ραψωδία
12
Στη Σκύλα και στη
Χάρυβδι μετά απ'τις Σειρήνες
πέρασαν δύσκολες
στιγμές, πέρασαν δύο μήνες
Ηταν γυναίκες δυνατές,
σκληρές αντρειωμένες
πλακομουνουδες άφθαστες
από ψωλή καμένες.
Καθόλου δεν εχώνευαν
τους άντρες τους γαμιάδες
τους έσκιζαν, τους
έγδερναν σα'νατανε πουλάδες
γι'αυτό κι αρπάξανε
πολλούς και τους σκοτώσαν όλους
αφού τους εβασάνισαν την
πούτσα και τους κώλους.
Οι λίγοι που
εγλύτωσαν απ'τα μαρτύρια τούτα
σε λίγο αντικρίσανε χώρα
γεμάτη φρούτα
ήταν του Ηλιου το νησί με
πρόβατα ωραία
κι αγελάδες ζωηρές που
βόσκανε παρέα.
Τότε ξεχύθηκαν με
μιας όλοι τους στο λιβάδι
και στην κραιπάλη την
αισχρή το'ρίξαν μέχρι βράδυ
γαμούσανε τα ζωντανά με
πόθο και μανία
και κάνανε τους κώλους
τους σα να'τανε χωνία.
Κι υστέρα άρχισε η
σφαγή των γαμημένων ζώων
ιδού πως εκατήντησαν
σύντροφοι των ηρώων.
Μα ο θεός λυπήθηκε τα ζώα
τα καημένα
που όλα τα εξέσκισαν και
γίναν γαμημένα
και όλους αυτούς τους
ασεβείς τους έστειλε στον Αδη
να ζούνε κάτω από τη γη
και μέσα σε σκοτάδι.
Και ο Οδυσσέας έμεινε με
δίχως πια συντρόφους
κι αγνάντευε περίλυπος
όλους τους γύρω λόφους.