ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΤΗΣ «ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΚΡΗΞΗΣ»

Το κοσμολογικό πρότυπο της Μεγάλης Έκρηξης (Big
Bang) είναι αποτέλεσμα μιας φανερής παρεξήγησης των εμπειρικών ενδείξεων εξαιτίας της προκατάληψης, ότι το Σύμπαν πρέπει να έχει μια αρχή ύπαρξης και
της επιπόλαιας ερμηνείας του φαινομένου Doppler. Η αξιοπιστία του έχει αμφισβητηθεί από γνωστούς φυσικούς και από πολλούς φιλόσοφους και γίνονται προσπάθειες να ξεπεραστούν τα αδιέξοδα με νεότερες παραλλαγές της (με τις αποκαλούμενες θεωρίες του πληθωριστικού Σύμπαντος).
Όταν θεωρούμε, πως έχει μια αρχή δημιουργίας ή εξέλιξης σαν σύνολο μέσα στο χρόνο και ότι πριν από αυτήν την αρχή δεν υπήρχε -ή τουλάχιστον έτσι όπως το γνωρίζουμε- τότε με έναν πρωτοφανή αντιεπιστημονικό τρόπο
το απομονώνουμε σαν ένα μέρος. Καταστρέφουμε την έννοια του χρόνου και ορίζουμε παράλογα, ότι το Σύμπαν δεν είναι το σύνολο όλων των πραγμάτων και απ’ όλους τους χρόνους. Κάνουμε αυτό, το οποίο ο Σπινόζα ονόμαζε «αναγωγή εις την άγνοια».
Είναι αδιανόητο να ονομάζουμε Σύμπαν το σύνολο των πραγμάτων ως ένα όριο του χρόνου ή του χώρου και πέρα από εκείνο το όριο να το θεωρούμε εκτός Σύμπαντος (ή σαν μια τελείως διαφορετική πραγματικότητα, χωρίς κοινά
στοιχεία με τη δική μας). Με αυτήν την έννοια του Σύμπαντος, βέβαια, η επιστήμη δε θα μπορούσε να εξηγήσει την ανυπαρξία του πριν από τη στιγμή της δημιουργίας του!
Η απλή λογική μας οδηγεί να αναγνωρίσουμε ότι το Σύμπαν δεν έχει αρχή σαν σύνολο ή ότι πριν από την αρχή υπήρχε μια άλλη πραγματικότητα που αποτελεί μέρος του και όχι ένα άλλο Σύμπαν. Αν αμφισβητούμε αυτήν την
απλή λογική των εννοιών, τότε να μην αποδεχόμαστε ότι ορισμένα στοιχεία της πιο άμεσης περιβάλλουσας πραγματικότητας αποτελούν κοινά γνωρίσματα μιας
πολύ ευρύτερης πραγματικότητας μέσα στο χώρο και στο χρόνο (και για ένα μεγαλύτερο αριθμό πραγμάτων από εκείνα που έχουμε αντιληφθεί).
Ένα Σύμπαν «άπειρα μικρό», με «μηδενικές διαστάσεις», με «άπειρη θερμοκρασία, πίεση και πυκνότητα», με κάποιον ανεξήγητο τρόπο δημιουργείται από μια συμπυκνωμένη ποσότητα ενέργειας. Από το τίποτε αρχίζει να υπάρχει ο χρόνος και ο χώρος και να δημιουργείται
ποιότητα και μορφή από τυχαίες και ανεξήγητες ποσοτικές αλληλεπιδράσεις. Αυτή είναι η πασίγνωστη κοσμολογική θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης. Διατυπωμένη με μαθηματικά, αλλά με τη στενόμυαλη περιφρόνηση προς τη φιλοσοφική ανάλυση και το συσχετισμό των γενικών εννοιών, τις οποίες ωστόσο χρησιμοποιούν με υπερβολική άνεση για να υπερβούν την προσγειωμένη εμπειρία
τους.
Από την άλλη, έχουμε μια θεωρία διατυπωμένη με τις πιο κοινές έννοιες του κόσμου και εδώ χωρίς αριθμητικές σχέσεις. Εξηγεί και συμπεραίνει ένα μεγάλο αριθμό φαινομένων και τι σύμπτωση, μπορεί να τα περιγράφει με λίγες και τις ίδιες λέξεις! Χωρίς να μεταθέσει
το πρόβλημα στο άπειρο ή στην προσωπική επιθυμία ξεκινάει από τη λογική αρχή ενός Σύμπαντος αυτοτελούς, το οποίο προϋπήρχε ανέκαθεν με μια σταθερή ποιότητα και όχι από το μηδέν ούτε μόνο σαν ποσότητα. Δημιουργείται το πρόβλημα της συνύπαρξης του ταυτόχρονου με το ετερόχρονο και της σταθερότητας με την αλλαγή. Από την πιο πέρα λογική ανάλυση,
προκύπτει μόνιμη αλληλεπίδραση μεταξύ του κενού χώρου και του παρόντος υλικού σύμπαντος, σε μικροσκοπικές διαστάσεις. Ποιο πρόβλημα είναι πιο λογικό και πιο
πιθανό να επιλυθεί εύστοχα; Ποιο έχει διατυπωθεί πιο σωστά και πιο αξιόπιστα;
Ακόμα και αν αγνοούσαμε τη σωστή φυσική ερμηνεία, η περίπτωση της δημιουργίας όλου του κόσμου και του χώρου από έναν άλλο τελείως διαφορετικό κόσμο ή από κάποιο Θεό φαίνεται πιο δυσεπίλυτη για το χώρο της επιστήμης.
Η συνέπεια της σχετικότητας του χρόνου -λόγω της εξάρτησης του χρόνου από την κίνηση, την απόσταση και από την ύπαρξη ανώτερης οριακής ταχύτητας- δεν ανέτρεψε τη δυνατότητα ενός κοινού χρόνου. Όπως δεν ανέτρεψε την
ύπαρξη ενός κοινού χώρου και μιας χρονικής προτεραιότητας ανεξάρτητης από άλλες. Αντιθέτως, έβαλε αιτιολογημένα και υπολογισμένα ένα όριο στη γενική χρήση της έννοιας του χρόνου και διόρθωσε μια υπεραπλουστευμένη θεώρηση της αλλαγής και της σταθερότητας. Μια πλάνη, η οποία δημιουργείται όταν χρησιμοποιούμε την αφηρημένη έννοια του χρόνου αποσπασμένη
από τα πράγματα, ενώ αυτή δεν έχει νόημα παρά μόνο όταν υπάρχουν πράγματα που αλλάζουν το ένα σε σχέση με το άλλο.
Είναι αξιοπρόσεχτο πως μεγάλοι επιστήμονες έχουν πέσει σαν τυφλοί στην παγίδα τέτοιων μεγάλων λαθών και έχουν συμπαρασύρει πολλούς άλλους, εξαιτίας της απρόσεκτης σημασιοδότησης των αφηρημένων εννοιών στην απόπειρά τους να διατυπώσουν τις γενικές σχέσεις των
πραγμάτων. Κοινός εξωτερικός χρόνος θα σήμαινε, βέβαια, ότι ένα πράγμα και ένα γεγονός υπάρχουν στην ίδια στιγμή με όλα τα άλλα, ανεξαρτήτως του τρόπου που συνδέονται και μια επίδραση πάνω σ’ ένα πράγμα θα έπρεπε να είναι ταυτοχρόνως μια επίδραση και στα άλλα. Όταν, όμως, ένα πράγμα επενεργεί πάνω σ’ ένα άλλο, αυτό είναι ένα γεγονός που μοιράζονται
τουλάχιστον αυτά τα δύο και αυτή η επενέργεια δεν υπάρχει για τα άλλα πράγματα παρά μόνο στη διάνοιά τους και όταν αντιλαμβάνονται. Υπήρξαν φιλόσοφοι, όπως ο Ντεκάρτ, ο Λάιμπνιτς και ο Μπέρκλεϋ, οι οποίοι απέφυγαν με τον τρόπο τους να δώσουν μια τέτοια αφηρημένη σημασία στο χρόνο.
Ωστόσο, καλό είναι να προσέξουμε ότι ο κοινός εξωτερικός χρόνος δεν είναι μια τυχαία διανοητική σύλληψη ή μια αυταπάτη, χωρίς κανένα νόημα για την πραγματικότητα. Μπορούμε να θεωρούμε πως τα πράγματα βρίσκονται σ’ έναν
κοινό εξωτερικό χρόνο υπό τον όρο, ότι στην ίδια στιγμή δεν υπάρχουν και δε συνδέονται όλα ταυτόχρονα (με όλους τους δυνατούς τρόπους) και ότι ταυτοχρόνως θα επέλθουν πολλές αλλαγές.
Η ύπαρξη κοινού εξωτερικού χρόνου για πολλά πράγματα και αλλαγές και η ύπαρξη του χώρου, αυτά από μόνα τους δείχνουν την ανεπάρκεια της θεωρίας της περιορισμένης σχετικότητας· γιατί
ΑΝ Η ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΚΑΙ Η ΙΔΙΑ ΣΧΕΤΙΚΗ, ΤΟΤΕ Η ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΘΑ ΗΤΑΝ ΑΝΕΞΗΓΗΤΑ ΚΑΙ ΤΥΧΑΙΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ.
Ακόμα και με τον πιο αφηρημένο τρόπο μπορούμε να πούμε πως αν ο χρόνος εξαρτιόταν και καθοριζόταν μόνο έτσι σχετικά και έμμεσα από τις κινήσεις των εξωτερικών πραγμάτων, αυτό θα σήμαινε πως η πραγματικότητα είναι ευρύτερη εκ τύχης ή ότι η συνύπαρξη πολλών
συσχετισμένων κινήσεων είναι σχετική και θα μπορούσαν να μη συνυπάρχουν αλληλεξαρτημένες σαν ένα σύνολο!
Την ανεπάρκεια της περιορισμένης σχετικότητας -ακριβώς λόγω του περιορισμού της στις ευθύγραμμες σταθερές κινήσεις- διαπίστωσε πολύ εύστοχα και ο ίδιος ο δημιουργός της θεωρίας, όταν πρόσθεσε μέσα στην επιστημονικά αφηρημένη έννοιά του για τα πράγματα
τις μεταβαλλόμενες κινήσεις και την ενότητα των φαινομένων, που αντιλαμβανόμαστε σαν χώρο και ενεργητική σαν βαρύτητα. Να ο κοινός χρόνος: είναι ο ισότροπος χώρος, με το κοινό όριο της μέγιστης απόστασης και της ταυτόχρονης ενέργειας για την ύλη, με την ενέργεια του οποίου διατηρείται η ύλη
(σαν εξωτερική παρουσία), με τα ίδια όρια μίας μέγιστης και μίας ελάχιστης απομάκρυνσης, με τον ίδιο ταχύτατο τρόπο και πάντα σε αλληλεπίδραση εντός των ίδιων μέγιστων χρονικών ορίων, ανεξάρτητα από τον όποιο σχετικό τρόπο αλληλεπιδράσης.
Το Σύμπαν (στο σύνολό του) δεν ξεκίνησε από κάποια Μεγάλη Έκρηξη, αντιθέτως υπήρχε ανέκαθεν και ήταν το ίδιο! Όπως έχω εξηγήσει, ο σχετικός χρόνος δεν αποκλείει να υπάρχει ένας κοινός. Παρόμοια, όπως οι διαφορετικές απόψεις
ενός πράγματος δεν προέρχονται κατ’ ανάγκην από τη δική του αστάθεια και δεν αποκλείουν την περίπτωση, το πράγμα αυτό να είναι συγχρόνως με πολλούς τρόπους και με όλες τις διαφορετικές απόψεις, που εμείς προσέχουμε σε διαφορετικές στιγμές, από διαφορετικές θέσεις και με διάφορους τρόπους.

Τελικά έχει ή δεν έχει μια αρχή στο χρόνο το Σύμπαν; Σε αυτό έχουμε απαντήσει καθαρά ότι το Σύμπαν σαν σύνολο υπήρχε ανέκαθεν και με την ίδια ποιότητα. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία γι’ αυτό. Όμως δε λείπουν οι μικρότερες στιγμές της ύπαρξής του και γίνεται ταυτοχρόνως σε πολλές μικρότερες στιγμές σαν έμμεσο.
Δεν λείπουν ποτέ όλες μαζί, όπως δεν του λείπει ποτέ η ποιότητα ή η μορφή.
Η ύλη και τα συστατικά της στο σύνολό τους δεν ξεκίνησαν να υπάρχουν και ποτέ δεν υπήρξε μία πραγματικότητα χωρίς την ύλη*. Αυτή η διαπίστωση της Θεωρίας του Τελειωμένου Χρόνου μας καθοδηγεί για να αναζητήσουμε διαφορετική λύση για τον τρόπο της δημιουργίας και της διατήρησης του
Σύμπαντος. Αναμφίβολα, είναι αδιέξοδο να απορούμε πως δημιουργήθηκε το σύνολο του υλικού κόσμου. Το μεγάλο λάθος στην εξέλιξη της φυσικής επιστήμης αναφαίνεται καθαρότερα από ποτέ και διατυπώνεται πολύ απλά με φιλοσοφική προσέγγιση: Προσπαθούν να εξηγήσουν και να δημιουργήσουν θεωρητικά
τα ουσιώδη γνωρίσματα του Σύμπαντος και αυτό το ίδιο από το καθαρό μηδέν. Ξεκινούνε από την ελάχιστη πραγματικότητα που αποτελεί η ύλη, αφαιρούν όλη τη πραγματικότητα που είναι το Σύμπαν και μετά προσπαθούν να φτιάξουν το Σύμπαν από την αρχική ύλη, δηλαδή από το σχεδόν τίποτα μίας ποσότητας σωματιδίων που θα υπήρχε πιο τυχαία από τα μόρια της
σκόνης. Ενώ αντιθέτως, θα έπρεπε να αρχίσουν από το τελειωμένο σύνολο, από το κοινό προϋπάρχον, από το ολοκληρωμένο Σύμπαν στο συνολικό κοινό Χρόνο, για να εξηγήσουν πως προκαλούνται οι μεταβολές και τα ίδια τα πράγματα σαν ξεχωριστά μέρη μέσα στο χρόνο, από το σχετικό μηδέν (του κενού χώρου). Πως από την αρχική ενότητα και αμεσότητα του συνόλου και από μία κοινή
ουσία προκύπτει και διατηρείται η εξωτερική πραγματικότητα, με την πολλαπλότητα και τη χρονική διαφορά της. Μάλλον, πως συνυπάρχουν αυτά τα δύο μαζί. Η φιλοσοφική σχέση της πολλαπλότητας με την ενότητα με τους όρους της φυσικής εκφράζεται από τη σχέση του ισότροπου χώρου με τις διακυμάνσεις εκείνες που ανήκουν στον κόσμο των υλικών
σωματιδίων.
Κοιτάξτε και στις σελίδες "ΣΥΝΟΛΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ" και "Ο ΜΕΓΑΛΟΣ
ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΣ "
Κοιτάξτε και την απόπειρα ενός σύγχρονου Έλληνα φιλόσοφου, του Γιάννη Ξανθάκου

|
|