ΣΑΡΛΟΤΤΑ: Δεν έχω κανένα πιστοποιητικό και δεν ξέρω πόσων χρονώ είμαι. ‘Ολο μου φαίνεται πως είμαι κοπελίτσα ακόμα. ‘Οταν ήμουνα μικρό κοριτσάκι, ο πατέρας κ' η μητέρα μου πηγαίναν στα πανηγύρια και δίναν παραστάσεις, καλούτσικες παραστάσεις. Εγώ πήδαγα salto mortale, έκανα τούμπες κι άλλα διάφορα. Κι όταν ο πατερούλης κ' η μητερούλα πεθάνανε, με πήρε σπίτι της μια Γερμανίδα και με σπούδασε. Μεγάλωσα, ύστερα έγινα γκουβερνάντα. Μ' από πού κατάγομαι, ποια είμαι
, δεν ξέρω... Ποιοι ήταν οι γονείς μου... μπορεί και να μη στεφανώθηκαν... δεν ξέρω. Τίποτα δεν ξέρω. Θέλω τόσο πολύ να κουβεντιάσω, αλλά με ποιον; Κανέναν δεν έχω...ΕΠΙΧΟΝΤΩΦ: “Ούτε ο κόσμος με νοιάζει, ούτε οι φίλοι, ούτε οι εχτροί...” Τί ευχάριστο που είναι να παίζεις μαντολίνο!
ΝΤΟΥΝΙΑΣΑ: Αυτή είναι κιθάρα, δεν είναι μαντολίνο.
ΕΠΙΧΟΝΤΩΦ: Για έναν άνθρωπο που τον τρέλανε ο έρωτας, είναι μαντολίνο... “Μόνο η δική σου αγάπη ζεσταίνει την καρδιά...” (ο Γιάσσα τον σεγκοντάρει)
.ΣΑΡΛΟΤΤΑ:
Τί φριχτά που τραγουδάνε... ουφ! Σαν τσακάλια!ΝΤΟΥΝΙΑΣΑ: (στον Γιάσσα) Τί ευτυχία αλήθεια να ταξιδέψει κανείς στο εξωτερικό.
ΓΙΑΣΣΑ: Ναι, βέβαια. Σ' αυτό είμαι σύμφωνος μαζί σου.
ΕΠΙΧΟΝΤΩΦ: Μα φυσικά. Στην Ευρώπη, από καιρό τα πάντα έχουν τελειοποιηθεί.
ΓΙΑΣΣΑ: Εννοείται.
ΕΠΙΧΟΝΤΩΦ: Εγώ είμαι μορφωμένος άνθρωπος, διαβάζω διάφορα θαυμάσια βιβλία, μα με κανέναν τρόπο δεν μπορώ να προσανατολιστώ και να καταλάβω τί ακριβώς επιθυμώ. Να ζήσω ή να αυτοκτονήσω; Παρ' όλ' αυτά, πάντα έχω το περίστροφο μαζί μου. Να το...
ΣΑΡΛΟΤΤΑ: Βαρέθηκα. Φεύγω. Εσύ Επιχόντωφ, είσαι πολύ έξυπνος άνθρωπος. Τρομερός και φοβερός. Για σένα πρέπει να ξετρελαίνονται οι γυναίκες. Μπρρ! Αυτοί οι εξυπνάκηδες είναι όλοι τους τόσο ανόητοι... Κ' εγώ δεν έχω με ποιον να μιλήσω... Πάντα είμαι μόνη, μόνη, δεν έχω κανέναν και... ποια είμαι, γιατί είμαι στον κόσμο, άγνωστο... (φεύγει)
ΕΠΙΧΟΝΤΩΦ: Για να πω την αλήθεια, και παραβλέποντας όλα τ' άλλα, πρέπει να ομολογήσω πως η μοίρα φέρνεται μαζί μου πολύ άσπλαχνα, με μεταχειρίζεται σα μια μικρή βαρκούλα που τη χτυπούν τα κύματα απ' όλες τις μεριές. Και αν παραδεχτούμε πως κάνω λάθος. Τότε όμως γιατί σήμερα το πρωί, λόγου χάρη, ξυπνάω και βλέπω στο στήθος μου μια αράχνη φοβερών διαστάσεων; Τόσο μεγάλη. Κ' ύστερα, πώς εξηγείται που κάθε φορά που θέλω να πιώ ένα ποτήρι κβας κάτι θα βρεθεί νάχει μέσα, ένα αηδιαστικό ζω_φιο, μια κατσαρίδα να πούμε; ‘Εχετε διαβάσει Μποκλ; Μπορώ να σας ανησυχήσω για λίγο, Αβντότια Φεντόροβνα, να σας πω δυο λόγια.
ΝΤΟΥΝΙΑΣΑ: Σας ακούω.
ΕΠΙΧΟΝΤΩΦ: Θα επιθυμούσα να μιλήσουμε ιδιαιτέρως...
ΝΤΟΥΝΙΑΣΑ: Καλά... πρώτα όμως φέρτε μου τη ζακέτα μου... Είναι κρεμασμένη δίπλα στη ντουλάπα... εδώ έχει λίγη υγρασία...
ΕΠΙΧΟΝΤΩΦ: Μάλιστα... θα σας τη φέρω... Τώρα ξέρω τί πρέπει να κάνω με το περίστροφο...
ΓΙΑΣΣΑ: Τα τρία κακά της μοίρας του! Μεταξύ μας, είναι πολύ ανόητος.
ΝΤΟΥΝΙΑΣΑ: Μπορεί ν' αυτοκτονήσει. Θε μου φύλαγε. Ανησυχώ με το παραμικρό. Είμαι από μικρή σ' αυτό το σπίτι, ξεσυνήθισα πια την απλή ζωή, τα χέρια μου είναι άσπρα, κάτασπρα σα χέρια κυρίας. ‘Εγινα λεπτή, ντελικάτη, ευγενική, φοβάμαι το κάθε τι... Τρομάζω. Κι αν με γελάσετε Γιάσσα, δεν ξέρω τί θ' απογίνω με τα νεύρα μου.
ΓΙΑΣΣΑ: (τη φιλάει) Περιστέρα μου! Και βέβαια, κάθε κοπέλλα πρέπει να μην παρεκτρέπεται. Εμένα δε μ'αρέσει καθόλου να συναναστρέφομαι κοπέλλες με κακή διαγωγή.
ΝΤΟΥΝΙΑΣΑ: Σας αγαπώ, σας λατρεύω Γιάσσα. Είστε μορφωμένος, μπορείτε να μιλάτε για όλα.
ΓΙΑΣΣΑ: Ναι... Η γνώμη μου είναι ότι όταν μια κοπέλλα αγαπάει έναν άντρα, θα πει πως δεν έχει ηθικές αρχές. Τί ευχάριστο να καπνίζεις πούρο στον καθαρό αέρα... Κάποιος έρχεται... Είναι τ' αφεντικά... Πήγαινε σπίτι απ' αυτό το δρομάκι, τάχα πως πήγες στο ποτάμι για μπάνιο, αλλιώς μπορεί να σε δουν και να νομίσουν πως είχαμε ραντεβού μαζί. Κάτι τέτοια τα σιχαίνομαι.
ΝΤΟΥΝΙΑΣΑ: Πόνεσε το κεφάλι μου απ' το πούρο σας...
ΛΟΠΑΧΙΝ: Πρέπει να πάρετε μιαν απόφαση, δε μας μένει καιρός. Σας ρωτάω το πιο απλό πράμα του κόσμου. Συμφωνείτε να νοικιάσετε τη γη στους παραθεριστές ή όχι; Μια λέξη πέστε μου και φτάνει!
ΛΙΟΥΜΠΑ: Ποιος καπνίζει εδώ αυτά τ' αηδιαστικά πούρα...
ΓΚΑΓΕΦ: Μας φτιάξανε το σιδηρόδρομο και βολευόμαστε μια χαρά. Πεταχτήκαμε στην πόλη και τσιμπήσαμε... την κίτρινη μπίλια στη μέση! Καλύτερα να πήγαινα σπίτι να παίξω μια παρτίδα...
ΛΙΟΥΜΠΑ: Αργότερα. ‘Εχεις καιρό.
ΛΟΠΑΧΙΝ: Μονάχα μια λέξη περιμένω! Μα απαντήστε μου λοιπόν!
ΓΚΑΓΕΦ: Τί πράγμα;
ΛΙΟΥΜΠΑ: (κοιτάει στο πορτμονέ της) Χτες είχα πολλά λεφτά, σήμερα δε μούχει μείνει σχεδόν τίποτα. Η καϋμένη η Βάρια μάς ταΐζει όλους με γαλατόσουπες για οικονομία, στην κουζίνα οι γέροι τρώνε σκέτα μπιζέλια κ' εγώ ξοδεύω έτσι απερίσκεφτα τα λεφτά μου... (της πέφτει το πορτμονέ) Κι αυτά ακόμα σκορπίσανε...
ΓΙΑΣΣΑ: Μου επιτρέπετε να σας τα μαζέψω.
ΛΙΟΥΜΠΑ: Κάντε μου τη χάρη, Γιάσσα. Τί ήθελα και πήγα να φάω στην πόλη; Το ρεστωράν σας είναι βρώμικο και ας έχει μουσική, τα τραπεζομάντηλα μυρίζουν σαπούνι... Γιατί να πίνει κανείς τόσο πολύ, Λένια; Γιατί να τρώει τόσο πολύ; Γιατί να μιλάει τόσο πολύ; Σήμερα στο ρεστωράν μίλησες και πάλι πολύ για ένα σωρό άσχετα πράματα. Για την εποχή του 1880, για τους ντεκαντάν. Και σε ποιούς; ‘Εβγαλες λόγο στα γκαρσόνια για τους ντεκαντάν!
ΛΟΠΑΧΙΝ: Μάλιστα.
ΓΚΑΓΕΦ: Τί τα θέλετε, είμαι αδιόρθωτος... (στον Γιάσσα) Δε θα μας αφήσεις ήσυχους καμιά φορά...
ΓΙΑΣΣΑ: ‘Οταν ακούω τη φωνή σας με πιάνουν τα γέλια.
ΓΚΑΓΕΦ: ‘Η εγώ ή αυτός...
ΛΙΟΥΜΠΑ: Φύγετε Γιάσσα, πηγαίνετε...
ΓΙΑΣΣΑ: Φεύγω. Αμέσως.
ΛΟΠΑΧΙΝ: Το χτήμα σας έχει σκοπό να τ' αγοράσει ο Ντεριγάνωφ. Είναι εκατομμυριούχος. Λένε πως θάρθει ο ίδιος στη δημοπρασία.
ΛΙΟΥΜΠΑ: Και σεις πώς το ξέρετε;
ΛΟΠΑΧΙΝ: Τ' άκουσα στην πόλη.
ΓΚΑΓΕΦ: Η θείτσα απ' το Γιαροσλάβ υποσχέθηκε πως θα στείλει χρήματα, δεν ξέρουμε όμως πότε και πόσα...
ΛΟΠΑΧΙΝ: Πόσα θα στείλει; Καμιά εκατοστή χιλιάδες; Διακόσες;
ΛΙΟΥΜΠΑ: Μπα... Μακάρι να μας έστελνε δέκα-δεκαπέντε.
ΛΟΠΑΧΙΝ: Με συγχωρείτε, αλλά τόσο ελαφρόμυαλους ανθρώπους, ανίδεους από δουλειές, τόσο παράξενους σαν και σας δεν έχω ξαναδεί. Σας μιλάω ξεκάθαρα: Το χτήμα σας πουλιέται. Μας σεις δεν παίρνετε χαμπάρι.
ΛΙΟΥΜΠΑ: Τί να κάνουμε λοιπόν; Συμβουλέψτε μας. Τί;
ΛΟΠΑΧΙΝ: Κάθε μέρα αυτό κάνω. Κάθε μέρα τα ίδια σας ξαναλέω. Και το βυσσινόκηπο και τα χτήματα πρέπει να τα νοικιάσουμε, και να γίνει αυτό τώρ' αμέσως, γρήγορα. Ο ο καιρός δε μας παίρνει! Καταλάβετέ το επιτέλους! ‘Οταν το πάρετε απόφαση να γίνουν οι βίλες, θάχετε όσα λεφτά θέλετε και θα σωθείτε.
ΛΙΟΥΜΠΑ: Βίλες... παραθεριστές. Με συγχωρείτε, όμως όλ' αυτά είναι τόσο χυδαία.
ΓΚΑΓΕΦ: Είμ' απόλυτα σύμφωνος μαζί σου.
ΛΟΠΑΧΙΝ: ‘Η θα βάλω τα κλάματα, ή θ' αρχίσω να ουρλιάζω, ή θα πέσω λιπόθυμος. Δεν αντέχω πια! Με σκάσατε! Δεν είστε άντρας εσείς!
ΓΚΑΓΕΦ: Πώς;
ΛΟΠΑΧΙΝ: Δεν είστε άντρας!
ΛΙΟΥΜΠΑ: ‘Οχι, μη φεύγετε σας παρακαλώ. Μείνετε καλέ μου φίλε. Μπορεί να σκεφτούμε κάτι...
ΛΟΠΑΧΙΝ: Δεν έχουμε να σκεφτούμε τίποτα!
ΛΙΟΥΜΠΑ: Μη φεύγετε, σας παρακαλώ. Η παρέα σας είν' ευχάριστη... ‘Ολο περιμένω πως κάτι θα γίνει... λες και θα γκρεμιστεί πάνω μας το σπίτι.
ΓΚΑΓΕΦ: Η μπίλια στη γωνιά... καραμπόλα στη μέση...
ΛΙΟΥΜΠΑ: Αμαρτήσαμε πολύ.
ΛΟΠΑΧΙΝ: Τί αμαρτίες μπορεί νάχετε σεις...
ΓΚΑΓΕΦ: (βάζει στο στόμα του μια καραμέλα) Λένε πως όλη μου την περιουσία την έφαγα στις καραμέλες...
ΛΙΟΥΜΠΑ: Ω, οι αμαρτίες μου... Πάντα σκορπούσα ασυλλόγιστα τα λεφτά μου, σαν παλαβή, και παντρεύτηκα έναν άντρα που δεν έκανε τίποτ' άλλο παρά χρέη. Ο άντρας μου πέθανε απ' τη σαμπάνια. ‘Επινε ασυγκράτητα. Κ' εγώ, για κακή μου τύχη, αγάπησα έναν άλλο, του δόθηκα ολόψυχα και κείνον ακριβώς τον καιρό ... ήταν η πρώτη τιμωρία που με χτυπούσε κατακέφαλα ... εδώ στο ποτάμι... πνίγηκε τ' αγοράκι μου. Κ' εγώ έφυγα στα ξένα, έφυγα για πάντα ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω μου... για να μην ξαναδώ ποτέ αυτό το ποτάμι... Είχα κλείσει τα μάτια, έτρεχα για να ξεφύγω, δεν ήξερα τί έκανα, κι αυτός ήρθε το κατόπι μου ... άσπλαχνα, σκληρά. Αγόρασα μια βίλα κοντά στη Μαντόν γιατί αυτός αρρώστησε, και τρία χρόνια δεν ήξερα τί θα πει ανάπαυση, μέρα-νύχτα τον φρόντιζα, βασανίστηκα, η ψυχή μου στέγνωσε. Πέρσι πούλησα τη βίλα και πήγα στο Παρίσι και κει με κατάκλεψε, με παράτησε, τάφτιαξε μ' άλλην, εγώ θέλησα ν' αυτοκτονήσω... Τί ανοησία, τί ντροπή... Και ξαφνικά πεθύμησα τόσο πολύ τη Ρωσία, την πατρίδα μου, την κόρη μου... Θε μου, Θε μου σπλαχνίσου με, συχώρεσε τις αμαρτίες μου! (βγάζει ένα τηλεγράφημα) Το πήρα σήμερα απ' το Παρίσι... Μου ζητάει συγνώμη, με ικετεύει να τον δεχτώ και πάλι... (το σκίζει) Σα ν' ακούω μουσική.
Από νεώτερη παράσταση του "Βυσσινόκηπου"
στην Αγ. ΠετρούποληΓΚΑΓΕΦ: Είναι η περίφημη εβραίικη ορχήστρα μας. Τέσσερα βιολιά, ένα φλάουτο, ένα κοντραμπάσο. Θυμάσαι;
ΛΙΟΥΜΠΑ: Υπάρχει ακόμα; Θάπρεπε να τους καλέσουμε σπίτι, να οργανώσουμε ένα χορό.
ΛΟΠΑΧΙΝ: Δεν ακούγεται... “Με λεφτά οι Γερμανοί Γάλλο θα σε κάνουν” ‘Ημουνα χτες στο θέατρο κ' είδα ένα έργο... πολύ αστείο.
ΛΙΟΥΜΠΑ: Βάζω στοίχημα πως δε θάταν καθόλου αστείο. Εσείς δε θάπρεπε να πηγαίνετε στο θέατρο, μα να κοιτάζετε τον εαυτό σας. Η ζωή σας δεν έχει κανένα σκοπό, λέτε συνεχώς πράματα άχρηστα.
ΛΟΠΑΧΙΝ: Αυτό είν' αλήθεια. Πρέπει να το παραδεχτούμε πως η ζωή μας είναι ανόητη... Ο πατέρας μου ήταν ένας μουζίκος, ηλίθιος, δεν καταλάβαινε τίποτα, εμένα δε με σπούδασε παρά μόνο μ' έδερνε πάνω στο μεθύσι του και πάντα με τη μαγκούρα. Ουσιαστικά κ' εγώ είμαι το ίδιο χοντροκέφαλος κ' ηλίθιος. Δε έμαθα τίποτα, ο γραφικός μου χαρακτήρας είναι απαίσιος, γράφω και ντρέπομαι... σωστό γουρούνι.
ΛΙΟΥΜΠΑ: Πρέπει να παντρευτείτε, φίλε μου.
ΛΟΠΑΧΙΝ: Ναι, αυτό είν' αλήθεια...
ΛΙΟΥΜΠΑ: Να παίρνατε τη Βάρια μας. Είναι καλή κοπέλα.
ΛΟΠΑΧΙΝ: Ναι.
ΛΙΟΥΜΠΑ: Την πήραμε από απλούς ανθρώπους, όλη μέρα δουλεύει και, το σπουδαιότερο, σας αγαπάει. Μα και σάς σας αρέσει από καιρό.
ΛΟΠΑΧΙΝ: Γιατί όχι; Δεν έχω αντίρρηση... Είναι καλή κοπέλα.
ΓΚΑΓΕΦ: Μου προτείνουν μια θέση στην Τράπεζα... ‘Εξι χιλιάδες το χρόνο... Το ξέρεις;
ΛΙΟΥΜΠΑ: Δεν κάνες εσύ γι' αυτά... Καλά είσαι δω...
ΦΙΡΣ: Κάντε μου τη χάρη να το φορέσετε, κύριε, έχει υγρασία.
ΓΚΑΓΕΦ: Με παρασκότισες.
ΦΙΡΣ: Αυτό που σας λέω... Το πρωί φύγατε χωρίς να μου το πείτε.
ΛΙΟΥΜΠΑ: Πόσο γέρασες Φιρς!
ΦΙΡΣ: Διατάξτε.
ΛΟΠΑΧΙΝ: Σου λένε πως γέρασες πολύ.
ΦΙΡΣ: Είναι πολλά χρόνια που ζω. Τον καιρό που θέλανε να με παντρέψουν, ο πατέρας σας δεν είχε ακόμα γεννηθεί... Κι όταν ήρθε η απελευθέρωση, ήμουνα κιόλας αρχικαμαριέρης. Τότε αρνήθηκα να γίνω λεύτερος, έμεινα με τ' αφεντικά... Και θυμάμαι πως όλοι ήταν χαρούμενοι, μα γιατί ήταν χαρούμενοι ούτε κ' οι ίδιοι τόξεραν.
ΛΟΠΑΧΙΝ: ‘Ηταν πολύ ωραία τα παλιά τα χρόνια. Τουλάχιστο έπεφτε ξύλο.
ΦΙΡΣ: Αμέ; Οι μουζίκοι με τους αφεντάδες τους, οι αφεντάδες με τους μουζίκους τους, ενώ τώρα όλα είναι άνω κάτω, δεν καταλαβαίνεις τίποτα.
ΓΚΑΓΕΦ: Σώπα Φιρς. Αύριο πρέπει να πάω στην πόλη. Μου υποσχέθηκαν να με συστήσουν σ' έναν στρατηγό. ‘Ισως αυτός να μας δανείσει αν του δώσουμε γραμμάτια.
ΛΟΠΑΧΙΝ: Δε θα καταφέρετε τίποτα. Ούτε τους τόκους δε θα καταφέρετε να πληρώσετε.
ΛΙΟΥΜΠΑ: Παραμιλάει. Δεν υπάρχει κανένας στρατηγός.
ΓΚΑΓΕΦ: Να και τα κορίτσια μας, ήρθανε...
ΑΝΙΑ: Η μαμά είν' εδώ.
ΛΙΟΥΜΠΑ: Ελάτε, ελάτε... Κορούλες μου... Αν ξέρατε κ' οι δυό σας πόσο σας αγαπώ. Καθήστε εδώ κοντά μου, έτσι.
ΛΟΠΑΧΙΝ: Ο αιώνιος φοιτητής μας όλο με τις δεσποινίδες πάει.
ΤΡΟΦΙΜΩΦ: Εσείς να κοιτάτε τη δουλειά σας.
ΛΟΠΑΧΙΝ: Κοντεύει τα 50 κ' είναι ακόμα φοιτητής.
ΤΡΟΦΙΜΩΦ: Πάψτε πια τ' ανόητα αστεία σας.
ΛΟΠΑΧΙΝ: Γιατί το παίρνεις τόσο κατάκαρδα;
ΤΡΟΦΙΜΩΦ: Παράτα με.
ΛΟΠΑΧΙΝ: Επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω: Τί γνώμη έχετε για μένα;
ΤΡΟΦΙΜΩΦ: ‘Εχω τη γνώμη, Ερμολάι Αλεξέιτς, πως είστε πλούσιος, σε λίγο θα γίνετε εκατομμυριούχος. Κι όπως για την ανανέωση της φύσης χρειάζονται σαρκοβόρα θηρία που καταβροχθίζουν ότι βρεθεί μπροστά τους, το ίδιο χρειάζεσαι και συ.
ΒΑΡΙΑ: Μιλήστε μας καλύτερα για τους πλανήτες, Πέτια.
ΛΙΟΥΜΠΑ: ‘Οχι, ας συνεχίσουμε τη χτεσινή μας συζήτηση.
ΤΡΟΦΙΜΩΦ: Δηλαδή;
ΓΚΑΓΕΦ: Για τον περήφανο άνθρωπο.
ΤΡΟΦΙΜΩΦ: Πολλήν ώρα κουβεντιάσαμε χτες μα δε φτάσαμε σε κανένα συμπέρασμα. Στον περήφανο άνθρωπο, κατά τη γνώμη σας, υπάρχει μεγάλη δόση μυστικισμού. ‘Ισως και νάχετε δίκιο, αλλά ας δούμε το πράμα πιο απλά, χωρίς πολλές φιλοσοφίες. Τί νόημα έχει η περηφάνεια αφού ο άνθρωπος φτιάχτηκε φυσιολογικά ατελής και αφού στη συντριπτική πλειονότητά τους οι άνθρωποι είναι αγροίκοι, απαίδευτοι και βαθιά δυστυχισμένοι; Πρέπει να πάψουμε να περηφανευόμαστε για τον εαυτό μας. Θάπρεπε μονάχα να δουλεύουμε.
ΓΚΑΓΕΦ: ‘Ετσι κι αλλιώς όλοι θα πεθάνουμε.
ΤΡΟΦΙΜΩΦ: Ποιος ξέρει. Και τί θα πει “θα πεθάνουμε”; ‘Ισως ο άνθρωπος νάχει εκατό αισθήσεις και με το θάνατό του να χάνονται μονάχα οι πέντε, αυτές που ξέρουμε κ' οι άλλες ενενήντα πέντε να παραμένουvv ζωντανές.
ΛΙΟΥΜΠΑ: Τί έξυπνος που είσαι, Πέτια!...
ΛΟΠΑΧΙΝ: Φτου να μη βασκαθεί!
This page hosted by
Get your own Free Home Page