ραψωδία
10
Μετά τον Αδη σάλπαρε
και πάλι το καράβι
κατεύθυνση για το νησί
με σκέψη που σ'ανάβει
και η θεά στην αμμουδιά
χαρούμενη πηδούσε
προσμένοντας τον ψωλαρά
που θα την εγαμούσε.
Πατώντας έξω στη
στεριά τον φίλησε με πάθος
και έσπρωξε τον πούτσο
του στ'ολόγλυκο της βάθος.
Κι αφού γλεντήσανε μαζί
ολόκληρο το βράδυ
τη μέρα τον βοήθησε για
πλοίο και κοπάδι
για τρόφιμα και υλικά
χρήσιμα στο ταξίδι
τη νύχτα πάλι έρωτα,
πρήστηκε το γλωσσίδι.
Ετσι χορτάτη η θεά
απ'το τρελό γαμήσι
ώρα πολλή ορμήνευε σ'ένα
γλυκό μεθύσι
τον άντρα που την έσκισε,
το φίνο, τον αλήτη
πως να σωθεί και τι να
πει σ'ανθρώπους και προφήτη.
Κι όταν ξημέρωσε
καλά, γλυφόντουσαν ακόμα
ώσπου σχεδόν αναίσθητοι
και με βαρύ το σώμα
επέσανε ημιθανείς, μα η
ψυχή πετούσε
σφάδαζε η κορμαρα της,
τον πούτσο του μασούσε
κι αυτός της έγλυφε
γλυκά τ'ασύγκριτο κορμί της
ρουφώντας μέλι αθάνατο
απ'το γλυκό μουνί της.
Μα ξάφνου όλα
σώπασαν, τα μουγκρητά χαθήκαν
και δυο κορμιά σαν
νεκρικά σε ένα ενωθήκαν
για λίγα δευτερόλεπτα
ένιωσαν πεθαμένοι
κι από την καύλα την
πολλή, χαμένοι μαγεμένοι.
Μα γρήγορα
συνήλθανε και στο λουτρό επήγαν
και λούστηκαν και
πλήθηκαν, για το καράβι φύγαν.
Και τότε ο μέγας
Οδυσσεύς φωνάζει στους συντρόφους
να ετοιμαστούν και να'ρθουνε
από τους γύρω λόφους
για τη γλυκεία πατρίδα
τους να ξεκινήσουν πάλι
φίλους, γνωστούς και
συγγενείς να σφίξουν στην αγκάλη.