ΕΝΑ ΠΟΛΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Πρώτο μέρος

Εδώ και πέντε χρόνια, έξι σημερινές ώρες και κάτι μεθεπόμενα δευτερόλεπτα, κατοικώ σε ένα τροπικό νησί, χωρίς φυλαχτά, σημαίες, κουρσάρους και ναυαγούς.
Ζω ανάμεσα στους λιλιπούτειους αυτόχθονες ιθαγενείς του, σαν νέος Γκιούλιβερ-κοντορεβιθούλης με κόκκινη σκούφια στη χώρα των θαυμάτων.
Είναι μέρες που ξαπλώνω την πλάτη μου στο βουνό για να μου βρέχει τα πόδια η θάλασσα, μα, είναι κι άλλες που πέφτω από το σύννεφο που με ανέβασε η καταραμένη φασολιά και με τίποτα δε λέω να φτάσω.
Αναρωτιέμαι μήπως βλέπω όνειρο, από εκείνα που βλέπουν, συνήθως, οι άνθρωποι όταν κοιμούνται.
Ή άνθρωπος δεν είμαι ή κατά πού πάνε τα όνειρα δεν ξέρω. Δεν τα παρακολούθησα ποτέ κι όταν κοιμόμουν συνήθιζα να φεύγω.
Θυμάμαι μια φορά που αποκοιμήθηκα στη θάλασσα και ξύπνησα πάλι στη θάλασσα. Γύρω μου είχε μαζευτεί κόσμος κι όλοι έλεγαν πως ήρθα από το
"πουθενά". Δε μπόρεσα ποτέ μου να καταλάβω πού έβλεπαν το παράξενο. Όλοι από 'κει δεν έχουμε έρθει; Ξέχωρα που θύμωσα όταν άκουσα να λένε "πουθενά" τη θάλασσα.
Κάποια άλλη μέρα, δυο παιδιά μου πέταξαν μια πέτρα. Κι όταν εγώ άνοιξα το στόμα μου και την κατάπια, αυτά το έβαλαν στα πόδια τρομαγμένα. Μα, καλά, αυτά τι τις κάνουν τις πέτρες; Κι αν δεν τις καταπίνουν τι στο καλό τα θέλουν τόσο μεγάλα στομάχια;
Το νησί που ζω είναι γαλάζιο. Ο ήλιος του κίτρινος. Οι ιθαγενείς μπλε. Εγώ, ποικιλόχρωμος προς το μαύρο.
Οι εβδομάδες έχουν εφτά μέρες, οι μήνες τριάντα μέρες κι ο χρόνος δώδεκα μήνες. Κατά τα άλλα είναι όλα ίδια με τα δικά σου. Σαν τα δικά σου και τα δικά μου. Και τα δικά μου, δικά σου. Τα δικά σου, όπως πάντα. Δικά σου.
Είμαι εκατόν ενενήντα πέντε ετών πάνω σε ένα νησί πέντε ετών και έντεκα δευτερολέπτων.
Κωπηλατώ στο χρόνο με κουπιά δυο τεθλασμένες του μέλλοντος, χαμογελώντας στη διάθλαση του νερού που τις βαφτίζει ευθείες.
Έρχομαι, πάω. Έρχομαι, πάω.
Στροοοοοφή!
Πότε, πού και γιατί; Πότε, πού και γιατί;
Τις νύχτες γλιστράω στο πυκνό δάσος και μου αρέσει να χαϊδεύω τις μισοκοιμισμένες πεταλούδες.
Τις νύχτες τα χρώματά τους είναι πιο λαμπερά. Και πιο αληθινά θαρρώ. Το κόκκινο είναι κόκκινο, χωρίς να πορτοκαλίζει και το μαύρο είναι πιο πυκνό από το σκοτάδι που τις κρύβει.
Γι' αυτό έχω μάθει να τις ξεχωρίζω. Πρώτα με το άγγιγμα. Μετά τις βλέπω.
Προσέχω βέβαια πάντα να μη πατήσω κανένα λιλιπούτειο ιθαγενή που κοιμάται στις ρίζες των μολυβένιων μανιταριών.
Τα μολυβένια μανιτάρια έρχονται από το κέντρο της γης και πάνε γραμμή προς τον δικό τους χαμηλό ουρανό.
Τα λένε μολυβένια γιατί έτσι τους αρέσει. Και στο κάτω-κάτω εγώ δεν είμαι λιλιπούτειος. Όχι κάθε μέρα δηλαδή. Γιατί είναι και μερικές μέρες που μπερδεύομαι με τόσους γίγαντες γύρω μου. Δεν αντέχω τα ποδοβολητά τους.
Κάποτε που δεν πρόσεξα, έπεσε μέσα στο μονοπάτι η φωνή μου. Πριν προλάβω να την αρπάξω, πέρασε ένας γίγαντας από πάνω της και την έκανε με το πέλμα του σαν μεξικάνικη ομελέτα. Κι εγώ από τότε, για να εκδικηθώ τους γίγαντες, άρχισα να γράφω. Δεν είχα ανάγκη πια τη φωνή μου έτσι αστεία που είχε γίνει.
Ακούς κάτι να χλιμιντρίζει; Να σου συστήσω τη Ροζαλία. Είναι η προσωπική μου πράσινη κάμπια. Είναι γριά μα αντέχει χρόνια το βάρος μου. Κάθε πρωί την ιππεύω και κάνουμε το γύρο του νησιού. Στη Ροζαλία αρέσουν πολύ τα βατόμουρα γι' αυτό κι εγώ τις μαζεύω μπόλικα και της τα δίνω κάθε που θέλω να την καλοπιάσω. Έτσι την έμαθα να δέχεται να την ιππεύω.
Α, ξέχασα να σου πω ότι το νησί που με φιλοξενεί διαθέτει και ηφαίστειο. Κάθε αξιοπρεπές νησί στη μέση του
"πουθενά"-εγώ το λέω θάλασσα-πρέπει να διαθέτει το ηφαίστειό του. Τις φορές που θυμώνει τρέμει το έδαφος και τότε όλοι οι λιλιπούτειοι τρέχουν να κρυφτούν τρομαγμένοι. Η Ροζαλία μου σκάβει το χώμα και εξαφανίζεται μέσα του.
Εγώ; Εγώ γιορτάζω! Γιορτάζω τη βουή, τους τριγμούς και τις εκρήξεις. Απολαμβάνω την αίσθηση της απόλυτης κυριαρχίας του τόπου, του χρόνου και του χώρου. Επικυρίαρχος απλών κυρίαρχων δυνάμεων. Νιώθω να μεγαλώνω δέκα πόντους σε κάθε έκρηξη. Αναρωτιέμαι αν κάπως έτσι μεταμορφώνονται σε γίγαντες κάποιοι δειλοί και φοβισμένοι λιλιπούτειοι που το 'χουν σκάσει από τους υπόλοιπους και κρύβονται στα δάση.
Τις χειμωνιάτικες μέρες που αγριεύουν οι καιροί κι οργίζονται οι άνεμοι, εμένα μου αρέσει να βουτάω στο
"πουθενά" σας-είπαμε, θάλασσα το λέω εγώ-και να σκαλίζω τον ήδη ταραγμένο βυθό ψάχνοντας για κοχύλια. Διαθέτω ήδη μια τεράστια συλλογή απ' αυτά και μερικά είναι τόσο σπάνια που είμαι σίγουρος ότι δεν θα τα έχεις δει ποτέ ξανά. Πανδαισία χρωμάτων και σχημάτων. Μα περισσότερο αγαπώ δυο πολύ μικρά που χωράνε μέσα στην παλάμη μου κλεισμένα. Πάνε πολλά χρόνια που τα έχω ανασύρει και δεν συνάντησα ποτέ παρόμοια, όσες φορές κι αν βούτηξα στα ίδια μέρη.
Το ένα έχει κίτρινο χρώμα με πορτοκαλί ανταύγειες περιμετρικά από το στόμιό του και στο κέντρο το διατρέχει μια λεπτή μπορντό γραμμή. Το άλλο είναι υπογαλάζιο στις άκρες του κελύφους και προς το κέντρο γίνεται ολοένα και πιο σκούρο μπλε. Στο σκοτεινότερο σημείο του υπάρχει ένα στίγμα με σχήμα αστεριού σε χρώμα απαλό σωμόν. Μοιάζει λες και το έχει λαξέψει ανθρώπινο χέρι.
                                        
Για να διαβάσεις τη συνέχεια στην επόμενη σελίδα πάτησε εδώ:
23 Μαρτίου 2001
2
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ