ΕΝΑ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ |
![]() |
![]() |
Πρώτο μέρος Μια φορά κι ένα καιρό, πριν από 300.000 τώρα, έζησε τούτο τα παράξενο, γερασμένο παραμύθι. Έζησε σε ένα κόσμο ισόρροπων ανισορροπιών. Εν μέσω τάξης και μέτρων για την τήρησή της. Και πέρασε στις επόμενες γενεές από στόμα σε στόμα. Όλα τα στόματα που αξιώθηκαν να το μεταφέρουν μέσα στο χρόνο ανήκαν σε εκείνους που πήγαιναν πάντα ενάντια στην προαιώνια τάξη. Αλλιώς δεν θα είχε ελπίδα να φτάσει ως τα αυτιά και τα μάτια μας σήμερα. Κι αυτό γιατί όλοι όσοι ήταν υπέρ της τήρησης της τάξης, στα βάθη των αιώνων, πρόσεχαν πάρα πολύ να μη τους ξεφεύγουν τέτοια επικίνδυνα, ανατρεπτικά αναγνώσματα. Ας παρακολουθήσουμε όμως τα όσα περιγράφει το... παραμυθόριο αυτό ανάγνωσμα που ευτύχησε να διαφύγει των παραμυθοκυνηγών της εποχής του, παραμένοντας καλά κρυμμένο μέσα στο μυαλό του σημερινού συγγραφέα του. Ήταν μήνας Αύγουστος κι ο μεσημεριάτικος ήλιος ανάγκαζε κάθε ζωντανή ύπαρξη να ψάχνει για καταφύγιο κάτω από δέντρα και υπόστεγα. Σχεδόν κανείς δεν κυκλοφορούσε έξω, κανείς εκτός από εκείνον. Ποια ακριβώς εποχή να ήταν; Μεσαίωνας ίσως. Ιππεύοντας ένα κατάμαυρο άλογο, φυλακισμένος βαθιά μέσα στη σιδερόφρακτη πανοπλία του, ερχόταν από το πουθενά και πήγαινε στο πάντα. Το άλογο βάδιζε αργά, περήφανα, με σηκωμένο ψηλά το λαιμό, με τανυσμένα τα ρουθούνια και ανεμίζοντας αριστερά και δεξιά την πλούσια χαίτη του. Εκείνος, έχοντας σηκώσει ελαφρά το κάλυμμα ματιών της περικεφαλαίας του, άφηνε το βλέμμα του να πλανάται νωχελικά σε κάθε σημείο του τοπίου. Ο θόρυβος από τις οπλές του αλόγου πρέπει να κέντρισε την περιέργεια των λιγοστών κατοίκων της αγροτικής περιοχής, οι οποίοι, ένας-ένας, άρχισαν να ξεμυτίζουν από τις πόρτες των χαμηλών σπιτιών. Ένας ψίθυρος παρασυρμένος από τον καυτό αέρα σηκώθηκε ψηλά και σκέπασε την ησυχία: "Είναι αυτός. Πηγαίνει στο κάστρο!". Δεν πρέπει να είχαν περάσει περισσότερα από τέσσερα χρόνια από τότε που εκτυλίχτηκε η ιστορία της οποίας την εξέλιξη παρακολουθούμε τώρα μαζί, μέσα από το μικρό άνοιγμα ματιών της πανοπλίας του παράξενου ιππότη. ...Παντού έκαιγαν φωτιές. Μια ανυπόφορη μυρωδιά είχε τυλίξει τα πάντα και έφερνε τους κατοίκους του μικρού χωριού ένα βήμα πριν από την απόγνωση. Ο Θωρ ήταν αρχηγός της προσωπικής φρουράς του βασιλιά Κέρλυ, ενός μονάρχη αυταρχικού και λαομίσητου. Με μεγάλη προσπάθεια κατάφερνε να συνεχίζει να υπηρετεί αυτόν τον απαίσιο βασιλιά κι αυτό γιατί είχε ορκιστεί στον πατέρα του, λίγο πριν πεθάνει, ότι θα είναι πάντα πιστός στο βασιλιά και θα τον υπακούει τυφλά. Η κατάσταση όμως μέρα με τη μέρα χειροτέρευε. Ο βασιλιάς είχε ξεφύγει εντελώς από τον αρχικό του σκοπό, να είναι δηλαδή σοφός και δίκαιος ηγέτης για τον λαό του και να κυβερνά τον τόπο με σωφροσύνη και με σύνεση. Όλα τούτα συνέβαιναν σε μια παράξενη εποχή όπου οι θεοί των θνητών είχαν τρελαθεί και τους έβαζαν να κάνουν περίεργα πράγματα. Λόγου χάρη να μεθάνε και να καίνε το βιος τους κι έπειτα να κάθονται πάνω στα αποκαϊδια και να κλαίνε μετανιωμένοι. Ή ακόμα να σκοτώνονται αδέρφια μεταξύ τους για ασήμαντες αφορμές ή να φέρονται βάναυσα στις γυναίκες και στα παιδιά τους χωρίς κανένα ουσιαστικό λόγο. Οι σοφοί της εποχής απέδιδαν αυτές τις συμφορές σε μια κατάρα που βάραινε τον τόπο. Ψιθυριζόταν ότι οι θεοί είχαν ζητήσει από τον βασιλιά μια θυσία για να τους εξευμενίσει, επειδή είχαν θυμώσει πολύ μαζί του. Κι ο λόγος ήταν η σατράπικη και τυραννική συμπεριφορά του προς τον λαό. Του ζήτησαν, λοιπόν, για να εξιλεωθεί, να ορίσει έναν από τους ιππότες του, αγγελιοφόρο και εκτελεστή ταυτόχρονα, κάθε επιθυμίας τους για έναν ολόκληρο χρόνο. Απαίτησαν μάλιστα, σαν πρώτη επιθυμία, να τους μεταφέρει στο όρος Ραμπουγιόν, το βουνό των Θεών όπως λεγόταν, όπου ήταν και η κατοικία τους, τον μονάκριβό του γιο για να τον αναθρέψουν αυτοί όπως νόμιζαν, καθώς επίσης και όλα τα βαρέλια από το κελάρι του παλατιού με το εκλεκτότερο κρασί, που προοριζόταν μόνο για τον βασιλιά. Εκείνος θύμωσε πολύ ακούγοντας τις παράλογες επιθυμίες τους, αλλά δε μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Φώναξε τον Θωρ, λοιπόν, τον καλύτερο ιππότη του και αρχηγό της φρουράς του και του μετέφερε τις επιθυμίες των θεών, δίνοντάς του διαταγές για την εκτέλεση της αποστολής. Στο μεταξύ όμως, ο μοχθηρός βασιλιάς δεν μπορούσε να χωνέψει ότι έπρεπε να τους παραδώσει τον μονάκριβο γιο του και σκεφτόταν με ποιο τρόπο θα κατάφερνε να τους ξεγελάσει. Κάλεσε σε σύσκεψη τους πιο έμπιστους ακόλουθούς του και φυσικά τον μάγο του παλατιού. Εκείνος είναι που πρότεινε και την λύση που επέλεξε ο βασιλιάς. Μέσα σε εκατό βαρέλια κρασιού αδειάστηκε, σε ίσες ποσότητες, μια μεγάλη δόση νευροτοξικού παρασκευάσματος που έσπευσε ο μάγος να ετοιμάσει. Αντί του γιου του βασιλιά φρόντισαν να απαγάγουν ένα αγοράκι κάποιου φτωχού υπηκόου που έμοιαζε στον μικρό πρίγκιπα κι αφού το έντυσαν ανάλογα ήταν όλα έτοιμα για την τελική αποστολή. Όλα και όλοι, εκτός από τον Θωρ. Για να διαβάσεις τη συνέχεια στην επόμενη σελίδα πάτησε εδώ: |
15 Ιανουαρίου 2001 |