποτάμιες λωρίδες βλάστησης, μπορούμε σε μεγάλο βαθμό να μειώσουμε το μέσο ρυθμό διάβρωσης και επίσης την κατάληξη θρεπτικών στους ποταμούς (Prato et al., 1989). "Η παρόχθια βλάστηση σε μικρές ρυθμιστικές λωρίδες, της τάξης 10-30m πλάτους, περιορίζει σημαντικά τη μεταφορά θρεπτικών και ιζημάτων στους ποταμούς" (Karr & Schlosser, 1978).
Ωστόσο η μακροχρόνια αποτελεσματικότητα αυτών των ρυθμιστικών λωρίδων βλάστησης είναι υπό έρευνα (Osborne & Kovacic, 1993). Είναι πιθανό πως η συσσώρευση ιζημάτων θα περιορίσει σταδιακά την αποτελεσματικότητά τους, ως παγίδων ιζημάτων. Επίσης η κατακράτηση θρεπτικών εξαρτάται από τη συνεχή φυτική εξέλιξη, που διαφέρει ανάμεσα στη φάση ανάπτυξης και στη φάση ωριμότητας της βλάστησης (Omernik, Abernathy & Male, 1981). H ικανότητα κατακράτησης θα ωφεληθεί από την περιοδική κοπή και απομάκρυνση της φυτικής βιομάζας (Lowrance et al., 1984). Μια ιδιαίτερα σοβαρή αμφισβήτηση για την αποτελεσματικότητα των ρυθμιστικών λωρίδων βλάστησης είναι οι πλάκες απορροής κατω από τις καλλιεργούμενες εκτάσεις, που μεταφέρουν τα υπο-επιφανειακά ύδατα απ' ευθείας μέσα στα κανάλια των ποταμών, παρακάμπτοντας εντελώς την παρόχθια ζώνη. Αυτό κάνει απαραίτητο κάποιον επιπρόσθετο μηχανισμό για την παγίδευση των θρεπτικών. Οι Osborne & Kovacic (1993) προτείνουν τεχνητούς υγροτόπους παράλληλα προς την ποτάμια όχθη και χωρισμένους με ένα ανάχωμα από την κύρια κοίτη. Υπάρχουν μάλιστα ορισμένα φυτικά είδη όπως το καλάμι (Phragmites) που χρησιμοποιούνται σε τέτοιους υγροτόπους λόγω της μεγάλης απορροφητικότητας που παρουσιάζουν σε θρεπτικά άλατα, αλλά και σε βαρέα μέταλλα.
 Εικ-4.8. Ρυθμιστικό σύστημα τεχνητής καλαμοφυτείας.
(1) κανάλι εισόδου υδάτων, (2) σωλήνας εισόδου, (3) πετρώδης κατανεμητής εισόδου, (4) νεαρά καλάμια, (5) ασβεστολιθικά χαλίκια, (6) στεγανό υπόστρωμα, (7) λεπτή άμμος, (8) κανάλι συλλογής, (9) καλάθια μεταλλικού πλέγματος με πέτρες, (10) ρυθμιζόμενος υπερχειλιστής (για έλεγχο του επιπέδου του νερού).
Fig-4.8. Artificial buffer reed-plantation.
(RSPB, 1994)
Ο βιολογικός μηχανισμός λειτουργίας στον οποίο στηρίζεται η μέθοδος είναι ο εξής: Οι μικρο-οργανισμοί του ριζικού συστήματος των φυτών συμβάλλουν στη διάσπαση των οργανικών υλών. Τα καλάμια εμπλουτίζουν με ατμοσφαιρικό οξυγόνο το μικρο-περιβάλλον γύρω από τις ρίζες (διοχετεύοντάς το μέσω των βλαστών τους), εμποδίζοντας έτσι τη δημιουργία συνθηκών ανοξίας από τις συνεχείς οξειδώσεις. Τα θρεπτικά άλατα που προκύπτουν συμβάλλουν στην ανάπτυξη και αύξηση των καλαμιών, και μαζί με μερικά ρυπαντικά στοιχεία (όπως π.χ. βαρέα μέταλλα) βιο-συσσωρεύονται σ' αυτά σε μεγάλες ποσότητες. Έτσι οι συστάδες καλαμιών σ' αυτούς τους τεχνητούς παραποτάμιους υγροτόπους λειτουργούν προστατευτικά για τα ποτάμια ενδιαιτήματα.
Μια Ελληνική εμπειρία:
Κοντά στη μονάδα βιολογικού καθαρισμού της Θεσσαλονίκης, στο Γαλλικό (Εχέδωρο) ποταμό, είναι υπό εξέλιξη μια πιλοτική εφαρμογή καθαρισμού και επανάκτησης αστικών λυμάτων με τεχνητούς υγροτόπους. (Κατσαβούνη, Ζαλίδης & Γεράκης, 1997).
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ: Νο27 (Κυρίμης, 1999) (Επίσκεψη στη μονάδα του τεχνητού υγροτόπου στον Γαλλικό ποταμό).
6.1.3. Με την οικο-λογική της εξοικονόμησης.
Ανακύκλωση
Κατά την οξείδωση των οργανικών ενώσεων από τους μικροοργανισμούς, η περιεχόμενη σ' αυτές τις μακρομοριακές ενώσεις ενέργεια διαχέεται και χάνεται στο περιβάλλον με τη μορφή θερμότητας. Σε πολλές πλέον χώρες ακολουθούνται διαχειριστικές πρακτικές για την εκμετάλλευση αυτής της χαμένης ενέργειας.
Οικιακά λύματα χρησιμοποιούνται για άρδευση σε πολλές περιοχές της Ευρώπης (Παρίσι, Λονδίνο, Βερολίνο), ενώ στην Αμερική η άρδευση με λύματα αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια. Κατ' αυτό τον τρόπο:
μειώνονται τα ποσοστά ρύπανσης των ποταμών,
γίνεται εξοικονόμηση νερού και
παρέχονται θρεπτικά άλατα για τον εφοδιασμό των εδαφών.
Στην Κίνα και άλλα μέρη της Ασίας, τα ανθρώπινα κόπρανα χρησιμοποιήθηκαν για λίπανση λιμνών με ψάρια. Η ενέργεια των λυμάτων περνά μέσω της τροφικής αλυσίδας στους αυτότροφους οργανισμούς της λίμνης και από εκεί στους φυτοφάγους, δηλαδή στα ψάρια. Με τα φυτά της λίμνης τρέφονται και άλλοι φυτοφάγοι καταναλωτές, όπως οικόσιτα ζώα (π.χ. βοοειδή), και με τα ψάρια άλλοι καταναλωτές ανώτερης τάξης, όπως και ο άνθρωπος. Τέλος η λάσπη του πυθμένα, εμπλουτισμένη με ιζήματα, αφαιρείται τακτικά, μια φορά το χρόνο περίπου, και χρησιμοποιείται για τη λίπανση αγρών, για την παραγωγή τροφής για τον άνθρωπο και τα ζώα του. Αυτό αποτελεί πράγματι ένα μικρό παράδειγμα κλειστού, υψηλής παραγωγικότητας συστήματος, που βασίζεται απόλυτα στην είσοδο ενέργειας μόνο από τον ήλιο, και εκμεταλλεύεται το υψηλό ποσοστό των θρεπτικών του συστήματος μέσα από την ανακύκλωση. Εδώ ο ελεγχόμενος ευτροφισμός είναι χρήσιμος, και αυτό είναι ένα παράδειγμα που οδηγεί στην ανάγκη μεγαλύτερης οικολογικής εκπαίδευσης και συνείδησης για την ανάπτυξη καλύτερων περιβαλλοντικών διαχειριστικών πρακτικών.
Βέβαια τα ανακυκλούμενα ιζήματα θα πρέπει να είναι απαλλαγμένα από επικίνδυνες ρυπαντικές ουσίες και να έχουν ικανοποιητική ποιότητα, ώστε να μην υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις κατά την ανακύκλωσή τους.
Με την αυξανόμενη ανάγκη για εξοικονόμηση νερού παγκοσμίως, αναπτύχθηκαν και μέθοδοι αξιοποίησης των αποβλήτων μετά το δευτεροβάθμιο καθαρισμό, σε άρδευση καλλιεργημένων εκτάσεων και σε ιχθυοκαλλιέργειες. Στην πραγματικότητα αυτή η ανακύκλωση του νερού συνιστά έναν έμμεσο τριτοβάθμιο καθαρισμό, όπου χρησιμοποιείται το φυσικό περιβάλλον ως φίλτρο κατακράτησης βαρέων μετάλλων, νιτρικών και φωσφορικών αλάτων.
 Εικ-4.9. Ανακύκλωση σε Κινέζικη αγροτική φάρμα: (1) ανθρώπινη αφόδευση, (2) λίπανση ιχθυοπαραγωγικών λιμνών, (3) ψάρεμα και βόσκηση ζώων στη λίμνη, (4) περιοδική αφαίρεση ιλύος, (5) λίπανση φυτο-καλλιεργειών με την ιλύ, (6) ανθρώπινη θρέψη και επαναφορά στο (1).
Fig-4.9. Recycling on a Chinese peasant farm: (1) human latrine, (2) fish-pond fertilization, (3) fishing and animal nutrition, (4) periodic mud removal, (5) mud fertilizes agricaltural fields, (6) human nutrition and return to (1).
(UNESCO-UNEP, 1995).
Στο Ισραήλ σήμερα επιχειρείται η σημαντικότερη προσπάθεια χρηστικής ανακύκλωσης υγρών αποβλήτων στον κόσμο. Ήδη το 70% των λυμάτων της χώρας αυτής χρησιμοποιείται για άρδευση γεωργικής γης, μετά από τη σχετική επεξεργασία. Υπολογίστηκε πως σε μερικά χρόνια, το 16% των συνολικών αναγκών του Ισραήλ σε νερό θα καλύπτεται από τα επεξεργασμένα λύματα, το ήμισυ των οποίων θα προέρχεται από τη μητροπολιτική περιοχή του Τελ Αβίβ. Ίδιου τύπου προσπάθειες προωθούνται στο Λος Άντζελες καθώς και σε πόλεις της Αριζόνα και της Φλόριντα των ΗΠΑ (Postel, 1993).
Μελέτη για την πιθανότητα χρήσης των βιολογικών επεξεργασμένων λυμάτων της Θεσσαλονίκης για άρδευση, έδειξε πως αυτά, κατά την έξοδό τους από τη μονάδα του βιολογικού καθαρισμού, είναι κατάλληλα για άρδευση (Νικολόπουλος, 1993), ίσως δε μετά από κάποιες πρόσθετες διορθωτικές παρεμβάσεις σε σχέση με τις αζωτούχες ενώσεις των λυμάτων, να είναι κατάλληλα και για επιφανειακή διάθεση στον Αξιό ή στο Γαλλικό ποταμό, με συνέπεια την αύξηση της παροχής των ποταμών αυτών, αλλά και τον εμπλουτισμό του υδροφόρου ορίζοντα της περιοχής (Σουπίλας & Κουιμτζής, 1993).
6.2. Παγκόσμια εικόνα της διαθεσιμότητας νερού.
6.2.1. Προσπάθειες αποκατάστασης ποταμών.
Μολονότι όλα τα οικοσυστήματα έχουν διαπερατά όρια, εισάγοντας και εξάγοντας υλικά, ενέργεια και οργανισμούς, η απόδοση των οικοσυστημάτων των ρεόντων υδάτων είναι ασυνήθιστα υψηλή. Αυτή η ιδιότητα φανερώνει μια φυσική ικανότητα καθαρισμού (Hynes, 1970) και επίσης μια τακτική αναγέννηση που συμβαίνει από τα ανώτερα έως τα κατώτερα τμήματα, εκτός βέβαια των περισσότερο υποβαθμισμένων περιοχών, όπου οι αντίστοιχες διαδικασίες είναι πολύ πιο αργές. Σαν συνέπεια οι ποταμοί έχουν μια φυσική ικανότητα αποκατάστασης και αυτορρύθμισης, η οποία διευκολύνει την επανόρθωση των ποτάμιων οικοσυστημάτων (Gove, 1985), επαναφέροντας τα φυσικά ενδιαιτήματα και βελτιώνοντας την ποιότητα του νερού.
Η ικανότητα αποκατάστασης ποικίλλει, εξαρτώμενη από τον τύπο της διαταραχής, από τις βιολογικές ιδιότητες της κοινότητας και από το βαθμό της απομόνωσης της πηγής των αποικιστών οργανισμών (Niemi et al., 1990).
Η βιβλιογραφία διακρίνει δύο είδη διαταραχών: τα εφήμερα συμβάντα τα οποία είναι περιορισμένα και μικρής διάρκειας και τα πιεστικά γεγονότα που έχουν μόνιμη δράση και μακρόχρονες συνέπειες. Τυπικό παράδειγμα εφήμερου συμβάντος είναι η απόρριψη σ' ένα ποταμό χημικών υλών που γρήγορα διαλύονται στο νερό, σε αντιδιαστολή με ένα πιεστικό γεγονός όπως είναι η μεταβολή ενός ενδιαιτήματος από καναλοποίηση της κοίτης του ποταμού, ή η μόνιμη εκροή μιας ρυπογόνας αποχέτευσης.
Ειδικά για τις εφήμερες διαταραχές, το σχέδιο αποκατάστασης εξαρτάται από τις ευκαιρίες αποικισμού και την αύξηση του πληθυσμού, άρα και από την ταχύτητα του κύκλου ζωής των οργανισμών, την ικανότητα διασποράς τους, τη διαθεσιμότητα καταφυγίων και άλλους παράγοντες. Οι πιεστικές διαταραχές γενικά είναι συνώνυμες με τη ριζική αλλαγή του ενδιαιτήματος. Μετά την παύση μιας πιεστικής διαταραχής, ο χρόνος επαναφοράς μπορεί να κυμαίνεται από μερικά χρόνια έως δεκαετίες. Χωρίς οικολογική παρέμβαση, ο χρόνος επαναφοράς μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερος.
Η ευρείας κλίμακας αλλαγή στις χρήσεις γης, η εξάλειψη αυτοχθόνων ειδών και η εισαγωγή νέων ειδών είναι από τις μεγαλύτερες δυνάμεις που επιδρούν στα νερά των ποταμών. Η βελτίωση της ποιότητας του νερού μπορεί να επιτευχθεί εύκολα, όταν πρόκειται για ένα διαχειρίσιμο αριθμό σημειακών πηγών ρύπανσης (π.χ. αποχετεύσεις), ενώ όταν η υποβάθμιση της ποιότητας του νερού οφείλεται σε μη σημειακές πηγές ρύπων (π.χ. γεωργικές), η αποκατάσταση είναι δυσκολότερη.
Ωστόσο, η αποκατάσταση κάθε ποτάμιου συστήματος είναι εφικτή. Η σταδιακή βελτίωση της ποιότητας νερού στον ποταμό Ρήνο κατά τη διάρκεια των 2 περασμένων δεκαετιών (Lelek & Kohler, 1990) και ιστορία του ποταμού Τάμεση κατά τον τελευταίο αιώνα βεβαιώνουν ότι αυτό το επίτευγμα μπορεί να επαναληφθεί, ακόμη και σε δύσκολες καταστάσεις.
6.2.2. Ο ποταμός Ρήνος.
Ο ποταμός Ρήνος είναι ο πιο σημαντικός ποταμός της Ευρώπης, διαπερνά πολλές χώρες (Ελβετία, Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία), με πλήθος παραποτάμων και με 180,000 km3 νερό. Καναλοποιείται στα τελευταία 800km και η ροή του σε πολλούς παραποτάμους ελέγχεται από φράγματα.

Ο πληθυσμός γύρω από αυτόν υπολογίζεται γύρω στα 50 εκατομμύρια ανθρώπους, συγκεντρωμένους σε μεγάλες πόλεις στις όχθες του (Βασιλεία, Μάνχαϊμ, Μαγεντία, Καρλσρούη, Στρασβούργο, Βόννη, Κολωνία, Ντύσελντορφ, Φρανκφούρτη, Άμστερνταμ, Ρόττερνταμ κ.ά.). Ο ποταμός παρέχει πόσιμο νερό σε περίπου 20 εκαττομμύρια ανθρώπους. Σημαντικές βιομηχανίες, συμπεριλαμβάνοντας και χημικές, είναι εγκατεστημένες κατά μήκος του ποταμού. Επιπλέον είναι ναυτικός δρόμος, με στόλο από 12,000 εμπορικά πλοία, ενώ με σύστημα πλωτών διορύγων συνδέεται με άλλους μεγάλους ποταμούς, π.χ. τον Ροδανό. Επίσης χρησιμοποιείται για ψάρεμα και αναψυχή.
Από τότε που ο Ρήνος χαρακτηρίστηκε "διεθνής ποταμός", η συνεργασία των χωρών άρχισε, ξεκινώντας από τη Διεθνή Επιτροπή Προστασίας του Ρήνου κατά της ρύπανσης, το 1950. Ωστόσο, στις δεκαετίες '60 και '70 ο Ρήνος ήταν ακόμη ρυπασμένος από τοξικά και από αστικά λύματα. Η συγκέντρωση οξυγόνου ήταν πολύ χαμηλή. Το 1987 άρχισε το Πρόγραμμα Δράσης του Ρήνου.

Πριν από λίγα χρόνια, σημαντική πρόοδος διαπιστώθηκε στην ποιότητα του νερού του Ρήνου, χάρη στις υψηλές επενδύσεις σε αποχετευτικά συστήματα και άλλα μέτρα για την μείωση της εισαγωγής επιβλαβών ουσιών. Έχει πιστοποιηθεί πως από το 1971 μέχρι το 1990:
- Το φορτίο των βιο-υποβιβαζουσών ουσιών μειώθηκε περισσότερο από 50%.
- Η μέση συγκέντρωση αμμωνίας, υδραργύρου, καδμίου μειώθηκε σε αποδεκτά επίπεδα.
- Η περιεκτικότητα σε βαρειά μέταλλα μειώθηκε αξιόλογα.
- Η συγκέντρωση οξυγόνου είναι κοντά στο σημείο κορεσμού.
- Το φορτίο χλωρίου σταθεροποιήθηκε, σε υψηλό όμως επίπεδο.
- Η αφθονία σε είδη αυξήθηκε κατακόρυφα.
(UNESCO-UNEP, 1992)
6.2.3. Ο ποταμός Τάμεσης.
Ο ποταμός Τάμεσης και οι εκβολές του αποτελούν ενδιαφέρον παράδειγμα, λόγω της μακρόχρονης ιστορίας του (Camesa & Wheelarm, 1997). Ήταν ένας ποταμός κατάλληλος για ψάρεμα, που συντηρούσε ψαράδες και παρείχε τροφή στους κατοίκους της πόλης. Από το 1850 αυτή η εποχή τελείωσε, λόγω της ρύπανσης από ανθρώπινα και ζωικά απόβλητα.
Πρόοδοι στη διαχείριση των αποβλήτων οδήγησαν στη βελτίωση των συνθηκών κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και επιτεύχθηκε κάποια αποκατάσταση ιχθυοπληθυσμών. Όμως από το 1955 ο αυξημένος όγκος αποβλήτων οδήγησε πάλι την ποιότητα του νερού σε χαμηλά επίπεδα. Υδρόθειο απελευθερωνόταν από αναερόβιες περιοχές, και ο Τάμεσης έγινε ενοχλητικός για τους γύρω κατοίκους. Μέχρι και 70km γύρω από το Λονδίνο εξαφανίστηκαν τα ψάρια εκτός των χελιών.
Αυτή η κατάσταση οδήγησε αναγκαστικά στη βελτίωση της διαχείρισης των οργανικών αποβλήτων και σταδιακά, μέσα σε μια δεκαετία, οι περιοχές γύρω από το Λονδίνο ξανααπόχτησαν αρκετό οξυγόνο, ώστε να επιβιώσουν τα ψάρια. Η επαναφορά της ποικιλίας των ψαριών έγινε παράλληλα με την επιστροφή της υδρόβιας ορνιθοπανίδας. Ωστόσο, με ανεπαρκείς σήμερα ενδείξεις, φαίνεται ότι παράλληλα είχε ήδη αποκατασταθεί και η πανίδα των ασπονδύλων.

Ο Τάμεσης λοιπόν αποτελεί ισχυρό παράδειγμα ταχύτητας με την οποία επανέρχονται πολύ ρυπασμένοι ποταμοί.
6.3. Η σημασία της διαχείρισης των παραποτάμιων εκτάσεων.
H αποκατάσταση της λειτουργίας των ποτάμιων οικοσυστημάτων απαιτεί ξεκάθαρα να ενδιαφερθούμε και για την ποιότητα των παρόχθιων αλλά και των γύρω εκτάσεων της ξηράς.
Οι υγρότοποι είναι οι επιφανειακές αποθήκες νερού της λεκάνης απορροής. Άμεση είναι η εξάρτηση του νερού των υγροτόπων από την υδρολογία της λεκάνης. Οποιαδήποτε αλλοίωση συμβαίνει στη λεκάνη απορροής, θα προκαλέσει αλλοιώσεις στον υγρότοπο. Κοινές αλλοιώσεις είναι: η καταστροφή ή υποβάθμιση της φυσικής βλάστησης (από πυρκαγιές, υπερβόσκηση, λαθροϋλοτομία, εκχερσώσεις κλπ), η κατασκευή αρδευτικών δικτύων, φραγμάτων, έργων εκτροπής ποταμών, δρόμων, βιομηχανικών και τουριστικών εγκαταστάσεων, η ανεξέλεγκτη απόρριψη αστικών και βιομηχανικών αποβλήτων. Οι αλλοιώσεις αυτές διαταράσσουν την εισροή ενέργειας και ύλης στο υγροτοπικό οικοσύστημα. Ακόμη και αν καταφέρουμε να κρατήσουμε τον ίδιο τον υγρότοπο χωρίς ανθρώπινη παρουσία, τα συμβαίνοντα στη λεκάνη απορροής θα εξακολουθούν να τον επηρεάζουν. Άρα η προστασία και η διαχείριση ενός υγροτοπικού οικοσυστήματος πρέπει κανονικά να περιλαμβάνει και την προστασία και διαχείριση όλης της λεκάνης απορροής. Συχνά είναι προτιμότερο να αρχίζει κανείς την εφαρμογή των μέτρων προστασίας του υγροτόπου από τη λεκάνη απορροής.
Τέλος μερικές φορές είναι απαραίτητο η προσοχή μας να επεκτείνεται και προς τις γειτονικές λεκάνες απορροής, διότι μπορεί να υπάρχει υδρολογική επικοινωνία μεταξύ ομόρων λεκανών (υπόγεια ύδατα) (Τσιούρης & Γεράκης, 1991).
Στους ποταμούς και στους υγροτόπους με τους οποίους συνδέονται, η προστασία των οχθών από τη βόσκηση είναι πολύ αποτελεσματική, όπως μαρτυρούν οι πολλές ευεργετικές λειτουργίες τους. Επι πλέον, η προστασία των παρόχθιων περιοχών αναμφίβολα προωθεί άμεσα την άγρια ζωή, με την παροχή εδαφικών ενδιαιτημάτων. Ο καθορισμός καλύτερου σχεδιασμού και πρακτικών διαχείρισης για τις παρόχθιες περιοχές προσφέρει μεγάλες προκλήσεις για περαιτέρω έρευνα (Peterson & Peterson 1992 - Osborne & Kovacic, 1993).
Eίναι μεγάλο πρόβλημα το τι πρέπει να γίνει για την αποκατάσταση των ευρείας κλίμακας ανθρώπινων παραμβάσεων στα ποτάμια συστήματα. Αλλαγμένα τοπία, ρυθμιζόμενες ροές και τεχνητά κανάλια μαρτυρούν τις τεράστιες αλλαγές στη δομή και τις λειτουργίες των ποταμών. Τα ωφέλη τους δεν είναι εύκολο να αντισταθμιστούν και θέτουν ξεκάθαρα μια τεράστια πρόκληση για την εφαρμογή οικολογικών και γεωμορφολογικών κανόνων στη διαχείριση των ποταμών.
Είναι φανερό ότι χρειάζεται ένα γενικό πλαίσιο προστασίας όλων των ποταμών, όπως συμβαίνει με τα πάρκα, τους Εθνικούς Δρυμούς και τις άλλες προστατευόμενες περιοχές των εδαφικών οικοσυστημάτων. Κάποια προστασία ήδη παρέχεται, στην περίπτωση που κάποιο ρεύμα διέρχεται από προστατευόμενη περιοχή, ή στην περίπτωση που (σε άλλες χώρες) ένα ποτάμι χαρακτηρίζεται ειδικά προστατευόμενο, με νομοθετικό χαρακτηρισμό. Πάντως ο βαθμός με τον οποίο τα ποτάμια επηρεάζονται από τα διαδραματιζόμενα στις λεκάνες απορροής τους, στις κοιλάδες τους και μέσα στο ρεύμα τους, υπογραμμίζει ότι η τμηματοποίησή τους δεν επαρκεί για την προστασία τους.
Μια επιτυχημένη στρατηγική πρέπει να περιλαμβάνει τη συνολική προστασία, από τις πηγές έως την παρόχθια ζώνη και τις εκβολές και έως τα ενδιαιτήματα που καλύπτουν τις ανάγκες μεμονωμένων ειδών. Καταφύγια υψηλής ποιότητας είναι μεγάλης σημασίας (Sedell et al., 1990), ιδιαίτερα σε τοπία που έχουν αλλάξει, και ατυχώς συχνά δεν μπορούμε να κατανοήσουμε επαρκώς τις απαιτήσεις τους, όσον αφορά την αποκατατάστασή τους, για να προγραμματίσουμε με σιγουριά. Συχνά, για την αποκατάσταση σε επί μέρους περιπτώσεις, πρέπει να προχωρούμε με μικρά βήματα και συνεχείς ελέγχους των αποτελεσμάτων.
Η προστασία της βιοποικιλότητας και της λειτουργίας των οικοσυστημάτων απαιτεί ένα σύνολο μέτρων που περιλαμβάνει μερικά μεγάλα αποθέματα υψηλής ποικιλίας, συνδυαζόμενα με μερικά μικρότερα σε προστατευόμενες (ελεγχόμενες) περιοχές, οι οποίες να προστατεύουν ειδικά ενδιαιτήματα. Τα κριτήρια για το σχεδιασμό των ελεγχόμενων περιοχών, και την ενσωμάτωση μεμονωμένων τέτοιων περιοχών σε ένα αποτελεσματικό δίκτυο, σπάνια έχουν υπολογιστεί για τρεχούμενα νερά, και σίγουρα αυτό αποτελεί μια επιτακτική ανάγκη (Moyle & Sato, 1991).
6.4. Διαχείριση πόρων νερού και νομοθεσία.
Όπως έχει παρουσιαστεί σε προηγούμενα κεφάλαια, η ζήτηση νερού αυξάνεται ραγδαία σ' όλο τον κόσμο και αντιμετωπίζονται σοβαρές περιπτώσεις έλλειψης νερού και ρύπανσης με δυσμενείς περιβαλλοντικές, βιωτικές και οικονομικές συνέπειες. Η κατάσταση σε πολλές χώρες είναι ήδη κρίσιμη. Ιδιαίτερου ενδιαφέροντος είναι η γρήγορη αύξηση του πληθυσμού σε συνάρθροιση, και μαζί η ανεξέλεγκτη διόγκωση των αστικών, βιομηχανικών και γεωργικών δραστηριοτήτων. Για την αντιμετώπιση των παραπάνω, παγκόσμια και τοπικά, είναι απαραίτητη μια ισχυρή διεθνής και εθνική νομοθεσία, παράλληλα με την ανάπτυξη οικολογικής συνείδησης.
Η διαχείριση των πόρων νερού θα πρέπει να καλύπτει το σύνολο των απαιτήσεων για την παροχή νερού αποδεκτής ποιότητας και ποσότητας, ώστε να ικανοποιούνται οι απαιτήσεις των χρηστών, περιβαλλοντικά και οικονομικά.
6.4.1. Τοπική διαχείριση νερού.
Η προσέγγιση των οικοσυστημάτων επιβάλλεται ως η βασική προϋπόθεση για τη διαχείριση του νερού. Η σχετική νομοθεσία πρέπει να προβλέπει ένα αναβαθμισμένο σύνολο τακτικών και πρακτικών διαχείρισης, που να συνδέουν τους ανθρώπους με το οικοσύστημα του οποίου είναι μέρος.
Μια άλλη σημαντική αρχή στη διαχείριση είναι οι χρήστες του νερού να παίρνουν μέρος στις αποφάσεις. Αυτή η συμμετοχή θα πρέπει να λειτουργεί αντανακλώντας τα εμπλεκόμενα συμφέροντα και παρέχοντας αίσθημα υπευθυνότητας και πείρα στους χρήστες, ώστε οι τελικές αποφάσεις να είναι κοινωνικά δίκαιες και αποδεκτές.
Σημαντικό επίσης είναι το ότι η διαχείριση του νερού σ' ένα τομέα, π.χ. τη γεωργία, δεν μπορεί να απομονωθεί από τους άλλους τομείς. Απαιτείται ενιαία διαχείριση, δίνοντας ισορροπημένη προσοχή σ' όλους τους τομείς και τα εμπλεκόμενα συμφέροντα, με μια περιβαλλοντική οπτική.
Σε πολλές χώρες ή περιοχές αυτή η προσέγγιση ίσως είναι δύσκολο να επιτευχθεί, επειδή, ιστορικά, κάποιος χρήστης είναι δυνατότερος, έχει μεγαλύτερη και επικρατέστερη επιρροή, και είναι δύσκολο να εξισορροπηθούν τα συμφέροντα. Σε ξηρές περιοχές, για παράδειγμα, η χρήση του νερού για άρδευση είναι ζωτικής σημασίας και συνήθως επικρατεί στην πρακτική διαχείρισης.
Ένα μεγάλο εμπόδιο για την ισορροπημένη διαχείριση σε πολλές χώρες είναι η εμπλοκή των ευθυνών της χρήσης του νερού μεταξύ των διαφόρων υπουργείων και δημοσίων υπηρεσιών. Αυτό προκαλεί έλλειψη συντονισμού και συχνά διαφωνίες. Επίσης παρατηρείται άλλοτε ανταγωνισμός για το ποιός φορέας είναι αρμόδιος και άλλοτε αποποίηση ευθυνών. Αυτά τα γραφειοκρατικά προβλήματα είναι πολιτικής φύσεως και πρέπει να λυθούν από πολιτικούς.
Τα θέματα των υγροτόπων είναι από τη φύση τους πολύπλευρα (π.χ. υδρολογικά, γεωλογικά, γεωργικά, βοτανολογικά, χημικά κλπ) πράγμα που σημαίνει ότι οι πληροφορίες είναι διεσπαρμένες σε πολλά ιδρύματα και υπηρεσίες. Η διασπορά των γνώσεων και πληροφοριών αποτελεί έναν από τους παράγοντες που εμποδίζουν την κατανόηση των υγροτοπικών οικοσυστημάτων και τη συνετή χρήση των υγροτοπικών πόρων και συντελεί σε μονόπλευρη αντιμετώπιση της διαχείρισής τους. Από παράδοση, τον πρώτο λόγο στη διαχείριση έχουν οι γεωπόνοι και οι πολιτικοί μηχανικοί. Γενικά οι επιστήμονες αυτοί δε γνώριζαν στο παρελθόν τις πολλαπλές αξίες των υγροτόπων, ούτε τις υπηρεσίες που μπορούν να προσφέρουν και άλλοι επιστημονικοί κλάδοι (όπως η Ιχθυοπονία, η Βοτανική, η Θηραματική, η Ορνιθολογία, η Χωροταξία κ.ά.) στην ολοκληρωμένη αντιμετώπιση των υγροτοπικών προβλημάτων. Δυστυχώς, στην ελληνική επιστημονική κοινότητα δεν είναι και καθόλου σπάνιο το φαινόμενο της κλαδικής και προσωπικής χωροκρατικότητας. Η εκπαίδευση στις αρχές της οικολογίας όλων των επιστημόνων που ασχολούνται με υγροτόπους, μπορεί να βοηθήσει πολύ και άρχισε να προωθείται εδώ και μερικά χρόνια σ' όλες σχεδόν τις ανώτατες σχολές. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι όποιος έχει αυξημένες οικολογικές γνώσεις, ακόμη και σε επίπεδο καθηγητή Οικολογίας, δείχνει πάντα και στην πράξη την ανάλογη οικολογική ευαισθησία.
Η ανάγκη διεπιστημονικής μελέτης ενός υγροτόπου φαίνεται καθαρά από την παράθεση των συσσωρευμένων προβλημάτων που αντιμετωπίζει ένας υποβαθμισμένος υγρότοπος, όπως η περιοχή της λίμνης Κάρλας σήμερα. Όμως αν εργασθεί ο κάθε ειδικός στο δικό του πρόβλημα μόνο, και δε λάβει υπ' όψη του τις γνώσεις και γνώμες άλλων ειδικών, το αποτέλεσμα θα είναι να ανακύψουν επιπλέον προβλήματα. Αυτό είναι μια λογική πρόγνωση, που βασίζεται στο πώς αντιμετωπίσθηκαν κατά το παρελθόν θέματα όπως της Κάρλας.
Η έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ επιστημόνων διαφορετικών κλάδων, όχι μόνο δεν προωθεί την προστασία των υγροτόπων, αλλά μπορεί να προκαλέσει και ζημίες. Καλοπροαίρετοι τεχνικοί της ΔΕΗ, όταν ρωτήθηκαν τι μπορούν να κάνουν για τον Εθνικό Δρυμό Πρεσπών, σχεδίασαν ένα μικρό υδροηλεκτρικό έργο στο ποταμάκι του Αγίου Γερμανού. Τί οικολογικότερο, θα σκέφτηκαν: καθαρή ενέργεια, δηλαδή χωρίς αέριους ή υγρούς ρύπους. Εύλογη ήταν η απορία τους, όταν δέχθηκαν τις διαμαρτυρίες άλλων επιστημόνων, οι οποίοι τεκμηρίωναν ότι το έργο αυτό θα είχε, ειδικά για την περιοχή αυτή, δυσμενείς οικολογικές συνέπειες και ασήμαντη ωφέλεια για τους κατοίκους του Εθνικού Δρυμού. Το έργο ανεστάλη μεν, αλλά η περίπτωση δείχνει ότι συχνά οικολογικές αλλοιώσεις γίνονται και από άγνοια, παρά τις καλές προθέσεις.
6.4.2. Το Διεθνές Δίκαιο.
Στον κόσμο υπάρχουν εκατοντάδες ποταμοί που το νερό τους μοιράζεται σε διαφορετικές χώρες. 214 ποτάμια έχουν καταχωρηθεί από τα Ηνωμένα Έθνη ως μεγάλα διεθνή ποτάμια. Περίπου το 40% του πληθυσμού παγκόσμια ζει σ' αυτές τις λεκάνες των μεγάλων διεθνών ποταμών, που μοιράζονται σε δυο ή περισσότερες χώρες. Στην Ασία υπάρχουν 12 μεγάλες λεκάνες και 5 από αυτές χωρίζονται σε τέσσερις ή περισσότερες χώρες. Έχει αποδειχθεί πως εύκολα δημιουργούνται διαμάχες, όταν αυξάνουν οι πιέσεις σχετικά με το νερό. Ένας κοινός λόγος για τις διαμάχες αυτές είναι όταν μια πιο πάνω χώρα ρυθμίζει ή μολύνει τα νερά, προκαλώντας δυσμενείς συνέπειες στην πιο κάτω χώρα. Τέτοια παραδείγματα είναι οι διαμάχες μεταξύ Ινδίας και Μπαγκλαντές, μεταξύ Αργεντινής και Βραζιλίας, και μεταξύ Τουρκίας, Συρίας και Ιράκ.
Το μοίρασμα των υπόγειων νερών μπορεί επίσης να προκαλέσει διαμάχες, όπως αυτές που συνέβησαν στην Αίγυπτο, το Σουδάν, το Τσαντ, την Αραβική χερσόνησο.
Δεν υπάρχει σήμερα αποτελεσματική διεθνής νομοθεσία για τη χρήση των ποταμών που μοιράζονται διάφορες χώρες. Αυτό που ισχύει είναι μία ποικιλία διεθνών διακηρύξεων και συμφωνιών που συχνά δεν τηρούνται. Το 1/3 από τα 214 μεγάλα διεθνή ποτάμια δεν έχουν καλυφθεί ακόμη από καμιά διεθνή συμφωνία και λιγότερα από 30 διέπονται από ολοκληρωμένες καθιερωμένες συμφωνίες όπως π.χ. ενιαίες υπηρεσίες και αρχές ποταμών.
Έτσι βρίσκουμε κάποια συνεργάσιμα σώματα νερού που λειτουργούν ορθολογικά, όπως στον Ρήνο ποταμό (μεταξύ Ελβετίας, Γερμανίας, Γαλλίας, Ολλανδίας) και στις Μεγάλες Λίμνες (μεταξύ ΗΠΑ και Καναδά).
6.4.3. Εθνικές νομοθεσίες.
Πολλές κυβερνήσεις ενδιαφέρονται περισσότερο για τα οικονομικά οφέλη των αγροτών και των βιομηχανιών παρά για την ασφάλεια του πόσιμου νερού. Για παράδειγμα, ένας νόμος της Γεωργίας του 1988 ορίζει πως οι αγρότες δεν ευθύνονται για τις ζημιές που προκαλούνται από τα χημικά που χρησιμοποιούν, ακόμη και αν είναι ιδιαίτερα απρόσεκτοι κατά τη χρήση τους. Η ΕΡΑ προτείνει να αντιμετωπιστεί τέτοιου είδους συμπεριφορά απαγορεύοντας τελείως αυτά τα χημικά, ακόμη και στις περιοχές που οι τοπικές αρχές αρνούνται κάθε ρύθμιση στη χρήση τους. Πολλοί πιστεύουν πως τα πολιτικά εμπόδια είναι πολύ μεγάλα για να ξεπεραστούν και πως ποτέ δεν θα υπάρξει αποτελεσματικός έλεγχος της ρύπανσης των νερών.
Μιά μεγάλη πρόκληση για το μέλλον θα είναι να συμπεριληφθούν "αρχές του οικοσυστήματος" στις εθνικές νομοθεσίες.
Η αλλαγή στη νομοθεσία είναι λογικά μιά αργή διαδικασία, με επιδράσεις στα οικονομικά συμφέροντα, που μπορούν να περιπλέξουν τις προσπάθειες. Ωστόσο στην Ευρώπη πολλές χώρες επένδυσαν πολύ χρόνο και προσπάθεια στην προετοιμασία νόμων, που θα έχουν περισσότερη σχέση με τις νέες οικολογικές αρχές. Σε μερικές χώρες, όπως ο Καναδάς και η Ολλανδία, έγινε, ή βρίσκεται σε εξέλιξη, συγκεκριμένη αναφορά στην προστασία του οικοσυστήματος στη νομοθεσία σχετικά με το νερό.
Η μορφή και το περιεχόμενο της νομοθεσίας θα ποικίλει, σύμφωνα με τις συνθήκες της καθε χώρας, όμως κάποιο είδος καθορισμένου σκελετού απαιτείται για την αποτελεσματική διαχείριση.
Γενική περιβαλλοντική νομοθεσία έχει εφαρμοστεί σε πολλές χώρες, και νόμοι και κανονισμοί ισχύουν για την προστασία των πόρων νερού. Υπάρχει όμως ένα αξιοσημείωτο κενό μεταξύ του νόμου και της εφαρμογής του. Σε πολλές υπό ανάπτυξη χώρες ο σκελετός είναι πολύ αδύνατος για αποτελεσματική πορεία. Η έλλειψη εκπαιδευμένου προσωπικού είναι συχνά ακόμη ένα σημαντικό εμπόδιο. Στην Ινδονησία π.χ. η ισχύουσα νομοθεσία σχετικά με τη ρύπανση του νερού θεωρείται ικανοποιητική. Η έλλειψη όμως οικονομικών πόρων, εργαστηρίων ελέγχου και εκπαιδευμένου προσωπικού εμποδίζει την κατάλληλη εφαρμογή.
Αλλά ακόμη και αν καλυφθεί το κενό και η εφαρμογή της νομοθεσίας εξασφαλίσει, με την αποτελεσματική φύλαξη, την προστασία των ποταμών, ένα άλλο θέμα προκύπτει: Η συνεχής παρακολούθηση των ποτάμιων (και όχι μόνο) οικοσυστημάτων, στο επίπεδο της βιοποικιλότητας. Χωρίς συνεχή παρακολούθηση από ειδικούς επιστήμονες των μεταβολών της αφθονίας και της ποικιλίας των οργανισμών των τοπικών βιοκοινωνιών, που αποτελούν και δείκτες της κατάστασης των οικοσυστημάτων και της ποιότητας του νερού, η προστασία και φύλαξη μοιάζουν να μην έχουν αντικείμενο.
Σύμφωνα με οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (94C 222/06 10-08-1994), όλα τα κράτη-μέλη της ήταν υποχρεωμένα να έχουν εγκαθιδρύσει, μέχρι το 1998, ένα εθνικό δίκτυο παρακολούθησης των ρεόντων υδάτων. Και ο ιδανικός τρόπος παρακολούθησης των ρεόντων υδάτων συνδυάζεται τόσο με βιολογικές όσο και φυσικοχημικές παραμέτρους (Λαζαρίδου-Δημητριάδου et al., 1997).
6.4.4. Σπαταλώντας λιγότερο νερό.
Προς το παρόν οι νόμοι δεν προτρέπουν τον κόσμο να αλλάξει τις συνήθειές του, που οδηγούν στη σπατάλη του νερού. Για παράδειγμα, οι σωλήνες και οι βρύσες που στάζουν ευθύνονται για το 30% των απωλειών νερού. Δεν υπάρχει συνείδηση, αλλά ούτε και κίνητρα για κάποιον να διορθώσει τις διαρροές, από τη στιγμή που στις περισσότερες πόλεις το νερό είναι πολύ φτηνό.
Αυτοί που χρησιμοποιούν το νερό μιας συγκεκριμένης περιοχής θα πρέπει να πληρώνουν για τα μέσα ανάπτυξης. Θα αποφεύγουν να ρυπαίνουν το νερό γιατί θα πρέπει μετά να το καθαρίσουν ώστε να γίνει ξανά κατάλληλο για να το πιούν. Επίσης πρέπει να ενθαρρυνθούν να χρησιμοποιούν το λιγότερο καθαρό νερό ή το νερό που μετά από κάποια χρήση θεωρείται άχρηστο, για άλλες χρήσεις, όπως πχ πότισμα, ενώ το καθαρό θα χρησιμοποιείται μόνο για πόσιμο.
Περίπου το 30-50% του νερού ξοδεύεται άσκοπα. Αυτό το νούμερο θα μπορούσε να μειωθεί δραστικά.
Από το 1950 ως το 1980 το Ισραήλ μείωσε το ποσοστό σπατάλης νερού από 83% στο 5% ακολουθώντας νέες προηγμένες μεθόδους άρδευσης και εξοικονόμησης. Η πιο σημαντική αλλαγή στις μεθόδους ποτίσματος έγινε με τη μετάβαση από τον ψεκασμό στις σταγόνες. Όταν το νερό ψεκάζεται στον αέρα, περισσότερο από το μισό εξατμίζεται και πολύ λίγο φτάνει στα φυτά. Με τη χρήση συστημάτων άρδευσης με σταγόνες, με ειδικούς σωλήνες που ρίχνουν σταγόνες απ' ευθείας στις ρίζες των φυτών, μειώθηκαν οι απώλειες. Από τότε που αυξήθηκε η τιμή του νερού το 1980, τα συστήματα αυτού του είδους έγιναν περιζήτητα.
Ένας περιβαλλοντολόγος είπε πως η παραγωγή της σοδειάς δε θα πρέπει να υπολογίζεται σύμφωνα με το έδαφος που χρειάστηκε, αλλά σύμφωνα με το νερό που καταναλώθηκε. (Karen Arms, 1994).
Πράξεις εξοικονόμησης, και άρα αύξησης της αποδοτικότητας στη χρήση του νερού, έχουν ως αποτέλεσμα μια μόνιμη οικονομία στην κατανάλωση του πόρου αυτού, προλαμβάνοντας έτσι την ανάγκη για έργα συλλογής επιπλέον νερού, όπως φράγματα, ταμιευτήρες, γεωτρήσεις κλπ (Postel, 1993).
Διάφορα προγράμματα εξοικονόμησης έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται σε διάφορα μέρη του κόσμου, όπως π.χ στην Ιερουσαλήμ, στην πόλη του Μεξικού, στην Καλιφόρνια, στο Πεκίνο, στη Σιγκαπούρη, στη Βοστώνη, στη Μελβούρνη, επιτυγχάνοντας ποικίλα ποσοστά εξοικονόμησης νερού που κυμαίνονται από 14% μέχρι και 30%, μετά από εφαρμογή μέτρων, όπως η επιβολή προδιαγραφών στις υδραυλικές εγκαταστάσεις και συσκευές των νοικοκυριών (καζανάκια χωρητικότητας μικρότερης των 6 λίτρων κλπ), οι επισκευές διαρροών στις παλιές σωληνώσεις, η αύξηση των τιμών του νερού, η εκπαίδευση του πληθυσμού σε θέματα εξοικονόμησης.
Η μέθοδος εξοικονόμησης είναι πιο εύκολη απ' ότι φαντάζονται οι περισσότεροι άνθρωποι.
Κατά τη διάρκεια της ξηρασίας στην Καλιφόρνια, οι κάτοικοι μείωσαν την κατανάλωση νερού κατά περισσότερο από 65%. Αυτό έγινε ακολουθώντας κυρίως τη διαδοχική χρήση του νερού, πχ χρησιμοποιώντας το νερό που πλύναμε τα χέρια μας για πότισμα κλπ.
Κατά το έτος 2000 υπολογίζεται πως το 17% του παγκόσμιου πληθυσμού θα χρησιμοποιεί 300 με 400 λίτρα ανά άτομο και ημέρα, ενώ το 30% του παγκόσμιου πληθυσμού στην Αφρική και την Ασία θα χρησιμοποιούν λιγότερο από 50 λίτρα ανά άτομο και ημέρα. Στους υπολογισμούς αυτούς όμως περιλαμβάνονται όλες οι χρήσεις νερού.
Οι κατά κεφαλή διαφορές στην κατανάλωση νερού αντικατοπτρίζουν όχι μόνο τη διαθεσιμότητά του, αλλά και την προσβασιμότητά του (μερικά χιλιόμετρα περπάτημα ημερησίως δεν είναι κάτι σπάνιο για προμήθεια νερού στον Τρίτο Κόσμο) καθώς και το κόστος του.
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ: Νο26 (Κυρίμης, 1999)
6.4.5. Αφαλάτωση.
Αλατούχο νερό (ή σκληρό νερό) είναι αυτό που περιέχει διαλυμένες στερεές ουσίες σε μεγάλες ποσότητες. Συμπεριλαμβάνεται το γλυφό και το θαλασσινό νερό. Το αλατούχο νερό είναι πολύ αλμυρό και δεν πίνεται. Επίσης εάν χρησιμοποιηθεί για πότισμα, καταστρέφει το έδαφος.
Η διαδικασία που ακολουθείται για την απομάκρυνση των αλάτων λέγεται αφαλάτωση.
Οι δύο κύριες μέθοδοι είναι η απόσταξη και η όσμωση. Στην μέθοδο της απόσταξης χρησιμοποιούμε τη θερμότητα ώστε να εξατμιστεί το νερό, και να διαχωριστεί από τα άλατα. Στη μέθοδο της όσμωσης χρησιμοποιείται η οσμωτική πίεση, ώστε το νερό κατά κάποιο τρόπο φιλτράρεται από μία μεμβράνη, που δεν την διαπερνούν τα άλατα, αλλά μόνο το καθαρό νερό.
Σε πλεούμενα συναντάμε μικρά συστήματα αφαλάτωσης που χρησιμοποιούνται σε καταστάσεις ανάγκης. Αυτά λειτουργούν συνήθως με την βοήθεια του ήλιου, που προκαλεί θερμότητα και επιτυγχάνεται η απόσταξη. Σχεδόν όλο το νερό που καταναλώνεται σε ερημικές περιοχές, όπως η Σαουδική Αραβία, παράγεται με τη μέθοδο της αφαλάτωσης. Μετά από την ξηρασία που έπληξε τις πόλεις της Καλιφόρνιας (ΗΠΑ) το 1980, κατασκευάστηκαν εκεί εγκαταστάσεις αφαλάτωσης.
Μόνο ένα πολύ μικρό μέρος των νερών, παγκοσμίως, προέρχεται από την αφαλάτωση. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας του μεγάλου κόστους παραγωγής. Το νερό που παράγεται με αυτό τον τρόπο δε θα είναι ποτέ προσιτό, όσον αφορά την τιμή, για χρήσεις όπως το πότισμα.
6.4.6. Η ελληνική πρακτική.
Σε πείσμα της προηγούμενης διεθνούς εμπειρίας, στην Ελλάδα ατυχώς το "επεκτατικό" μοντέλο έχει περισσότερους οπαδούς, σε σχέση με το "εξοικονομητικό" (Μοδινός, 1994). Για την Αθήνα είναι χαρακτηριστικότατη η Οδύσσεια της αναζήτησης νερού που οδήγησε από τη λίμνη του Μαραθώνα, στη λίμνη της Υλίκης λίγο μακρύτερα, στη συνέχεια ακόμη πιο μακριά, στο Μόρνο, και τέλος στις ημέρες μας συμπληρώνεται με τα έργα εκτροπής των νερών του Ευήνου. Και ενώ οι υπόγειοι ορίζοντες υποχωρούν στο λεκανοπέδιο - η κατανάλωση της Αθήνας εξαρτάται κατά 80% από υδρομάστευση γεωτρήσεων - οι αρμόδιοι αντί να συζητήσουν όλα τα μέτρα εξοικονόμησης νερού που η παγκόσμια εμπειρία έχει φέρει στην επικαιρότητα, προσανατολίζονται προς νέες "επεκτατικές" περιπέτειες μεταφοράς επιπλέον ποσοτήτων νερού από το Σπερχειό, τον Αχελώο (αχ αυτός ο Αχελώος!), τη λίμνη Τριχωνίδα κλπ.
Η Θεσσαλονίκη φαίνεται να ακολουθεί δειλά τον ίδιο δρόμο. Ο υγρότοπος της Αραβησσού ήταν το πρώτο θύμα των "υδατο-ιμπεριαλιστικών" ορέξεων της δεύτερης σε μέγεθος ελληνικής μεγαλούπολης, ενώ στο μέλλον ίσως ακολουθήσει η Βόλβη αλλά και (γιατί όχι;) η Πρέσπα (Γεράκης, 1990).
Η περίπτωση της Αραβησσού ήταν μια κλασική περίπτωση διαμάχης μεταξύ ενός αστικού κέντρου, της Θεσσαλονίκης που "αθηνοποιείται" σπαταλώντας το νερό, και της περιβάλλουσας υπαίθρου η οποία το στερείται. Αν το "επεκτατικό" μοντέλο συνεχίσει να εφαρμόζεται, το μέλλον επιφυλάσσει πολλές τέτοιες συγκρούσεις.
Τέλος να σημειωθεί πως κάθε προσπάθεια αύξησης της ποσότητας του νερού που προορίζεται για αστικές χρήσεις, προκαλεί και μια αντίστοιχη αύξηση των ποσοτήτων των προς κατεργασία υγρών αστικών λυμάτων, τα οποία σε καμιά περίπτωση δεν είναι λιγότερα του 70 ή 80% των αρχικά χρησιμοποιούμενων ποσοτήτων νερού.
6.4.7. Τι οδήγησε μέχρι τώρα και τι θα οδηγήσει στο μέλλον στην αλλαγή αυτής της πολιτικής.
Ένα μέρος της αλλαγής οφείλεται στην ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις κοινοτικές οδηγίες.
Ένα άλλο μέρος οφείλεται σε λιγότερο ήπιες πιέσεις, από διεθνείς, ξένους και εθνικούς μη-κυβερνητικούς οργανισμούς, που ενδιαφέρονται για την προστασία της φύσης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων παρεμβάσεων από μη-κυβερνητικές οργανώσεις αποτελεί η ματαίωση κατασκευής πίστας αγώνων αυτοκινήτου κοντά στο Αιγίνιο, το 1991, στην προστατευόμενη από τη συνθήκη Ramsar περιοχή των Δέλτα Αξιού-Λουδία-Αλιάκμονα. Ωστόσο, μια χωμάτινη πίστα εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ανεπίσημα για αυτοσχέδιους αγώνες.
Τα ποτάμια προβάλλονται ως υγρότοποι και γίνονται περισσότερο γνωστά, χάρη στις προσπάθειες μη-κρατικών οργανώσεων που ασχολούνται με τη φύση, αλλάζοντας τη λαθεμένη επικρατούσα εικόνα, που τα θεωρεί απλά ως κανάλια με νερό, χωρίς ζωή μέσα και γύρω απ' αυτά.
Μια περίπτωση πίεσης από το κοινό και τα Μ.Μ.Ε. ήταν την περίοδο 1988-91, κατά την κατασκευή του σταθμού επεξεργασίας λυμάτων της πόλης της Θεσσαλονίκης. Το σχέδιο προέβλεπε την παροχέτευση των επεξεργασμένων λυμάτων στον ποταμό Αξιό, όπου θα γινόταν διάχυσή τους. Όμως η αυξομειούμενη ροή του ποταμού λόγω κλιματολογικών συνθηκών και έντονων αρδεύσεων από τα νερά του ποταμού κατά τους θερινούς μήνες, έκαναν αυτό το σχέδιο επικίνδυνο για το ποτάμι και τη δημόσια υγεία. Μετά από έντονη πίεση, επικράτησε τελικά η σύνεση και το επικίνδυνο σχέδιο τροποποιήθηκε.
Στη δεκαετία του '90 ένα πολύ θετικό βήμα προς την κατεύθυνση προστασίας των υγροβιοτόπων ήταν η αναγκαστική συμμόρφωση της Ελλάδας και η ρύθμιση της νομοθεσίας της σχετικά με τη Μελέτη των Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων των υπό κατασκευή έργων, δηλαδή μια προεκτίμηση πριν από την τεχνική μελέτη, για τις επιδράσεις που θα έχει το έργο πάνω στο περιβάλλον, όταν θα πραγματοποιηθεί. Έτσι, αν κριθεί αναγκαίο, μπορεί εύκολα να εγκαταλειφθεί ή να τροποποιηθεί το σχέδιο του έργου, και να προληφθούν ή να ελαχιστοποιηθούν οι δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον. Οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι υποχρεωτικό να δημοσιοποιούνται στο κοινό, είτε με δημοσίευση στον τύπο, είτε με κοινοποίηση έξω από τις νομαρχίες ή άλλες δημόσιες υπηρεσίες, και ο καθένας έχει δικαίωμα να υποβάλλει ένσταση για την κατασκευή του έργου.
Έτσι το κοινό μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο, προβάλλοντας τεκμηριωμένες αντιρρήσεις και προλαβαίνοντας τις βλάβες στους υγροτόπους και στα ποτάμια συστήματα. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, πρέπει να έχουν γίνει συνείδηση οι υγροτοπικές αξίες του ποταμού, ιδιαίτερα από τους πολίτες που θα θιγούν άμεσα ή έμμεσα από την κατασκευή του έργου (τους ντόπιους ή τους κατοίκους των γύρω περιοχών), από τα αρμόδια στελέχη της δημόσιας διοίκησης και τους υπαλλήλους που θα εγκρίνουν τη μελέτη.
Θα πρέπει να υπάρχει δράση, για την αποφυγή συγκεκριμένων απειλών κατά της φύσης, με πίεση σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο για την ενεργοποίηση της προστατευτικής νομοθεσίας, για την προστασία των ποτάμιων οικοσυστημάτων και για την ορθή πολιτική διαχείρισής τους. Στο παρελθόν πολύ λίγες καταγγελίες έφθαναν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ σήμερα έχουν πολλαπλασιαστεί.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα ευαισθητοποίησης και ενεργού συμμετοχής του κοινού στην προστασία των ποταμών είναι τα παρακάτω:
Στις 8.10.1998 στον ποταμό Πηνειό, εκβράστηκαν για δεύτερη φορά σε διάστημα 20 ημερών χιλιάδες νεκρά ψάρια, τα οποία επέπλεαν, σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου από την κοινότητα Νομής. Οι κάτοικοι της περιοχής πιστεύουν ότι τα ψάρια πεθαίνουν από δηλητηρίαση, από χημικά που ρίχνουν ανεξέλεγκτα κάποιοι ασυνείδητοι παραγωγοί. Ο νομάρχης Τρικάλων χαρακτήρησε τραγικά τα κρούσματα αυτά και πρόσθεσε ότι "είναι υποχρέωση όλων μας να προστατεύσουμε το ποτάμι", καλώντας τους κατοίκους της περιοχής να βρίσκονται σε συνεχή επαγρύπνηση, καθώς η αστυνόμευση στην περίπτωση αυτή είναι πολύ δύσκολη υπόθεση. (Ζώη, από εφημ. "Ελευθεροτυπία", 1998).
Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα αντίδρασης του κοινού, που απασχόλησε μακρόχρονα τον τύπο (ακόμη και μέχρι σήμερα), είναι η συζητούμενη εκτροπή του Αχελώου. Οι αντιδράσεις του κοινού ήταν τόσο έντονες, που ακόμη και σήμερα το έργο δεν έχει πραγματοποιηθεί, αν και δεν ανακλήθηκε οριστικά.
Προϋποθέσεις όμως για μια τέτοιας μορφής δράση είναι:
Ευαισθησία.
Γνώση.
Συνειδητοποίηση των επιπτώσεων.
Προτεραιότητα στην ποιότητα ζωής.
Ενεργή συμμετοχή.
Η προστασία των ποτάμιων οικοσυστημάτων ως συλλογικών αγαθών είναι βασική συνταγματική επιταγή και αποτελεί χρέος της πολιτείας στα πλαίσια της διατήρησης του φυσικού περιβάλλοντος. Οι αρμοδιότητες προστασίας μπορούν να μεταβιβάζονται και σε μη-κρατικούς φορείς ή οργανώσεις δημόσιου χαρακτήρα, εφ' όσον εξασφαλίζεται η ευρύτερη δυνατή λαϊκή συμμετοχή. Όμως πρέπει και η πολιτεία να αναγνωρίσει τη χρήσιμη συμβολή προς το σκοπό αυτό των εθνικών και διεθνών μη-κρατικών οργανώσεων προστασίας της φύσης.
Στη χώρα μας η υιοθέτηση νέων αντιλήψεων, στο πλαίσιο της βιόσιμης ανάπτυξης, συναντά αρκετές δυσκολίες που οφείλονται σε λόγους που έχουν να κάνουν με τη γενικότερη δομή του συστήματος πολιτικής εξουσίας και τη σχέση κράτους-κοινωνίας-περιβάλλοντος. Συνέπεια αυτού είναι η διάσταση ανάμεσα στη θεωρία και την πρακτική των θεσμών, ανάμεσα στις προθέσεις και τα αποτελέσματα. Το σύστημα χωλαίνει, όχι τόσο γιατί απουσιάζει η πολιτική βούληση, αλλά γιατί υπάρχουν σοβαρές αδυναμίες στο πεδίο της οργάνωσης και επεμβάσεις μεγάλων συμφερόντων. Αυτά έχουν να κάνουν με την κουλτούρα και τη νοοτροπία σε όλο το κοινωνικό σώμα, που πρέπει να θέτει ζήτημα όχι πολιτικής αλλά πολιτιστικής ανάπτυξης. Στη χώρα μας υπάρχει υπερεκτίμηση της νομοθεσίας και των δυνατοτήτων της, λησμονώντας ότι αυτή αποτελεί αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη. Η κοινωνική συναίνεση και αποδοχή των αποφάσεων που άπτονται κρισίμων περιβαλλοντικών θεμάτων είναι πολυσύνθετη και πολυδιάστατη. Δεν αρκεί μόνον η σχετική περιβαλλοντική εκπαίδευση, η οποία επιδρά κυρίως σε ατομικό επίπεδο. Χρειάζεται μια γενικότερη προσπάθεια αναβάθμισης των συμμετοχικών διαδικασιών σε κάθε τοπική κοινωνία, πράγμα που δε συμβαίνει βέβαια σήμερα. (Μπεριάτος, 1997).
ΘΕΜΑΤΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ:
Υποθέστε ότι η τιμή του νερού ακριβαίνει υπερβολικά. Τι μπορείτε να σκεφθείτε για να μειώσετε την προσωπική σας κατανάλωση νερού;
Ποιές είναι οι κυριώτερες πηγές νερού στην περιοχή σας; Ποιοί είναι οι κυριώτεροι χρήστες νερού; Πού καταλήγει το νερό μετά τη χρήση του;
Τι νομίζετε ότι θα συμβεί με την τιμή του νερού τα επόμενα 10 χρόνια;
Οι νόμοι της θερμοδυναμικής εξηγούν γιατί η αφαλάτωση δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει μια σημαντική πηγή νερού. Γιατί συμβαίνει αυτό;
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ: Νο25 (Καλαϊτζίδης, 1997)
|
|