Patrick Pfavayi's Home Page

ραψωδία13
Home ] Photos ] Jokes ] Medical ] 'Ομυρος ] feedback ] Contents ]



 

ραψωδία1
ραψωδία2
ραψωδία3
ραψωδία4
ραψωδία5
ραψωδία6
ραψωδία7
ραψωδία8
ραψωδία9
ραψωδία10
ραψωδία11
ραψωδία12
ραψωδία13
ραψωδία14
ραψωδία15
ραψωδία16
ραψωδία17

ραψωδία 13

Μετά από τόπους φοβερούς, πάμπολλες τρικυμίες
κι αμέτρητες με θάνατο π'έκανε γνωριμίες
όταν στο πέλαγος γυμνός και με ψυχή χαμένη
η Καλυψώ δυναμικά τον έσωσε η καημένη
όταν κολύμπαγε αυτός προς την ξηρά για να'βγει
κι είδε τον πούτσο του ορθωτό και η καρδιά εκάγει.

Τότε κατέβει αθέατη και του τον εφιλούσε
τον έγλυφε, τον έπαιζε και του τον πιπιλούσε
και στην ξηρά τον έσπρωχνε και λίγο τον τραβούσε
το αποχαυνωμένο το κορμί που όλο σπαρταρούσε.

 Κι έτσι βγήκε στην ξηρά σχεδόν ρυμουλκημένος
από τον πούτσο τον μακρύ, κρύος και μαραμένος
κι όταν συνήλθε κάποτε και φτάνει στο παλάτι
τότε την βλέπει να'ρχεται φουριόζα και τρεχάτη.
Βοήθεια, ρούχα και φαϊ να του προσφέρει τάχα
απ'ανθρωπιά κι αισθήματα που ένιωθε μονάχα
για κάθε που θα'ρχοτανε στο ερημικό νησί
κι είχε ανάγκη από φαϊ και ρούχα και κρασί.

 Μα για πολύ δεν κράτησαν τα τυπικά του κώλου
γιατί λιγουρευότανε το κάλος του του ψώλου
κι αμέσως τότε άρχισαν τα φοβέρα τα όργια
μεσ'την θερμή της αγκαλιά την όμορφη πανόργια
κι έτσι περνούσε ο καιρός γεμάτος συγκινήσεις
κι έχυνε ο πούτσος του σαν το νερό της βρύσης
μα λυπημένος κάθεται την θάλασσα θωρεί
που στην γλυκεία πατρίδα του, να φθάσει δεν μπορεί.

 Μα κάποτε λυπήθηκαν την τύχη του οι Θεοί
και μήνυμα στην Καλυψώ του Ολυμπου οι κραταιοί
τον φτερωτό Ερμη της στείλαν για να δώσει
απόφαση τελειωτική που την καρδιά θα λυώσει.

 Ρίγησε τότε η Καλυψώ κι από θυμό γιομάτη
σκέφτηκε νύχτες και στιγμές απ'ηδονή χορτάτη.
Είστε σκληροί, ζηλόφθονοι, μουρμούρισε με πόνο
και μα το Δία μου'ρχεται να φτάσω μέχρι φόνο.

 Φθονείτε όλοι σας ψηλά, την όμορφη μου τύχη
βρέθηκε νάνε πουτσαράς, τον έχει ένα πήχη.
Ομως εγώ τον έσωσα στο πέλαγος πνιγμένο
από ανθρώπους και θεούς τελείως ξεγραμμένο
και το γλυκό μου το μουνί και όλο μου το σώμα
αυτός μονάχα το γαμεί και μ'έχει κάνει λιώμα.
Μα τι να κάνω η δυστυχή και την καρδιά μου σφάζουν
θα υποταχθώ στη μοίρα τη σκληρή, αφού με διατάζουν.

 Κι είπε ο Ερμης ο φτερωτός θερμά και λυπημένα:
Ελα καλή μου Καλυψώ, μη τα'χεις πια χαμένα
δώσε εσύ τις συμβουλές, βοήθα τον να φύγει
κουράγιο κάνε, βάσταξε, όσο και αν σε θίγει.

 Αυτά 'πε και εχάθηκε στης νύχτας το σκοτάδι
κι η Καλυψώ εζήταγε χαρά και λίγο χάδι.
Τότε γλυκά, ναζιάρικα μ'αβάσταχτη τη καύλα
απ'την ακτή τον φώναξε, στους ρεμβασμούς του παύλα.

 Οταν του υποσχέθηκε πως θα τον βοηθήσει
να φύγει από το νησί κι αλλού να πάει να ζήσει
τότε αυτός αχόρταγα την ξάπλωσε στο στρώμα
την φίλαγε, την έγλυφε, της δάγκωνε το σώμα
μετά την ετουμπάρισε της έστησε τον κώλο
και μαλάκα της βύθισε τον άγριο του ψώλο
με χέρια πια τρεμάμενα και λιγωμένα χείλη
μούγκριζε κι ακουγότανε γύρω στο ένα μίλι.
Της έτριβε τις ρόγες της, της έγλυφε το σώμα
κι από την καύλα την πολλή είχανε γίνει λιώμα.
Μα κάποτε ξημέρωσε και έπρεπε να φύγει
όσο και αν ελιώσανε με καύλα που να πνίγει.

 Κι η Καλυψώ του φώναζε, γαμιά μου γύρνα πίσω
έλα αγαπούλα μου γλυκιά και θα λιποθυμήσω
χωρίς ψωλή στο σπίτι μου πως θα γεννεί να ζήσω
ντυμένη ωραία προκλητικά το σώμα θα στολίσω
για να καυλώσω το Θεό μαζί μου και να χύσει
απ'του Ολύμπου το βουνό σκληρά να με γαμήσει
καύλα που φύτεψε ο Οδυσσεύς να'ρθεί να την τρυγήσει.

 Τότε λοιπόν ο Οδυσσεύς της λέει ένα γεια σου
τι καύλες πάλι μ'άναψες, πως δείχνει η ομορφιά σου
μ'αυτά τα νάζια τα γλυκά το σώμα μου καυλώνεις
μα κάτσε τώρα ήσυχη γιατί πρέπει να φύγω
και τα πανιά του καραβιού αμέσως τα ανοίγω.