ραψωδία
4
Ήταν σχεδόν αδύνατο
μες την παλιά την πόλη
να βρει κανείς για να
κρυφτεί χαντάκι η περβόλι.
Την Τροία πια την όμορφη
την είχαν ξεκληρίσει
και οι γυναίκες στην
σειρά, κάνανε όλες πλύση.
Πλένανε και χτυπούσανε
τον κώλο τους στη γη
για να'βγει το ψωλόχυμα
και κάνανε πληγή.
Κι αδιάκοπα
ακουγόντουσαν σπαρακτικές κραυγές
κι όποιος αντιστέκετο,
έπεφταν και σφαγές.
Από την άλλη την
πλευρά, στων Αχαιών τα πλήθη
γλέντια, χαρές,
ξεφάντωμα, γαμήσια κακοήθη.
Τα πάντα σε ερείπια
ήτανε σωριασμένα
κι όλοι γυρνούσαν σαν
τρελοί και τα'χανε χαμένα.
Στους καβλερούς
τους Αχαιούς σαν άλμπουρα οι ψώλοι
στους Τρωαδήτες
σκούζοντας "πονάνε πια οι κώλοι".
Το βράδυ που κουράστηκαν
απ'την πολλή καβάλα
αρχίσανε να σκέπτονται
για σύντομη φευγάλα.
Στα πλοία
κουβαλούσανε διαμάντια και πετράδια
χρυσό, ασήμι και χαλκό
μεσ'τα βαθιά σκοτάδια.
Τα πήγαιναν στ'αμπάρια
τους τα παραφορτωμένα
κι από τα πλούτη τα πολλά
τα είχανε χαμένα.
Κι αφού τελειώσαν
όλα αυτά, τα τόσο λυπηρά
την χιλιογαμημένη
πήρανε, σαν να'τανε κυρά.
Και την παρουσιάσανε πως
ήταν αρπαγμένη
και πως με ζόρι κι
απειλές ήτανε γαμημένη.
(Παρακαλητό μουνί ξινό
γαμήσι)
Γιατί σαν
συναντήθηκαν στο ξένο το παλάτι
έξυπνη και πανέμορφη και
καύλα όλο γεμάτη
κι ολόγυμνη με το μουνί
καλά αρωματισμένο
με μόνο το βρακάκι της κι
αυτό μισό βγαλμένο
μπροστά εις τον Μενέλαο
εστάθει η Ελένη
κι αυτός θωρώντας την
βουβά με πούτσα καβλωμένη
άρχισε να γυμνώνεται,
πετώντας το σπαθί
και στη στιγμή οι
σύντροφοι τον έχουν μιμηθεί
Και όσο αυτός εγάμαγε μ'ορμή
και φλυαρία
όλος ο άλλος ο στρατός
βαρούσε μαλακία.
Μα όλα ετελείωσαν,
τέρμα στα πανηγύρια
έλυσαν τα καράβια τους,
χάλασαν τα τσαντίρια.
Στοιβάζουν τις
αιχμάλωτες, βουνό τις κακομοίρες
νέες μικρές ανύπαντρες,
γεμάτες όλο ψείρες.
Θυσίασαν του Πριάμου την
κόρη Πολυξένη
για να τιμήσουν τους
Θεούς σ'όλη την οικουμένη.
Ετσι εξεκινήσανε απ'την
ερειπωμένη Τροία
χαράζοντας κατεύθυνση
και σταθερή πορεία,
για της πατρίδας το
χωριό, της πόλης, το λιμάνι
μ'επιθυμία αμέτρητη να
φτάσουν μάνι-μάνι.
Και δεν θ'αργούσαν να'φταναν
στην όμορφη πατρίδα
αν ξαφνικά δεν έπιανε
μεγάλη καταιγίδα.
Φύσηξ'αέρας
τρομερός, κι αγρίεψε η φύση
μαύρο βουνό η θάλασσα, τα
πλοία πήραν κλίση,
σκίστηκαν όλα τα πανιά,
σκόρπισαν τα καράβια
κι έχασε η μάνα το παιδί
κι η σκύλα τα κουτάβια.
Και έτσι επροσπαθίσανε
και περιπλανήθηκαν
κι άλλοι γύρισαν νικητές
κι άλλοι εγαμηθήκαν.
Ομως από τους ήρωες
που κούρσεψαν την Τροία
κανείς δεν εκουράστηκε,
ως λέει η Ιστορία
όπως ο πολυμήχανος,
πανούργος Οδυσσέας
που από μικρός αρέσκετο
σε πονηράς παρέας.
Γιατί η φίνα Αθηνά
του κράταγε κακία
όταν αυτός εδιάλεξε μια
δόση μαλακία
και δεν την άφησε γυμνή
τον πούτσο του να παίζει
να τον ρουφά αχόρταγα σα
να'χε πετιμέζι.