ραψωδία
15
Η Πηνελόπη μόνη της
έλεγε η καημένη
μέρα και νύχτα η καψερή
πως είναι καυλωμένη
κι όταν η καύλα το μουνί
ασφυκτικά προστάζει
σαν θα γαμιέται ηδονικά
τους άλλους τι τους νοιάζει.
Κι η παραμάνα η γριά
που ήταν απ'τον Βόλο
την έσπρωχνε να γαμηθεί
από μουνί και κώλο
γιατί στ'αλήθεια ο
Οδυσσεύς ήτανε διπορτίτης
μα τώρα εσκουριάξανε που
είναι μακαρίτης.
Δύσκολα
προσαρμόζεσαι σαν έχεις συνηθίσει
πρωί και βράδυ να ρουφάς
το όμορφο γαμήσι
βλέπεις και ο μακαρίτης
μας ήταν πολύ μαργιόλος
στα σκέρτσα και στο
κράτημα απίθανος σαν ψώλος.
Η Πηνελόπη
σκέπτεται τα βραδινά παιχνίδια
όταν τον κράταγε σφιχτά
μαζί με τ'αρχίδια
και τότε αυτός ακάθεκτος
με γλύκα πως ορμούσε
και μεσ'τα σκέλια τα
καυτά τον ψώλαρο πετούσε.
Αργούσε και δεν
έχυνε, κρατιόταν ο καημένος
κι ενώ κουνιόταν μανιακά
συνέχεια καυλωμένος
συνέχεια επροσπάθαγε να
τον εμπανοβγαίνει
κι απ'την καύλα την πολλή
δεν ημπορεί να κάνει
μα μια νύχτα λιγωμένη
ξεφωνίζω στάσου βλάκα
άλλαξε ψωλής πορεία από
γενετής μαλάκα
στη στιγμή του την
αρπάζω με μανία και λαχτάρα
την φιλάω, του την γλείφω
την τρανή του την ψωλάρα
κι αμέσως παίρνω στάση
το καβλί του το σαλιώνω
και χωρίς να καταλάβω
τον κωλάκο μου τουρλώνω
μ'αυτός σιγά-σιγά μου
φερμάρει το κεφάλι
κι έτσι μέσα μου την
χώνει και ξανακαυλώνει πάλι.
Από τον πόνο κι απ'την
καύλα τα ματάκια μου δακρύσαν
??'ένα ρίγος στο κορμί μου,
τα ποδάρια μου λυγίσαν
έκανα όμως υπομονή ζεστά
κι αυτός να χύσει
να νιώσει καύλα ζηλευτή
σ'ένα τρελό γαμήσι.
Βλέπεις μπροστά στη
γλύκα του μουνιού τι είναι ένας πόνος
και όπως λένε οι όμορφες
στην καύλα τι είναι ο θρόνος.
Αυτά σκεφτότανε
μονή της στο στρώμα η καημένη
μέρα και νύχτα η καψερή
και είναι καυλωμένη,
μα η πίστη πάντα γύρναγε
στη φίνα Πηνελόπη
που'θελε πάντα φρόνιμη
να μείνει κι ας εκόπει
το ζηλευτό γαμήσι της
που το'χε συνηθίσει
και νύχτες το σκεφτότανε,
την είχε βασανίσει.
Και σκέφτεται
μονάχη της, κι απόφαση λαβαίνει
να κρατηθεί ανέγγιχτη κι
ολημερίς υφαίνει
χωρίς ψωλή στο σπίτι της
κλεισμένη θε να ζήσει
κι από μνηστήρα αν
βιαστεί, μαζί του δεν θα χύσει.