ΠΟΥ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ Η «ΘΕΩΡΙΑ ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ»;


Όταν θέτουμε το ζήτημα για την αρχή του Σύμπαντος και της ουσίας των πραγμάτων δεν μπορούμε να αποφύγουμε μερικές βασικές έννοιες. Χρησιμοποιούμε τις λέξεις Σύμπαν, χώρος, χρόνος, ύλη,
αρχή, τέλος, κίνηση, δράση. Μερικοί όροι προέρχονται από νεότερες ανακαλύψεις
ή διαφοροποιήθηκαν στην πορεία. Όπως οι λέξεις, βαρύτητα, ενέργεια,
ακτινοβολία, πεδίο, σωματίδιο, η ύλη με περισσότερες λεπτομέρειες για τη δομή
της και λοιπές άλλες.
Αυτές είναι μερικές λέξεις, οι οποίες εκ πρώτης άποψης
δεν φαίνονται με όλες τις σχέσεις, που έχουν η μια με την άλλη. Δεν προέκυψαν
θεωρητικά και γρήγορα όλες μαζί, μέσα στο
κεφάλι ενός στοχαστή. Αυτές προήλθαν με τυχαίο τρόπο και τυχαία προτεραιότητα, όπως το μεγαλύτερο μέρος από το λεξιλόγιο της γλώσσας μας. Χρησιμοποιήθηκαν με τα πιο φανερά τους γνωρίσματα, τα οποία αντιλαμβανόμαστε όλοι και στην πορεία του χρόνου απόκτησαν περισσότερα νοήματα.

Στο χώρο των επιστημών είναι ο κανόνας να ξεκινούν με βολικό δεδομένο μία ανοησία, ότι μερικά πράγματα δεν σχετίζονται μεταξύ τους. Διότι οι περισσότερες ανακαλύψεις έχουν γίνει τυχαία,
όπως το παραδέχονται οι ίδιοι οι ειδικοί. Είναι μεροληψία να προκαταλαμβάνουμε
το πως και το αν σχετίζονται τα διάφορα φαινόμενα, τα οποία εμείς ξεχωρίσαμε
και διδαχθήκαμε αποσπασμένα. Συνηθισμένη περίπτωση, να χάνεται πολύτιμος
χρόνος ώσπου οι ειδικοί να διαπιστώσουν με ενθουσιασμό μία σχέση των πραγμάτων, μετά από την τυχαία (ξανά)
ανακάλυψη ορισμένων φαινομένων. Το ίδιο συνηθισμένο, να περιγράφουν και να
εξηγούν σχέσεις στο χώρο της ειδικότητάς τους και συγχρόνως να
χρησιμοποιούν λέξεις και έννοιες, οι οποίες από μόνες τους οδηγούν σε άλλους
χώρους της γνώσης και προϋποθέτουν γνώσεις έξω από την ειδικότητά τους.
Ξεχωριστό παράδειγμα τέτοιας περίπτωσης βρίσκουμε στο χώρο της σύγχρονης
φυσικής.
Αναρίθμητες συγγενικές λέξεις εκφράζουν το ίδιο πράγμα από άλλη οπτική γωνία, με διαφορετικές σχέσεις και συμπεριφορά. Μάνα ως προς το παιδί,
γιαγιά προς το εγγόνι, κόρη η ίδια προς τους δικούς της γονείς, γυναίκα προς τον άνδρα, άνθρωπος προς το ζωϊκό βασίλειο, μητέρα με διαφορετική λέξη. Όταν έχουμε παρακολουθήσει πως γίνεται ένα και το ίδιο πράγμα να ενεργεί με διαφορετικούς τρόπους, να μεταμορφώνεται και να περνάει από διάφορες φάσεις, τότε οι διαφορετικές λέξεις δεν μας μπερδεύουν.
Αντιθέτως, μας αποκαλύπτουν τις δυνατές αποκλίσεις και τις πιθανές διασυνδέσεις τους. Όταν, όμως, έχουμε ονομάσει διαφορετικά και τυχαία ένα πλήθος πραγμάτων, χωρίς να έχουμε προσέξει προηγουμένως όλους τους τρόπους, που εκείνα συνδέονται (ή
εξελίσσονται), τότε οι λέξεις γίνονται αυταπάτες. Σαν χιλιάδες καθρέφτες που αντανακλούν αυτό το οποίο προσπαθούμε να πλησιάσουμε. Το νόημα αυτών των λέξεων ίσως να είναι αρκετό για να προσδιορίσουμε κάτι αναγνωρίσιμο και το όνομα βοηθάει στην αρχειοθέτηση. Είναι ωστόσο, αβάσιμα επιλεγμένο και αποσπασμένο και αυτό προκαλεί λάθος εντυπώσεις, ανύπαρκτες
αντιθέσεις, ανόητες απορίες και διαστρεβλωμένες απόψεις.
Αυτή η ποικιλία στο λεξιλόγιο και οι λεπτές διαφορές των νοημάτων μπορεί να εμπνέουν τους λογοτέχνες και τους φιλόσοφους και να προσφέρουν διέξοδο στην εκφραστικότητά
τους. Προκαλούν, όμως, σύγχυση και παραπλάνηση στη συνεπή διαμόρφωση των απόψεών μας και στη συνέπεια των διατυπώσεων. Φανταστείτε τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες, πόσο ανώμαλοι γίνονται για τη θεωρητική αναζήτηση, όταν επιτρέπουν να εκφράσουμε σαν ουσιαστικό κάτι που πραγματικά υπάρχει μόνο σαν ενέργεια ή με πιο πολύπλοκο τρόπο (λ.χ. η ψυχή).
Όπως όταν διαχωρίζουν τα άψυχα πράγματα σε αρσενικά και σε θηλυκού γένους ή όταν άσχετα πράγματα έχουν παρόμοια ονομασία.
Ένα από τα πιο ξεχωριστά παραδείγματα ασυνέπειας από
αβάσιμη χρήση των εννοιών στο χώρο της Επιστήμης είναι η χρήση του όρου
«δύναμη», με υπονοούμενη την άπειρη ταχύτητα μετάδοσής της. Στη συγκεκριμένη
περίπτωση δεν πρόκειται μόνο για την επιπόλαια αποδοχή της άπειρης ταχύτητας. Βλέπουμε ακόμα, πως η εμπειρία μπορεί να μας εξαπατήσει, όταν προέρχεται από άγνωστα φαινόμενα και όταν είναι δύσκολο να μετρηθούν. Από την αβάσιμη αποδοχή της άπειρης ταχύτητας μετάδοσης ορισμένων δυνάμεων, η σύγχρονη φυσική έπεσε σε περιπέτειες. Οι επιστήμονες με μεγάλη
καθυστέρηση και με έκπληξη ανακαλύπτουν την ανακρίβεια προγενέστερων θεωριών, οι οποίες ήταν τυφλά αποδεκτές επί μερικούς αιώνες. Όλοι οι τύποι και οι υπολογισμοί, οι σχετικοί με τη μετάδοση της δύναμης, με την ταχύτητα, την επιτάχυνση δεν είναι συνεπείς για όλα τα φαινόμενα και ακόμα διορθώνονται. Η έννοια του χρόνου έχει γίνει πολύ ρευστή αγγίζοντας τα
όρια της τρέλας.

Στη θεωρία του «Τελειωμένου Χρόνου» συμβαίνει το εξής απλό και εκπληκτικό. Όταν αρχίσουμε να
προσέχουμε λίγες συνηθισμένες λέξεις που αναφέρονται γενικά στα πράγματα και προσπαθήσουμε να καταλάβουμε με περισσότερες λεπτομέρειες τι εννοούμε με εκείνες, τότε αποκαλύπτουμε πολύ σημαντικές και ύποπτες συμπτώσεις. Αυτές οι διαφορετικές και φαινομενικά άσχετες λεξούλες μπορούν να περιγραφτούν πιο αναλυτικά και να αντικατασταθούν με παρόμοιες εκφράσεις και με άλλη συσχέτιση των εννοιών.
Η άκρη του νήματος, η αρχή για την αποκάλυψη των κοινών
στοιχείων των πραγμάτων και των σχέσεων ανάμεσα σε φυσικά φαινόμενα τα οποία εκφράζουμε με συνηθισμένες λέξεις (χώρος, χρόνος, ύλη, δύναμη, κίνηση και άλλες) βρίσκεται όταν στην αφηρημένη λέξη
«Σύμπαν» διαφοροποιήσουμε τον ορισμό και του αποδώσουμε μία ευρύτερη έννοια.
Όταν με τη λέξη «Σύμπαν» συμπεριλάβουμε γενικά και αόριστα το σύνολο των
πραγμάτων από το παρελθόν έως το μέλλον και όχι μόνο όσων υπάρχουν στο παρόν
μας. Εάν σε αυτό τον ορισμό του Σύμπαντος, προσθέσουμε και πούμε ότι το Σύμπαν είναι ένα και το ίδιο μέσα στα όρια ενός μέγιστου συνολικού χρόνου, η άποψη αυτή είναι το κλειδί για την επεξήγηση όλων των μεγάλων ζητημάτων
της φιλοσοφίας.
Θα έλεγε κάποιος, ότι η αποκάλυψη των κοινών στοιχείων
και των σχέσεων σε αυτές τις λέξεις μέσα από τη διαφοροποίηση στη διατύπωσή
τους και από την ανάλυσή τους γίνεται μεροληπτικά. Βρίσκουμε αυτό το οποίο
επιδιώκουμε. Θα έλεγε ακόμα, ότι με αυτόν τον τρόπο δεν μπορούμε να βρούμε
κάποια σχέση ανάμεσά τους, την οποία δε γνωρίζαμε ήδη.
Όταν, όμως, ξεκινήσουμε την ανάλυση των εννοιών και τις συνδέσουμε εκ νέου στη
βάση του ευρύτερου ορισμού του Σύμπαντος (ως συνόλου πραγμάτων, απ’ όλους τους
χρόνους), τότε με μεγάλη έκπληξη φανερώνουμε σχέσεις και γνωρίσματα, τα οποία
δεν είχαν περάσει από το κεφάλι μας. Συμπεραίνουμε γνωστές θεωρίες μέσα από
άλλη πορεία, επιλύνουμε άλυτα προβλήματα και συμπίπτουμε με εμπειρικές
διαπιστώσεις. Μετά από τη μακροχρόνια επεξεργασία και ανάπτυξη των
διατυπώσεων, οι πολλές συμπτώσεις, οι ενδείξεις και οι συνέπειες οδηγούν στο
συμπέρασμα, ότι μάλλον είναι απίθανο να συνδέονται όλα αυτά τυχαία. Συνήθως,
όταν οι συμπτώσεις είναι υπερβολικά πολλές και μάλιστα σε δύσκολες περιπτώσεις
και όταν όλα τα κομμάτια ταιριάζουν, τότε υποψιαζόμαστε την ύπαρξη κάποιας
αιτίας. Η εξήγηση για τη σύμπτωση και το μη τυχαίο συνταίριασμα είναι αυτό
που ονομάζουμε «αλήθεια».
Δεν είναι τυχαίο, που ο άνθρωπος μπορεί να διανοείται και να διαμορφώνει απόψεις για πράγματα που ξεπερνούν την
εμπειρία του, για τα πιο μακρινά, τα πιο μεγάλα και τα πιο μικρά, για τα αόρατα και για όλο το Σύμπαν. Και οι φιλόσοφοι δεν ήταν τόσο παραπλανημένοι και ξεροκέφαλοι, όσο φαίνεται από τις ασυνέπειες, τα λάθη και τις διαφορές τους.
Αντιθέτως, είναι συνηθισμένο στον επιστημονικό χώρο να
γίνονται διαπιστώσεις για μικρότερο αριθμό πραγμάτων απ’ όσο μας επιτρέπεται ή
ν’ ανακαλύπτονται σχέσεις ανάμεσα σε πράγματα, για τα οποία είχαμε
προκαταλάβει ότι δεν συνδέονται. Ο τρόπος και ο χρόνος
για να γίνουν οι περισσότερες επιστημονικές ανακαλύψεις δεν ήταν ο μοναδικός,
από τη ξαφνική διαίσθηση ορισμένων πρωτοπόρων.

Για να παρακολουθήσει κάποιος και να καταλάβει την
κοσμολογική θεωρία του Ταυτόχρονου Σύμπαντος πρέπει να έχει μία ελάχιστη
βασική γνώση για τη δομή της ύλης, έτσι όπως είναι γνωστή από το χώρο της
Φυσικής. Αυτή η προϋπόθεση δεν είναι τυχαία.
Όταν ομιλούμε για το σύνολο των πραγμάτων και
επιχειρούμε να δώσουμε συνολικές εξηγήσεις δεν θα αναφερθούμε σε ξεχωριστά και
πολυσύνθετα πράγματα, που βρίσκονται δίπλα μας και πουθενά αλλού. Δηλαδή, δε
μας βοηθάει πολύ και δεν θα είναι ο πιο σύντομος δρόμος εάν μιλήσουμε για τα
φυτά, τις προδιαγραφές των αυτοκινήτων, το γεωφυσικό χάρτη της Γης, για την
πόλη που κατοικούμε ή για τη μηχανική. Η εξέλιξη της ανθρώπινης γνώσης για τα
γύρω μας πράγματα έχει αποκαλύψει μερικά φαινόμενα και στοιχεία, τα οποία
είναι πιο διαδεδομένα και πιο συχνά μέσα στη φύση. Αυτά βρίσκονται σε
μεγαλύτερο αριθμό πραγμάτων και σε μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, όπως είναι
λ.χ. η σύσταση των χημικών ουσιών.
Η ανακάλυψη ομοιοτήτων και κοινών στοιχείων στο σύνολο των πραγμάτων δεν εκπλήσσει τους φιλόσοφους. Αντιθέτως, για
πολλούς ερευνητές, θεωρητικούς και στοχαστές, αυτό ήταν κάτι το αναμενόμενο, από τα αρχαία χρόνια. Γι’ αυτό άλλωστε βρίσκουμε πολυάριθμες απόπειρες περιγραφής του Σύμπαντος από τα αρχαιότατα χρόνια. Μάλιστα, μερικές εξ’ αυτών οδήγησαν σε εκπληκτικές απόψεις και πλησίασαν σε σύγχρονες επιστημονικές ανακαλύψεις.
Η κοσμολογική θεωρία του Ταυτόχρονου Σύμπαντος είναι μία ακόμα τέτοια απόπειρα, με πρωτότυπη φιλοσοφική σκέψη, η οποία εκμεταλλεύτηκε τις
νεότερες ανακαλύψεις από το χώρο της Φυσικής. Αφού η περιγραφή του συνόλου των
πραγμάτων και οι γενικές εξηγήσεις αναφέρονται εξ’ αρχής σε κοινά στοιχεία
τους και σε κοινά φαινόμενα, είναι επόμενο να χρησιμοποιούνται αφηρημένες
έννοιες και εκφράσεις, όπως είναι ο χρόνος, η επίδραση, η μεταβολή και όσες
άλλες είναι απαραίτητες για να αναφερθούμε συμπυκνωμένα στο σύνολο των
πραγμάτων που σχετίζονται. Είναι ακόμα αναμενόμενο, να συναντηθούν οι γενικές
έννοιες με έννοιες που περιγράφουν κοινά στοιχεία και φαινόμενα στον ειδικό
χώρο της Φυσικής ή και άλλων επιστημών. Δεν υπάρχει κανένας γρίφος αυτής της
σύμπτωσης και δεν είναι παράλογο ούτε αντιεπιστημονικό.
Όποιος, λοιπόν, θέλει να παρακολουθήσει τη θεωρία του
Ταυτόχρονου Σύμπαντος χρειάζεται να γνωρίζει μερικά βασικά πράγματα από τη
Φυσική και κατά κάποιο τρόπο να φαντάζεται τη δυναμική δομή της ύλης και το
πλήθος των διαφορετικών πραγμάτων, σαν να ήταν εκείνα συνθέσεις από παρόμοια
συστατικά στοιχεία (και όχι μόνο χονδροειδώς, επιφανειακώς και αποσπασμένα).
Κώστας Γ. Νικολουδάκης