ραψωδία
3
Πρωί π'αρχίζουν να
γαμούν τις κότες τα κοκόρια
απ'την Αυλίδα φύγανε
σαρανταδυό βαπόρια.
Ο ψωλαράς Μενέλαος κι ο
Μέγας Αχιλλέας
ο Οδυσσεύς κι ο
Πάτροκλος ο πούστης της παρέας.
Μπροστά στα τείχη
στάθηκαν τσαμπουκαλήδες όλοι
και μάταια
προσπαθούσανε να πάρουνε την πόλη.
Στα γύρο τα περίχωρα
μουνί δεν είχε μείνει
κι όλος ο κόσμος γενικά
μπουρδέλο είχε γίνει.
Κι αγάμιτο αν πετύχανε
μουνί να μην αφήσουν
την πόλη δεν κατάφεραν
όμως να την πατήσουν.
Γύρω απ'το κάστρο το ψηλό
με τα γερά τα τείχη
κάθοντ'οι Ελληνες βουβοί
και βλαστημούν την τύχη.
Μοίρα κακή τους έριξε
και πάνε δέκα χρόνια
οι ζέστες τους
τσουρούφλισαν, τους πάγωσαν τα χιόνια.
Ως κι ο πανούργος
Οδυσσεύς κι αυτός έχει σαστίσει
και τους θεούς παρακαλεί
να δώσουν κάποια λύση.
"Αχ Οδυσσέα" έλεγε
"Είσαι μεγάλος βλάκας
ποιος του'πε του
Μενέλαου να γεννηθεί μαλάκας.
Κι έτσι τον Πάρη άφησε να
τόνε κερατώσει
και στης Ελένης το μουνί
τον πούτσο του να χώσει.
Κι εγώ τι φταίω για όλα
αυτά ν'αφήσω την καλή μου
και δέκα χρόνια να βαρώ
στην Τροία την ψωλή μου".
Αυτά λοιπόν
σκεφτότανε μάτι χωρίς να κλείσει
και το μυαλό του το'στιβε
να για να'βρει κάποια λύση.
Καθώς στη τρύπια του
σκηνή μια μέρα ξαπλωμένος
εχάιδευε τον πούτσο του
που ήταν σηκωμένος
τα μαλιαρά αρχίδια του
κρεμόντουσαν με χάρη
να'σου μπροστά η Αθηνά μ'ασπίδα
και κοντάρι.
Σηκώνει την χλαμύδα της,
του δείχνει το μουνί της
σκύβει και λέει του στ'αυτί
με τη γλυκεία φωνή της:
"Ω πολυμήχαν'Οδυσσεύ
απ'τ'ουρανού τα ύψη
στο πατρικό σου το νησί
σε κοίταζα με θλίψη.
Της Πηνελόπης το μουνί
να το γαμάς με λύσσα
κι αόρατη κατέβαινα και
σου'γλυφα τα χύσια.
Σαν λιγωμένη κοίταζα την
μακριά ψωλή σου
τ'αρχίδια σου τα τριχωτά
και χοντρό καβλί σου.
Μεγάλη καύλα μ'έπιασε
και δεν θα ησυχάσω
τον πούτσο σου που
λαχταρώ αν δεν τον δοκιμάσω.
Εγώ σου δίνω το
κλειδί την Τροία για να πάρεις
μα θέλω σαν αντάλλαγμα
να μου τόνε φερμάρεις"
Ο Οδυσσέας σκέφτηκε
μονάχα ώρα λίγη
και είδε πως αδύνατο
ήταν να τ'αποφύγει.
Της βάζει μια
τρικλοποδιά και την πετά στο χώμα
κι από την καύλα την
πολλή θα την γαμούσε ακόμα.
Η Αθηνά εσπάραζε σαν
κότα σουβλισμένη
μα όλο και τον έσπρωχνε
γοργά να μπαινοβγαίνει.
Παρόλη όμως την καύλα
του σκέφτεται τη δουλειά
σκουπίζει την ψωλάρα του
και λέει στην Αθηνά.
"Μικρή καυλιάρα
στο'κανα και τούτο το χατίρι
πες μου το κόλπο γρήγορα
και πήγαινε σιχτίρι"
Κι αυτή πάνω στην
καύλα της, στο ερωτικό μεθύσι
το μυστικό του έδωσε την
Τροία να πατήσει.
Και ξέρουμε απ'τον Ομηρο
τι να το λέω ξανά
τι κόλπο του ξεφούρνισε
η πρόστυχη Αθηνά.
Έσαξαν ένα άλογο
καλό, ύψος τριάντα μέτρα
που ήταν όλο ξύλινο και
όχι από πέτρα.
Μέσα στην κούφια την
κοιλιά κρυφτήκανε μ'ελπίδα
και κόβανε την κίνηση απ'την
κωλοτρυπίδα.
Αλλά επειδή δεν χώραγαν
σ'ένα άλογο όλο κι όλο
ο ένας είχε την ψωλή στου
αλλουνού τον κώλο.
Κι οι Τρώες που στο
βάθος τους μαλάκες ήταν όλοι
εγκρέμισαν τα τείχη τους
και το'βαλαν στην πόλη.
"Ο πόλεμος τελείωσε"
σκέφτονταν τα χαμούρια
κι αμέσως τότε ρίχνονται
στο πήδημα με φούρια
Πήραν τα στρώματα φωτιά
απ'το πολύ γαμήσι
τόσο που δεν προλάβαινε
το χύσι να τη σβήσει.
Κι όταν η νύχτα έφτασε,
οι Τρώες κουρασμένοι
στα μαλακά κρεβάτια τους
πέσαν ευτυχισμένοι.
Μέσα στης νύχτας το
βαθύ τ'ατέλειωτο σκοτάδι
ξεχύνονται από παντού σα
να'ρχονταν απ'τον Αδη.
Εκατοντάδες Αχαιοί
δαυλιά κρατώντας όλοι
κι απ'του αλόγου την
κοιλιά ξεχύνονται στην πόλη.
Με φοβερούς αλαλαγμούς
ανάβουν τα δαυλιά τους
με τ'άλλο χέρι πιάνουνε
τα κόκκινα καβλιά τους.
Μέσα στην Τροία
μπαίνουνε σαν Πρίαποι βαρβάροι
κι όποια γυναίκα η άντρα
βρουν τον ρίχνουν στο κρεβάτι.
Μες το βαθύ τον ύπνο
τους οι Τρώες κουρασμένοι
για πότε γαμηθήκανε,
μυστήριο θα τους μένει.
Του κάκου έσκουζ'ο
Οδυσσεύς να τους σκοτώσουν όλους
οι Ελληνες ακράτητοι
τους έσκαψαν τους κώλους.
Τότε κατάλαβ'ο Οδυσσεύς
πως για να πέσει η Τροία
πρώτα να πέσουν έπρεπε
των Αχαιών τα τρία.